Saturday, August 25, 2012

Μας ζηλεύουν…


 (Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής 25/8/2012)

Καθώς παρατηρώ το σχεδόν πάντα βλοσυρό βλέμμα της Μέρκελ κάθε φορά που απευθύνει μια αυστηρή, προειδοποιητική δήλωση για την ανεπίδεκτη μαθήσεως Ελλάδα, όποτε ακούω τον Σόιμπλε, τον Γιούνκερ, τον Ολάντ και κάθε δηλωμένο «φίλο» ή «εχθρό» να αναγγέλλει την «τελευταία ευκαιρία» για το μαύρο πρόβατο του ευρώ, αναρωτιέμαι μήπως ισχύει ένας πολύ δημοφιλής νεοελληνικός- και νοτιοευρωπαϊκός- μύθος: μας ζηλεύουν. Τα κίνητρα των εταίρων μας είναι τελικά λιγότερο υλιστικά, ιδιοτελή, αρπακτικά, κυνικά, οικονομικά, γεωπολιτικά, ιμπεριαλιστικά, αποικιοκρατικά απ’ όσο νομίζουμε. Κι είναι περισσότερο ηθικά και συναισθηματικά απ’ όσο υποθέτουμε.

Κατά τον μύθο αυτό ο φθόνος, η καθαρή, σχεδόν κατινίστικη ζήλια έχει πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος στους υπολογισμούς των Βόρειων τεχνοκρατών του ευρώ από κάθε άλλο περίπλοκο οικονομικό σχήμα που προσπαθεί να υπολογίσει κέρδη και ζημιές από έναν εξοστρακισμό της Ελλάδας από την περιούσια νομισματική ένωση.

Και τι να ζηλέψουν από μας, θα μου πείτε. Ξέρω κι εγώ; Ο μύθος παραπέμπει κατ’ αρχάς στα φυσικά πλεονεκτήματα της χώρας- τον ήλιο, τις 300 μέρες και περίπου 3.000 ώρες ηλιοφάνειας τον χρόνο, το ήπιο κλίμα, τα ζεστά καλοκαίρια, τους ανεκτούς χειμώνες, τα χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμής, τον πλούσιο θαλάσσιο διαμελισμό της, τα εκατοντάδες μοναδικά νησιά της, τα αρχιπελάγη της, τις γαλανές παραλίες της και γενικώς όλα εκείνα τα πράγματα που μεταμορφώνουν αυτή τη χώρα σε ένα απέραντο τουριστικό θέρετρο. Οι βορειοευρωπαίοι τουρίστες ενδεχομένως γίνονται άθελά τους αναμεταδότες αυτού του μύθου καθώς έρχονται σ’ επαφή μόνο με την ηλιόλουστη πλευρά της πραγματικότητας: χαμογελαστοί και οικείοι μικροεπιχειρηματίες του τουρισμού, ηλιοκαμένες σερβιτόρες, αλέγροι Έλληνες παραθεριστές που δοκιμάζουν τα όρια αντοχής τους στο ποτό, στα κεράσματα, στο ξενύχτι… Αγνοούν πως πίσω απ’ αυτή την άναρχα σχεδιασμένη βιομηχανία της ευφορίας υπάρχουν σκληρά και κακοπληρωμένα ωράρια, δάνεια και ανεξόφλητα χρέη. Πίσω από τη βιτρίνα δεν υπάρχουν χιλιάδες μικροί Ζορμπάδες, αλλά αγχωμένοι μισθωτοί και μικροαστοί, με όλες τις βορειοευρωπαϊκές νευρώσεις τους.

Ωστόσο, κατά τον μύθο πάντα, οι βόρειοι φίλοι μας εξακολουθούν να μας ζηλεύουν βαθιά. Μας ζηλεύουν για το μεσογειακό ή για το αποκλειστικά ελληνικό ταμπεραμέντο μας, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων έναν μυθικό τρόπο ζωής ο οποίος δεν τελειώνει μετά το οκτάωρο της δουλειάς, κρατάει δυνάμεις για τη νύχτα, ανεβάζει στροφές το σαββατοκύριακο, απογειώνεται το καλοκαίρι, δύσκολα συμβιβάζεται με το μέτρο, ακόμη κι όταν αυτό το επιβάλλει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως η απειλή μιας κρατικής χρεοκοπίας και του κοινωνικού κραχ που θα τη συνοδεύσει.

Η αλήθεια είναι ότι η ορατή καθημερινότητά μας δεν αναδύει κάποια μαζική προσαρμογή σ’ αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οι ενάμιση εκατομμύριο άνεργοι δεν κλείστηκαν όλοι στα σπίτια τους, μπαίνοντας σε λίστες αναμονής υποψήφιων καταθλιπτικών ή αυτοχείρων, δεν παραιτήθηκαν εντελώς από μια έστω μικρή δόση διακοπών. Το άτυπο κοινωνικό κράτος των φίλων και των συγγενών κήρυξε αθόρυβο συναγερμό αλληλεγγύης και φιλοξενίας, αναπληρώνοντας τα ακρωτηριασμένα μέλη του επίσημου- και επισήμως παραπληγικού- κοινωνικού κράτους. Και με ανάλογους αμυντικούς μηχανισμούς, οι μισθωτοί της τροικανής «εσωτερικής υποτίμησης» και οι μικρομεσαίοι του καταναλωτικού κραχ αποφάσισαν ότι μια δόση θερινής αναψυχής προηγείται της πρώτης δόσης στην εφορία.    

Μια πιο ορθολογική εκδοχή του μύθου θεωρεί ότι πυρήνας του βορειοευρωπαϊκού φθόνου για τους ατάσθαλους νεοέλληνες είναι η ροπή τους στην ιδιοκτησία. Πώς είναι δυνατόν η προτεσταντική εγκράτεια και ο αποταμιευτικός ζήλος των Βορείων να έχει αποδώσει χαμηλότερα ποσοστά ιδιόκτητων κατοικιών, εξοχικών, οικοπέδων, χωραφιών και πάσης φύσεως ακινήτων από αυτά που απολαμβάνουν οι σπάταλοι, ασύδοτοι και ήδη χρεοκοπημένοι Έλληνες; Αυτή η εκδοχή φθόνου υπονοεί ότι τα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα (80%, έναντι 43% στην κραταιά Γερμανία) είναι προϊόν κάποιας μορφής υπεξαίρεσης από τον υποτιθέμενο πακτωλό των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Ότι, κατά κάποιο τρόπο, είναι περιουσιακά στοιχεία που οι ράθυμοι Νότιοι στέρησαν από τους εργατικούς Βόρειους φορολογούμενους. Το ότι οι περισσότεροι Έλληνες είναι ιδιοκτήτες δεν τους καθιστά βεβαίως και πλουσιότερους, ειδάλλως οι πιο αξιοζήλευτοι κάτοικοι της Ε.Ε. θα έπρεπε να θεωρούνται οι Ρουμάνοι, ιδιοκτήτες των σπιτιών τους σε ποσοστό σχεδόν 100%.

