Saturday, July 31, 2010

2 σε 1: Περί προόδου…

Η τρόικα και τα τροϊκόπουλά της πάνε κι έρχονται, κάθε φορά φέρνουν κάτι, παίρνουν περισσότερα, έχουν γίνει δικά μας παιδιά, θα τους μάθουμε και με τα μικρά τους ονόματα. Ο Σερβάς, ο Ποόυλ… Θα μάθουμε τι τρώνε, τι πίνουν, πώς θέλουν τον καφέ τους, αν έχουν περίεργα γούστα, αν τα βράδια ζητάνε συντροφιά κι αν οι πιο φανατικοί πιστοί του μνημονίου τούς στέλνουν τις παρθένες κόρες τους για να τους ευχαριστήσουν.
Δεν έχει σημασία αν η δημοσιονομική «προσαρμογή» εξελίσσεται σε έναν κοινωνικό εξανδραποδισμό, μια βίαιη διάρρηξη κάθε στοιχείου κοινωνικής συνοχής. Σημασία έχει ότι οι αγορές εξευμενίζονται, βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ, επικροτούν και αισιοδοξούν. Κι αυτό αποκαλείται πρόοδος.

Αλλά τι είναι πρόοδος; Με τον γνωστό γλαφυρό αλλά και κυνικό τρόπο του, ο κοφτερός «Καρλομάγνος» του ευαγγελίου του νεοφιλελευθερισμού, του «Economist», έγραψε πριν από μια εβδομάδα ότι η Ευρώπη πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ήρθε το τέλος της προόδου. «Το να αποδεχθεί η Ευρώπη ότι η πρόοδος είναι μια ψευδαίσθηση είναι ένα βήμα. Το να αλλάξει συμπεριφορά είναι ένα δεύτερο», γράφει ο αιχμηρός σχολιογράφος, συμπυκνώνοντας τον πυρήνα της σκέψης των νικητών (προς το παρόν) αυτής της πρωτοφανούς στα μεταπολεμικά χρόνια των ευρωπαϊκών κοινωνιών αναμέτρησης. Δεν πρόκειται για ένα οδυνηρό διάλειμμα, δεν είναι μια θλιβερή παρένθεση, δεν είναι μια περίοδος αναγκαστικής πλην προσωρινής προσαρμογής. Πρόκειται για μια οριστική ανατροπή στο σύστημα αξιών του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, ένα οριστικό διαζύγιο από την αντίληψη που ταύτιζε την «πρόοδο» του καπιταλισμού με ένα ελάχιστον επίπεδο εγγυημένων αγαθών και απολαβών για την πλειοψηφία της κοινωνίας, ακόμη και για εκείνο το τμήμα της που βρίσκεται εκτός καπιταλιστικής παραγωγής: τα παιδιά, τους ανέργους, τους απόμαχους της μισθωτής εργασίας. Ο «Καρλομάγνος» του «Economist», με λίγα λόγια, ζητά από τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης αλλά και τις ιθύνουσες τάξεις της να μην περιοριστούν στα μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις λιτότητας, αλλά να «επιτεθούν» και στις αντιλήψεις των ανθρώπων, σε εκείνον τον πυρήνα πολιτισμικών αξιών που, ακολουθώντας την (αστική, φυσικά) παράδοση του ανθρωπισμού και διαφωτισμού, συνδέει την πρόοδο και την ευημερία των αριθμών με την ευημερία των ανθρώπων. Όχι, αυτό δεν είναι καθόλου απαραίτητο, λέει ο αρθρογράφος, αν και αγνοεί (ή απλώς αποκρύπτει) ότι στην τριών αιώνων ιστορία του καπιταλισμού η «πρόοδος» και η μεγέθυνσή του πολλές φορές εξαρτήθηκαν όχι από την ευημερία, αλλά από την εξαθλίωση, ακόμη και τη μαζική εξόντωση των ανθρώπων.

Η αλήθεια είναι ότι αυτό που αποκαλείται ευρωπαϊκός οικονομικός πολιτισμός, με πυρήνα του το περίφημο κοινωνικό κράτος που τώρα βίαια ξηλώνεται, είναι το προϊόν ενός συμβιβασμού που επιδίωξαν, ιδιαίτερα μετά τον καταστροφικό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης για να εξασφαλίσουν μια σχετικά αδιατάρακτη από κοινωνικές συγκρούσεις εδραίωση του καπιταλιστικού μοντέλου, μια επέκταση των αγορών για τα προϊόντα τους και μια εξουδετέρωση της όποιας αίγλης είχε στις κοινωνίες το (ψευδεπίγραφο, όπως αποδείχθηκε) αντίπαλο δέος που είχε οικοδομηθεί στα ανατολικά της Γηραιάς Ηπείρου. Οι περισσότεροι από τους παράγοντες που καθιστούσαν αναγκαίο αυτόν τον συμβιβασμό, εκφρασμένο στον νοθευμένο και ανάπηρο κεϊνσιανισμό που εφάρμοζαν στην οικονομία φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες, σήμερα έχουν εκλείψει. Και κυρίως έχει εκλείψει η όποια αυτονομία της πολιτικής έναντι της οικονομίας και των αγορών που καθιστούσε εφικτό αυτόν τον συμβιβασμό. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες λειτουργούν ως υπάλληλοι, το πολύ ως εντεταλμένοι σύμβουλοι των αγορών. Διακηρύσσουν με έπαρση ότι αδιαφορούν για το πολιτικό κόστος, εξαλείφοντας και τα τελευταία ίχνη λογοδοσίας και διαβούλευσης. Και ρισκάρουν την εκτροπή σ’ έναν χωρίς προηγούμενο αυταρχισμό, στον συντριπτικό βηματισμό της «Σιδερένιας Φτέρνας» που θέτει υπό αίρεση το χλομό απείκασμα της ευρωπαϊκής Δημοκρατίας. Άλλωστε, αν επεκτείνουμε τη σκέψη του «Καρλομάγνου», ίσως κι η δημοκρατία είναι, μαζί με την «πρόοδο» μια ανόητη ψευδαίσθηση, μια ακριβή πολυτέλεια, βαρίδι στον αναπτυξιακό δυναμισμό του καπιταλισμού. Ας ξεμπερδεύουμε και μ’ αυτήν…

