Monday, October 29, 2007

Εμείς οι νεκροζώντανοι (26/10/2007)

Με τα μυστήρια του οργανισμού δεν έχω πολυασχοληθεί, αλλά κάτι έχω ακούσει και διαβάσει για τον ρόλο του ηλιακού φωτός στην έκλυση σεροτονίνης, που με τη σειρά της ευθύνεται για την καλή ή κακή μας διάθεση. Κάποιο ρόλο θα παίζει, λοιπόν, στις σκανδιναβικές χώρες κι όσες βρίσκονται στα όρια του Αρκτικού Κύκλου η έλλειψη ηλιοφάνειας το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Κρατήστε αυτή την παρατήρηση, αν τυχόν δείτε την ταινία του Σουηδού Ρόι Αντερσον «Εσείς οι ζωντανοί». Στην οποία όλα διαδραματίζονται στην ατμόσφαιρα ενός νεφοσκεπούς, βροχερού, ομιχλώδους, αδιαπέραστου από το φως σκανδιναβικού τοπίου.

Η στήλη δεν είναι, βεβαίως, χώρος κινηματογραφικής κριτικής. Δεν ξέρω καν τι είναι αυτή η στήλη, είναι όμως σίγουρα χώρος έκφρασης προσωπικών εμμονών. Και μία από τις εμμονές αυτές είναι ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρόι Άντερσον και το περίεργο σύμπαν του. Πριν από έξι χρόνια, όταν είχε προβληθεί η ταινία του «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο», πάλι είχα παραβιάσει τα πολιτικοοικονομικά σύνορα του οικονομικού ενθέτου που με φιλοξενούσε τότε, για να εκτραπώ στο πεδίο του κινηματογραφικού στοχασμού. Η νέα του ταινία, «Εσείς οι ζωντανοί», ενδεχομένως δεν με απογείωσε όπως η προηγούμενη, πάλι όμως κτύπησε με δύναμη, σε μια άχαρη συγχορδία, όλες τις ξεκούρδιστες χορδές της φιλήσυχης καθημερινότητάς μας. Η μελαγχολία της ανθρώπινης ύπαρξης -λέει ο Άντερσον- δεν είναι ανάγκη να αναζητείται πάντα στο επίπεδο των υψηλών αφαιρέσεων και των φιλοσοφικών γενικεύσεων. Η μίζερη καθημερινότητά μας περιέχει επαρκή στοιχεία για τη σχιζοφρένεια του κοινωνικού και οικονομικού μας πολιτισμού. Έτσι, προτείνει ένα μελαγχολικό αντι-μανιφέστο της κοινοτοπίας (του κοινοτοπισμού, trivialism, όπως λέει ο ίδιος), διατυπωμένο σε λίγες σκηνές με ήρωες ανθρώπους σαν εμάς, με πρόσωπα άσπρα σαν το χαρτί, λες και δεν ρέει αίμα στις φλέβες τους, νεκροζώντανους.

Μην αναζητήσετε μια ιστορία, μια υπόθεση, μια πλοκή. Μικρές, λιτές σκηνές, αστείοι διάλογοι, παγεροί μονόλογοι και μερικά όνειρα συνθέτουν την ιλαροτραγωδία της καθημερινότητας. Άνθρωποι που πάνε στη δουλειά τους κουβαλώντας τα προβλήματα του σπιτιού κι αντίστροφα. Άνθρωποι που περιμένουν στις στάσεις των λεωφορείων, που καβγαδίζουν, που παρατηρούν με δέος μια καταιγίδα, που κλαίνε γιατί αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, που μονολογούν ότι «κανείς δεν τους καταλαβαίνει». Εξομολογούνται τον πόνο τους όχι σ’ αυτούς που τον προκάλεσαν, αλλά σε τρίτους, κατά κανόνα άσχετους και σίγουρα όχι πρόθυμους ν’ ακούσουν. Η δασκάλα στους μαθητές της, ο εμποροϋπάλληλος στους πελάτες του, η αλκοολική στους θαμώνες του μπαρ, άλλοι απλώς στον καμεραμάν και τελικά στο κοινό. Θα σας φανούν καρικατούρες, θα γελάσετε εις βάρος τους, αλλά πρέπει να έχετε το σθένος να αναγνωρίσετε ανάμεσά τους και τους εαυτούς σας. Επίσης, χρειάζεται σθένος για να δείτε την ταινία – ενδεχομένως στους περισσότερους από σας να μην αρέσει.

