Thursday, October 24, 2013

Αλογοκρατία

(Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 25/10/2013)





«Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Η φράση με την οποία ο Ιωάννης ανοίγει το ευαγγέλιό του ηγεμόνευσε για πολλούς μετά Χριστόν αιώνες στη Δύση. Εξέφρασε τον θρίαμβο της θεο-λογοκρατίας και τη συντριβή της αρχαιοελληνικής λογοκρατίας, όπου λόγος ήταν ο κοινός ή ο σύνθετος νους, το μέτρο του κόσμου ή τουλάχιστον το μέτρο αντίληψης του κόσμου. Η μεσολάβηση του θεού καπέλωσε και τον κοινό και τον σύνθετο νου. Ο Λόγος έγινε και φόβος και παρηγοριά για όσα φρικτά περίμεναν τις δύσμοιρες ανθρώπινες υπάρξεις, μέχρι που ήρθαν οι ανθρωπιστές και λίγο μετά οι διαφωτιστές (ομολογώ ότι μ’ έχει πιάσει κάποια εμμονή με τον διαφωτισμό, αλλά τόσο πίσω μάς έχει οδηγήσει ο νεο-σκοταδισμός) κι αποκατέστησαν την κυριαρχία του Ορθού Λόγου. Ο ορθολογισμός τους άλλαξε πολλά στη ζωή των ανθρώπων, τουλάχιστον στη Δύση, και έσπασε το μονοπώλιο του ανορθολογισμού, ο οποίος εδώ και τέσσερις αιώνες σε γενικές γραμμές  περιθωριοποιείται. Ζούμε στην εποχή του ορθολογισμού και ουδείς διανοείται να διακηρύξει ότι οποιαδήποτε πολιτική απόφαση, οικονομική επιλογή ή διοικητική πράξη είναι προϊόν θείας επιφοίτησης, προφητείας ή ονειρικής αποκάλυψης, χωρίς να τον πάρουν στο ψιλό. Ακόμη κι όταν εισηγείται τα πιο ανορθολογικά πράγματα.

Το μνημόνιο, αίφνης, και οι εξ αυτού εκπορευόμενες κυβερνητικές αποφάσεις και συνέπειες προβάλλονται ως η πεμπτουσία του ορθολογισμού. Σε βαθμό ώστε ακόμη και τα πιο παράλογα αποτελέσματά τους να αποκαλούνται «εξορθολογισμός». Ως εξορθολογισμός προβλήθηκε η ισοπεδωτική μείωση μισθών και συντάξεων, αλλά ο ορθολογισμός των εξορθολογιστών αποφεύγει να σχολιάσει τη λογική συνάφεια ανάμεσα στη μείωση αυτή και την καταστροφική ύφεση που προκάλεσαν. Όπως αδυνατούν, επίσης, να εξηγήσουν ορθολογικά πώς είναι δυνατό να προκύψει ανάκαμψη μέσω της καταναλωτικής εξουθένωσης, πώς δηλαδή μπορεί να προκύψει αύξηση εισοδήματος μέσω της μείωσής του.

Έχουμε πήξει  στους ορθολογιστές που μας ταράζουν στον ανορθολογισμό κρυμμένο πίσω από τον ευφημισμό του «εξορθολογισμού». Εξορθολογισμός αποκαλούνται οι απολύσεις, το κούρεμα των μισθών, η μετάλλαξη των εργασιακών σχέσεων σε κάτι που προσομοιάζει σε δουλοπαροικία, ενίοτε και σε καθαρή δουλεία, ακόμη και το λουκέτο. Εξορθολογισμός είναι επίσης το μπάχαλο στον κρατικό μηχανισμό μέσω της κινητικότητας-διαθεσιμότητας, η αδυναμία των νοσοκομείων να προγραμματίσουν ακόμη και επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις λόγω έλλειψης υλικών, η μετατροπή του ΕΟΠΥΥ σε Καιάδα για χρόνια ασθενείς και υπερήλικες, η διαρκής υποβάθμιση του σχολείου και του πανεπιστήμιου, η μετατροπή του φορολογικού μηχανισμού σε απαλλοτριωτή ακινήτων και λογαριασμών, τα αλλεπάλληλα μέτρα λιτότητας που από οριζόντια βαφτίζονται κάθετα, πλάγια, κυκλικά ή τεθλασμένα, λες κι η ονομασία τους θα τα κάνει λιγότερο οδυνηρά.

Αυτό που περιγράφεται ως ορθολογισμός εξελίσσεται σε έναν θρίαμβο της αλογοκρατίας (καμιά πρόθεση να προσβάλω με τον όρο τα συμπαθή τετράποδα άλογα, που έχουν περισσότερη σχέση με τον Ορθό Λόγο απ’ ό,τι οι μνημονιακοί «λογοκράτες»). Το αποτύπωμα της μνημονιακής αλογοκρατίας είναι ορατό στην καθημερινότητα των θυμάτων της. Φίλος εκπαιδευτικός μου περιέγραψε απλά τον ανορθολογισμό του «εξορθολογισμού» στην παιδεία. Τέλη Οκτωβρίου, κι ενώ εισπράττει κανονικά τον μισθό του, δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί σε οργανική θέση, παραμένοντας μετέωρος στη λίστα της «κινητικότητας», κάτι σαν το Limbo της καθολικής μυθολογίας, η κόλαση των αναμάρτητων που τους βαρύνει μόνο το προπατορικό αμάρτημα, το ότι είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Όταν αποφάσισε να ενοχλήσει μόνος την αρμόδια περιφερειακή διεύθυνση για να δουλέψει, επιτέλους, οι αρμόδιοι (και πανικόβλητοι) προϊστάμενοι του πρότειναν μετακίνηση σε όμορη εκπαιδευτική περιφέρεια, η οποία με τη σειρά της μπορεί να τον μετακινούσε σε άλλη περιφέρεια, πιθανότατα νησιωτική, από την οποία πάντως δυο-τρεις συνάδελφοί του έχουν αποσπαστεί και εργάζονται στη γραμματεία της δικής του περιφερειακής διεύθυνσης, όπως με έκπληξε διαπίστωσε. Του πρότεινε επίσης την «εναλλακτική» μιας θέσης γραμματειακής υποστήριξης σε ένα ΙΕΚ, αν και η θέση που για χρόνια κατείχε σε επαγγελματικό λύκειο παραμένει κενή και οι μαθητές πορεύονται ακάθεκτοι προς τον Νοέμβριο χωρίς φιλόλογο, περιμένοντας έναν καθηγητή που θα μετακινηθεί από τη Μακεδονία, από την Κρήτη ή ποιος ξέρει από πού αλλού.

Αυτό που συμβαίνει στη μικροκλίμακα ενός σχολείου ή μιας εκπαιδευτικής περιφέρειας, στη μεγάλη κλίμακα του εκπαιδευτικού συστήματος εξελίσσεται στη χειρότερη σχολική χρονιά εδώ και δεκαετίες. Με αβυσσαλέα κενά, θεσμούς όπως το ολοήμερο που παρακμάζουν, χωρίς να έχουν ποτέ ακμάσει, καθηγητές που θα μπουν για πρώτη φορά στην τάξη τον Νοέμβριο και εξ ορισμού έχουν χάσει το παιχνίδι με τους δύσκολους εφήβους, σχολικά κτίρια αφύλακτα, πανεπιστήμια εκτός λειτουργίας. Στη μέγιστη κλίμακα της χώρας το φαινόμενο τείνει να επιβεβαιώσει τον ορισμό του αποτυχημένου κράτους.