Μια άλλη εκδοχή της θεωρίας εντοπίζει τον φθόνο στις πολιτιστικές και ιστορικές υπεραξίες με τις οποίες είναι συνδεδεμένος αυτός ο τόπος, που διεκδικεί τον τίτλο της κοιτίδας του ευρωπαϊκού πολιτισμού και περίπου κάθε τέχνης και επιστήμης που απογειώθηκε στον ευρύτατο χώρο που ονομάζουμε Δύση. Βεβαίως, εδώ και αιώνες αυτό το φωτεινό αντικείμενο του φθόνου λεηλατήθηκε τόσο συστηματικά από τους αντιζήλους, ώστε να βρίσκει κανείς περισσότερη Ελλάδα στα μουσεία της Βρετανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και των άλλων Βορειοευρωπαίων και Κεντροευρωπαίων απ’ ότι στην ίδια την Ελλάδα. Μπορούμε, λοιπόν, βάσιμα να ισχυριστούμε ότι αυτού του είδους η ζήλια έχει ήδη ικανοποιηθεί στον μέγιστο βαθμό. Εκτός κι αν οι Ευρωπαίοι φίλοι έχουν αποφασίσει να μετακομίσουν σε κάποια τις μητροπόλεις τους ολόκληρο τον Παρθενώνα και να πολιτογραφήσουν Γερμανό τον Πλάτωνα, Γάλλο τον Ευριπίδη και Αυστριακό τον Αριστοτέλη. Πιθανότατα θα αφήσουν εκτός διεκδίκησης τον Αριστοφάνη, λόγω σεμνοτυφίας.

Δεν ξέρω αν στο μυαλό της Άνγκελα Μέρκελ κι άλλων Ευρωπαίων ηγετών επικρατούν πράγματι αισθήματα τόσο ταπεινά όσο ο φθόνος, που αναζητεί ικανοποίηση σε ένα σκληρό, τιμωρητικό πρόγραμμα βαθιάς μετάλλαξης της κοινωνίας, αποξένωσής της από πλεονεκτήματα που της κληροδότησε ο ιστορικός και ο φυσικός χώρος. Πάντως, στις συζητήσεις που γίνονται μεταξύ τυρού, καρπουζίου, μοχίτο, τσίπουρου και μπίρας στους χώρους της καλοκαιρινής παρένθεσης – για όσους τουλάχιστον είχαν την τύχη να βρεθούν εντός αυτής- η θεωρία του φθόνου είναι εξαιρετικά δημοφιλής. Είναι όμως και αρκετά απλοϊκή. Ίσως και βολική για όσους πράγματι φθονούν τις τελευταίες, αλλά μάλλον αστείρευτες πηγές πλούτου αυτής της χώρας. Τα κίνητρα όσων συναντώνται στο αβέβαιο πείραμα είναι πολλοί πιο σύνθετα. Άλλωστε, και όσοι ενώνουν τις δυνάμεις τους στο πείραμα αυτό είναι ετερόκλητοι. Το ίδιο και τα κίνητρά τους. Οι τεχνοκράτες του ευρώ είναι πολύ απορροφημένοι στη διάσωσή του για να ζηλέψουν ένα ηλιοβασίλεμα στο Ημεροβίγλι. Οι κερδοσκόποι του κοινού νομίσματος είναι πεπεισμένοι πως, αν θέλουν, μπορούν να φτιάξουν μια ρεπλίκα της Ελλάδας στον Ατλαντικό ή στον Ειρηνικό. Οι τράπεζες έχουν μπαζώσει επικίνδυνα πολλά ακίνητα για να επιθυμούν να προσθέσουν κι άλλα στα ξέχειλα χαρτοφυλάκιά τους. Οι αγορές έχουν προ πολλού υπερβεί τη στενή περί ιδιοκτησίας αντίληψη, μπορούν να έχουν τα πάντα χωρίς να έχουν τίποτα. Κι η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ έχει πολύ περισσότερους λόγους να διοχετεύσει τον φθόνο της – και τον φόβο της- στις ΗΠΑ, στην Κίνα ή στη Ρωσία, απ’ ότι στην Ελλάδα και στους λοιπούς ενοχλητικούς εταίρους του Νότου.

Παρ’ όλα μπορούμε να υποθέσουμε πως υπάρχει τουλάχιστον ένας πραγματικός λόγος να μας φθονούν. Όσα ο μύθος απαριθμεί ως αξιοζήλευτα φυσικά, ιστορικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα αυτής της χώρας, μπορούν πράγματι να αποτελέσουν τους ζωτικούς πόρους επιβίωσής της. Ακόμη κι αν οι μεγαλόψυχοι εταίροι αποφασίσουν την πιστωτική και νομισματική της ευθανασία. Δεν θα ‘ναι άλλωστε κι η πρώτη φορά.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

…Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν οι δυτικοευρωπαίοι δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα. Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικό ό,τι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του.

Μα ποιοι, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τόσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος; Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ' αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.

Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα άσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα.

Φρίντριχ Νίτσε, «Η Γέννηση της τραγωδίας»

 

 

Thursday, August 23, 2012

Αδυνάτισαν και οι μύγες


   (Επενδυτής, 18/08/2012)


Ένα σμήνος από μύγες έχει εισβάλει στα τριάντα τετραγωνικά του ενοικιαζόμενου δωματίου. Βρίσκονται παντού. Στο υπνοδωμάτιο, πάνω στα σεντόνια, στις κουρτίνες, στους τοίχους, στο υποτυπώδες κουζινάκι, στα ρούχα που είναι σκορπισμένα παντού. Στα σώματα. Κυρίως σ’ αυτά. Διασχίζουν κάθε γυμνό τους σημείο και τρυγάνε κάθε υποψία τροφής, αόρατης στο ανθρώπινο μάτι, που έχει διασωθεί από το επίμονο μούλιασμα στη θάλασσα και από τα αλλεπάλληλα ντους που επιβάλλουν οι ρυθμοί των διακοπών.

Οι μύγες. Τίποτα το παράξενο για τα πλάσματα που αφθονούν το καλοκαίρι και που συνοδεύουν τον μέσο νεοέλληνα σε κάθε χώρο που βρίσκεται σε μια ελάχιστη έκθεση στο φυσικό περιβάλλον. Αλλά αυτές οι μύγες είναι αλλιώτικες. Είναι μικρές, όχι πάνω από μισό εκατοστό μήκος, αδύνατες, λιπόσαρκες- αν θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σάρκα αυτό το εύθραυστο σκεύος του απεχθούς ζωμού – νωχελικές, συχνά ασάλευτες, εύκολα θύματα μιας φονικής μυγοσκοτώστρας. Με λίγα λόγια, δεν είναι οι μύγες του Αυγούστου, οι παχουλές, ζουμερές, καλοθρεμμένες και απεχθείς μύγες του Αυγούστου.