Ο κ. Άντερσον απαιτεί την υπομονή όσων είναι εκπαιδευμένοι στην κλασική αφηγηματική δομή, στη δράση, στις στιλπνές εικόνες, στις συναισθηματικές εξάρσεις. Προτιμά να μας ρίξει «κοντρ λα μουτρ» τα μικρά κινηματογραφικά του ανέκδοτα, αυθαίρετα διατεταγμένα, απρόβλεπτα και παράδοξα, όπως περίπου η καθημερινότητά μας. Διηγηθείτε κι εσείς, με λεπτομέρειες, μια μέρα από τη ζωή σας, βάλτε τις εικόνες τη μία δίπλα στην άλλη και θα διαπιστώσετε ότι είστε ήρωας μιας παράδοξης, σουρεαλιστικής, συχνά γελοίας και απίστευτα κοινότοπης, περιπέτειας. Αλλά, μήπως σ’ αυτή την κοινοτοπία, σ’ αυτά τα α-νόητα επεισόδια κρύβεται η φιλοσοφία μας για τη ζωή; «Ολόκληρη τη φιλοσοφία την κλείνω σ’ ένα ρέψιμο», έλεγε ο συμπατριώτης του Άντερσον, ο μακαρίτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι ο ίδιος είχε απέχθεια στη φιλοσοφία. Ειδικά αυτός, που περιέκλεισε στο σελουλόιντ περίπου όλη τη φιλοσοφία – από τον Πλάτωνα μέχρι τον Σαρτρ. Το ρέψιμο κι όλα τα εκκρίματα, οι εκλύσεις και οι εξατμίσεις του ανθρώπινου οργανισμού ενδεχομένως λένε περισσότερα για τη στάση του απέναντι στη ζωή από τις ετικέτες και τις βαρύγδουπες διακηρύξεις. Τόσο απλά.

Να όμως πώς εκτυλίσσεται το ιλαροτραγικό αντι-μανιφέστο του κ. Άντερσον, που μας υπενθυμίζει την υποχρέωσή μας να κρατηθούμε στη ζωή αντί να παραδοθούμε στον αργό θάνατο της καθημερινότητας: Ένας διευθύνων σύμβουλος επιχείρησης πέφτει ξερός -από εγκεφαλικό ή έμφραγμα- την ώρα που ανακοινώνει στα στελέχη της ότι οι μέτοχοι είναι δυσαρεστημένοι γιατί η μετοχή της εταιρείας κατρακυλάει. Ένας τεχνίτης οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα για το υπέρτατο έγκλημα: φθορά ξένης περιουσίας. Οι δικαστές, πίνοντας μπίρα, δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι του αξίζει η εσχάτη των ποινών. Ένας καχεκτικός υπάλληλος, την ώρα που πηδάει (ή τον πηδάει η ευτραφής του σύζυγος), υπολογίζει με απελπισία τις ζημιές που έχει υποστεί το επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο, τις απώλειες στον καταθετικό του λογαριασμό και τη χασούρα στο συνταξιοδοτικό του πρόγραμμα. Ένας επιχειρηματίας, που μόλις έχει πουλήσει ένα προϊόν, γλεντάει με φαΐ και ποτό την επιτυχία του, δηλώνει με αυταρέσκεια ότι «το χρήμα είναι το παν, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες» (το έλεγαν; Μάλλον έχει παρεξηγηθεί ο Δημοσθένης) και διακηρύσσει ότι «στον πόλεμο και στη δουλειά δεν μπορείς να είσαι καλός». Ένα λεπτό μετά, ανακαλύπτει ότι η «μπάζα» από τη δουλειά έχει κάνει φτερά μαζί με το πορτοφόλι του. Ο κλέφτης που σούφρωσε το πορτοφόλι, προφανώς, ήταν ο πρώτος που πείστηκε από τις διακηρύξεις του θύματός του και σπεύδει να γλεντήσει τη δική του «μπάζα» ράβοντας ένα κοστούμι. Ένας ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής εξομολογείται στην κάμερα ότι, στα 27 χρόνια που κάνει αυτήν τη δουλειά, οι άνθρωποι που του ζητούν να τους κάνει ευτυχισμένους είναι εγωκεντρικοί, μικρόψυχοι και τελικά κακοί. Κι έτσι, σταμάτησε την ψυχοθεραπεία και τους φορτώνει με χάπια. Πολλά και δυνατά χάπια.