Ο θρίαμβος της αλογοκρατίας ίσως αποκαλύπτεται πιο έντονα σε μια εξέλιξη των ημερών: στο γεγονός ότι ο σκληρός πυρήνας του κράτους χρηματοδοτεί τη μελλοντική έξωσή του από τα κτίρια που του ανήκουν. Προβλήθηκε ως πεμπτουσία του Ορθού Λόγου η πώληση και επαναμίσθωση 28 κτιρίων, συνολικής επιφάνειας άνω των 270.000 τετραγωνικών, στα οποία στεγάζονται πέντε υπουργεία και 23 κρίσιμες κρατικές υπηρεσίες, όπως η ΓΑΔΑ, στις θυγατρικές real estate δύο τραπεζών, οι οποίες με τη σειρά τους οδεύουν σε ξένα funds. Το Δημόσιο εισέπραξε 261 εκατ. ευρώ, αλλά απ’ αυτή τη στιγμή θα πληρώνει ως νοικάρης 30 εκατ. τον χρόνο για να χρησιμοποιεί αυτά που του ανήκαν, ενώ επωμίζεται και το κόστος της ασφάλισης και τακτικής συντήρησής τους. Σε είκοσι χρόνια θα έχει καταβάλει στους νέους ιδιοκτήτες περίπου 600 εκατ. ευρώ, για να αποπληρωθεί μέρος του αβίωτου κρατικού χρέους που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το μισό του νέου χρέους που δημιουργεί. Συν τοις άλλοις, το κράτος σε είκοσι χρόνια θα έχει το δίλημμα ή να βρεθεί άστεγο ή να πληρώσει για να ξαναγοράσει την περιουσία του σε τιμές αγοράς. Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, αυτή η «ορθολογική» συναλλαγή θα έχει κοστίσει στο κράτος τουλάχιστον το εξαπλάσιο του τιμήματος που εισέπραξε. Αν έχει να τα πληρώσει, βεβαίως. Κι επειδή ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, υπάρχει και το επιπλέον ερώτημα: τι θα συμβεί αν το κράτος βρεθεί σε αδυναμία πληρωμών, άρα αδυνατεί να καταβάλλει τα μισθώματα στους νέους σπιτονοικοκύρηδες της ακίνητης περιουσίας του;  Θα παρέχει τις υπηρεσίες του υπαίθρια, στις πλατείες και στα πεζοδρόμια;

Στον πυρήνα της σκέψης της μνημονιακής αλογοκρατίας, που διαπερνά κάθε κυβερνητική απόφαση εδώ και τέσσερα χρόνια, βρίσκεται η Πίστη. Η τραπεζική και η χρηματοπιστωτική εν γένει. Η οποία, εντέλει, είναι μια καθαρή, ανορθολογική πίστη, αντίστοιχη της θρησκευτικής. Οι αλογοκράτες θεωρούν αδιανόητο να μην αποπληρωθεί το χρέος, παρ’ ότι γνωρίζουν ότι είναι αδιανόητο και το να αποπληρωθεί. Εξ ου και παζαρεύουν την ελάφρυνσή του. Εδώ, όμως, προκύπτει σύγκρουση (αν)ορθολογισμών. Ο (αν)ορθολογισμός του πιστωτή τού επιτρέπει να δημιουργεί χρήμα εκ του μη όντος, να το δανείζει και να απαιτεί εξόφλησή του, αλλά σε χρήμα ή είδος εντελώς χειροπιαστά. Ο (αν)ορθολογισμός του οφειλέτη τού επιβάλει να εξοφλήσει τα δανεικά σε υπαρκτά χρήματα και περιουσιακά στοιχεία, έστω κι αν χρειαστεί ο ίδιος- ως άτομο, ως κοινωνία, ως κράτος- να εξαϋλωθεί, όπως και το άυλο χρήμα που δανείστηκε, σε βαθμό που να αδυνατεί να πληρώνει πια, γιατί απλώς δεν θα υπάρχει. Το αποτέλεσμα είναι ο όρκος της Πίστης να εξελίσσεται σε αμοιβαία Απιστία. Αυτό το χρέος, και οποιοδήποτε κρατικό χρέος, δεν πρόκειται να εξοφληθεί ποτέ. Υπάρχει για να συντηρεί την Πίστη, τον ανορθολογισμό που κινεί το σύμπαν του οικονομικού «ορθολογισμού», μια ορθοδοξία που δεν έχει Παράδεισο, μόνο Κόλαση, Limbo και Καθαρτήριο.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Να… το ζήτημα είναι… μήπως ξέρετε αν υπάρχει καμιά πυρκαγιά στο σπίτι σας. ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ: Για ποιο λόγο μας ρωτάτε;
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Είναι γιατί… συγχωρέστε με, αλλά ξέρετε έχω εντολή να σβήσω όλες τις πυρκαγιές στην πόλη.
(…..)
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Δεν πάνε καθόλου καλά οι δουλειές αυτή την εποχή, ε!
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Απ’ το κακό στο χειρότερο. Δεν κάνουμε σεφτέ. Πού και πού καμιά καπνοδόχος, καμιά αχυροκαλύβα, τιποτένια πράγματα, ανάξια λόγου. Κι όταν δεν υπάρχει κατανάλωση, το κέρδος παραγωγής είναι ελαχιστότατο.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ: Δυστυχώς σε όλα το ίδιο συμβαίνει, τίποτα δεν πάει μπροστά. Το εμπόριο, η γεωργία, όλα βρίσκονται σε κακή κατάσταση φέτος, όπως και με τις πυρκαγιές.
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Έλλειψις σιτηρών, έλλειψις πυρκαγιών.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ: Κατά συνέπεια έλλειψις κατακλυσμών.
ΚΥΡΙΑ ΣΜΙΘ: Ναι, αλλά έχουμε ζάχαρη.
ΚΥΡΙΟΣ ΣΜΙΘ: Αυτό συμβαίνει γιατί την εισάγουμε από το εξωτερικό.
ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝ: Για τις πυρκαγιές είναι πιο δύσκολο. Έχουν βλέπετε πολύ μεγάλη φορολογία.

Ευγένιου Ιονέσκο, «Η φαλακρή τραγουδίστρια»

Saturday, October 19, 2013

Διαφωτιστική βία…

(Επενδυτής, 19/10/2013)

 


Ξεκαθαρίζω εξαρχής: Δεν καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Τουλάχιστον όχι πριν αποσαφηνίσουμε από πού προέρχεται η βία. Η βία υπάρχει πριν το είδος μας κυριαρχήσει στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Είναι ο όρος ύπαρξης αυτής της αλυσίδας. Και κανένας κρίκος της -ούτε η αόρατη αμοιβάδα ούτε ο τρομερός λέων- διανοήθηκε να αξιολογήσει ηθικά και να απορρίψει τη βία. Η περιγραφή του βιβλικού παραδείσου, όπου τα είδη συνυπήρχαν χωρίς κανένα να διανοηθεί να κατασπαράξει άλλο, έχει ένα αβυσσαλέο κενό: με τι τρέφονταν; Με φωτοσύνθεση;