 Μια μικρή έρευνα στο ευρύτερο περιβάλλον – ένα κυκλαδονήσι που τις μέρες περί τον Δεκαπενταύγουστο προσπαθεί να βγάλει τα σπασμένα μιας κακής τουριστικής σεζόν- καταδεικνύει ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει τόσο ριζικά ώστε ο χώρος να πάψει να αποτελεί το κατάλληλο ενδιαίτημα για το ενοχλητικό ιπτάμενο είδος, την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό του. Σε απόσταση ασφαλείας κάδοι απορριμμάτων σφύζουν από οργανικά υπολείμματα που υπόσχονται πλούσια γεύματα στις μύγες του Αυγούστου. Στην ενδοχώρα του νησιού ένας αξιόλογος πληθυσμός αγελάδων και άλλων ζώων, ελευθέρας βοσκής ή εγκλείστων σε μικρές μονάδες εκτροφής, εξακολουθεί να παράγει ποσότητες αφοδευμάτων επαρκείς για να αποτελέσουν τα «μαιευτήρια» εκατομμυρίων μυγών. Το ίδιο υποθέτω ότι εξακολουθούν να κάνουν οι άνθρωποι, λιγότερο προκλητικά από τις αγελάδες και τα λοιπά οικόσιτα θηλαστικά και πτηνά, στους μικρούς αρωματισμένους από καλλυντικά και απορρυπαντικά χώρους οι οποίοι δεν αποτελούν παρά την πολυτελή είσοδο στον σκοτεινό και δυσώδη βόρβορο ενός βόθρου, ενός αποχετευτικού αγωγού, μιας μονάδας βιολογικού καθαρισμού.

Εκ πρώτης όψεως όλα είναι στη θέση τους, στη φυσική ισορροπία που θα δικαιολογούσε την πληθυσμιακή έκρηξη αλλά κι τη σωματική ανάπτυξη των μυγών του θέρους, στον βαθμό και στο μέγεθος που θα δικαίωνε τη δοξασία ότι τον Αύγουστο είναι πάντα παχιές οι μύγες. Δεν ξέρω πόσο είναι ιδέα μου, αλλά φέτος τίποτε δεν δικαιώνει την πεποίθηση αυτή.

Μην ανησυχείτε, δεν αποφάσισα αίφνης να τεθώ επικεφαλής εκστρατείας για τη «διάσωση της μύγας» ούτε να ιδρύσω ΜΚΟ που θα διεκδικήσει και τα σχετικά κονδύλια χρηματοδότησης της εκστρατείας αυτής. Απλώς αναρωτιέμαι αν μπορεί να σταθεί η υπόθεση εργασίας ότι οι απεχθείς κι ενοχλητικές μύγες, που μου φάνηκαν αυτή τη φορά σχεδόν αξιολύπητες, θα μπορούσαν να θεωρηθούν θύματα των μνημονίων. Από τροφαντές μύγες του Αυγούστου, καχεκτικές μύγες του Μνημονίου.

Οι ειδικοί- βιολόγοι, εντομολόγοι, μυγολόγοι, αν υπάρχουν- θα αντιτείνουν ότι πρόκειται περί καθαρής ανοησίας νοσηρού νου που φιλτράρει τα πάντα μέσα από τις αντιμνημονιακές του εμμονές. Κι εγώ θα μπορούσα ν’ αντιγυρίσω πως είναι το Μνημόνιο, αυτό το άναρχο πρόγραμμα κοινωνικής υποβάθμισης και καταστροφής, που εξελίσσεται σε φίλτρο ανυπολόγιστων στο ορατό μέλλον ανατροπών που διόλου δεν αποκλείεται να διαταράξουν μακρόχρονες ισορροπίες στη βιολογική και τροφική αλυσίδα της οποίας είμαστε αναπόφευκτα μέρος.

Κάποιοι άλλοι ειδικοί- οι ψυχολόγοι, οι κοινωνιολόγοι- θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι οι μυγολογικές μου ανησυχίες είναι υπόρρητη ομολογία ενοχής για το γεγονός ότι είμαι σε θέση να κάνω έστω και ολιγοήμερες διακοπές, αυτές που έγιναν αδιανόητες για μια απροσδιοριστη πλειοψηφία θυμάτων του μνημονίου. Κι εγώ θα μπορούσα να αντιτείνω ότι ακόμη κι αν αυτή η σχεδόν εξαφανισμένη από τις άδειες πόλεις του Αυγούστου πλειοψηφία δεν έχει διέξοδο πληρωτέων διακοπών, διατηρεί το μισητό στους Βορειοευρωπαίους προνόμιο των ιδιόκτητων πατρογονικών εστιών στην ύπαιθρο, ορεινών, καμπίσιων ή παραθαλάσσιων, που επιτρέπει μια κάπως ανεκτή, αν όχι κι ευχάριστη λαθροβίωση, αφήνοντας ζωτικό χώρο και στις μύγες που τη συνοδεύουν.

Και τέλος, κάποιοι επίσης ειδικοί- οι ανθρωπολόγοι ή οι ακτιβιστές των ανθρωπιστικών κρίσεων- θα μπορούσαν να αντικρούσουν την παρατήρηση μου με εικόνες λιπόσαρκων παιδιών της Αφρικής που τα πρόσωπα και τα σώματά τους συντηρούν ολόκληρες αποικίες ευτραφών μυγών, παρά τον απελπιστικό υποσιτισμό των πλασμάτων που τις φιλοξενούν. Σ’ αυτό το σημείο σηκώνω τα χέρια ψηλά, καταπίνω τις συνενοχές μου και προτείνω το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, που έχουν χρηματοδοτήσει πάμπολλα εξυγιαντικά προγράμματα εξαθλίωσης στις χώρες αυτές, να χρηματοδοτήσουν άλλο ένα: οι επιπτώσεις των κρατικών «διασώσεων» στο πληθυσμό των μυγών. Υποθέτω ότι θα το κάνουν πιο πρόθυμα από το να ερευνήσουν (και να εξηγήσουν) πώς αυτές οι «διασώσεις» επιδρούν στον ανθρώπινο πληθυσμό, το επίπεδο υγείας του ή το προσδόκιμο επιβίωσης.