Αυτό συμβαίνει, τελικά, με την ευτυχία. Τεμπέλα καθώς είναι, «ζει ξάπλα μόνο στα λεξικά», που λέει κι η δική μας Κική Δημουλά. Και κανείς δεν κάνει κάτι να την αφυπνίσει. Όπως ακριβώς και οι «νεκροζώντανοι» ήρωες του Άντερσον, την αναζητούμε στο ασήμαντο (ζούμε στο βασίλειο της ασημαντότητας, είχε δίκιο ο Καστοριάδης). Την αντιμετωπίζουμε ως ατομικό αγαθό, ενώ είναι κατεξοχήν συλλογικό. Αν δεν είσαι έτοιμος να τη μοιραστείς, αν δεν αντλήσεις χαρά από τη χαρά του άλλου, μετατρέπεται εύκολα, σχεδόν αυτόματα, σε δυστυχία. Αυτό είναι το παράδοξο της ζωής: η ευτυχία πολλαπλασιάζεται μόνο διά της διαίρεσής της. Αλλά ο πολιτισμός μας το θεωρεί αυτό βαρύτατο αμάρτημα. Το έδειξε ο πανούργος Σουηδός σκηνοθέτης στην προηγούμενη ταινία του με μια εμβληματική σκηνή: Όλη η πνευματική ηγεσία της κοινωνίας δικάζει τη μικρή Άννα γιατί υπέπεσε στο ατόπημα να μοιραστεί την τούρτα των γενεθλίων της με περισσότερα παιδιά απ’ όσα επέτρεπε το μέγεθός της. Και σε μια λαμπρή δημόσια τελετή, με μπάντες, χορωδίες, κρατικούς αξιωματούχους, επισήμους, ιεράρχες, τη ρίχνει στον γκρεμό.

Στο νεφοσκεπές σύμπαν του Άντερσον, το φως είναι λιγοστό, τόσο ώστε να μην υπάρχει σκιά να κρυφτεί κανείς. Μόνο στο τέλος της ταινίας «Εσείς οι ζωντανοί», τα «ζόμπι» με τα πάλλευκα πρόσωπα σηκώνουν τα βλέμματά τους στον ουρανό, καθώς μικρές λωρίδες φωτός τρυπώνουν μέσα από τα σύννεφα που αραιώνουν σιγά σιγά. Αλλά αποκαλύπτουν, εκτός από τον ήλιο, έναν σχηματισμό βομβαρδιστικών που πετούν πάνω από τη Στοκχόλμη. Για να τους αφανίσουν; Ή για να τους αφυπνίσουν;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (26/10/2007)