 Πέραν της τροφικής αλυσίδας, δεν χρειάζεται να είναι κανείς αμετανόητος οπαδός του Μαρξ για να καταλάβει ότι η βία ήταν και παραμένει «η μαμή, που από κάθε παλιά κοινωνία, ξεγεννά μια καινούργια». Η Ιστορία είναι μια επαναλαμβανόμενη επιβεβαίωση της παρατήρησης. Σε σημείο ώστε οι ιστορικοί να αποκαλούν «σκοτεινούς αιώνες» τα μακρά διαλείμματα στην εξέλιξη της ανθρωπότητας που χαρακτηρίζονται από ειρηνική «στασιμότητα» και απουσία βίας. Η ίδια η πρόοδος, όσες ηθικές ενστάσεις κι αν έχει κανείς γι’ αυτήν, συντίθεται από απίστευτες ποσότητες βίας -κρατικής, στρατιωτικής, πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής- που ασκήθηκε από και σε εκατομμύρια ανθρώπους.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μαρξιστής για να το αντιληφθεί αυτό. Αρκεί η στοιχειώδης γνώση της αρχαιοελληνικής μυθοπλασίας, ή μια επαφή με το έργο του Αισχύλου, για να θυμηθεί τον ιδρυτικό μύθο: η Βία μαζί με τον αδελφό της, το Κράτος, υπηρετούν τον Δία και υλοποιούν αδιαμαρτύρητα τη βάναυση εντολή του να καρφώσουν τον «κλέφτη» Προμηθέα στα βράχια του Καυκάσου. Η Βία χαρακτηριστικά βουβή, το Κράτος λαλίλαστο, επιτηρούν τον «εκτελεστή» Ήφαιστο, στον πρόλογο του «Προμηθέα Δεσμώτη» Ο Αισχύλος δεν ήταν ένας προ Μαρξ μαρξιστής. Αποδοκιμάζει τη βία του κυρίαρχου Δία και επιδοκιμάζει τη βία του «κλέφτη» Προμηθέα για να καταγράψει συμβολικά τη συνθήκη της εποχής του. Η βία που ασκούσε ακόμη και το δημοκρατικά διευθυνόμενο κράτος της κλασικής Αθήνας -για να μη σηκώνουν κεφάλι οι δούλοι, για να εφαρμόζονται οι νόμοι που ψήφιζε η συνέλευση των πολιτών, για να εξοστρακίζονται οι ανεπιθύμητοι πολιτικοί, για να συλλέγονται οι φόροι, για να αντιμετωπίζονται οι εχθροί, για να καταπνίγονται οι εξεγέρσεις στις αποικίες- ήταν μια βία αποδεκτή. Το αναγκαίο κακό που διασφάλιζε τις ελευθερίες των πολιτών.

Από την εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας μέχρι τα σύγχρονα συνταγματικά κράτη δεν έχουν αλλάξει πολύ τα θεωρητικά δεδομένα ως προς τη βία, τις εκδοχές της και τα όριά της. Αν ακολουθήσουμε τον βηματισμό της σκέψης του θεμελιωτή του σύγχρονου κράτους Τόμας Χομπς, που βρίσκεται στον πυρήνα των σημερινών συνταγμάτων, διακρίνουμε τρία είδη βίας: τη φυσική βία, από τις απεχθείς παρενέργειες της οποίας θέλουμε να απαλλαγούμε ως είδος, την κρατική βία, δηλαδή τη δύναμη επιβολής που εκχωρεί η πολιτική κοινότητα στον κυρίαρχο για να προστατευτεί, και τη βία της αυτοάμυνας: εκείνο το μικρό μέρος φυσικής βίας που κανένας κυρίαρχος δεν μπορεί να αρνηθεί στον υπήκοό του.

Ο Χομπς, σε αντίθεση με άλλους Διαφωτιστές, δεν είχε την καλύτερη γνώμη για το ήθος του ανθρώπινου είδους. Η οποία, είναι αλήθεια, δεν έχει μέχρι σήμερα διαψευσθεί. Αναγνωρίζοντας ως κίνητρα της έμφυτης βίας τον ανταγωνισμό (κέρδος), τη δυσπιστία (ασφάλεια) και τη δόξα (φήμη), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «όσο οι άνθρωποι ζουν χωρίς μια κοινή εξουσία που θα τους κρατά όλους υποταγμένους, βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου. Και μάλιστα αυτός ο πόλεμος είναι πόλεμος πάντων εναντίον πάντων… Σε μια τέτοια κατάσταση… μόνο το υπέρτατο κακό έχει θέση, δηλαδή ο διαρκής φόβος κι ο κίνδυνος του βίαιου θανάτου. Ο ανθρώπινος βίος είναι μοναχικός, ενδεής, βρωμερός, κτηνώδης και βραχύς», έγραφε. Αυτό είναι ίσως μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση για όσους σήμερα βλέπουν κάποια ιδιαίτερη «κουλτούρα βίας» στην ελληνική κοινωνία.

Εν ονόματι, λοιπόν, της προστασίας απ’ το «υπέρτατο κακό», στον κυρίαρχο εκχωρείται εξουσία πάνω στους υπηκόους. Η εκχώρηση αυτή είναι μια σύμβαση μεταξύ υπηκόων και κυρίαρχου, αλλά οι συμβάσεις «δεν είναι παρά λόγια και αέρας» αν δεν αντλούν την εξουσία επιβολής «από τη δύναμη που τους δίνει η δημόσια σπάθη». Το μονοπώλιο της κρατικής βίας, επομένως, αποτελεί κατά τον Χομπς το ιδρυτικό χαρακτηριστικό της πολιτικής κυριαρχίας. Είναι μια βία νομιμοποιημένη. Αλλά ακόμη κι αυτή δεν απεριόριστη.

Ποιο είναι το όριό της; Η ίδια η σκοπιμότητα θέσμισής της. Η διασφάλιση των δικαιωμάτων υπέρ των οποίων υπάρχει. «Τα δικαιώματα αυτά είναι αμεταβίβαστα και αδιαχώριστα και συνιστούν την ουσία της κυριαρχίας», λέει ο Χομπς, αλλά με τον τρόπο αυτό θεμελιώνει αρνητικά ένα ακόμη δικαίωμα: το δικαίωμα στην ανυπακοή, το οποίο νομιμοποιεί κι έναν βαθμό βίας.

Ο συλλογισμός είναι απλός: Το μονοπώλιο βίας του κυρίαρχου είναι η έμπρακτη εγγύηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υπηκόων. Τι γίνεται, όμως, όταν ο κυρίαρχος το χρησιμοποιεί όχι για να προστατεύσει, αλλά για να καταστρατηγήσει τα δικαιώματα αυτά; Ο Χόμπς ήταν οπαδός της απολυταρχίας και δεν πίστευε διόλου στο δικαίωμα της επανάστασης, όπως άλλοι σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι Διαφωτιστές. Αλλά το συμπέρασμά του είναι σαφές: Αν ο κυρίαρχος διατάξει κάποιον «να ακρωτηριάσει, να τραυματίσει ή να θανατώσει τον εαυτό του, να μην αντισταθεί σε εκείνους που του επιτίθενται, να απόσχει από την κατανάλωση τροφής, αέρα ή φαρμάκου ή οποιουδήποτε άλλου αναγκαίου για την επιβίωσή του, αυτός ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να μην υπακούσει… Το δικαίωμα της αυτοπροστασίας που έχουν οι άνθρωποι εκ φύσεως, όταν δεν υπάρχει κανείς να τους προστατεύσει, δεν μπορεί να απεμποληθεί με καμιά σύμβαση». Η περιγραφή του Χομπς μπορεί να θεωρηθεί προβοκατόρικο σχόλιο για τους αυτόχειρες του μνημονίου, για την αστυνομική βία και τα χημικά, για την αποσύνθεση του ΕΣΥ και την προϊούσα φτωχοποίηση των νοικοκυριών. Αλλά είναι απλώς απόσπασμα από τον «Λεβιάθαν».

