Friday, October 11, 2013

Η θεωρία του ενός μέσου

(Επενδυτής, 12/10/2013) 

 


 


Δεν μπορεί να υπάρξει μέσον χωρίς άκρα. Στη γεωμετρία, ευθύγραμμο τμήμα είναι το σχήμα που περιέχεται ανάμεσα σε δυο σημεία Α και Β μιας ευθείας ε. Η ευθεία λέγεται φορέας του τμήματος, τα σημεία Α και Β είναι τα άκρα του, η απόσταση ανάμεσα στα δύο άκρα είναι το μήκος του και μέσον του είναι το σημείο Μ που ισαπέχει από τα άκρα του. Απ’ αυτό προκύπτει το αξίωμα ότι κάθε ευθύγραμμο τμήμα έχει ένα μόνο μέσο. Όταν τα άκρα ενός ευθύγραμμου τμήματος συμπίπτουν τότε το τμήμα ονομάζεται μηδενικό. Αλλά, στην περίπτωση αυτή, με τα άκρα του ταυτίζεται και το μέσον του. Κρατήστε την παρατήρηση για τη συνέχεια.

Κάνοντας το άλμα από τη γεωμετρία στην πολιτική και στην ιδεολογία, μπορούμε να φανταστούμε τον συμβατικό άξονα Δεξιάς - Αριστεράς ως μια ευθεία-φορέα του ευθύγραμμου τμήματος, του οποίου τα άκρα ορίζονται από υπαρκτές δυνάμεις του πολιτικού φάσματος. Ως γνωστόν, οι ευθείες εκτείνονται στο άπειρον, όπως αντίστοιχα οι ουτοπίες και δυστοπίες της ιδεολογίας μπορεί ξεπερνούν κατά πολύ τα προγράμματα, τις υποσχέσεις και τις πράξεις πολιτικών κομμάτων και δυνάμεων. Οι ιδεολογίες μπορεί να υπόσχονται τον παράδεισο ή την κόλαση, η πολιτική όμως προσφέρει πολύ λιγότερα απ’ αυτά. Αυτή είναι η «γεωμετρική» διαφορά τους. Άρα, η πολιτική μπορεί να ορίζεται ως ευθύγραμμο τμήμα, με συγκεκριμένα άκρα και ορισμένο μέσον κάθε φορά. Όλα, όμως, είναι σχετικά. Το μήκος του τμήματος μπορεί να μεγαλώσει ή να μικρύνει, τα άκρα του να μετατεθούν δεξιότερα ή αριστερότερα κι επομένως να προκαλέσουν μιαν αντίστοιχη μετατόπιση του μέσου.

Η θεωρία των δύο άκρων, που τόσο πληθωρικά εισέβαλε μέσω της Χ.Α. στην πολιτική μας καθημερινότητα, δεν υπακούει στους κανόνες της γεωμετρίας. Αντιμετωπίζει το πολιτικό και ιδεολογικό φάσμα σαν ένα ευθύγραμμο τμήμα από το οποίο θέλει να κρατήσει μόνο το μέσον του και να απαλλαγεί από τα άκρα του. Άρα, να γίνει ένα μηδενικό ευθύγραμμο τμήμα. Σήμερα, η ακροφοβική θεωρία ορίζει ως δεξιότερο άκρο του πολιτικού φάσματος τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, παρ’ ότι για δεκαετίες ιδέες συγγενικές με τις δικές της κυκλοφορούσαν στο γενετικό υλικό της καθ’ ημάς Δεξιάς -εμφυλιοπολεμικής, φιλοχουντικής, ακροδεξιάς, εθνικιστικής, ριζοσπαστικής, φιλελεύθερης- που τώρα θέλει να μονοπωλήσει το μέσον του τμήματος. Κι αντιμετωπίζει ως αριστερό άκρο όλο το φάσμα των απόψεων που αμφισβητούν τη γεωπολιτική ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ (το παλαιότερο «ανήκομεν εις την Δύσιν»), τον καπιταλιστικό, κλεπτοκρατικό χαρακτήρα της οικονομίας της, την ταξική πυραμίδα της, παρ’ ότι αυτά τα στοιχεία αντιμετωπίζονται πλέον και από τον κοινό νου ως βασικές αιτίες της σημερινής κρίσης.