ΧΑΜ: …Εζήτησα πληροφορίας δια την κατάστασιν εις το Κοβ, εις την αντίπερα όχθην των Στενών. Ούτε πουλί πετάμενο. Εντάξει. Και θέλετε να με κάνετε να πιστέψω ότι αφήσατε εκεί το παιδί σας, ολομόναχο, και επιπλέον εν ζωή; Ελάτε τώρα! (Παύση). Την ημέρα εκείνην, ως ενθυμούμαι, ο άνεμος ήτο ιδιαιτέρως σφοδρός, εκατό εις το ανεμόμετρον. Εξερίζωνε τα ξερά πεύκα και τα παρέσυρε… μακράν. (Τόνος κανονικός). Λιγουλάκι αδύνατο αυτό. (Τόνος αφηγητή). Μα τι θέλετε στο κάτω κάτω από μένα, πρέπει ν’ ανάψω το δένδρο μου. (Παύση). Για να μην τα πολυλογούμε, στο τέλος κατάλαβα πως ήθελε ψωμί για το παιδί του. Ψωμί! Ένας συνηθισμένος ψωμοζήτης. Ψωμί; Μα δεν διαθέτω ψωμί, με πειράζει στο στομάχι. Εντάξει. Τότε στάρι; (Παύση. Τόνος κανονικός). Θα τα καταφέρουμε. (Τόνος αφηγητή). Η αλήθεια είναι πως έχω στάρι, στις αποθήκες μου. Για σκεφτείτε, όμως, για σκεφτείτε. Σας δίνω στάρι, ένα κιλό, το πηγαίνετε στο παιδί σας και του ετοιμάζετε -εάν ευρίσκεται ακόμη εν ζωή- ένα ωραίο χυλό (ο Ναγκ αντιδρά), ενάμισυ ωραίο χυλό, να στυλωθεί. Ξαναβρίσκει τα χρώματά του – ίσως. Κι έπειτα; (Παύση). Φουρκίστηκα. Μα για σκεφτείτε λίγο, για σκεφτείτε, στη γη βρισκόσαστε, σωτηρία δεν υπάρχει!

Σάμουελ Μπεκετ, «Το τέλος του παιχνιδιού»

Monday, October 22, 2007

Ιππίας ιππεύς ιππογέρανος (20/10/2007)

…Ουφ. Ξεμούδιασα λιγάκι. Δεν είναι λίγο να στέκεσαι μαρμαρωμένος- κυριολεκτικά- 2.500 χρόνια στο ίδιο μέρος. Σταθείτε. Θα το υπολογίσω με ακρίβεια. Είναι 2.438 χρόνια και 6 μήνες – πρέπει να ήταν Μάιος, είχε απίστευτη ζέστη, όταν ο Φειδίας έδωσε το τελικό ΟΚ για τα γλυπτά της ζωφόρου. Ξέρετε, εμείς καθυστερήσαμε πέντε χρόνια σε σχέση με τα εγκαίνια του Παρθενώνα. Για φανταστείτε, λοιπόν, να στέκεσαι ασάλευτος, εκτεθειμένος στο κρύο, στους καύσωνες, στη σκόνη, στα καυσαέρια 2.438 χρόνια. Εξ όσων θυμάμαι, οι μόνες κινήσεις που έκανα τα χρόνια αυτά ήταν μερικές ανεπαίσθητες ταλαντώσεις από τους σεισμούς -δεν ξέρω πόσους, αμέτρητους, αλλά δεν έχει σημασία-, μια τρομακτική δόνηση από τον βομβαρδισμό του Μοροζίνι κι ύστερα, εκείνη τη φοβερή ταλαιπωρία με τα πελέκια και τα πριόνια του Έλγιν. Ανατριχιάζω μόνο που το σκέπτομαι. Παρά τρίχα τη γλίτωσα.