Και να σκεφτεί κανείς ότι το κατά Χομπς δικαίωμα της ανυπακοής ωχριά μπροστά στις παροτρύνσεις του φιλελεύθερου Τζον Λοκ- «ο σωστός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η παράνομη βία της εξουσίας είναι η ίδια η βία»-,  ή του ουτοπιστή Ρουσσώ που υποδείκνυε για τον σφετεριστή της εξουσίας: «Η βία και μόνο τον στήριζε, η βία και μόνο τον ανατρέπει».

Αναφέρθηκα τόσο εκτενώς στην υπέρ της νόμιμης βίας συνηγορία του Χομπς και των συγχρόνων για να δείξω πόσο πίσω ακόμη και από την παράδοση του Διαφωτισμού μάς πάει το τάχα αθώο ερώτημα: «Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;». Φυσικά και την καταδικάζουμε, θα απαντούσε ο Χομπς, που θεωρούσε βίαιη την ανθρώπινη φύση, το ίδιο θα απαντούσε ο Ρουσσώ, που πίστευε στην ηθική ανωτερότητα του «ευγενούς άγριου», όπως κι ο Λοκ που θεωρούσε τον άνθρωπο «αγαθό, αλλά όχι τέλειο». Όλοι ήθελαν, κι όλοι θέλουμε το τέλος της βίας και τελικά το «τέλος της Ιστορίας». Όντως δεν υπάρχει καλή και κακή βία, η βία είναι μόνο κακή. Αλλά από τη στιγμή που αποδεχόμαστε το «προστατευτικό» μονοπώλιο της κρατικής βίας, είναι αδύνατο να αποκλείσουμε τις άλλες εκδοχές της. Η βία του κυρίαρχου δεν είναι εξ ορισμού καλή, ενώ των υπηκόων εξ ορισμού κακή. Το ζήτημα είναι αν είναι δίκαιη ή άδικη, και τελικά νόμιμη ή παράνομη, με τα κριτήρια των Διαφωτιστών. Επομένως, το ερώτημα μπορεί να αντιστραφεί ως εξής: Ποιος είναι ο παράνομος εδώ; Ο κυρίαρχος -και, μάλιστα, ένας εκτός «εθνικής κυριαρχίας» κυρίαρχος, η τρόικα- που ασκεί τη βία του στα δικαιώματα των υπηκόων, ή ο υπήκοος που προσπαθεί να τα υπερασπίσει;

Στο μεταξύ, μέχρι να απαντηθεί το ερώτημα, φυλακίστε τους Διαφωτιστές στις εγκυκλοπαίδειες κι απαγορεύστε στη διαφωτιστική βία τους να δηλητηριάζει το πνεύμα των υπηκόων...


 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ενώ ο κ. Κόινερ, ο σκεπτόμενος, μιλούσε κάποτε μπροστά σε πολύν κόσμο κατά της βίας, παρατήρησε πως οι άνθρωποι που ήταν μπροστά του άρχισαν να οπισθοχωρούν και να φεύγουν. Γύρισε να κοιτάξει και βλέπει να στέκεται πίσω του – η Βία.
«Τι έλεγες», τον ρώτησε η Βία.
"Μιλούσα υπέρ της βίας», απάντησε ο κ. Κόινερ.
Όταν έφυγε ο κ. Κόινερ από κει, οι μαθητές του τον ρώτησαν για τη ράχη του. Ο κ. Κόινερ απάντησε: «Τη ράχη μου δεν την έχω για σπάσιμο. Εγώ, βλέπεις, πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία».

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόινερ»

 

 

 

 

 

Friday, October 11, 2013

Η θεωρία του ενός μέσου

(Επενδυτής, 12/10/2013) 

 


 


Δεν μπορεί να υπάρξει μέσον χωρίς άκρα. Στη γεωμετρία, ευθύγραμμο τμήμα είναι το σχήμα που περιέχεται ανάμεσα σε δυο σημεία Α και Β μιας ευθείας ε. Η ευθεία λέγεται φορέας του τμήματος, τα σημεία Α και Β είναι τα άκρα του, η απόσταση ανάμεσα στα δύο άκρα είναι το μήκος του και μέσον του είναι το σημείο Μ που ισαπέχει από τα άκρα του. Απ’ αυτό προκύπτει το αξίωμα ότι κάθε ευθύγραμμο τμήμα έχει ένα μόνο μέσο. Όταν τα άκρα ενός ευθύγραμμου τμήματος συμπίπτουν τότε το τμήμα ονομάζεται μηδενικό. Αλλά, στην περίπτωση αυτή, με τα άκρα του ταυτίζεται και το μέσον του. Κρατήστε την παρατήρηση για τη συνέχεια.

Κάνοντας το άλμα από τη γεωμετρία στην πολιτική και στην ιδεολογία, μπορούμε να φανταστούμε τον συμβατικό άξονα Δεξιάς - Αριστεράς ως μια ευθεία-φορέα του ευθύγραμμου τμήματος, του οποίου τα άκρα ορίζονται από υπαρκτές δυνάμεις του πολιτικού φάσματος. Ως γνωστόν, οι ευθείες εκτείνονται στο άπειρον, όπως αντίστοιχα οι ουτοπίες και δυστοπίες της ιδεολογίας μπορεί ξεπερνούν κατά πολύ τα προγράμματα, τις υποσχέσεις και τις πράξεις πολιτικών κομμάτων και δυνάμεων. Οι ιδεολογίες μπορεί να υπόσχονται τον παράδεισο ή την κόλαση, η πολιτική όμως προσφέρει πολύ λιγότερα απ’ αυτά. Αυτή είναι η «γεωμετρική» διαφορά τους. Άρα, η πολιτική μπορεί να ορίζεται ως ευθύγραμμο τμήμα, με συγκεκριμένα άκρα και ορισμένο μέσον κάθε φορά. Όλα, όμως, είναι σχετικά. Το μήκος του τμήματος μπορεί να μεγαλώσει ή να μικρύνει, τα άκρα του να μετατεθούν δεξιότερα ή αριστερότερα κι επομένως να προκαλέσουν μιαν αντίστοιχη μετατόπιση του μέσου.

Η θεωρία των δύο άκρων, που τόσο πληθωρικά εισέβαλε μέσω της Χ.Α. στην πολιτική μας καθημερινότητα, δεν υπακούει στους κανόνες της γεωμετρίας. Αντιμετωπίζει το πολιτικό και ιδεολογικό φάσμα σαν ένα ευθύγραμμο τμήμα από το οποίο θέλει να κρατήσει μόνο το μέσον του και να απαλλαγεί από τα άκρα του. Άρα, να γίνει ένα μηδενικό ευθύγραμμο τμήμα. Σήμερα, η ακροφοβική θεωρία ορίζει ως δεξιότερο άκρο του πολιτικού φάσματος τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, παρ’ ότι για δεκαετίες ιδέες συγγενικές με τις δικές της κυκλοφορούσαν στο γενετικό υλικό της καθ’ ημάς Δεξιάς -εμφυλιοπολεμικής, φιλοχουντικής, ακροδεξιάς, εθνικιστικής, ριζοσπαστικής, φιλελεύθερης- που τώρα θέλει να μονοπωλήσει το μέσον του τμήματος. Κι αντιμετωπίζει ως αριστερό άκρο όλο το φάσμα των απόψεων που αμφισβητούν τη γεωπολιτική ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ (το παλαιότερο «ανήκομεν εις την Δύσιν»), τον καπιταλιστικό, κλεπτοκρατικό χαρακτήρα της οικονομίας της, την ταξική πυραμίδα της, παρ’ ότι αυτά τα στοιχεία αντιμετωπίζονται πλέον και από τον κοινό νου ως βασικές αιτίες της σημερινής κρίσης.