Στην πραγματικότητα, η θεωρία των δύο άκρων θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως θεωρία των δύο μέσων. Αν και ασύμβατη με τη γεωμετρία, η θεωρία αποτυπώνει την κίνηση των πολιτικών κομμάτων εξουσίας εδώ και δύο δεκαετίες γύρω από δύο μέσα ή κέντρα: το λεγόμενο πολιτικό Κέντρο και το κοινωνικό Κέντρο ή μεσαίο χώρο. Ως γνωστόν, οι «μεσοχωρίτες» μεσουράνησαν στη διακυβέρνηση μέσω των δύο κομματικών πόλων, της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, οδηγώντας την κοινωνία στο άκρο που βρίσκεται σήμερα. Οδηγήθηκαν κι οι ίδιοι στην ακρότητα να αποτελούν σκιές των εαυτών τους: από το δικομματικό άθροισμα επιρροής άνω του 80%, σήμερα είναι ζήτημα αν υπερβαίνουν το 35%. Το επίτευγμα αυτό οφείλεται στην ακραία αποτυχία τους να προστατεύουν το άλλο μέσον, το κοινωνικό. Η πολιτική των μνημονίων -επισήμως χαρακτηρισμένη ως ακραία ακόμη και από το 1/3 των χωρών μελών του ΔΝΤ, όπως αποκάλυψε η «Wall Street Journal»- κατέστρεψε και συνεχίζει να καταστρέφει την κατά συνθήκην μεσαία τάξη, αυτήν που τα κόμματα του «μέσου» διαγκωνίζονταν να εκφράσουν απλώς και μόνο γιατί τη θεωρούσαν πλειοψηφική. Ωστόσο, η κοινωνική μηχανική των μνημονίων οδηγεί σε μια ακραία δομή: πολλαπλασιάζει τα στρώματα που εξωθούνται προς το όριο της φτώχειας, συρρικνώνει δραστικά τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, περιθωριοποιεί ακόμη και τμήματα της αλαζονικής αστικής ελίτ, ένα μέρος της οποίας έχει την πολυτέλεια να αποδράσει στο εξωτερικό, κι αφήνει περιθώρια επιβίωσης μόνο σε μια ολιγάριθμη ομάδα που έχει την ευκαιρία να πλουτίσει πάνω στα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια της χώρας: το χρηματοπιστωτικό λόμπι, τους πολύφερνους ξένους επενδυτές, τα «γεράκια» που πλιατσικολογούν σε δημόσια και ιδιωτική περιουσία. Το αποτέλεσμα θα είναι μια κοινωνία των άκρων: ακραίας ανισότητας, ακραίας πρόκλησης, χωρίς διακριτό μέσο για να το εκφράσουν οι εξ επαγγέλματος «μεσοχωρίτες».

Αφού από τα δύο μέσα του φαντασιακού κόσμου των «μεσοχωριτών» το ένα είναι καταδικασμένο να καταστραφεί, τι απομένει για να διεκδικήσουν το προνόμιο της μεσότητάς τους; Να συμπυκνωθεί όλο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα σε ένα ιδεατό μέσο, τελικά σ’ ένα μηδενικό ευθύγραμμο τμήμα χωρίς άκρα, ή με άκρα που συμπίπτουν στο μέσον του. Και ως μέσον ορίζονται όλοι οι μονόδρομοι της εθνικής μας αποτυχίας: δεν υπάρχει ζωή εκτός Ε.Ε., ευρώ και ΝΑΤΟ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από τον συμβιβασμό με την τρόικα, δεν υπάρχει εναλλακτική εκτός μνημονίου, δεν υπάρχει άλλη λύση εκτός από το τσεκούρωμα των μισθών και των συντάξεων, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, την ιδιωτικοποίηση κάθε δημόσιου αγαθού, τη συρρίκνωση του κράτους, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνουμε ως χώρα από το να περιμένουμε ν’ αποφασίσουν οι δανειστές πόσο γενναιόδωροι ή κυνικοί θα είναι με τη διαχείριση του χρέους. Κάθε άλλη σκέψη ή αντίδραση χαρακτηρίζεται ακρότητα. Όπως ακρότητα χαρακτηριζόταν το 2010 η πρόταση για κούρεμα του χρέους (κι ας έγινε αργότερα θρίαμβος της μεσότητας από τους ίδιους τους δανειστές), ακρότητα ήταν και τα πύρινα αντιμνημονιακά μανιφέστα της σαμαρικής Ν.Δ. (που μετά ανακάλυψε την αρετή της μνημονιακής μεσότητας, μαζί με την εξουσία).