Στο μεταξύ, ο ήλιος ανεβαίνει, το μελτέμι δυναμώνει και πυκνώνει τις τάξεις των νωχελικών και καχεκτικών μυγών του Αυγούστου που εισβάλλουν στα παραθεριστικά δωμάτια, σε πείσμα των άοσμων εντομοαποθητικών και των συσκευών υπερήχων που υπόσχονται εξολόθρευση- τα μηχανικά μέσα, οι σίτες, οι ερμητικά κλειστοί κλιματιζόμενοι χώροι που αποκλείουν μαζί με τις μύγες και τον καθαρό αέρα, αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικά, αλλά οι ιπτάμενοι εισβολείς όλο και κάποια τρύπα βρίσκουν στη γραμμή άμυνας. Αλλά είναι πάντα παράξενα εκτεθειμένοι στα παραδοσιακά μέσα εξολόθρευσης, τη μυγοσκοτώστρα, μια εφημερίδα, μια παντόφλα, αν δεν λυπάσαι τους τοίχους, τα σεντόνια, αν δεν σιχαίνεσαι να νιώσεις στο δέρμα σου το ειδεχθές απόσταγμα της εξόντωσης. Κάτι τρέχει με τον πτητικό τους μηχανισμό- τον τελειότερο στο ζωικό βασίλειο κατά τους αεροναυπηγούς-, σαν να έχουν μείνει από καύσιμα, σαν να υποσιτίζονται…

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν αυτή η αβέβαιη παρατήρηση είναι το αποτέλεσμα δραστικών περικοπών ή υποβάθμισης στις καταναλώσεις των παραθεριστών. Παρ’ ότι τα καταστήματα εστίασης κάθε άλλο παρά βαράνε μύγες – μεταφορικά μόνο, γιατί στην κυριολεξία προφανώς τις φιλοξενούν εν αφθονία-, μυρίζομαι μια αισθητή στροφή στα ποικίλα υποκατάστατα τροφής που σερβίρονται με γκουρμέ μασκαρέματα και ανεκτές τιμές, άλλοτε με επιλογή των καταναλωτών και άλλοτε ερήμην τους, στο πλαίσιο της αστείρευτης επιχειρηματικής επινοητικότητας στην ανεύρεση «οικονομιών κλίμακας». Το αποτέλεσμα της γαστρονομικής υποβάθμισης είναι πιθανότατα η υποβάθμιση και των τελικών προϊόντων της ανθρώπινης κατανάλωσης και της θρεπτικής και άλλης αξίας που αυτά έχουν για τις μύγες και τα εκατομμύρια εκκολαπτόμενα μικρά τους.

Βεβαίως, όλα αυτά δεν αποκλείεται να είναι προϊόντα αντιμνημονιακής υπερευαισθησίας, ή επινοήσεις μιας ραστώνης που δεν φορτίζεται με ειδήσεις, δεν ερεθίζεται από οίστρους (ήτοι, αλογόμυγες), πάσχει από σύνδρομο επικοινωνιακής στέρησης κι αναζητεί προσχήματα στα απειροελάχιστα πράγματα που συμβαίνουν στα λίγα τετραγωνικά ενός ενοικιαζόμενου δωματίου, στην επιφάνεια ενός τραπεζιού μετά το φαί, σε μια φέτα καρπούζι ή σε μια αμμουδιά εκατοντάδων μέτρων όπου μύγες, σφήκες κι άλλα έντομα ψάχνουν να τρυγήσουν έστω και ίχνη αντηλιακού πάνω στα σώματα. Αλλά κι απ’ τις κλεφτές ματιές στο σύμπαν της ενημέρωσης διαπιστώνω ότι κι αυτό συναγωνίζεται την επινόηση των μυγών του Μνημονίου. Σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος στην κοπτοραπτική των11,5 δισ. ευρώ, στο άγρυπνο κώμα της ευρωζώνης, στη δίνη της παγκόσμιας ύφεσης που στο μέλλον ίσως μετριέται με τις αυξομειώσεις στο βάρος και τον πληθυσμό των μυγών.

Δεν ξέρω, θα περιμένω να δω και τους κολιούς, που λέγεται πως ο καιρος τους είναι ο Αύγουστος, και θα σας πω αν πρέπει ν’ ανησυχούμε.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Είναι θλιβερό όταν μια μητέρα πρέπει να χρησιμοποιήσει λόγια σε βάρος του ίδιου της του γιού. Αλλά δεν μπορούσα να τους αφήσω να πιστεύουν ότι είμαι δολοφόνος. Τώρα θα τον πάρουν μακριά, όπως έπρεπε να έχω κάνει εγώ η ίδια εδώ και χρόνια. Ήταν πάντα κακός και στο τέλος ισχυρίστηκε ότι εγώ σκότωσα εκείνα τα κορίτσια και εκείνο τον άντρα….λες και μπορούσα να κάνω οτιδήποτε άλλο εκτός από το να κάθομαι ασάλευτη στην καρέκλα, ακριβώς σαν εκείνα τα βαλσαμωμένα πουλιά. Ξέρουν ότι δεν μπορώ να κουνήσω ούτε ένα δάχτυλο. Θα καθίσω εδώ ήσυχη, απλώς για την περίπτωση που με υποψιάζονται. Πιθανότατα με παρακολουθούν τώρα. Ας με παρακολουθούν. Ας δουν τι είδους άτομο είμαι. Δεν πρόκειται να διώξω ούτε καν αυτή τη μύγα από το χέρι μου. Ελπίζω να με παρακολουθούν. Θα δουν, και θα καταλάβουν και θα πουν: «Γιατί; Αυτή δεν θα μπορούσε να βλάψει ούτε μύγα».

Αλφρεντ Χίτσκοκ, Τζοζεφ Στέφανο, «Ψυχώ»

Saturday, August 11, 2012

Μετωνυμίες και ευφημισμοί



(Από τη στήλη Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 11/8/2012)

Οι βυζαντινοί μοναχοί βάφτιζαν το κρέας ψάρι για να καθαγιάσουν τις γαστρονομικές τους αμαρτίες την περίοδο της νηστείας. Οι ιεροεξεταστές ονόμαζαν κάθαρση τη διαδικασία εξόντωσης κάθε πιθανού αντιπάλου της παπικής «ορθοδοξίας». Οι ναζί ονόμασαν «τελική λύση» το σχέδιο μαζικής εξόντωσης των Εβραίων και άλλων κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Η εργασία απελευθερώνει» ήταν το σύνθημα που τους υποδεχόταν στο Νταχάου, υπονοώντας την «απελευθέρωση» από την ίδια τους την ύπαρξη.