Τώρα, ξεμούδιασα, λιγάκι. Ξέρετε, το πεντελικό το μάρμαρο είναι σκληρό υλικό, δεν είναι σαν το παριανό που σου επιτρέπει, έστω, μια ψευδαίσθηση κίνησης. Πώς ένιωσα; Ιππογέρανος, που θα ’λεγε κι ο Αριστοφάνης. Βέβαια, για άλλους γερανούς μιλούσε ο ποιητής, αλλά δεν έχει σημασία. Θα μας έκανε φοβερή πλάκα, αν ζούσε τώρα και μας έβλεπε εγκιβωτισμένους και αιωρούμενους. Δεν είμαι κλειστοφοβικός ούτε υψοφοβικός, αλλά για να πω την αλήθεια, δεν αισθάνθηκα και πολύ άνετα αιωρούμενος στα 60 μέτρα πάνω από το έδαφος, μεταξύ Ακρόπολης και Μουσείου. Μπορεί η τεχνολογία της εποχής μου να ήταν πρωτόγονη, αλλά ήταν αξιόπιστη. Μ’ εσάς, για να πω την αλήθεια, κρατάω τις επιφυλάξεις μου. Τέλος πάντων, τέλος καλό, όλα καλά. Με άφησαν απαλά, σχεδόν τρυφερά στο έδαφος.

Τι αγένεια! Ξέχασα να σας συστηθώ. Ιππίας, Ιππεύς. Το πρώτο είναι το όνομα, το δεύτερο η τάξη. Αυτή τη στιγμή δεν είμαι παρά ένα κομμάτι μάρμαρο. Στην εποχή μου ήμουν ένας ζωηρός νέος, που πέρασα τα τριάντα χρόνια μου ανάμεσα στην αγορά, στα εργαστήρια του Φειδία ως μοντέλο (έλεγαν ότι ήμουν κούκλος), στα γυμναστήρια, στα ιπποδρόμια (όχι αλογομούρης, βέβαια) και στον πόλεμο. Τα ξέρετε αυτά. Και ως ιππεύς αντιλαμβάνεστε ότι ήμουν ένας εκλεκτός εκπρόσωπος της μεσαίας αριστοκρατίας. Μεσοχωρίτης κι εγώ, καλή ώρα σαν κι εσάς.

Μ’ αρέσει το Μουσείο, φαντάζομαι ότι θα βολευτώ εδώ. Έχει διαφάνεια και ταιριάζει στην κουλτούρα της εποχής μου. Στα χρόνια μου το γυαλί ήταν κάτι σπάνιο, αλλά η διαφάνεια καθόλου. Δεν καταλαβαίνω, βέβαια, πολλά από την αρχιτεκτονική σας, τα υλικά μου είναι ολότελα ξένα, παράξενα, αλλά τουλάχιστον αυτό το κτίριο έχει ένα χαρακτήρα. Καμιά σχέση με τα εκτρώματα που αντίκριζα από τον Βράχο. Πώς το λέτε εσείς το σύστημα; Αντιπαροχή; Να το χαίρεστε!

Τα είδα όλα από κει πάνω. Πώς έγινε έτσι η Αθήνα; Το λέω πραγματικά με θλίψη. Όση θλίψη μπορεί να περικλείει ένα κομμάτι μάρμαρο. Σας βλέπω να περιφέρεστε κατά εκατομμύρια μέσα στα αυτοκίνητά σας, νευρικοί και ταλαιπωρημένοι, σας βλέπω μελαγχολικούς μέσα στα γραφεία σας, άλλοτε θορυβώδεις στις διασκεδάσεις σας και τα βράδια σιωπηλούς στα σαλόνια σας, μπροστά στην τηλεόραση. Πόσο μελαγχολική είναι η δημοκρατία σας! – κάποιος το είπε αυτό, μου διαφεύγει το όνομα, πρέπει να είναι βάρβαρος. Η δική μας δημοκρατία ήταν χαρούμενη, σχεδόν διονυσιακή. Δεν ξέρω καν αν αυτό που αποκαλείτε εσείς δημοκρατία είχε σχέση μ’ αυτό που ζήσαμε εμείς. Εγώ, για παράδειγμα, που δεν ήμουν δα και κανένας πολιτικοποιημένος, το διασκέδαζα αφάνταστα να μαζευόμαστε στην Πνύκα, να μπλοκάρουμε νομοσχέδια, να εξοστρακίζουμε πολιτικούς ακριβώς τη στιγμή που ένιωθαν ακατανίκητοι. Είχε μεγάλη πλάκα να βλέπεις τις φάτσες τους! Γιατί, βλέπετε, κι εμείς δεν είχαμε τίποτε διαμάντια πολιτικούς. Ίσα ίσα, υπήρχαν πολλά κουμάσια, λαμόγια που λέτε κι εσείς, ανάμεσά τους. Αλλά τη διαφορά την κάναμε εμείς. Ο Δήμος. Ξέρετε τι είναι να μαζεύονται 20.000-25.000 άτομα κάθε μήνα και ν’ αποφασίζουν για τα πάντα; Τρομερή δύναμη! Άσε δε τη Βουλή – ευτυχώς δεν κληρώθηκα ποτέ, μου φαινόταν απίστευτη ταλαιπωρία.