Στην πραγματικότητα, η θεωρία των δύο άκρων θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως θεωρία των δύο μέσων. Αν και ασύμβατη με τη γεωμετρία, η θεωρία αποτυπώνει την κίνηση των πολιτικών κομμάτων εξουσίας εδώ και δύο δεκαετίες γύρω από δύο μέσα ή κέντρα: το λεγόμενο πολιτικό Κέντρο και το κοινωνικό Κέντρο ή μεσαίο χώρο. Ως γνωστόν, οι «μεσοχωρίτες» μεσουράνησαν στη διακυβέρνηση μέσω των δύο κομματικών πόλων, της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, οδηγώντας την κοινωνία στο άκρο που βρίσκεται σήμερα. Οδηγήθηκαν κι οι ίδιοι στην ακρότητα να αποτελούν σκιές των εαυτών τους: από το δικομματικό άθροισμα επιρροής άνω του 80%, σήμερα είναι ζήτημα αν υπερβαίνουν το 35%. Το επίτευγμα αυτό οφείλεται στην ακραία αποτυχία τους να προστατεύουν το άλλο μέσον, το κοινωνικό. Η πολιτική των μνημονίων -επισήμως χαρακτηρισμένη ως ακραία ακόμη και από το 1/3 των χωρών μελών του ΔΝΤ, όπως αποκάλυψε η «Wall Street Journal»- κατέστρεψε και συνεχίζει να καταστρέφει την κατά συνθήκην μεσαία τάξη, αυτήν που τα κόμματα του «μέσου» διαγκωνίζονταν να εκφράσουν απλώς και μόνο γιατί τη θεωρούσαν πλειοψηφική. Ωστόσο, η κοινωνική μηχανική των μνημονίων οδηγεί σε μια ακραία δομή: πολλαπλασιάζει τα στρώματα που εξωθούνται προς το όριο της φτώχειας, συρρικνώνει δραστικά τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, περιθωριοποιεί ακόμη και τμήματα της αλαζονικής αστικής ελίτ, ένα μέρος της οποίας έχει την πολυτέλεια να αποδράσει στο εξωτερικό, κι αφήνει περιθώρια επιβίωσης μόνο σε μια ολιγάριθμη ομάδα που έχει την ευκαιρία να πλουτίσει πάνω στα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια της χώρας: το χρηματοπιστωτικό λόμπι, τους πολύφερνους ξένους επενδυτές, τα «γεράκια» που πλιατσικολογούν σε δημόσια και ιδιωτική περιουσία. Το αποτέλεσμα θα είναι μια κοινωνία των άκρων: ακραίας ανισότητας, ακραίας πρόκλησης, χωρίς διακριτό μέσο για να το εκφράσουν οι εξ επαγγέλματος «μεσοχωρίτες».

Αφού από τα δύο μέσα του φαντασιακού κόσμου των «μεσοχωριτών» το ένα είναι καταδικασμένο να καταστραφεί, τι απομένει για να διεκδικήσουν το προνόμιο της μεσότητάς τους; Να συμπυκνωθεί όλο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα σε ένα ιδεατό μέσο, τελικά σ’ ένα μηδενικό ευθύγραμμο τμήμα χωρίς άκρα, ή με άκρα που συμπίπτουν στο μέσον του. Και ως μέσον ορίζονται όλοι οι μονόδρομοι της εθνικής μας αποτυχίας: δεν υπάρχει ζωή εκτός Ε.Ε., ευρώ και ΝΑΤΟ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από τον συμβιβασμό με την τρόικα, δεν υπάρχει εναλλακτική εκτός μνημονίου, δεν υπάρχει άλλη λύση εκτός από το τσεκούρωμα των μισθών και των συντάξεων, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, την ιδιωτικοποίηση κάθε δημόσιου αγαθού, τη συρρίκνωση του κράτους, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνουμε ως χώρα από το να περιμένουμε ν’ αποφασίσουν οι δανειστές πόσο γενναιόδωροι ή κυνικοί θα είναι με τη διαχείριση του χρέους. Κάθε άλλη σκέψη ή αντίδραση χαρακτηρίζεται ακρότητα. Όπως ακρότητα χαρακτηριζόταν το 2010 η πρόταση για κούρεμα του χρέους (κι ας έγινε αργότερα θρίαμβος της μεσότητας από τους ίδιους τους δανειστές), ακρότητα ήταν και τα πύρινα αντιμνημονιακά μανιφέστα της σαμαρικής Ν.Δ. (που μετά ανακάλυψε την αρετή της μνημονιακής μεσότητας, μαζί με την εξουσία).

Η θεωρία των δύο άκρων, που καταλήγει θεωρία των δύο μέσων και τελικά του ενός μέσου, ουδεμία σχέση έχει φυσικά με την αριστοτελική μεσότητα (βλέπε παραπλεύρως απόσπασμα), αν υποθέσουμε ότι θέλει να αντλήσει λίγο από το φιλοσοφικό κύρος της. Και φιλοδοξεί, τελικά, να καταργήσει τον πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό ή να τον καταστήσει άνευ περιεχομένου. Αν ό,τι εξέχει και περισσεύει από το ζοφερό μέσον της μνημονιακής μας πραγματικότητας ακρωτηριάζεται, στιγματίζεται, απονομιμοποιείται, η κοινοβουλευτική διαδικασία καταντά πουκάμισο αδειανό, ένα αυταρχικό πρόσχημα. Η ακρότητα της ενιαίας σκέψης, της ενιαίας πολιτικής, της ενιαίας κοσμοθεωρίας είναι τελικά ένας ολοκληρωτισμός όχι και τόσο μακρινός από τον ολοκληρωτισμό της Χ.Α. Ίσως και πιο επικίνδυνος, καθώς αυτή φοράει τον μανδύα της θεσμικής νομιμότητας, την ώρα που νεοναζί καραγκιόζηδες χάνουν και το φύλλο συκής τους.