…και ανταγωνιστικότητας

Στοιχείο της νέας αντίληψης περί προόδου την οποία πρέπει να ενστερνιστούμε είναι και η ανταγωνιστικότητα. Παλιά καραμέλα, αλλά απέκτησε μια νέα ακτινοβολία στην εποχή του μνημονίου, όταν οι επιτηρητές και οι τοποτηρητές μάς αποκάλυψαν ότι στην ουσία το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι το κρατικό χρέος, αλλά η απελπιστικά χαμηλή ανταγωνιστικότητά της. Ένα στοιχείο της, μας είπαν, ήταν το υψηλό κόστος εργασίας. Αν και ψευδέστατο, αφού το ελληνικό κόστος εργασίας είναι μεν υψηλότερο από τα βαλκανικά προτεκτοράτα της Γιουρολάνδης, αλλά πολύ χαμηλότερο από τις πλούσιες χώρες του πυρήνα της, ξεμπερδέψαμε μ’ αυτό με το πρώτο κύμα μέτρων διατίμησης της εργασίας και διευκόλυνσης των απολύσεων. Α, δεν αρκεί αυτό, μας λένε οι επιτηρητές. Πρέπει ν’ ανοίξουν και οι αγορές, να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός σ’ αυτές, ώστε να πέσουν οι τιμές σε αγαθά και υπηρεσίες.
Αν ζούσε ο Άνταμ Σμιθ, που φανταζόταν έναν καπιταλισμό πολλών μικρών ή μεσαίων ανταγωνιζόμενων παραγωγών, ή θα έσκιζε τον «Πλούτο των εθνών» του ή θα προσέφευγε στα δικαστήρια κατά του μνημονίου, της τρόικας και των τροϊκόπουλων. Οι οποίοι, όπως αποκαλύπτεται, έχουν μια πολύ ιδιότυπη αντίληψη για το πώς ανοίγει ο ανταγωνισμός σε μια αγορά. Πάρτε παράδειγμα τις τράπεζες. Κλειδί για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της αξιοπιστίας τους, μας λένε, είναι οι συγχωνεύσεις τους. Σήμερα διαθέτουμε καμιά δεκαριά μεσαίες και μεγάλες εμπορικές τράπεζες που δανείζουν με το τσιγκέλι και με υψηλότατα επιτόκια και ανταμείβουν τις καταθέσεις με μηδενικούς τόκους. Είναι πολλές, λένε οι επιτηρητές, και οι πιο τολμηροί θεωρούν ότι για την Ελλάδα δύο, δυόμισι τράπεζες φτάνουν και περισσεύουν. Κι αυτό θα είναι καλό για την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πώς είναι δυνατό αυτό το θαύμα, δηλαδή τα μονοπώλια -διότι τι άλλο θα είναι δυο-τρεις τράπεζες για μια αγορά 11 εκατομμυρίων;- να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, να φέρουν μείωση των επιτοκίων δανεισμού και του κόστους του χρήματος, θα πρέπει να μας το εξηγήσουν τα τροϊκόπουλα.
Αλλά, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι τράπεζες δεν είναι το ενδεικνυόμενο παράδειγμα για τις αρετές της ανταγωνιστικότητας, διότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν πρέπει με τίποτα να καταρρεύσει (έστω κι αν καταρρεύσουμε εμείς), τι συμβαίνει με τις άλλες αγορές και τα «κλειστά επαγγέλματα» που «ανοίγουν» βίαια και με συνοπτικές διαδικασίες; Στη διάρκεια της περιπέτειας των φορτηγών και των βυτιοφόρων, ακούστηκαν ανεκδιήγητα πράγματα: ότι η απελευθέρωση του κλάδου θα φέρει ανάπτυξη μέχρι και 10% του ΑΕΠ σε πέντε χρόνια, ότι η κοινωνία θα απελευθερωθεί από την ομηρία μιας συντεχνίας κ.λπ. Οι φορτηγατζήδες δεν είναι, βέβαια, άγγελοι και η ροπή τους προς τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα είχε συνενόχους το πελατειακό σύστημα των κομμάτων εξουσίας. Αλλά τι θα τους διαδεχθεί; Στην αγορά της διακίνησης αγαθών καραδοκούν τα μονοπώλια του μέλλοντός μας: οι εταιρείες πετρελαιοειδών θα ελέγξουν κάθετα τη διακίνηση της κινητήριας δύναμής μας από το διυλιστήριο μέχρι το ρεζερβουάρ, οι αλυσίδες λιανικής θα ενσωματώσουν και τον κρίκο της διακίνησης με δικούς τους στόλους μεταφοράς, οι εταιρείες logistics θα επεκτείνουν τον μονοπωλιακό τους ρόλο στη διακίνηση και των εισαγόμενων αγαθών. Ακόμη κι αν η μονοπώληση αυτής της αγοράς επιφέρει μια μείωση του κόστους διακίνησης των αγαθών, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα επωφεληθούν απ’ αυτήν άλλοι εκτός από τα εκκολαπτόμενα μονοπώλια της διακίνησης.
Αυτό είναι λοιπόν ένα πραγματικό επίτευγμα για τους γνήσιους φιλελεύθερους-λάτρεις του μνημονίου. Ο συντομότερος δρόμος για περισσότερο ανταγωνισμό (δηλαδή χωρίς μονοπώλια) είναι λιγότερα και μεγαλύτερα μονοπώλια. Ιδιοφυές και σατανικό!

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (31/07/2010)

Θα μπορούσε, ωστόσο, να υποθέσει κανείς ότι πίσω από την τυραννική, επίμονη συζήτηση για δικαιώματα και παροχές υπάρχει κάτι πιο θεμελιώδες που συμβαίνει; Ο λόγος που οι Ευρωπαίοι βασανίζονται να αποδεχθούν ότι χρειάζεται να δουλεύουν περισσότερο και να παίρνουν λιγότερα από το κράτος είναι πως έχει σημάνει η ώρα για μιαν αιφνίδια αντιστροφή στην εδώ και δεκαετίες πιο προηγμένη και πιο πολιτισμένη κοινωνία: με λίγα λόγια, το τέλος της προόδου.
…Για να το πούμε απλά, αν η Ευρώπη ξεχωρίζει για κάτι, αυτό είναι η φροντίδα για όλους. Το να εγγυάται μια άνετη συνταξιοδότηση είναι μια επιλογή παρόμοια με την απαγόρευση της παιδικής εργασίας ή την απόδοση της ψήφου στις γυναίκες: όχι προαιρετικές απολαβές, αλλά χαρακτηριστικά μια πολιτισμένης κοινωνίας… (Η Ευρώπη) μπορεί να μη βρίσκεται στην αιχμή της καινοτομίας ή της οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά ξέρει πώς να φροντίσει τους αρρώστους της και τους ηλικιωμένους, να κάνει μεγάλα διαλείμματα για μεσημεριανό και να κλείνει τα γραφείο τον Αύγουστο. Η ψυχρή πραγματικότητα ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και ότι αυτού του είδους η πρόοδος τέλειωσε προκαλεί οργή, άρνηση και σοκ.

Charlemagne, «Calling time on progress» («Economist», 17/7/2010).

Friday, July 16, 2010

Retour a la normale (17/7/2010)

«Επιστροφή στην κανονικότητα». Έτσι σάρκαζαν τον Μάη του 1968 οι Γάλλοι «καταστασιακοί» (του πράσινου σήμερα Ντανιέλ Κον Μπεντίντ) το τέλος της νεανικής εξέγερσης και την καταστολή της μεγαλύτερης κοινωνικής αναταραχής στη μεταπολεμική Ευρώπη. Η «κανονικότητα» περιλάμβανε στροφή της γαλλικής κοινωνίας από την αντεξουσιαστική ευφορία στον συντηρητισμό, εκλογική νίκη του Ντε Γκολ και κάποιες μικρές κατακτήσεις για τα εργατικά στρώματα. Η «κανονικότητα» αυτή μπορεί να κατατρόπωσε την ηθικοπολιτική επανάσταση των νεαρών βλαστών των μικροαστικών οικογενειών της Γαλλίας, ωστόσο παρέμεινε μια «κανονικότητα». Αυτή που αντιστοιχούσε στις σταθερές του κοινωνικού κράτους στις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης: εγγυημένοι βασικοί μισθοί, συλλογικές συμβάσεις, στοιχειώδης προστασία της εργασίας, επιδόματα ανεργίας και πρόνοιας, κουλτούρα κοινωνικής διαπραγμάτευσης, δημόσια δωρεάν παιδεία, ακαδημαϊκή ελευθερία, δημόσιο σύστημα υγείας, κρατικά εγγυημένο σύστημα ασφάλισης και συνταξιοδότηση σε λογική ηλικία σε σχέση με τον μέσο όρο ζωής.