Δεν λέω, είχαμε τις αβάντες μας. Είχαμε τους δούλους που έκαναν τις βρομοδουλειές, τις γυναίκες να μαζεύουν το σπίτι, τους παιδονόμους να μας μαζεύουν τα παιδιά, τους μετοίκους να οργώνουν τα χωράφια, να δουλεύουν στις βιοτεχνίες, να μεταφέρουν όλο τον παραγωγικό πλούτο από και προς την Αθήνα. Αλλά κι εσείς δεν νομίζω ότι υστερείτε σ’ αυτό. Έχετε ένα σωρό ξένους να σας κάνουν τις χοντροδουλειές… Ω, δεν μπορώ ν’ ακούω δικαιολογίες. «Η Ελλάδα είναι μια μικρή και φτωχή χώρα» κ.λπ. Αυτά είναι πολύ «πασέ». Τα λέγατε και πριν από σαράντα χρόνια. Κι επιτέλους, αποφασίστε αν είστε οι κατατρεγμένοι της γης ή ο ομφαλός της. Εμείς πάντως είχαμε αποφασίσει σαφώς το δεύτερο. Είμαστε κοσμοπολίτες, ίσως και λίγο ιμπεριαλιστές και ζήσαμε κι εμείς τη δική μας παγκοσμιοποίηση. Για σκεφτείτε το. Όλη η Μεσόγειος μια αγορά. Τα πιθάρια με τα λάδια μας φτάναν στην Αίγυπτο, στην Ερυθρά, στη Μεσοποταμία. Εντάξει, η δική σας παγκοσμιοποίηση είναι πολύ πιο άγρια, αλλά κάθε εποχή έχει τις μορφές της και τις διαστάσεις της. Στο κάτω κάτω εμείς ήμασταν 500.000 μαζί με τους δούλους και σήμερα εσείς είστε 5 εκατομμύρια, για να μιλήσω μόνο για την Αθήνα. Ποιοι είναι δούλοι, ποιοι πολίτες ανάμεσά σας, δεν μπορώ να το διακρίνω με βεβαιότητα. Βλέπω μόνο ότι η σχέση σας με την πολιτική είναι πολύ χαλαρή.

Δεν μπορώ να σας καταλάβω. Πώς αφήνετε την εξουσία να αισθάνεται τόσο ισχυρή, τόσο αδιάφορη για τη δική σας ισχύ; Έμαθα και μια καινούργια λέξη από σας: «νταβατζήδες», έτσι δεν λέτε τους προαγωγούς; Σε μας οι εταίρες με τους κροκωτούς τους μανδύες ήταν απολύτως ελεύθερες και αυτοδιάθετες. Αλλά υποθέτω ότι τη λέξη δεν τη χρησιμοποιείτε πια για τις εταίρες. Λοιπόν, πού είναι το πρόβλημα; Ότι δεν έχετε βρει μια ισορροπία ανάμεσα στην αγορά και τη δημοκρατία σας; Εμείς δεν είχαμε τέτοιο πρόβλημα. Μπορεί να μην καταφέραμε να εξαλείψουμε το χάσμα πλουσίων και φτωχών, αλλά φροντίζαμε να μην συγκεντρωθεί ποτέ η πολιτική ισχύς στα χέρια των πρώτων. Και για σχεδόν δύο αιώνες νομίζω πως καλά τα πήγαμε. Έπειτα, ήρθαν οι Μακεδόνες. Ας όψονται.