Η θεωρία των δύο άκρων, που καταλήγει θεωρία των δύο μέσων και τελικά του ενός μέσου, ουδεμία σχέση έχει φυσικά με την αριστοτελική μεσότητα (βλέπε παραπλεύρως απόσπασμα), αν υποθέσουμε ότι θέλει να αντλήσει λίγο από το φιλοσοφικό κύρος της. Και φιλοδοξεί, τελικά, να καταργήσει τον πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό ή να τον καταστήσει άνευ περιεχομένου. Αν ό,τι εξέχει και περισσεύει από το ζοφερό μέσον της μνημονιακής μας πραγματικότητας ακρωτηριάζεται, στιγματίζεται, απονομιμοποιείται, η κοινοβουλευτική διαδικασία καταντά πουκάμισο αδειανό, ένα αυταρχικό πρόσχημα. Η ακρότητα της ενιαίας σκέψης, της ενιαίας πολιτικής, της ενιαίας κοσμοθεωρίας είναι τελικά ένας ολοκληρωτισμός όχι και τόσο μακρινός από τον ολοκληρωτισμό της Χ.Α. Ίσως και πιο επικίνδυνος, καθώς αυτή φοράει τον μανδύα της θεσμικής νομιμότητας, την ώρα που νεοναζί καραγκιόζηδες χάνουν και το φύλλο συκής τους.

 