Η «κανονικότητα»
δεν είναι εξ ορισμού κακό πράγμα. Ο άνθρωπος είναι πλάσμα φιλοπερίεργο. Γοητεύεται από τις αλλαγές και τις ανατροπές. Ωστόσο, κάποιου είδους κανονικότητα, κάποια ρουτίνα της καθημερινότητας του είναι αναγκαία για να μπορεί να αντιμετωπίσει μια ζωή σύντομη, δύσκολη και συχνά ανυπόφορη. Οι κύκλοι της οικονομικής ζωής προσφέρουν από μόνοι τους αρκετό σασπένς για να αντέξει κανείς κάτι περισσότερο από τις «συγκινήσεις» που προσφέρουν. Αν στους οικονομικούς κύκλους προσθέσει κανείς τις μεγάλες καμπύλες, τις βαθιές και μακρόχρονες υφέσεις, τις εκρηκτικές εκτονώσεις τους σε κοινωνικές εντάσεις, διακρατικούς ανταγωνισμούς και, πολύ περισσότερο, σε αιματηρούς πολέμους σαν τους δυο παγκοσμίους του 20ού αιώνα που μετέτρεψαν την Ευρώπη σε νεκροταφείο, τότε η «κανονικότητα» αποτελεί μια αξιοζήλευτη κατάσταση για τον μέσο άνθρωπο. Ο μέσος άνθρωπος θέλει να προγραμματίσει στοιχειωδώς τη ζωή του, να εφαρμόσει το μικρό φιλόδοξο ή ταπεινό σχέδιό του, που τις περισσότερες φορές περιλαμβάνει απλά, παραδοσιακά πράγματα: έρωτα, γάμο, οικογένεια, παιδιά, ένα σπιτικό, εγγόνια, ήσυχα γεράματα.

Θεωρητικά, καθώς έκλεισε ο πρώτος κύκλος των μεγάλων «μεταρρυθμίσεων» που επέβαλε η τρόικα του δανεισμού στη χώρα, καθώς οι αντιστάσεις της κοινωνίας περιορίστηκαν σ’ ένα ελάχιστο σε σχέση με την ένταση των μέτρων επίπεδο, καθώς οι πολιτικές αναταράξεις της επιχείρησης «σοκ και δέος» αποδεικνύονται μέχρι στιγμής ελεγχόμενες, οι νεοέλληνες επιστρέφουν στην «κανονικότητα». Με τη βοήθεια του θέρους, των υψηλών θερμοκρασιών και των έστω ψαλιδισμένων διακοπών, η κοινωνία θα μεταφέρει για λίγο στις παραλίες την πίκρα της ήττας από μια μάχη που επί της ουσίας δεν έδωσε. Θα την πνίξει στον αφρό της θάλασσας, στα νερωμένα κοκτέιλ των all inclusive, στα τσιπουράδικα των ιδιαίτερων πατρίδων. Η προσδοκία πίσω από αυτή τη στάση της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι ότι το θηρίο των αγορών πιθανότατα έχει εξημερωθεί, ότι τα «εύγε» και τα «συγχαρητήρια» της τρόικας για την ελληνική προσαρμογή ίσως σημαίνουν ότι «δεν έχει άλλα μέτρα». Ότι οι «εχθροί» και οι «φίλοι» της χώρας έχουν πάψει να ενδιαφέρονται για μας και πως η κυβέρνηση έχει μηδαμινά περιθώρια να προωθήσει κι άλλη «προσαρμογή» στους μισθούς, στις κρατικές δαπάνες, στα εισοδήματα, στους φόρους, στις τιμές, σε όλα όσα αποτελούν συντελεστές της «κανονικότητας» της ζωής μας. Η προσδοκία της σιωπηρής κοινωνικής πλειοψηφίας είναι, δηλαδή, να έχουμε πιάσει πια πάτο. Ότι δεν έχει πιο κάτω. Και, με βάση αυτή την πεποίθηση, ο μέσος πολίτης έχει την πολυτέλεια αφενός να εξαντλεί τον θυμό του στην ανάδειξη του «κανένα» ως καταλληλότερου για τη διακυβέρνηση της χώρας, αφετέρου να προσαρμόζει τη ζωή του στο νέο επίπεδο «κανονικότητας» που έχουν διαμορφώσει τα μέτρα τρόικας και κυβέρνησης. Θα ζήσει με μικρότερο μισθό, περισσότερους φόρους, λιγότερες κοινωνικές παροχές, περισσότερη εργασία, λιγότερες ευκαιρίες για δουλειά. Πάντως, θα ζήσει.

Ωστόσο, η νέα «κανονικότητα» δεν έχει τίποτε το κανονικό. Τίποτα το εγγυημένο και σταθερό. Κατά την τριετία του μνημονίου η Ελλάδα θα χρειαστεί ως δανεικά πάνω από 190 δισ. ευρώ, αλλά έχει εξασφαλίσει μόνο τα 110 δισ. Για τα άλλα 80, κάποια στιγμή θα πρέπει να αναμετρηθεί και πάλι με τις αγορές και τους «κακούς» κερδοσκόπους. Εκτός αυτού, οι ηγεμόνες της Ευρωζώνης δεν έχουν ξεκαθαρίσει ακόμη το θεσμικό πλαίσιο της επιχείρησης «νόμος και τάξη» στα δημοσιονομικά της χώρας – ήδη οι Γερμανοί φίλοι μας εισηγούνται μηχανισμό «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» για τις δημοσιονομικά άτακτες χώρες, η Κομισόν προωθεί την τιμωρία της διακοπής των επιδοτήσεων και κανείς δεν ξέρει πόσο πιο τερατώδες θα γίνει τελικά το Σύμφωνο Σταθερότητας. Τίποτε δεν έχει τελειώσει, εξάλλου, και στο πεδίο του πολέμου των νομισμάτων, είναι άγνωστο τι αντοχής και διάρκειας είναι το «ριμπάουντ» του ευρώ έναντι του δολαρίου.