Η κυβέρνηση ονόμασε την επιχείρηση-σκούπα εις βάρος των μεταναστών στην Αθήνα και άλλες πόλεις επιχείρηση «Ξένιος Ζευς». Τα προφανή σχόλια ακολούθησαν, αν και κυριάρχησαν οι δημόσιες κραυγές επιδοκιμασίας και οι ιδιωτικοί στεναγμοί ανακούφισης. Η κοινή γνώμη προετοιμάζεται εδώ και πολλά χρόνια για να υιοθετήσει τη θεωρία της «εισβολής» που με τόση βεβαιότητα πρόβαλε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης. Δεν είμαστε εμείς ρατσιστές, αυτοί είναι ξένοι-μαύροι, αλλόγλωσσοι, αλλόφυλοι, αλλόθρησκοι, πεινασμένοι. Ξένοι και πολλοί. Αλήθεια είναι αυτό. Στην Ελλάδα της μνημονιακής καταστροφής περισσεύουν πολλοί και πολλά. Περισσεύουν οι ξένοι στους οποίους κάποτε στηρίχτηκε η αναπτυξιακή φούσκα. Περισσεύουν και οι αξίες, η κουλτούρα της ανοχής, της φιλοξενίας, της ανθρωπιάς. Αλλά, έτσι κι αλλιώς περισσεύουν κι ένα σωρό αυτόχθονες: οι 1,5 εκατομμύρια άνεργοι, κι άλλοι τόσοι (τουλάχιστον) υπερήλικες που οδηγούνται σε συνταξιοδοτικό Καιάδα. Αλήθεια, αυτή την επιχείρηση εξόντωσης πώς θα την ονομάσουμε; Διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας; Ή ασφαλιστικό «συνωστισμό», όπως αποκάλεσε τον διωγμό των Ελλήνων της Σμύρνης το διαβόητο σχολικό βιβλίο;

Παίζουν κι οι λέξεις τον ρόλο τους. Εδώ και δεκαετίες, οι κοινωνίες εκπαιδεύονται συστηματικά στο Νέο Λεξικό του Κυνικού Καπιταλισμού. Οι κατά κανόνα αγράμματοι ρέκτες του νεοφιλελευθερισμού, με τα πτυχία και τις ακαδημαϊκές διακρίσεις αράδα στους τοίχους των πολυτελών γραφείων τους, αφού εξάντλησαν την ευρηματικότητά τους στην παραγωγή νέων όρων και λέξεων, επιτέθηκαν στην ίδια τη γλώσσα. Με μετωνυμίες, ευφημισμούς και ετερωνυμίες απέσπασαν βίαια εκατοντάδες λέξεις από το ιστορικό τους περιεχόμενο και τις φούσκωσαν με το νέο, αποκρουστικό πλην παραπλανητικό φορτίο.

Όπως το πογκρόμ κατά των μεταναστών ονομάζεται «Ξένιος Ζευς» (που ονομαζόταν έτσι ακριβώς γιατί προστάτευε τους ξένους που δεν είχαν νομικά δικαιώματα, εξ ου και Ζευς Ικέσιος ή Φύξιος, προστάτης των φυγάδων που ζητούσαν άσυλο, άρα, στην περίπτωσή μας κατ’ εξοχήν προστάτης των λαθρομεταναστών), έτσι και η οργανωμένη ή άτακτη καταστροφή της χώρας από τους δανειστές ονομάζεται «διάσωση». Και κάθε εργαλείο αυτής της καταστροφής ονομάζεται «μεταρρύθμιση» ή «διαρθρωτική αλλαγή». «Η Ελλάδα χρειάζεται διαρθρωτικές αλλαγές», είναι το αγαπημένο κλισέ κάθε έκθεσης της τρόικας, κάθε αναφοράς ή δήλωσης ευρωκράτη ή εκπροσώπου των δανειστών. Και τι εστί «διαρθρωτική αλλαγή»; Από ποιες άλλες αλλαγές διακρίνεται; Τις εξαρθρωτικές ή τις συναρθρωτικές; Τι εστί «μεταρρύθμιση»; Ιστορικά ξέρουμε πως ήταν το κίνημα αμφισβήτησης της παπικής εξουσίας, πνευματικής ώθησης στην κατάρρευση της φεουδαρχίας και προετοιμασίας των σύγχρονων εθνικών κρατών, που απαλλάχτηκαν από την ιδέα της δογματικής ενότητας της χριστιανικής Δύσης. Τι άλλο αποκαλούμε μεταρρύθμιση; Από την εποχή του Χαμουραμπί, του Σόλωνα, του Κλεισθένη, των Ισαύρων μέχρι την ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Ευρώπης, οι μεταρρυθμίσεις συνδέονται με προσπάθειες ενδυνάμωσης των αδυνάμων έναντι των ισχυρών, με εγχειρήματα δημοκρατικού ελέγχου της εξουσίας, με μέτρα εξισορρόπησης ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο συμφέρον. Το κίνητρο μεταρρυθμιστών ήταν πάντα η αποτροπή μιας επερχόμενης κοινωνικής εξέγερσης ή επανάστασης, αλλά έστω κι έτσι ήταν υποχρεωμένοι να ρίχνουν το βάρος τους υπέρ της εξεγειρόμενης πλειοψηφίας. Τι σχέση έχει μ’ αυτό το ιστορικό περιεχόμενο η μεταρρυθμιστική φλυαρία των λεξικογράφων του φιλελεύθερου δογματισμού; Ό,τι περιγράφουν ως μεταρρύθμιση είναι μια καραμπινάτη αντιμεταρρύθμιση υπέρ μιας ισχνότατης ολιγαρχίας.

Οι μετωνυμίες, οι ευφημισμοί και οι ετερωνυμίες δεν έχουν τέλος. Ονομάστηκε «εσωτερική υποτίμηση» η πιο βίαιη μείωση εισοδημάτων των μεταπολεμικών χρόνων. Αποκαλείται «απελευθέρωση» ό,τι κάνει οδυνηρότερη τη μισθωτή σκλαβιά και την κυριαρχία της αγοράς επί της κοινωνίας και της πολιτικής. «Απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας ονομάζεται η κατάργηση των ελάχιστων όρων προστασίας των εργαζόμενων – κατώτατος μισθός, όρια απολύσεων, η ίδια η ελευθερία των διαπραγματεύσεων. Αποκαλείται «ευελιξία» η αδάπανη απόλυση εργαζομένων, η διατήρηση ενός τεράστιου στρατού ανέργων, μόνιμου μοχλού πίεσης στους μισθούς. Αποκαλείται «διά βίου μάθηση» η απογύμνωση των εργαζόμενων από σταθερές δεξιότητες και γνώσεις που τους δίνουν τη δυνατότητα να διαπραγματεύονται αξιοπρεπώς την εργασία τους. Ονομάζεται «ανταγωνιστικότητα» κάθε μέτρο βίαιης μείωσης του μισθολογικού, φορολογικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους της επιχειρηματικότητας. Βαφτίζεται «αποκρατικοποίηση» η πώληση αντί πινακίου φακής κάθε δημόσιας επιχείρησης που υποτίθεται ότι ενοχλεί την «ελεύθερη αγορά» με τη δεσπόζουσα, μονοπωλιακή της θέση. Και θεωρείται επιτυχής «αποκρατικοποίηση» η υποκατάσταση του κρατικού από ένα απόλυτο ιδιωτικό μονοπώλιο, όπως κραυγαλέα συνέβη στην περίπτωση της Ολυμπιακής - Aegean, κι όπως πρόκειται να συμβεί με την τραπεζική «Γιάλτα», που ενδέχεται να οδηγήσει ακόμη και σε δύο πιστωτικούς «Λεβιάθαν».