Δεν αρκεί όμως να είπωμεν γενικώς, ότι είναι έξις, αλλά να ορίσωμεν και (15) ποίου είδους είναι. Πρέπει να είπωμεν, ότι κάθε αρετή, αναλόγως της ποιότητος, ης είναι η τελειότης, τυγχάνει η δημιουργούσα την τελειότητα ταύτην και η επιφέρουσα καλύτερα το προσδοκώμενον αποτέλεσμα. Λόγου χάριν, η αρετή των οφθαλμών ασκεί τους οφθαλμούς και τους κάμνει, ώστε να εκτελούν κατά τρόπον ικανοποιητικόν την λειτουργίαν των. Ομοίως η αρετή των ίππων (20) τους κάμνει σπουδαίους και καταλλήλους να καλπάζουν, να φέρουν τον αναβάτην και ν' αντιμετωπίζουν τον εχθρόν. Αφού τούτο είναι εις όλα όμοιον, ίσως και η αρετή του ανθρώπου να δύναται να ορισθή ως έξις, διά της οποίας οι άνθρωποι καθίστανται αγαθοί και εκτελούν ευσυνειδήτως τα έργα των. Κατά ποίον όμως τρόπον θα γίνη τούτο, το είπαμεν προηγουμένως, (25) αλλά και πάλιν θα γίνη ευνόητον ποίου είδους είναι η φύσις της αρετής. Λοιπόν, εις παν πράγμα συνεχόμενον και διαιρετόν δυνάμεθα να διακρίνωμεν άλλοτε το περισσότερον, άλλοτε το ολιγώτερον και άλλοτε το ίσον, και ταύτα είτε εις αυτό τούτο το αντικείμενον, είτε εν σχέσει προς ημάς. Αλλά το ίσον είναι μέσον τι μεταξύ της υπερβολής και της ελλείψεως. Λέγων δε σύμφωνον προς το πράγμα μέσον, (30) εννοώ εκείνο, που απέχει εξ ίσου εκ των δύο άκρων, τούτο δε είναι δι' όλους έν και το αυτό. Μέσον δε σύμφωνον ως προς ημάς καλώ εκείνο, το οποίον δεν είναι ούτε υπερβολικόν ούτε ελλιπές. Τούτο όμως δεν είναι ούτε έν ούτε το ίδιον δι' όλους. Επί παραδείγματι, εάν τα δέκα είναι πολλά, τα δε δύο ολίγα, λαμβάνομεν το έξ ως μέσον εν σχέσει προς το πράγμα, διότι τούτο τυγχάνει εξ ίσου πολύ περισσότερον και ολιγώτερον, (35) τούτο δε είναι μέσον κατά την αριθμητικήν αναλογίαν. Αλλά το μέσον ως προς ημάς δεν είναι δυνατόν να καθορισθή κατά τον αυτόν τρόπον. [1106b] Διότι, αν δέκα μναι (τροφής) είναι πολλαί, δυο δε ολίγαι, ο γυμναστής θα προστάξη έξ μνας. Διότι τοιαύτη μερίς δυνατόν να είναι υπερβολική ή ελλιπής. Διά τον Μίλωνα ημπορεί να είναι ολίγη, αλλά δι' ένα αρχάριον των γυμνασίων πολλή. Ομοίως, όσον αφορά εις τον δρόμον και την (5) πάλην. Τοιουτοτρόπως, πας επιστήμων αποφεύγει την υπερβολήν και την έλλειψιν, επιζητεί το μέσον και δίδει την προτίμησιν εις αυτό, δηλαδή το μέσον ουχί το του πράγματος, αλλά το προς ημάς. Ομοίως πάσα επιστήμη εκτελεί το έργον αυτής καλώς, εφ' όσον έχει υπ' όψει της το μέσον και καθοδηγεί συμφώνως προς αυτό τα έργα της∙ (διά τούτο (10) είθισται να λέγουν, ότι, ως προς αυτά, δεν δύναται κανείς ούτε να προσθέση ούτε ν' αφαιρέση τι, δεδομένου ότι η μεν υπερβολή και η έλλειψις καταστρέφουν την τελειότητα, ενώ το μέσον (η τελεία ισορρόπησις) την διασώζει). Λοιπόν οι ικανοί τεχνίται εργάζονται, ως λέγομεν, αποβλέποντες εις αυτό. Η δε αρετή είναι, ως και η φύσις, (15) ακριβεστέρα και αποτελεσματικωτέρα παρά κάθε οποιαδήποτε τέχνη και οφείλει, ως τοιαύτη, να επιδιώκη την μεσότητα ως σκο
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Όθεν η αρετή είναι έξις, αποκτωμένη διά της βουλήσεως· [1107a] έξις υφισταμένη ως προς ημάς κατά το μέτρον, το καθοριζόμενον υπό του λόγου, συμφώνως προς την συμπεριφοράν ενός φρονίμου ανθρώπου. Ευρίσκεται εις το μέσον μεταξύ δύο κακών ακροτήτων, εκ των οποίων η μία είναι η υπερβολή και η άλλη η έλλειψις. Ωσαύτως, ενώ εις τα πάθη και τας πράξεις, η κακία εμφιλοχωρεί εις το να ευρίσκεται κανείς άλλοτε μεν εντεύθεν, άλλοτε δε εκείθεν του πρέποντος, (5) η αρετή ευρίσκει και υιοθετεί ο…Από την άποψη λοιπόν της ουσίας της, και όσο μας ενδιαφέρει ο ορισμός της φύσης της, η αρετή είναι μεσότητα, από την άποψη όμως του σωστού και του άριστου είναι, ασφαλώς, κάτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλί.