 

Δεν αρκεί όμως να είπωμεν γενικώς, ότι είναι έξις, αλλά να ορίσωμεν και (15) ποίου είδους είναι. Πρέπει να είπωμεν, ότι κάθε αρετή, αναλόγως της ποιότητος, ης είναι η τελειότης, τυγχάνει η δημιουργούσα την τελειότητα ταύτην και η επιφέρουσα καλύτερα το προσδοκώμενον αποτέλεσμα. Λόγου χάριν, η αρετή των οφθαλμών ασκεί τους οφθαλμούς και τους κάμνει, ώστε να εκτελούν κατά τρόπον ικανοποιητικόν την λειτουργίαν των. Ομοίως η αρετή των ίππων (20) τους κάμνει σπουδαίους και καταλλήλους να καλπάζουν, να φέρουν τον αναβάτην και ν' αντιμετωπίζουν τον εχθρόν. Αφού τούτο είναι εις όλα όμοιον, ίσως και η αρετή του ανθρώπου να δύναται να ορισθή ως έξις, διά της οποίας οι άνθρωποι καθίστανται αγαθοί και εκτελούν ευσυνειδήτως τα έργα των. Κατά ποίον όμως τρόπον θα γίνη τούτο, το είπαμεν προηγουμένως, (25) αλλά και πάλιν θα γίνη ευνόητον ποίου είδους είναι η φύσις της αρετής. Λοιπόν, εις παν πράγμα συνεχόμενον και διαιρετόν δυνάμεθα να διακρίνωμεν άλλοτε το περισσότερον, άλλοτε το ολιγώτερον και άλλοτε το ίσον, και ταύτα είτε εις αυτό τούτο το αντικείμενον, είτε εν σχέσει προς ημάς. Αλλά το ίσον είναι μέσον τι μεταξύ της υπερβολής και της ελλείψεως. Λέγων δε σύμφωνον προς το πράγμα μέσον, (30) εννοώ εκείνο, που απέχει εξ ίσου εκ των δύο άκρων, τούτο δε είναι δι' όλους έν και το αυτό. Μέσον δε σύμφωνον ως προς ημάς καλώ εκείνο, το οποίον δεν είναι ούτε υπερβολικόν ούτε ελλιπές. Τούτο όμως δεν είναι ούτε έν ούτε το ίδιον δι' όλους. Επί παραδείγματι, εάν τα δέκα είναι πολλά, τα δε δύο ολίγα, λαμβάνομεν το έξ ως μέσον εν σχέσει προς το πράγμα, διότι τούτο τυγχάνει εξ ίσου πολύ περισσότερον και ολιγώτερον, (35) τούτο δε είναι μέσον κατά την αριθμητικήν αναλογίαν. Αλλά το μέσον ως προς ημάς δεν είναι δυνατόν να καθορισθή κατά τον αυτόν τρόπον. [1106b] Διότι, αν δέκα μναι (τροφής) είναι πολλαί, δυο δε ολίγαι, ο γυμναστής θα προστάξη έξ μνας. Διότι τοιαύτη μερίς δυνατόν να είναι υπερβολική ή ελλιπής. Διά τον Μίλωνα ημπορεί να είναι ολίγη, αλλά δι' ένα αρχάριον των γυμνασίων πολλή. Ομοίως, όσον αφορά εις τον δρόμον και την (5) πάλην. Τοιουτοτρόπως, πας επιστήμων αποφεύγει την υπερβολήν και την έλλειψιν, επιζητεί το μέσον και δίδει την προτίμησιν εις αυτό, δηλαδή το μέσον ουχί το του πράγματος, αλλά το προς ημάς. Ομοίως πάσα επιστήμη εκτελεί το έργον αυτής καλώς, εφ' όσον έχει υπ' όψει της το μέσον και καθοδηγεί συμφώνως προς αυτό τα έργα της∙ (διά τούτο (10) είθισται να λέγουν, ότι, ως προς αυτά, δεν δύναται κανείς ούτε να προσθέση ούτε ν' αφαιρέση τι, δεδομένου ότι η μεν υπερβολή και η έλλειψις καταστρέφουν την τελειότητα, ενώ το μέσον (η τελεία ισορρόπησις) την διασώζει). Λοιπόν οι ικανοί τεχνίται εργάζονται, ως λέγομεν, αποβλέποντες εις αυτό. Η δε αρετή είναι, ως και η φύσις, (15) ακριβεστέρα και αποτελεσματικωτέρα παρά κάθε οποιαδήποτε τέχνη και οφείλει, ως τοιαύτη, να επιδιώκη την μεσότητα ως σκο
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Όθεν η αρετή είναι έξις, αποκτωμένη διά της βουλήσεως· [1107a] έξις υφισταμένη ως προς ημάς κατά το μέτρον, το καθοριζόμενον υπό του λόγου, συμφώνως προς την συμπεριφοράν ενός φρονίμου ανθρώπου. Ευρίσκεται εις το μέσον μεταξύ δύο κακών ακροτήτων, εκ των οποίων η μία είναι η υπερβολή και η άλλη η έλλειψις. Ωσαύτως, ενώ εις τα πάθη και τας πράξεις, η κακία εμφιλοχωρεί εις το να ευρίσκεται κανείς άλλοτε μεν εντεύθεν, άλλοτε δε εκείθεν του πρέποντος, (5) η αρετή ευρίσκει και υιοθετεί ο…Από την άποψη λοιπόν της ουσίας της, και όσο μας ενδιαφέρει ο ορισμός της φύσης της, η αρετή είναι μεσότητα, από την άποψη όμως του σωστού και του άριστου είναι, ασφαλώς, κάτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλί.

Εν πάση περιπτώσει η θεωρία αυτή της μεσότητας δεν βρίσκει εφαρμογή σε κάθε πράξη και σε κάθε πάθος· υπάρχουν, πράγματι, πάθη που ήδη η λέξη που τα δηλώνει φέρνει στο μυαλό μας κάτι αρνητικό και τιποτένιο, π.χ. χαιρεκακία, αδιαντροπιά, φθόνος, και στην περίπτωση πράξεων: μοιχεία, κλεψιά, φόνος (…) Δεν υπάρχει λοιπόν περίπτωση να κάνει ποτέ κανείς το σωστό εν σχέσει με αυτά· αυτά είναι πάντοτε λάθος (…) Παρόμοιο επομένως είναι και το να περιμένουμε να υπάρχει μεσότητα, υπερβολή και έλλειψη στην αδικία, τη δειλία και την ακολασία, αφού τότε θα υπάρχει μεσότητα στην υπερβολή και στην έλλειψη, υπερβολή στην υπερβολή, έλλειψη στην έλλειψη. Όπως όμως δεν υπάρχει υπερβολή και έλλειψη στις περιπτώσεις της σωφροσύνης και της ανδρείας επειδή το μέσον στις περιπτώσεις αυτές είναι κατά κάποιον τρόπο άκρον, έτσι ακριβώς δεν υπάρχει μέσον, ούτε υπερβολή ή έλλειψη, και στις περιπτώσεις που αναφέραμε πρωτύτερα: με όποιον τρόπο κι αν ενεργήσει κανείς στις περιπτώσεις αυτές, πρόκειται πάντοτε για λανθασμένη και όχι σωστή συμπεριφορά. Γενικά δεν υπάρχει μέσον στην υπερβολή και στην έλλειψη, ούτε υπερβολή και έλλειψη στο μέσον.