Ονομάζεται, επίσης, «αναδιάρθρωση» επιχείρησης ή «εξορθολογισμός κόστους» κάθε μαζική κατάργηση θέσεων εργασίας και μονάδων παραγωγής. Αποκαλείται «εξυγίανση» του συστήματος ασφάλισης, συνταξιοδότησης και υγείας η μέχρι εξαφάνισης συρρίκνωση των δικαιωμάτων, η λεηλασία των ασφαλιστικών πόρων που αντιστοιχούν σε χιλιάδες ώρες εργασίας. Βαφτίζεται «εκσυγχρονισμός» της δημόσιας διοίκησης κάθε βήμα απομάκρυνσής της από τον κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο, κάθε άλμα προς την παλινόρθωση της διοικητικής απολυταρχίας που κρύβεται κάτω από ονόματα με ιστορική γοητεία: Καποδίστριας, Καλλικράτης, Θησέας. Ονομάζονται «Ανεξάρτητες Αρχές» όλοι οι θεσμοί που επιβεβαιώνουν την κυριαρχία της αγοράς. Και αποκαλείται ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση» η μετεξέλιξη της Ε.Ε και της Ευρωζώνης σε μια οικονομική και πιστωτική απολυταρχία όπου δεν χωρούν εθνικές και λαϊκές κυριαρχίες.

Ο κόσμος μας δεν πλέει, βεβαίως, πάνω σε μια θάλασσα λέξεων. Αλλά κι οι λέξεις -με τις μετωνυμίες, τις ετερωνυμίες και τους ευφημισμούς τους-γίνονται όχημα μιας μακρόχρονης πνευματικής προετοιμασίας της κοινωνίας να αποδεχθεί τους νέους όρους υποταγής της. Οι φλύαροι παπαγάλοι των ΜΜΕ, οι καλά εκπαιδευμένοι εκπρόσωποι της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, επιτίθενται καθημερινά στις έννοιες, συχνά και οι ίδιοι ανυποψίαστοι για το αναποδογύρισμά τους. Repetitio est mater studiorum (η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως). Όπως ακριβώς οι γονείς στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου εδραιώνουν την εξουσία τους πάνω σε ένα παράλληλο σύμπαν εννοιών («Θάλασσα είναι η δερμάτινη πολυθρόνα στο τραπέζι, ζόμπι είναι τα κίτρινα λουλούδια»), έτσι και οι λεξικογράφοι του φιλελευθερισμού κλειδώνουν την κοινωνία σε μια φυλακή λέξεων, μετωνυμιών και ευφημισμών. Έπειτα όλα είναι πιο εύκολα.

Μπορούμε, άραγε, κι εμείς να οργανώσουμε με λέξεις την άμυνά μας απέναντι σε τόση λεκτική βία; Δεν είναι απίθανο. Αποκαλούμε, για παράδειγμα, καλοκαίρι το χειρότερο θέρος των μεταπολιτευτικών δεκαετιών. Καλοκαίρι ο κακός μας ο καιρός; Ο κλιματισμένος εφιάλτης μας; Μερικά πράγματα φαίνεται πως είναι δύσκολο να φυλακιστούν. Ο ήλιος, η θάλασσα, η απόδραση έστω και για λίγο, έστω και με ελάχιστα ευρώ στην τσέπη. Οι πόλεις αδειάζουν κυρίως από τον Δία τον Μνημόνιο ή τον Ξένιο Δία του Δεν-Δια, αλλά αδειάζουν και από τον Δία τον Ελευθέριο. Ο οποίος προς το παρόν απολαμβάνει τη θάλασσα που ακόμη δεν έχει γίνει η δερμάτινη πολυθρόνα στο σαλόνι. Αλλά το φθινόπωρο επιστρέφει δριμύς, Αργικέραυνος και Ερίδουπος. Προσεχώς κοινωνικός πάταγος.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Τσιμέντο μέσ’ στα μάτια
στέγνωσε η τσέπη
σε μια πλακόστρωτη ζωή που όλα τ’ ανατρέπει
Θα πέσω μια και άλλη μια

μα θα περπατήσω
στο μονοπάτι της ζωής το μάτι απλά θα κλείσω
Θα κόψω τα μαλλιά μου
τα επιτόκιά μου
θα ουρλιάξω «Σ’ αγαπώ» σε όσους βρίσκονται κοντά μου

Το παγωμένο αίμα μου με αρμύρα θα ζεστάνω
εγώ και η τρέλα μου στο ίδιο αεροπλάνο

Καλοκαίρι ρε μάγκα
ήλιος, κόσμος και φώτα
η ανάγκη να σβήσω ρόλους και γεγονότα
Μια καινούργια πυξίδα
η λευκή μου σελίδα
τα μπαλκόνια, οι φίλοι, η στριμμένη μου βίδα

Καλοκαίρι ρε μάγκα,
μπύρα, άμμος, τεκίλα
η σιωπή μου κομμάτια και οι λέξεις ξεφτίλα
Ένας ώμος να κλάψεις,
δυο φτερά να πετάξεις
της χαράς το πινέλο για ότι θέλεις να βάψεις

Η καρδιά δεν φοβάται το μυαλό και το χρόνο
ας μην έχω λεφτά, ας μου κλείνουν τον δρόμο
Τον κακό μου εαυτό έχω κάνει στην μπάντα
κι αν ρωτάς πως μπορώ:
Καλοκαίρι ρε μάγκα!

Μετράω, ξαναμετράω
τα νούμερα δεν βγαίνουν
οι τσαρλατάνοι στην αυλή συνέχεια μπαινοβγαίνουν
Θα πέσω μια και άλλη μια
μα τα βήματά μου
ξέρουν το πέρασμα που βγάζει μέσα στα όνειρά μου

Με φραπεδάκι σκέτο
θα σπάσω το λουκέτο
την τύχη μου θα δοκιμάσω έξω από το γκέτο

Και χάρισμά σας τα κουστούμια σας και οι χειμώνες
εγώ και η τρέλα μου δεν έχουμε κανόνες


Θάνου Παπανικολάου (Όναρ), «Καλοκαίρι ρε μάγκα»


Saturday, August 4, 2012

Ανταγωνισμός

(Επενδυτής, 4/8/2012)

Ο κανόνας της εποχής του μνημονίου είναι να κλείνουν μαγαζιά. Ολόκληροι δρόμοι στις γειτονιές της Αθήνας και των άλλων πόλεων μετατρέπονται σε εμπορικά νεκροταφεία. Ή σε ζωντανές εκθέσεις real estate: «πωλείται», «ενοικιάζεται». Καμιά φορά, συμβαίνει και κάποιο θαύμα. Υπάρχουν, φαίνεται, κάποιοι τολμηροί. Ή απελπισμένοι. Ή κάποιοι που έχουν να κάψουν λίπος.