Εν πάση περιπτώσει η θεωρία αυτή της μεσότητας δεν βρίσκει εφαρμογή σε κάθε πράξη και σε κάθε πάθος· υπάρχουν, πράγματι, πάθη που ήδη η λέξη που τα δηλώνει φέρνει στο μυαλό μας κάτι αρνητικό και τιποτένιο, π.χ. χαιρεκακία, αδιαντροπιά, φθόνος, και στην περίπτωση πράξεων: μοιχεία, κλεψιά, φόνος (…) Δεν υπάρχει λοιπόν περίπτωση να κάνει ποτέ κανείς το σωστό εν σχέσει με αυτά· αυτά είναι πάντοτε λάθος (…) Παρόμοιο επομένως είναι και το να περιμένουμε να υπάρχει μεσότητα, υπερβολή και έλλειψη στην αδικία, τη δειλία και την ακολασία, αφού τότε θα υπάρχει μεσότητα στην υπερβολή και στην έλλειψη, υπερβολή στην υπερβολή, έλλειψη στην έλλειψη. Όπως όμως δεν υπάρχει υπερβολή και έλλειψη στις περιπτώσεις της σωφροσύνης και της ανδρείας επειδή το μέσον στις περιπτώσεις αυτές είναι κατά κάποιον τρόπο άκρον, έτσι ακριβώς δεν υπάρχει μέσον, ούτε υπερβολή ή έλλειψη, και στις περιπτώσεις που αναφέραμε πρωτύτερα: με όποιον τρόπο κι αν ενεργήσει κανείς στις περιπτώσεις αυτές, πρόκειται πάντοτε για λανθασμένη και όχι σωστή συμπεριφορά. Γενικά δεν υπάρχει μέσον στην υπερβολή και στην έλλειψη, ούτε υπερβολή και έλλειψη στο μέσον.

Αριστοτέλη, «Ηθικά Νικομάχεια»

Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Διό και η αρετή, όσον αφορά εις την ουσίαν της και το νόημα της οντότητός της, είναι μεσότης, εφ' όσον όμως πραγματοποιεί το άριστον και παν αγαθόν, ακρότης. Πλην όμως πάσα οιαδήποτε πράξις και παν οιονδήποτε πάθος δεν επιδέχεται μεσότητα. Δυνατόν να συμβή, (10) ώστε το όνομα πράξεως ή πάθους τινός να υποβάλλη κάποιαν ιδέαν της φαυλότητος, λόγου χάριν η χαιρεκακία, η αναισχυντία, ο φθόνος, και ως προς τας πράξεις, η μοιχεία, η κλοπή, ο φόνος. Όλα ταύτα και τα τοιαύτα κατακρίνονται, διότι είναι κακαί πράξεις, αυταί καθ' εαυτάς, και όχι επειδή είναι υπερβολή ή έλλειψις. Ως προς αυτάς, ουδέποτε ευρίσκεταί τις εις την ορθήν, ευθείαν οδόν, (15) αλλά πάντοτε αμαρτάνει. Όσον αφορά εις τας πράξεις αυτάς, δεν τίθεται το ζήτημα του να γνωρίζη κανείς, εάν πράττη το αγαθόν ή το κακόν, δεν ερωτώμεν ως προς ποίαν, ούτε πότε ούτε πώς διαπράττει κανείς την μοιχείαν. Το μόνον γεγονός, ότι εκτελεί την μίαν ή την άλλην εκ των εν λόγω πράξεων, αποτελεί ήδη αμάρτημα. Θα ήτο το ίδιον, ως εάν ήθελε κανείς να ισχυρισθή, ότι εις το να είναι τις άδικος, δειλός ή ακόλαστος, υπάρχει μεσότης και υπερβολή και έλλειψις. (20) Κατά την έννοιαν ταύτην θα υφίστατο εις την υπερβολήν και την έλλειψιν μια μεσότης, ως και μια υπερβολή της υπερβολής και μια έλλειψις της ελλείψεως. Αλλά καθώς ακριβώς η σωφροσύνη και η ανδρεία δεν επιδέχονται ούτε υπερβολήν ούτε έλλειψιν, διότι η μεσότης αποτελεί εν προκειμένω μιαν ακρότητα, ούτω και τα πάθη δεν επιδέχονται ούτε μεσότητα, ούτε υπερβολήν, ούτε έλλειψιν, (25) διότι ο παραδιδόμενος εις αυτά εκτελεί εκάστοτε μίαν κακήν πράξιν. Εν συντόμω ούτε η υπερβολή ούτε η έλλειψις επιδέχονται μεσότητα, ούτε η μεσότης υπερβολήν ή έλλειψιν.

 

No comments:

Post a Comment