Η νέα «κανονικότητα» της αγοράς εργασίας, επίσης, περιλαμβάνει εξελίξεις που δεν έχουμε δει σε όλο τους το εύρος. Τι θα συμβεί, για παράδειγμα, όταν επιβεβαιωθούν οι μετριοπαθείς προβλέψεις για ανεργία κοντά στο 15% ή και παραπάνω; Η Ισπανία έζησε την «κανονικότητα» μιας ανεργίας σχεδόν 20%, αλλά σε συνθήκες που επέτρεπαν μια στοιχειώδη προστασία της απασχόλησης και ιδιαίτερα του ανέργου. Τι θα συμβεί, επίσης, όταν η «εσωτερική υποτίμηση» του ελληνικού ευρώ, δηλαδή η μείωση του μέσου εισοδήματος κατά 20% μέσω περικοπών και φόρων, αποτυπωθεί στην κατανάλωση και αποδώσει μια μεγαλόπρεπη βύθισή της; Τι θα σημάνει αυτό όχι μόνο για τους μισθωτούς των εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αλλά και για τα αυτοαπασχολούμενα «αφεντικά» τους; Πώς θα συμπεριφερθεί ο περιούσιος λαός των μικρομεσαίων που, για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες, θα αντιμετωπίσει την προοπτική όχι μιας στασιμότητας στον μαύρο ή τον λευκό τζίρο του, αλλά μιας μαζικής φτωχοποίησης;

Κορωνίδα της επιστροφής
στην «κανονικότητα» είναι φυσικά η υποτίμηση της εργασίας με την υπογραφή και τα χαμόγελα των εκπροσώπων της. Συμβαίνει το πρωτοφανές: η κορυφαία συνδικαλιστική συνομοσπονδία των εργαζομένων υπογράφει συλλογική σύμβαση για πάγωμα μισθών, δηλαδή συνομολογεί με τις εργοδοτικές ενώσεις τη μείωση των πραγματικών μισθών κατά τουλάχιστον 10% την τριετία του μνημονίου. Κι αυτό εν ονόματι της διάσωσης του θεσμού των συμβάσεων. Η ευημερία των θεσμών (και όχι μόνο των αριθμών), προφανώς, προϋποθέτει τη δυστυχία των ανθρώπων.

Η νέα «κανονικότητα»
περιλαμβάνει εξάλλου και τις κυβερνητικές αβεβαιότητες. Η φλυαρία περί στροφής στην ανάπτυξη και μερικά μεγάλα επενδυτικά προγράμματα δύσκολα μπορούν να αντισταθμίσουν το ρίσκο τού να μην αποδώσουν τα μέτρα ούτε καν τους διακηρυγμένους εισπρακτικούς τους στόχους. Η φορολογική επιβάρυνση έφερε ήδη τον υψηλότερο πληθωρισμό της Ευρώπης που, αν επηρεάσει έντονα την κατανάλωση, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα φέρει μείωση φορολογικών εσόδων. Ποιο είναι το εναλλακτικό σχέδιο; Κι άλλες περικοπές δαπανών; Κι άλλη μείωση εισοδημάτων; Μια κανονική ή μερική παύση πληρωμών σε ό,τι έχει απομείνει να κινεί την ισχνή οικονομία: τους μισθούς και τις συντάξεις, τις χρηματοδοτήσεις των κοινωνικών υπηρεσιών, τη λειτουργία προβληματικών φορέων και ΔΕΚΟ;

Η επιστροφή στην κανονικότητα δεν είναι, ωστόσο, για όλους ζοφερή. Ενώ για πρώτη φορά μετά πολλά χρόνια η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, η μισθωτή εργασία και τα μικρομεσαία στρώματα, συνενώνεται στην προοπτική απόλυτης επιδείνωσης της οικονομικής και κοινωνικής της κατάστασης, στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας δημιουργούνται νέες ευκαιρίες. Οι τράπεζες, υπέρ των οποίων συνθλίβονται οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, ήδη φαίνεται να απολαμβάνουν τη νέα «κανονικότητα» ενός ανταγωνισμού συγχωνεύσεων και εξαγορών. Μια ακόμη μεγαλύτερη μονοπώληση του πιστωτικού χρήματος προβάλλεται ως το καλύτερο αντικαταθλιπτικό για το στρες των τραπεζών. Το κράτος φαίνεται και πάλι έτοιμο να φανεί γενναιόδωρο, με την προσφορά σε τιμή ευκαιρίας κι άλλων φιλέτων δημόσιας περιουσίας. Κι όχι μόνο στις τράπεζες. Τα αλλεπάλληλα περιστατικά «κρίσης ρευστότητας» σε ΔΕΚΟ που διαχειρίζονται κατεξοχήν δημόσια αγαθά -συγκοινωνίες, ενέργεια- χρησιμοποιούνται συχνά ως μέρος μιας σκηνοθεσίας που δεν αποδέχεται άλλο χάπι εντ εκτός από την ιδιωτικοποίηση. Οι μνηστήρες κάνουν ουρά. Κερδίζει όποιος έχει καλύτερα «κονέ» με τους πιστωτές. Η νέα «κανονικότητα» αποκαλύπτει την πεμπτουσία της. Μια νέα, μεγάλη, ληστρική αναδιανομή του πλούτου είναι στα σκαριά.

Αυτά όλα, υπό την προϋπόθεση ότι η σιωπηρά πλειοψηφία θα προσαρμοστεί πράγματι στη νέα «κανονικότητα». Το καλό με τη ρουτίνα είναι ότι σου προσφέρει ένα σταθερό πλαίσιο ζωής. Το κακό με τη ρουτίνα είναι ότι κάποια στιγμή τη βαριέσαι. Και την ανατρέπεις εκρηκτικά.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (17/7/2010)

Τώρα έπαψε να με φοβίζει το γεγονός ότι δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Γιατί να φοβάται κανείς; Σκέψου τα πλεονεκτήματα! Τώρα, πλέον, οι ώρες από τις δέκα το βράδυ μέχρι τις 6 το πρωί ανήκαν μόνο σε μένα. Μέχρι τώρα, ο ύπνος έπαιρνε το ένα τρίτο της κάθε ημέρας. Τέρμα, όμως. Τέρμα. Τώρα η μέρα ήταν δική μου, μόνο δική μου, κανενός άλλου, όλη δική μου. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον χρόνο όπως ήθελα. Κανείς δεν θα μ’ εμπόδιζε. Κανείς δεν θα είχε απαιτήσεις από μένα. Ναι. Αυτό ήταν. Είχα επεκτείνει τη ζωή μου. Την αύξησα κατά ένα τρίτο.
Θα μου πεις μάλλον ότι αυτό είναι μια βιολογική ανωμαλία. Ίσως να έχεις δίκιο. Κι ίσως χρειαστεί κάποια μέρα στο μέλλον να ξεπληρώσω το χρέος που μαζεύω διαπράττοντας τούτη τη βιολογική ανωμαλία. Ίσως προσπαθήσει η ζωή να πάρει πίσω τούτη την επέκταση – τούτη την «προκαταβολή» που μου πληρώνει τώρα. Αυτή η υπόθεση φαίνεται αβάσιμη, αλλά απ’ την άλλη πλευρά κανείς δεν μπορεί να την ανατρέψει, και κατά κάποιο τρόπο αισθάνομαι ότι έχω δίκιο. Πράγμα που σημαίνει πως στο τέλος ο ισολογισμός με τον δανεικό χρόνο θα ισοσκελιστεί.

Χαρούκι Μουρακάμι, « Ο ελέφαντας εξαφανίζεται»

Saturday, July 10, 2010

Ο πλούτος των εθνών (10/7/2010)

Κάθε βδομάδα μάς προκύπτει μια νέα ευκαιρία σωτηρίας. Η τελευταία εντοπίζεται στη Βόρεια Ελλάδα, όπου γεωλόγοι διαβεβαιώνουν ότι υπάρχουν βουνά με διαμάντια! Όχι ακριβώς σαν τα διαμάντια που διαθέτει η Νότια Αφρική ή η Σιέρα Λεόνε ή η Σιβηρία, ούτε σαν αυτά που συλλέγονται, κόβονται και γυαλίζονται προσεκτικά στην Αμβέρσα. Πάντως πρόκειται για διαμάντια, κατάλληλα για βιομηχανική χρήση, που θα μπορούσαν να αποδώσουν αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ.