Συμβαίνει σε μια γειτονιά της Αθήνας. Οικιστική περιοχή, μ’ έναν μικρό εμπορικό δρόμο με τα στοιχειώδη – τον φούρνο, το φαρμακείο, το μίνι μάρκετ, το περίπτερο και τα συναφή. Διαθέτει κι έναν μοναδικό μαζικό χώρο εργασίας, με όχι πάνω από 200 εργαζομένους που στη διάρκεια του οκτάωρού τους κάνουν έναν μικρό ημερήσιο τζίρο στη γειτονιά, υπολογίζω όχι πάνω από 400 ευρώ, για έναν καφέ και κάτι πρόχειρο για φαγητό. Δεκάδες ντελιβαράδικα πέφτουν σαν τον περονόσπορο στο υποτιθέμενο μοναδικό «Ελντοράντο» της γειτονιάς. Πρόθυμοι καμικάζι της ασφάλτου διασχίζουν έως και 5 χιλιόμετρα πάνω σε σκυλοφτιαγμένα παπάκια, χωρίς κράνος, κακοπληρωμένοι και προφανώς ανασφάλιστοι, για να φέρουν σουβλάκια, πίτσες και κακομαγειρεμένες μερίδες φαγητού με γκουρμέ ονομασίες, όταν πέφτει το βράδυ και επιστρέφει η πείνα. Αλλά πυρήνας αυτής της μικρής αγοράς των 200 ανθρώπων παραμένουν ο καφές και το σάντουιτς.

Μέχρι τώρα, αυτή η αγορά εξυπηρετούνταν από έναν φούρνο που προσέφερε και φτηνό καφέ, αλλά σελφ σέρβις, και κυρίως ένα μικρό σνακ μπαρ που έφερνε καφέ και πρόχειρο φαγητό στη «Ford Motors» της γειτονιάς, την αγορά των 200 καταναλωτών. Δυο θέσεις εργασίας όλες κι όλες, συνιδιοκτήτες υποθέτω, «αφεντικά» του εαυτού τους. Ή δούλοι του. Αυτοί μοιράζονταν τον ημερήσιο τζίρο των 400 ευρώ, στην καλύτερη περίπτωση.

Βρέθηκε, όμως, ο τολμηρός. Απέναντι από τη «μαζική αγορά των 200», φάτσα κάρτα από την πύλη της, ανοίγει κατακαλόκαιρο ο τρίτος διεκδικητής της. Starbucks αλά ελληνικά. Ντιζαϊνάτο, με τραπεζάκια έξω, ατμοσφαιρικούς φωτισμούς -περιττούς στο καταμεσήμερο που έρχεται ο κόσμος και θέλει καφέ- και μια επωνυμία λες κι άνοιξε μαγαζί στο Μανχάταν. Τρέμε, φούρνε, με τα κουλούρια, τις τυρόπιτες και το ρεβίθι που δίνεις για καφέ. Τρέμε κι εσύ, άθλιε βιοπαλαιστά, με την τρύπα των 10 τετραγωνικών και το θορυβώδες παπάκι σου. Εδώ διαθέτουμε χλίδα, καφέ ματσιάτο, καφέ λάτε, σάντουιτς σολομού και φρέσκιας μοτσαρέλας, άισμπεργκ – ζει άνθρωπος χωρίς σολομό και άισμπεργκ; Δεν ζει.

Έτσι, οι διεκδικητές της «αγοράς των 200 καταναλωτών καφέ», ο ημερήσιος τζίρος των 400 ευρώ που από τον επόμενο μήνα μπορεί να πέσει στα 300 ή και τα 200 ευρώ -κάτσε να έρθουν τα εκκαθαριστικά της εφορίας, να πέσει και μια «κουρά» μισθών και θέσεων εργασίας και θα δεις- πρέπει να μοιραστεί στα τρία. Βεβαίως, η πρόθεση του «εισβολέα» δεν είναι να μοιραστεί αυτόν τον τζίρο. Το πιθανότερο είναι ότι τον θέλει όλο δικό του. Όπως το ίδιο θα ήθελαν και οι προκάτοχοί του στον ανταγωνισμό, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα: κακοπληρωμένους ή «μαύρους» εργαζομένους, τους λίγους που μπορεί να έχουν, φτηνά κι αμφίβολης ποιότητας υλικά, ολίγη φοροδιαφυγή – «και τα μικρά αφεντικά κουφάλες είναι», είναι ένα φρέσκο αναρχικό σύνθημα που σαρκάζει τους εμπορικούς δρόμους με τα κλειστά μαγαζιά. Κανείς δεν θέλει να μοιραστεί τίποτα, όλοι θα ήθελαν να είναι το μονοπώλιο της ελάχιστης αγοράς που «χτυπάνε». Πλην, φευ, κανείς τους δεν θα γίνει μονοπώλιο. Το πιθανότερο είναι ότι θα μοιραστούν αυτή την ισχνή πίτα των 400 ευρώ, που θα μικρύνει κι άλλο, και θα ανακαλύψουν πως τα άνισα κομμάτια τους δεν φτάνουν για να θρέψουν κανένα. Ο ανταγωνισμός δεν θα αναπτυχθεί για το ποιος θα γίνει το «μονοπώλιο», αλλά για το ποιος θα κλείσει πρώτος. Ο ανταγωνισμός είναι κανιβαλισμός.

Κανονικά η τρόικα, ο Τόμσεν, ο Μορς και ο Μαζούχ αυτοπροσώπως, έπρεπε να σπεύσει εκεί, σ’ αυτό το μικρό αγοραίο χάπενινγκ, και να παρασημοφορήσει τους πρωταγωνιστές του. Όχι μόνον για την τόλμη τους ν’ ανοίξουν μαγαζί σε καιρούς ύφεσης 8%, αλλά γιατί είναι αυθεντικοί εκτελεστές της συνταγής τους. Όσο πιο βαθιά κολλάει στη λάσπη της ύφεσης η ελληνική και όλη η ευρωπαϊκή οικονομία, τόσο ενισχύεται η θεμελιώδης ιδεοληψία τους: το πρόβλημα δεν είναι το δημοσιονομικό, αλλά η ανταγωνιστικότητα. Τέλεια. Τα μέσα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας; Τα γνωστά: μείωση εργατικού κόστους, μείωση του κοινωνικού κόστους, μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων με οδηγό το κράτος-πωλητή.