Αριστοτέλη, «Ηθικά Νικομάχεια»

Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Διό και η αρετή, όσον αφορά εις την ουσίαν της και το νόημα της οντότητός της, είναι μεσότης, εφ' όσον όμως πραγματοποιεί το άριστον και παν αγαθόν, ακρότης. Πλην όμως πάσα οιαδήποτε πράξις και παν οιονδήποτε πάθος δεν επιδέχεται μεσότητα. Δυνατόν να συμβή, (10) ώστε το όνομα πράξεως ή πάθους τινός να υποβάλλη κάποιαν ιδέαν της φαυλότητος, λόγου χάριν η χαιρεκακία, η αναισχυντία, ο φθόνος, και ως προς τας πράξεις, η μοιχεία, η κλοπή, ο φόνος. Όλα ταύτα και τα τοιαύτα κατακρίνονται, διότι είναι κακαί πράξεις, αυταί καθ' εαυτάς, και όχι επειδή είναι υπερβολή ή έλλειψις. Ως προς αυτάς, ουδέποτε ευρίσκεταί τις εις την ορθήν, ευθείαν οδόν, (15) αλλά πάντοτε αμαρτάνει. Όσον αφορά εις τας πράξεις αυτάς, δεν τίθεται το ζήτημα του να γνωρίζη κανείς, εάν πράττη το αγαθόν ή το κακόν, δεν ερωτώμεν ως προς ποίαν, ούτε πότε ούτε πώς διαπράττει κανείς την μοιχείαν. Το μόνον γεγονός, ότι εκτελεί την μίαν ή την άλλην εκ των εν λόγω πράξεων, αποτελεί ήδη αμάρτημα. Θα ήτο το ίδιον, ως εάν ήθελε κανείς να ισχυρισθή, ότι εις το να είναι τις άδικος, δειλός ή ακόλαστος, υπάρχει μεσότης και υπερβολή και έλλειψις. (20) Κατά την έννοιαν ταύτην θα υφίστατο εις την υπερβολήν και την έλλειψιν μια μεσότης, ως και μια υπερβολή της υπερβολής και μια έλλειψις της ελλείψεως. Αλλά καθώς ακριβώς η σωφροσύνη και η ανδρεία δεν επιδέχονται ούτε υπερβολήν ούτε έλλειψιν, διότι η μεσότης αποτελεί εν προκειμένω μιαν ακρότητα, ούτω και τα πάθη δεν επιδέχονται ούτε μεσότητα, ούτε υπερβολήν, ούτε έλλειψιν, (25) διότι ο παραδιδόμενος εις αυτά εκτελεί εκάστοτε μίαν κακήν πράξιν. Εν συντόμω ούτε η υπερβολή ούτε η έλλειψις επιδέχονται μεσότητα, ούτε η μεσότης υπερβολήν ή έλλειψιν.

 

Friday, October 4, 2013

Άσε το κακό να βγει

(Επενδυτής, 5/10/2013)

Το ιστορικό-φιλοσοφικό επεισόδιο είναι γνωστό, πρόσφατα έγινε και ταινία. Η Γερμανοεβραία πολιτική φιλόσοφος Χάνα Άρεντ αναλαμβάνει το 1962, για λογαριασμό του αμερικανικού περιοδικού «New Yorker», να παρακολουθήσει τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν, ενός εκ των εμπνευστών και εκτελεστών του Ολοκαυτώματος, στην Ιερουσαλήμ. Η πολύμηνη δίκη και η διεισδυτική παρατήρησή της από την Άρεντ απέδωσαν το κλασικό, αν και αμφιλεγόμενο στην εποχή του, δοκίμιο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: έκθεση για την κοινοτοπία του κακού». Η άποψη της Άρεντ, που προκάλεσε υστερικές αντιδράσεις από ετερόκλητες πλευρές, ήταν ότι το απόλυτο κακό μπορεί να συντελεστεί από εντελώς «κανονικούς» ανθρώπους, ανθρώπους σαν όλους μας. Αξιοπρεπείς συζύγους, τρυφερούς γονείς, φιλότιμους γραφειοκράτες ή ανθρώπους «σοκαριστικής μετριότητας», όπως λέει η Άρεντ, υποταγμένους ωστόσο στο καθήκον να τηρούν κανόνες, διαταγές, εντολές, όσο παράλογες κι απάνθρωπες κι αν είναι. Ο ίδιος ο Άιχμαν, κατά την ανάκρισή του, δήλωσε πως είχε ζήσει όλη τη ζωή του σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες του Καντ, κι ιδιαίτερα με βάση την καντιανή αντίληψη για το καθήκον.

Η άποψη της Άρεντ σόκαρε τότε, αν και αποτύπωνε με ακρίβεια το φαινόμενο της μαζικής συμμετοχής κανονικών, αξιοπρεπών, μετρίων Γερμανών -και όχι μόνον- στα ανήκουστα εγκλήματα της ναζιστικής μηχανής. Οι άνθρωποι αυτοί -όχι χιλιάδες, αλλά εκατομμύρια- δεν ήταν, σύμφωνα με την Άρεντ, ενσαρκώσεις του απόλυτου κακού, αλλά τρομακτικά φυσιολογικοί άνθρωποι που συμμετείχαν σε τερατώδεις πράξεις κάνοντας απλώς το καθήκον τους: υπακούοντας στον νόμο του ναζιστικού κράτους, στην πιο αποκρουστική «νομιμότητα» που γέννησε ο ανθρώπινος πολιτισμός.

Καθώς βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη το λαϊκό υπερθέαμα «εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής», με πλούσιες λεπτομέρειες για το πώς δρούσαν, πώς συζητούσαν στο τηλέφωνο, πώς εξέφραζαν τον φόβο ή τον θυμό τους, πώς βιοπορίζονταν, πώς πέρασαν τα πρώτα βράδια τους στο κρατητήριο, τι έφαγαν, τι ανέβασαν στο Facebook, τι «τουίταραν» πρωταγωνιστές και κομπάρσοι της ναζιστικής οργάνωσης, ερχόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με την κοινοτοπία του κακού. Είδαμε την κόρη του «φίρερ» να υπερασπίζεται τον πατέρα της, τη σύζυγό του να αντιδρά σαν πληγωμένη μαινάδα στη σύλληψή του. «Ακούσαμε» μέλη και στελέχη να συνομιλούν στα τηλέφωνα -με φράσεις στραμπουληγμένες-, να εναλλάσσουν τους φόβους τους για το στρίμωγμα της Χ.Α. με κουτσομπολιά για τους αρχηγούς της, σχόλια για γνωστούς τους και εντελώς κοινότοπες πληροφορίες: για την εφορία, για την ουρά στον ΟΑΕΔ, για ένα γεύμα με φίλους, για μια έξοδο σε κλαμπ, για εμπειρίες από τις «θύρες» ποδοσφαιρικών ομάδων.

Αυτοί οι «τρομακτικά φυσιολογικοί» άνθρωποι, νέοι, ώριμοι ή μεσήλικες, εργαζόμενοι, άνεργοι ή λαθρόβιοι, εντασσόμενοι στη δομή της νεοναζιστικής οργάνωσης κατά  την τελευταία τριετία, οπότε εισέβαλε στο πολιτικό προσκήνιο και τελικά πέτυχε την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση, διαπίστωσαν μια πολύπλευρη νομιμοποίηση όσων παράλογων τους απαιτούσε η ηγεσία τους. Πέτυχαν πολύ περισσότερα από τα 15 λεπτά τής κατά Γουόρχολ δικαιούμενης δημοσιότητας. Το lifestyle τους έγινε τηλεοπτικό ρεπορτάζ, τα στελέχη τους εισέβαλαν ακόμη και στα πρωινάδικα, τα τραμπούκικα σόου τους (βλέπε χαστούκι Κασιδιάρη) αντιμετωπίστηκαν σαν διασκεδαστικά χάπενινγκ, τα ρατσιστικά τους πογκρόμ είχαν αναπάντεχη ανοχή από Αρχές και κοινωνία, η ρατσιστική τους «φιλανθρωπία» αντιμετωπίστηκε με ανομολόγητη εύνοια από ΜΜΕ. Το αντι-μεταναστευτικό τους πρόγραμμα κατέκτησε ιδεολογική ηγεμονία, όταν ώθησε ακόμη και τον σημερινό πρωθυπουργό να χαρακτηρίσει «τυράννους της κοινωνίας» τους λαθρομετανάστες και να υπόσχεται ότι «θα ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας από τα γκέτο των παράνομων μεταναστών». Το κόμμα τους πολλαπλασίασε τους οικονομικούς του πόρους, επίσημους και μαύρους, ανέπτυξε σχέσεις διαπλοκής με μικρομεσαίους -και όχι μόνο- επιχειρηματικούς θυλάκους και αξιοποίησε τις νέες οικονομικές δυνατότητες για να χρηματοδοτήσει ένα ευρύτατο σύστημα πελατείας όχι πολύ διαφορετικό απ’ αυτά που είχαν αναπτύξει εδώ και δεκαετίες τα κόμματα εξουσίας.