Αλλά δεν είναι τα διαμάντια η μόνη πηγή της σωτηρίας μας από τους δαίμονες του μνημονίου. Τα βουνά της Βόρειας Ελλάδας κρύβουν, λέει, κι άλλους θησαυρούς. Έχουν χρυσάφι, τόνους από χρυσάφι, που μας περιμένει να το εξορύξουμε. Έχουν ακόμη και ουράνιο, που, αν το προσεγγίσουμε, μπορεί να μας καταστήσει μια ακόμη πυρηνική δύναμη του κόσμου. Έχουν ασήμι, βιομηχανικά μέταλλα, ακόμη και σπάνιες γαίες, λίθιο, που πρέπει να το εξορύξουμε όχι μόνο για να γλιτώσουμε από τη συλλογική μας σχιζοφρένεια, αλλά και για να γίνουμε παγκόσμιο μονοπώλιο στο πιο πολύτιμο ορυκτό της ψηφιακής εποχής.

Αν πάντως έχετε υψοφοβία και αποφεύγετε τα βουνά ή κλειστοφοβία και δεν θα μπαίνατε με τίποτα σε στοές και γαλαρίες ορυχείων, υπάρχει εναλλακτική, μόνο που είναι υποθαλάσσια. Ο βυθός του Αιγαίου, λένε, κρύβει αμύθητο πετρελαϊκό πλούτο, τόσο που θα μπορούσε να καταστήσει την Ελλάδα το Κατάρ της Ανατολικής Μεσογείου, αν προκάμουμε να δεσμεύσουμε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη που μας αναλογεί στην περιοχή. Αλλά ακόμη κι αν δεν θέλουμε να καταβάλουμε την παραμικρή επιπλέον προσπάθεια που απαιτεί η εξόρυξη διαμαντιών, ουρανίου, λιθίου ή πετρελαίου, έχουμε κι άλλες μοναδικές πηγές πλούτου. Έχουμε 13.500 χιλιόμετρα ακτών, έχουμε πάνω από 2.000 νησιά, τα περισσότερα απ’ αυτά ακατοίκητα, αλλά κι 165 κατοικημένα, μικρούς ή μεγάλους τουριστικούς παραδείσους για τους διψασμένους για ήλιο και θάλασσα Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Έχουμε επίσης χιλιάδες μικρά και μεγάλα μνημεία- μνήμη τεσσάρων χιλιετιών κι όχι τεσσάρων ετών μνημονίου- για τους γεμάτους ιστορική περιέργεια ανθρώπους της Δύσης.

Κι αν δεν υπήρχαν τα πολύτιμα μέταλλα ή τα ενεργειακά ορυκτά, τα φυσικά κάλλη ή τα ιστορικά μας προσόντα, ακόμη κι αν η Ελλάδα ήταν ένας άνυδρος ξερότοπος χωρίς παρελθόν και μνήμη, θα αρκούσε -μας λένε- να συλλάβουμε μόνο τον υλοποιημένο πλούτο της φοροδιαφυγής για να λύσουμε διά παντός το πρόβλημά μας, να διαγράψουμε το χρέος και να μην ξαναχρειαστεί να προσφύγουμε στις αγορές. Να τους πούμε: «Πάρτε τα να μη σας τα χρωστάμε». Έχουμε πολύ λίπος να κάψουμε, κατά την έκφραση του συρμού, που υπονοεί ότι η μικροαστική Ελλάδα θα επιβιώσει ακόμη κι αν το μέσο εισόδημα μειωθεί κατά 50%. Κι αν η φοροδιαφυγή μείνει ασύλληπτη, υπάρχει και η εισφοροδιαφυγή που θα μπορούσε να γεμίσει λεφτά τα ταμεία των Ταμείων. Υπάρχει η τεράστια μη καταγεγραμμένη ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, υπάρχουν τα χιλιάδες εθνικά κληροδοτήματα, υπάρχει η εκκλησιαστική περιουσία, κι ίσως- πού ξέρετε;- στην πορεία βρεθούν αυτοκρατορικά χρυσόβουλα ή σουλτανικά φιρμάνια που μας δίνουν δικαιώματα κυριότητας στη μισή Ευρασία.

Θα μας σώσουν τα διαμάντια; Θα μας σώσουν το ουράνιο, το λίθιο, ο χρυσός, το πετρέλαιο, η θάλασσά μας, τα νησιά μας, τα ανεκμετάλλευτα ακίνητα, το άκαυτο λίπος της μικροαστικής ευημερίας μας, η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, τα χρυσόβουλα; Αν ένα απ’ όλα αυτά απέδιδε όσα υπόσχεται, ίσως αρκούσε για να μας απαλλάξει από τον ζυγό της τρόικας. Αν συνέτρεχαν όλα μαζί κι απέδιδαν τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που υπόσχεται η μυθολογία της εθνικής μας απόγνωσης, ίσως αρκούσαν για να διαγράψουμε το μισό παγκόσμιο χρέος. Υπό την αίρεση, όμως, ότι καμιά από αυτές τις άδηλες πηγές πλούτου του έθνους δεν μας ανήκει ολοκληρωτικά. Στον βαθμό που υπάρχουν κι αξίζουν όσα υπόσχονται, είναι υποθηκευμένα στους πιστωτές μας, όπως ορθά κοφτά λέει η συμφωνία δανεισμού.

Αλλά, ακόμη κι αν ξεπεράσουμε τον σκόπελο αυτό και υποθέσουμε πως όλες αυτές οι πηγές του αμύθητου πλούτου του έθνους απλώς μας περιμένουν να τις αδράξουμε, κάτι πρέπει να μεσολαβήσει για να ξυπνήσουμε πλούσιοι, ωραίοι και χωρίς χρέη. Κάποιοι πρέπει να σκάψουν στοές στα βουνά της Βόρειας Ελλάδας, κάποιοι πρέπει να χειριστούν τα μηχανήματα που θα ανοίξουν τα σωθικά της γης, κάποιοι πρέπει να κατέβουν στις σκοτεινές γαλαρίες, κάποιοι πρέπει να ζήσουν πάνω στις πλωτές πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου. Κι ακόμη, κάποιοι πρέπει να κάνουν τις ακτές, τις παραλίες, τα νησιά προσιτά στα εκατομμύρια τουριστών που θέλουν να τα απολαύσουν, κάποιοι άλλοι πρέπει να κάνουν τους κακούς και να συλλάβουν τη φοροδιαφυγή ή την εισφοροδιαφυγή, κάποιοι πρέπει να δώσουν ζωή στα ανεκμετάλλευτα ακίνητα του κράτους και κάποιοι άλλοι πρέπει να αποδεσμεύσουν τη σχολάζουσα περιουσία των κληροδοτημάτων από την λεηλασία και τη διαπλοκή. Κανένας από τους υπαρκτούς ή φανταστικούς «θησαυρούς» του έθνους δεν πρόκειται να μας απαλλάξει από τον ζυγό του χρέους και των πιστωτών αν δεν παρεμβληθεί η εργασία.