Ό,τι συμβαίνει στη μικροκλίμακα της γειτονιάς συμβαίνει και στη μεγάλη κλίμακα, της ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας οικονομίας. Το θεώρημα της ανταγωνιστικότητας βασίζεται στην πεποίθηση ότι αυτή, με κάποιο μαγικό τρόπο, λειτουργεί ως επιταχυντής, πολλαπλασιαστής της οικονομικής μεγέθυνσης. Κάτι μυστηριώδες γίνεται και ο ανταγωνισμός των πωλητών αυξάνει τη διάθεση των αγοραστών να δαπανήσουν. Αμ δε! Αυτά last year, last age. Είναι η συνταγή της ευημερίας. Τώρα, χρειαζόμαστε μια συνταγή καχεξίας. Ούτε ο ανταγωνισμός των εργαζομένων πρόκειται να αυξήσει την προσφορά θέσεων εργασίας – εξ ου και οι μειώσεις στους μισθούς συνοδεύονται με υπερδιπλασιασμό της ανεργίας. Ούτε ο ανταγωνισμός των «παραγωγών» και «προμηθευτών» πρόκειται να αυξήσει την πίτα της καταναλωτικής δαπάνης που συρρικνώνεται ακριβώς λόγω του παράλληλου «ανταγωνισμού των μισθωτών» και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος. Το περισσότερο που μπορεί να συμβεί είναι να ενταθεί ο κανιβαλισμός. Σε μια όλο και μικρότερη αγορά θα επιβιώνουν όλο και λιγότεροι «πωλητές». Λιγότερη πίτα, λιγότερα κομμάτια, πιο άνιση κατανομή.

Τόσα χρόνια φανατικής εφαρμογής της συνταγής της ανταγωνιστικότητας από τις πολιτικές και τεχνοκρατικές ελίτ και ιδού το αποτέλεσμα. Η Ευρωζώνη έχει γίνει μια μαύρη τρύπα του διεθνούς καπιταλισμού – «ένα σύννεφο πάνω από την Αμερική», τη χαρακτήρισε ο Γκάιτνερ. Ο Κάμερον κάλεσε 5.000 επιχειρηματίες απ’ όλο τον κόσμο για να τους εκθέσει, παράλληλα με τον ολυμπιακό του άθλο, τα θέλγητρα του επενδυτικού ανταγωνισμού της Βρετανίας. Η Μέρκελ κάνει με τον τρόπο της το ίδιο – όλοι ανταγωνίζονται να «φουσκώσουν» μια αγορά που με τις πολιτικές τους διαρκώς συρρικνώνουν. Κι έτσι, καταλήγουν να κλέβουν ο ένας το κομμάτι πίτας του άλλου. Κανιβαλίζουν εαυτούς και αλλήλους στον βάλτο της ύφεσης.

Το θεώρημα του ανταγωνισμού επικαλείται όχι μόνο την προωθητική δύναμη της «απληστίας» στο πέρασμα της Ιστορίας -ο Ντάνι Μπόιλ επέλεξε να το δείξει αυτό στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, με την προβολή της Βρετανίας ως πατρίδας της βιομηχανικής επανάστασης, που όντως ήταν-, αλλά και την ύπαρξη ενός ανάλογου κανόνα στη φύση. Ο ανταγωνισμός των ειδών για τους πόρους ζωής τους είναι το θεμέλιο της φυσικής εξέλιξης, μας αποκάλυψε ο Δαρβίνος. Ναι, αλλά εν τω μεταξύ εκατομμύρια είδη έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης και η βιοποικιλότητα φτωχαίνει, δεν αυξάνεται. Και ο (ανθρώπινος) ανταγωνισμός διεκδικεί επάξια τον ιστορικό ρόλο να είναι ένας από τους βασικούς -αν όχι ο βασικότερος- παράγοντας παρακμής της ζωής στον πλανήτη.

Altius, citius, fortius, αντιτείνουν οι δογματικοί της ανταγωνιστικότητας, αναζητώντας ένα ευγενές επιχείρημα στα «ολυμπιακά ιδεώδη», που θεωρητικά οδηγούν στον υπεράνθρωπο. «Τα ρεκόρ, όμως, έχουν όρια», αντιτείνουν οι επιστήμονες, θυμίζοντας ότι ακόμη και ο σωματικός ανταγωνισμός έχει λίγες υπεραξίες πια να προσθέσει, εκτός αν μετατρέψουμε τους ανθρώπους σε σάκους ντόπας, σε μεταλλαγμένους ή σε ρομπότ με ημερομηνία λήξης. Και δεν βάζουμε στον στίβο να τρέχουν αυτοκίνητα και στην πισίνα ταχύπλοα να ξεμπερδεύουμε;

Όσοι αναζητούν στην ανταγωνιστικότητα κάποιου είδους ευγενές κίνητρο κι ακόμη ευγενέστερες προθέσεις ας ρίξουν μια ματιά στα οικονομικά ερείπια που συσσωρεύονται στο καπιταλιστικό σύμπαν της ύφεσης. Προσεχώς και στα μικρομάγαζα της γειτονιάς. Καφές σε τιμή ευκαιρίας. Αλλά της παρηγοριάς.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Αφού ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει, και ασφαλώς πέτυχε, σπουδαία αποτελέσματα με τα μεθοδικά και μη συνειδητά μέσα επιλογής του, σκεφτείτε τι θα μπορούσε να πετύχει η Φυσική Επιλογή. Ο άνθρωπος μπορεί να ενεργεί μόνο στα εξωτερικά και ορατά χαρακτηριστικά. Η φύση, εάν μου επιτραπεί να ονομάσω έτσι τη φυσική συντήρηση ή επιβίωση του καλύτερα προσαρμοσμένου, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την εμφάνιση παρά μόνο στον βαθμό που είναι χρήσιμη σε οποιοδήποτε ον. Μπορεί να επιδράσει σε κάθε εσωτερικό όργανο, ακόμη και στην πιο παραμικρή δομική διαφορά σε όλο τον μηχανισμό της ζωής. Ο άνθρωπος επιλέγει μόνο για το συμφέρον του, ενώ η φύση μόνο για το συμφέρον του όντος που φροντίζει. Ενεργεί ολοκληρωτικά σε κάθε επιλεγμένη χαρακτηριστικό, όπως προϋποθέτει το γεγονός της επιλογής του. (…) Πόσο ευμετάβολες είναι οι επιθυμίες και οι προσπάθειες του ανθρώπου! Πόσο σύντομος ο χρόνος του! Και, συνεπώς, πόσο φτωχά θα είναι τα αποτελέσματά του σε σύγκριση με αυτά που έχει συσσωρεύσει η φύση κατά τη διάρκεια ολόκληρων γεωλογικών περιόδων!

Κάρολου Δαρβίνου, «Η καταγωγή των ειδών»