Αλλά, το σημείο καμπής είναι η δημοσκοπική εκτόξευση της Χ.Α. που εισάγει στα μέλη της την προσδοκία-μικρόβιο της εξουσίας («έχουμε εκτοξευτεί μ’ όλα αυτά, κυβέρνηση θα ’μαστε τώρα», λέει σε μια από τις αποκαλυφθείσες τηλεφωνικές συνομιλίες μέλος της Χ.Α., προφανώς με έξαψη που δεν αποτυπώνεται στο χαρτί). Κι αυτή η προσδοκία της εξουσίας επωάστηκε, όταν η κρατική ανοχή μετατράπηκε σε φλερτ και ο γραμματέας της κυβέρνησης χαρακτήρισε «απευκταία, αλλά όχι απίθανη τη συνεργασία με τη Χ.Α.». Και δεν ήταν ο μόνος. 

Όλα αυτά ύφαναν ένα ευρύχωρο κουκούλι νομιμότητας στη δράση των νεοφασιστών. Ουσιαστικά, σήμαναν τη μετάλλαξη της Χ.Α. από ένα «αντισυστημικό» σε ένα «συστημικό» κόμμα, με την έννοια ότι η αδιανόητη δράση της στο σκοτάδι των δρόμων υπηρετούσε έναν διόλου αδιανόητο για κάθε κόμμα στόχο: την εξουσία. Εν ονόματί της τα κόμματα εξουσίας εδώ και δεκαετίες έκαναν χιλιάδες αδιανόητα πράγματα: μίζες, διασπάθιση δημοσίου χρήματος, παράνομες συναλλαγές, ξέπλυμα, ρουσφέτια, φωτογραφικοί νόμοι, απάτες, ψεύδη, διαφθορά. Και φυσικά ευθύνονται για το συλλογικό έγκλημα της καταβαράθρωσης της κοινωνίας στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα. Το «κακό» γίνεται κοινότοπο, σε εκδοχές αιματηρές ή όχι, σε κάθε επαφή με την εξουσία. Καμιά φορά αρκεί και η απόμακρη ευωδία της.

Η προοπτική της εξουσίας αποτέλεσε την πιο ισχυρή βάση νομιμοποίησης της «κοινοτοπίας του κακού» που διατρέχει τη δράση μελών και στελεχών της Χ.Α., με τον ίδιο τρόπο που τη νομιμοποιούσε για τα σημερινά κόμματα εξουσίας. Η εξαφάνιση της προσωπικής ηθικής, αυτής που ανταποκρίνεται στους στοιχειώδεις κανόνες της «κοινοτοπίας του καλού» (ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις…), έτσι κι αλλιώς δεν ήταν ποτέ η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας κατά την επέλαση των κομματικών στρατών εξουσίας και των πελατειακών παρελκομένων τους στο κράτος. Έγινε μια απεχθής ρουτίνα με την οποία εξοικειώθηκε επικίνδυνα και η πλειοψηφία της κοινωνίας, η οποία αναλάμβανε και μερίδιο πολιτικής συνενοχής διά της ψήφου της.

Το πρόβλημα, λοιπόν, με το «κακό» είναι ότι έχει γίνει προ πολλού ανησυχητικά κοινότοπο. Βρίσκεται σε διαδικασία ώσμωσης με την «κοινοτοπία του καλού» από την εποχή που αυτή διέρρηξε και τους τελευταίους δεσμούς με στοιχειώδεις ηθικούς κώδικες και κανόνες που δέσμευαν δημόσια πρόσωπα και θεσμούς (συμβολικό σημείο καμπής η διακήρυξη Βουλγαράκη ότι «το νόμιμο είναι και ηθικό»). Μόνο που οι νεοναζί έκαναν ένα ποιοτικό άλμα, εντάσσοντας στην «κοινοτοπία του κακού» την παραβίαση της πιο θεμελιώδους απαγόρευσης στις πολιτισμένες κοινωνίες. Του φόνου. Αν ακόμη κι ο φόνος γίνει κοινότοπος -ως κομματικό ή εθνοφυλετικό καθήκον, ως αιματηρή προπαγάνδα, ως εκφοβισμός των αντιπάλων-, ανοίγουν οι πύλες της κόλασης.

Όταν έχεις τόσο ευρεία και βαθιά καταστροφή του κοινωνικού ήθους, ο κίνδυνος ν’ ανοίξουν αυτές οι πύλες είναι υπαρκτός. Η Χ.Α. αλιεύει όχι στην ελπίδα, αλλά στην απελπισία. Και η απελπισία τσακίζει την προσωπική ηθική, το έσχατο σύνορο αντίστασης του «καλού». Η ίδια η Χάνα Άρεντ, συντετριμμένη από τη σύγχυση που προκάλεσε η αιρετική της διαπίστωση για τον «φυσιολογικό χασάπη Άιχμαν», επισήμανε: «Το μοναδικό μου σφάλμα είναι πως δεν τόνισα ότι το κακό δεν μπορεί να είναι ριζοσπαστικό. Το κακό ποτέ δεν είναι ριζοσπαστικό, μονάχα ακραίο. Ριζοσπαστικό και βαθύ μπορεί να είναι μόνο το καλό». Όσο κι αν φαίνεται κοινότοπο, απλοϊκό ή αφελές, η κοινωνία, οι κοινωνίες έχουν αυτήν ακριβώς την ανάγκη: να ανακαλύψουν απ’ την αρχή τον ριζοσπαστισμό του καλού. Δυστυχώς γι’ αυτές -δυστυχώς για μας- αυτή η «ανακάλυψη» βρίσκεται μακριά από τον διαγκωνισμό για την εξουσία…

 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ο συνήγορος υπεράσπισης δήλωσε, πριν από τη δίκη, ότι ο πελάτης του είχε την προσωπικότητα «ενός κοινού ταχυδρόμου». Ο Άιχμαν φαίνεται ότι είναι ένας τρομακτικά φυσιολογικός άνθρωπος. Όσο τερατώδεις κι αν ήταν οι πράξεις, ο δράστης δεν ήταν ούτε τερατώδης ούτε σατανικός, και το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τόσο στο παρελθόν όσο και στη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της δίκης και της ανακριτικής διαδικασίας ήταν κάτι ολότελα αρνητικό: δεν ήταν η ανοησία, αλλά μια παράξενη, σχεδόν αυθεντική ανικανότητα να σκεφτεί.

 

Χάνα Άρεντ, «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: έκθεση για την κοινοτοπία του κακού»