Δεν υπάρχει κανένα ανυπέρβλητο μυστήριο σ’ αυτό, το ξεκαθάρισε ο Αριστοτέλης κι αργότερα οι κλασικοί της πολιτικής οικονομίας ότι δεν υπάρχει άλλο μέτρο του πλούτου των εθνών. Αυτή είναι η φιλοσοφική λίθος της προόδου, η σκαπάνη της Ιστορίας που δημιούργησε αυτοκρατορίες, που πνίγει άλλα έθνη στην αφθονία και βυθίζει άλλα στην ανέχεια.

Και να πώς σκέφτονται και πράττουν γι’ αυτό το μέτρο του πλούτου των εθνών οι έμποροι των εθνών. Για να πλουτίσουν κι άλλο τα έθνη μας, λένε, πρέπει να υποτιμήσουμε τον δημιουργό του πλούτου. Το κύμα λιτότητας που σαρώνει πρωτίστως τη Γηραιά Ήπειρο, την κοιτίδα του καπιταλισμού, είναι η πιο ακραία αποτύπωση αυτής της σχιζοειδούς επιλογής. Μια βίαιη, μαζική απαξίωση των παραγωγών του πλούτου κι όλων των μέσων συντήρησης και αναπαραγωγής τους -του μισθού, των μηχανισμών προστασίας και αναπλήρωσης, των δαπανών υγείας, περίθαλψης, ασφάλισης- γίνεται ο όρος ύπαρξης του οικονομικού συστήματος. Η επιλογή είναι, μάλιστα, ακόμη πιο hardcore απ’ όσο φαίνεται. Παρ’ ότι είναι στη φύση του καπιταλισμού να εξωθεί την εργασία προς τα κατώτερα δυνατά επίπεδα σχετικής ή απόλυτης εξαθλίωσης υπέρ του καπιταλιστικού κέρδους κάθε εκδοχής, αυτή τη φορά η επιλογή αφορά τη διάσωση του πιο παρασιτικού τμήματος του κεφαλαίου. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες καλούνται να διασώσουν την αριστοκρατία του χρήματος, την τραπεζοκρατία, τους πιο άχρηστους σφετεριστές του πλούτου των εθνών. Η ζωντανή εργασία των εκατομμυρίων σφαγιάζεται στον Μολώχ της πιο απονεκρωμένης μορφής πλούτου, του χρήματος.

Ο πλούτος είμαστε εμείς, είναι οι άνθρωποι, αυτοί που στέκονται πίσω από τα τραπεζικά γκισέ, που φορτώνουν με αγαθά τα ράφια των σούπερ μάρκετ, που εξορύσσουν διαμάντια, κάρβουνο ή πετρέλαιο, που στρώνουν τα κρεβάτια στα ξενοδοχεία, που σερβίρουν πιάτα στα εστιατόρια, που χειρίζονται τα κομπιούτερ, τις γραμμές αυτόματης παραγωγής ή τις γαζωτικές μηχανές και τους κοπτοράπτες. Η ολιγαρχία του χρήματος και της πολιτικής εξουσίας το ξέρει πως κανένα ορυχείο ουρανίου, καμιά φλέβα χρυσού, κανένας κρυμμένος θησαυρός δεν πρόκειται να αλλάξει τις διαδρομές του πλούτου χωρίς τη μεσολάβηση των δισεκατομμυρίων πραγματικών σκαπανέων του. Δέστε με πόση απέχθεια μιλά για την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, για τη μεγέθυνση του κόσμου της εργασίας, για τη συσσώρευση παροπλισμένων στα ταμεία ανεργίας, για τον υπερπληθυσμό υποψήφιων συνταξιούχων στα ασφαλιστικά ταμεία, για τη γήρανση του πληθυσμού στη Δύση, αλλά και για το baby boom που συντελείται στην Ανατολή. Στην πραγματικότητα, νιώθει έναν πραγματικό τρόμο για την ισχύ που συσσωρεύεται στον πάτο της παραγωγικής πυραμίδας. Αν ήταν δυνατό θα ρίσκαρε έναν πόλεμο, να αραιώσουμε κομμάτι, πολλοί μαζευτήκαμε εδώ πάνω, θα στερέψουν οι πηγές του πλούτου, θα πεινάσουμε όλοι. Μα οι πηγές του πλούτου είμαστε εμείς, αυτή είναι η εφιαλτική αλήθεια που στοιχειώνει και τις μέρες και τις νύχτες τους και, αφού προς το παρόν δεν μπορούν να ξεφύγουν απ’ αυτή μ’ έναν πόλεμο, με μια βόμβα καταστροφής των ζωντανών παραγωγών, μας βομβαρδίζουν με χρέος-όπλο μαζικής καταστροφής κι αυτό όπως έχει παραδεχθεί ακόμη κι ο Σόρος.

Πώς θα γίνει να συντηρήσουμε και να αυξήσουμε αυτόν τον υπόρρητο τρόμο τους για την ισχύ των ανίσχυρων; Πώς θα φτάσουν πιο δυνατές και τρομακτικές οι φωνές οργής από τις γαλαρίες του πλούτου των εθνών;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (10/7/2010)

Η πραγματική τιμή ενός πράγματος, αυτό που πραγματικά κοστίζει στον άνθρωπο ο οποίος θέλει να το αποκτήσει, είναι ο μόχθος και ο κόπος της απόκτησής του. Αυτό που ένα πράγμα αξίζει για κάποιον που το έχει αποκτήσει και θέλει να το διαθέσει ή να το ανταλλάξει με κάτι άλλο είναι ο κόπος που μπορεί να εξοικονομήσει για τον εαυτό του και που μπορεί να επιβαρύνει άλλους ανθρώπους. Αυτό που αγοράζουμε με χρήματα ή με αγαθά το προμηθευόμαστε με τόση εργασία, όση θα χρειαζόταν για να το αποκτήσουμε από το μόχθο του σώματός μας. Τα χρήματα ή αυτά τα αγαθά μάς απαλλάσσουν απ’ αυτόν τον μόχθο. Περιέχουν την αξία μιας περιορισμένης ποσότητας εργασίας, την οποία ανταλλάσσουμε με αυτό που υποτίθεται ότι εκείνη τη στιγμή περιέχει αξία ίσης ποσότητας. Η εργασία ήταν η πρώτη τιμή, τα αρχικά χρήματα για αγορά που πληρώνονταν για κάθε πράγμα. Όλο ο πλούτος του κόσμου αρχικά αγοράστηκε όχι με χρυσό και άργυρο, αλλά με την εργασία, και η αξία του γι’ αυτούς που τον κατέχουν και θέλουν να τον ανταλλάξουν με κάποια νέα προϊόντα είναι ακριβώς ίση με την ποσότητα εργασίας την οποία ο πλούτος αυτός τους επιτρέπει να αγοράσουν ή να ελέγχουν.

Άνταμ Σμιθ, «Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών»

Sunday, July 4, 2010

50

Αυτές τις μέρες κλείνω τα πενήντα. Σκασίλα μας, θα μου πείτε. Και δικαίως. Μακάρι να μπορούσα να πω κι εγώ το ίδιο: «σκασίλα μου!».
Κρίση πανικού δεν με έχει πιάσει, όχι όπως στα σαράντα τουλάχιστον. Αλλά τους υπολογισμούς και τους απολογισμούς μου αναπόφευκτα τους κάνω. Βάσει του καλού σεναρίου, λοιπόν, μου απομένουν 28,3 έτη για να συμπληρώσω το κατά αναλογιστές και δημογράφους προσδόκιμο επιβιώσεως. Αν υποθέσουμε ότι με αφορά και θα με περιλάβει η αισιοδοξία των ευρωκρατών ότι το προσδόκιμο επιβιώσεως θα αυξάνεται τουλάχιστον κατά ένα έτος κάθε δεκαετία, έχω πιθανότητες να επεκτείνω τον κύκλο ζωής μου μέχρι τα ογδόντα - ογδόντα ένα και κάτι ψιλά. Εκτός απροόπτου βεβαίως και με δεδομένο ότι αυτό που αποκαλούμε «νόμοι της ζωής» είναι μια ατέλειωτη σειρά από απρόοπτα. Ορισμένα, άλλωστε, από αυτά τα απρόοπτα αποδεικνύονται απολύτως προβλέψιμα μετά θάνατον: «κάπνιζε πολύ», «δεν πρόσεχε καθόλου», «έτρωγε τον άμπακο», «δεν πήγαινε στον γιατρό», «οι αρτηρίες του ήταν όλες φραγμένες», «η χοληστερίνη του είχε φτάσει στο Θεό», «έτρεχε σαν τρελός με το αυτοκίνητο», «δούλευε σαν σκλάβος», «δεν του ’πε κανείς πως τα σάβανα δεν έχουν τσέπες;». Αυτοί δεν είναι οι συνήθεις απολογισμοί με τους οποίους φίλοι και συγγενείς αποχαιρετούν έναν «απροσδόκητα νεκρό»;

Να φτύσω τον κόρφο μου, να κουνηθώ κι απ’ την καρέκλα μου, να μετρήσω τις τρύπες μου τρεις φορές (που έλεγε κι η γιαγιά μου η Άρτεμις)… Να σκέπτομαι μόνο θετικά για να δούμε τι θα προκύψει από το καλό σενάριο. Απομένει λοιπόν μια τριακονταετία προσδόκιμου επιβιώσεως, από την οποία καλώς εχόντων των πραγμάτων τα δεκαπέντε με είκοσι χρόνια θα είναι δουλειά, βάσει της τελευταίας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Άρα, στην καλύτερη περίπτωση θα πάρω σύνταξη για δεκαπέντε το πολύ χρόνια, εκτός αν διαψεύσω τις στατιστικές και τους μέσους όρους. Συνήθως οι περισσότεροι τις διαψεύδουμε τις στατιστικές, αλλά προς τα κάτω, ελάχιστοι προς τα πάνω. Αυτό πάντως σημαίνει ότι δεν πρόκειται να επιβαρύνω ιδιαίτερα το ασφαλιστικό σύστημα. Αντιθέτως θα αναδειχθώ -με πολλούς άλλους- μέγας χορηγός του με άνω των σαράντα χρόνων μισθωτή εργασία και πάνω από εξήντα χρόνια κοινωνική εργασία, αν θεωρήσει κανείς ότι τα χρόνια του σχολείου και των σπουδών δεν ήταν παρά μια άνευ αμοιβής απασχόληση για τη μετεξέλιξή μου σε «παραγωγικό εργάτη». Σε κάθε περίπτωση, σε δεκαπέντε με είκοσι χρόνια θα πάρω σύνταξη χωρίς τύψεις ότι «βάζω μέσα» το σύστημα ή ότι ρίχνω την κόρη μου, ως εκπρόσωπο της επόμενης ασφαλιστικής γενιάς.

Αυτά πάντα με βάση το καλό σενάριο. Υπάρχει όμως ένα γκρίζο κι ένα μαύρο. Το γκρίζο σενάριο περιλαμβάνει το ενδεχόμενο να μείνει κανείς χωρίς δουλειά στα πενήντα. Βάσει μνημονίου και των παρελκόμενων, ο πενηντάρης δεν είναι πλέον και ο πιο περιζήτητος μισθωτός, όταν έχει να αντιμετωπίσει τον «ανταγωνισμό» των παιδιών του, δηλαδή των εικοσάρηδων και εικοσιπεντάρηδων που μπορούν να κοστίζουν μέχρι και 60% λιγότερο. Το γκρίζο σενάριο προβλέπει λοιπόν ότι το υπόλοιπο του εργάσιμου και ασφαλιστικού βίου, μέχρι να πιάσω το όριο ηλικίας και την αναγκαία 40ετία, μπορεί να έχει πολλά χάσματα και κενά. Τα οποία, στο εντελώς μαύρο σενάριο, ενδέχεται να εξελιχθούν σε ένα μεγάλο, διαρκές κενό μέχρι να έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Της βασικής σύνταξης ή της οριστικής συνταξιοδότησης από τη ζωή. Σ’ αυτή την περίπτωση, η πάλη των γενεών μετασχηματίζεται ως εξής: οι νέοι της αγοράς εργασίας θα αναρωτιούνται πάντα γιατί στο τέλος κάθε μισθού μένει τόσος μήνας. Οι παλαιοί θα απορούν γιατί στο τέλος του εργάσιμου βίου δεν τους περιμένει η σύνταξη.

Ωστόσο, σας διαβεβαιώ. Κρίση πανικού δεν με έχει πιάσει. Μια κρίση μέσης ηλικίας, όσο να ’ναι, θα την περάσω. Ό,τι είναι «μέσο» αυτή την περίοδο είναι σε κρίση. Και η μέση ηλικία και η μεσαία τάξη, στην οποία πιθανώς συγκαταλέγομαι με βάση τα νέα φορολογικά κλιμάκια, και ο μεσαίος χώρος στον οποίο ποτέ δεν ανήκα, αν και θα ήμουν πολύτιμη εκλογική πελατεία του πολιτικού συστήματος την τελευταία εικοσαετία. Λάθος εποχή να γίνεται κανείς πενήντα. Λάθος εποχή να βρίσκεται στο μέσον.

Οφείλω να ομολογήσω ότι το να γίνεται κανείς πενήντα χωρίς πανικό δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ηρωισμό. Οι προδιαγραφές του μέλλοντός μας, το οποίο σχεδιάζεται ερήμην μας, δείχνουν πως περισσότερος ηρωισμός θα χρειαστεί για να γεράσει κανείς. Κι ανάλογος ηρωισμός θα απαιτηθεί για να είναι κανείς νέος χωρίς να έχει γεράσει εντός του. Σκέφτομαι την κόρη μου – μόλις έκλεισε τα έντεκα. Υπερασπίζεται απεγνωσμένα την ανεμελιά της παιδικής της ηλικίας που φεύγει. Όχι μόνο γιατί το βιολογικό της ρολόι θα κτυπήσει όπου να ’ναι εφηβεία. Αλλά και γιατί ο προστατευμένος κόσμος της υφίσταται τα πρώτα ρήγματα, από τα οποία εισβάλλουν έννοιες νέες και βίαιες. Όσο και να αυτολογοκριθείς, όσο και να στεγανοποιήσεις τον παιδικό μικρόκοσμο, είναι αδύνατο να κλείσεις απ’ έξω τις λέξεις των ημερών: κρίση, χρέος, ανεργία, απολύσεις, εγκράτεια, οικονομία, ακρίβεια, σπατάλη, φτώχεια. Και το χειρότερο, είναι αδύνατο να εξηγήσεις όλα αυτά στον κώδικα των παιδιών, χωρίς μάλιστα να την κηδεμονεύσεις ιδεολογικά. Η γενιά της κόρης μου, αν δεν αλλάξει κάτι ριζικά και ανατρεπτικά, θα έχει το θλιβερό προνόμιο να ζήσει μια περίοδο που η κλασική γραμμή της προόδου κάμπτεται, σπάει, αφήνοντας χώρο στην καθαρή οπισθοδρόμηση. Θα ζήσει σε μια χώρα παραδομένη στην παρακμή, σε έναν κόσμο γερασμένο που αντιδρά με σπασμούς πάρκινσον στις ασύλληπτες πιέσεις για αλλαγή του.

Η μάνα μου το ’λεγε πως ήμουν γκρινιάρης. Δεν αντιλέγω, το προσωπικό μου ισοζύγιο αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας έγερνε πάντα υπέρ της δεύτερης. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτή η απαισιοδοξία δεν διαψεύδεται από τα πράγματα. Αν κάνω έναν πρόχειρο απολογισμό πεντηκονταετίας με όρους οικονομίας, κυκλικών κρίσεων ή μακρών κυμάτων, η γραμμή της ζωής θα βγει τρελά τεθλασμένη. Η πρώτη δεκαετία της ζωής μου μπορεί να μην περιέχει μια κανονική οικονομική κρίση, αλλά διαθέτει μια χούντα, που στρέβλωσε όσο δεν παίρνει την αναπτυξιακή φορά της χώρας. Η δεύτερη δεκαετία έχει φυσικά τις πετρελαϊκές κρίσεις και τη μακρά περίοδο του στασιμοπληθωρισμού που ψαλίδιζε το εισόδημα και καθιστούσε το Δημόσιο παράδεισο της απασχόλησης και της πολιτικής πελατείας. Η δεκαετία του ’80 είχε φυσικά πολύ ΠΑΣΟΚ, που από μόνο του αρκούσε, αλλά είχε και μια χρηματιστηριακή κρίση του ’87, αν και δεν την πήραμε πολύ πρέφα. Η κρίση των ακινήτων της Ιαπωνίας το 1990 δεν έστειλε τσουνάμι κατά δω, αλλά η κατάρρευση των ασιατικών τίγρεων το 1997 κάπως μας ταρακούνησε. Το ίδιο και η φούσκα των dot.com το 1997 -εμείς τότε ζούσαμε στον πυρετό της σύγκλισης, του ευρώ, του εκσυγχρονισμού, του λαϊκού καπιταλισμού, της δημοκρατίας των μετόχων και του ολυμπιακού έπους-, πού να πάρουμε είδηση; Η πέμπτη δεκαετία της ζωής μου, στη διάρκεια της οποίας κατάφερα να αναρριχηθώ στα στρώματα της μεσαίας μισθωτής εργασίας, με ενυπόθηκο σπίτι, πιστωτική κάρτα, ενάμισι αυτοκίνητο, οικογένεια, παιδί, μου επεφύλασσε αυτόν τον ντουβρουτζά που ζούμε σήμερα. Αν το καλοσκεφτείτε, είναι ανατριχιαστική η ακρίβεια των δεκαετών ραντεβού των κρίσεων, αλλά υπάρχει μια ποιοτική διαφορά της τελευταίας από τις προηγούμενες. Το σχέδιο ζωής, αν υποθέσουμε ότι καθένας μας έχει ένα τέτοιο, ακυρώνεται. Καμιά από τις προηγούμενες κρίσεις δεν αμφισβήτησε τις στοιχειώδεις σταθερές της ζωής, έστω στον μικρομεσαίο εγχώριο καπιταλισμό. Τώρα, οι σταθερές αυτές δεν αντικαθίστανται από άλλες, υποδεέστερες. Απλώς καταργούνται. Βαρβαρότητα. Και μάλιστα χωρίς εγγυημένη ημερομηνία λήξης. Γιατί στην πραγματικότητα δεν συντελείται απλώς μια οικονομική ανατροπή. Η ανατροπή είναι πολιτισμική. Σε βαθμό που αν γύριζα τριάντα χρόνια πίσω, αν ξαναγινόμουν είκοσι, να μην είμαι σίγουρος αν θέλω να το υποστώ αυτό. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο επίτευγμα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Φορτώνουν στη νιότη του κόσμου την ανασφάλεια του γήρατός του.

Αλλά, είπαμε. Η ζωή είναι μια σειρά από απρόοπτα. Φιλοδοξώ να διαψεύσω τις στατιστικές. Δεν πρόκειται να πάθω κατάθλιψη. Δεν θα κάνω το σκατό μου παξιμάδι. Δεν θα κλειστώ στο καβούκι της εγκράτειας, της αυτάρκειας και της συντήρησης. Δεν θα γίνω ένας φοβισμένος μεσήλικας. Και την επόμενη δεκαετία λέω να γίνω ακόμη πιο ριζοσπάστης. Μακάρι να με βοηθήσουν και οι ορμόνες μου… Τι έχω να φοβηθώ εκτός από τον εαυτό μου και τη συνήθεια να αυτοδιαψεύδομαι;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (3/7/2010)

Λανθασμένα πίστευε πως το όνομα θα έπρεπε να βρίσκεται στον χθεσινό κατάλογο, και τώρα βρισκόταν μπροστά στο απίστευτο σκάνδαλο του ανθρώπου που έπρεπε να πεθάνει πριν από δύο μέρες και αυτός εξακολουθούσε να είναι ζωντανός. Και δεν ήταν αυτό το βασικό. Ο διαβολεμένος ο τσελίστας, που από τότε που γεννήθηκε είχε σημαδευτεί για να πεθάνει νέος, σαράντα εννέα μόλις ανοίξεων, τώρα έκλεινε ξεδιάντροπα τα πενήντα, διαψεύδοντας έτσι το πεπρωμένο, τη μοίρα, το κισμέτ και όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις που έχουν αφιερωθεί στο να αντιτίθενται με όλα τα ηθικά και ανήθικα μέσα στην τόσο μα τόσο ανθρώπινη θέλησή μας να ζήσουμε. Ήταν μια ολοκληρωτική ατίμωση. Και τώρα πώς θα επανορθώσει μια παρέκκλιση που δεν μπορεί να έχει συμβεί, σε μια περίπτωση που δεν έχει προηγούμενο και τίποτα δεν προβλέπει κάτι παρόμοιο στους κανονισμούς, αναρωτιόταν η θάνατος, κυρίως γιατί έπρεπε να είχε πεθάνει στα σαράντα εννιά του χρόνια και όχι στα πενήντα που είναι σήμερα. Ήταν φανερό πως η καημένη η θάνατος ήταν μπερδεμένη, συγχυσμένη και λίγο έλειψε να χτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο από τη στενοχώρια. Σε τόσες χιλιάδες αιώνες διαρκούς δραστηριότητας ουδέποτε της είχε συμβεί λειτουργικό σφάλμα, και τώρα, πάνω ακριβώς που εισήγαγε κάτι νέο στην κλασική σχέση των θνητών με την αυθεντική causa mortis, εκείνη δεχόταν το πιο σκληρό χτύπημα.

Ζοζέ Σαραμάγκου, «Περί θανάτου»