Λοιπόν, αυτό είναι το πρώτο μυστικό. Δεν επιτρέψαμε ποτέ η οικονομική δύναμη να ταυτιστεί με την πολιτική. Οκέι, η οικονομική ισχύς δική τους, η πολιτική δική μας (τώρα, μιλάω σε πρώτο πληθυντικό, αλλά εγώ και η οικογένειά μου, ως Ιππείς και Μεσοχωρίτες, δεν είμαι σίγουρος πότε ήμασταν στην πλευρά των πλούσιων και πότε των φτωχών. Πότε πάνω, πότε κάτω. Κάτι σε κοινωνικό κέντρο, που λέτε κι εσείς). Αλλ’ αυτό απαιτούσε και κάποιο κόπο. Δεν ήταν απλό να έρχεσαι από την άλλη άκρη της Αττικής, πότε με άλογο, πότε με τα πόδια, μια για τη συνέλευση, μια για τη Βουλή, μια για την Ηλιαία. Εσείς έχετε κάθε μέσο, όλη την τεχνολογία για να κάνετε την άμεση δημοκρατία παιχνίδι. Έχετε την ψηφιακή σας τεχνολογία, δεν έχω καταλάβει πώς ακριβώς λειτουργεί. Σας αρκεί το πάτημα ενός κουμπιού για να παίρνετε μιαν απόφαση κάθε εβδομάδα, κι ας είστε εκατομμύρια. Κι όμως, αρκείστε σε μια ψηφοφορία κάθε τέσσερα χρόνια. Και μυστική. Γιατί μυστική; Από ποιον θέλετε να κρυφτείτε; Και πώς εμπιστεύεστε να σας εκπροσωπούν οι ίδιοι άνθρωποι για τέσσερα ολόκληρα χρόνια; Φλύκταινες βγάζω. Να φοβάστε τους εκπροσώπους και τους διαμεσολαβητές. Κανείς δεν μπορεί να σας εκπροσωπήσει καλύτερα από τους εαυτούς σας. Η αδύναμη και φοβισμένη εξουσία είναι πάντα καλύτερη από την ισχυρή και αναιδή. Και μη μου πείτε ότι πληρώσαμε την ανοικτή και άμεση δημοκρατία μας με περιορισμένη ισχύ της πόλης μας. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η Αθήνα ήταν η οικονομική υπερδύναμη της Μεσογείου στα χρόνια μου;

Τώρα, θα επιστρέψω στη μαρμάρινη σιωπή μου. Ωραία είναι εδώ στο Μουσείο. Έχει πολύ φως, καθαρή ατμόσφαιρα, κι ας είναι τεχνητή. Ήμουν πολύ αυστηρός μαζί σας; Μη με παρεξηγείτε. Ίσως είναι το νεαρόν της ηλικίας, η πολλή δίψα για ζωή που δεν πρόλαβε να εκτονωθεί. Πέθανα στα 24, δυο χρόνια αφότου θαύμασα τον εαυτό μου σαν γλυπτό στη δυτική ζωφόρο του Παρθενώνα. Ήταν στην πολιορκία του Αρχίδαμου. Τι απίστευτη βλακεία, και για μας και για τους Σπαρτιάτες…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (20/10/2007)

Αγοράκριτος:
Στην καρδιά μου αν δεν σ’ έχω κι αν δε σ’ αγαπώ,
να με ρίξουνε, Δήμε, κομμάτια
στο τσουκάλι, να γίνω βραστός. Κι αν σ’ αυτό
που σου λέω δεν πιστεύεις, να κάμουν
σκορδαλιά στο τραπέζι μου αυτό, και μαζί
με τυρί να με ξύσουνε μέσα
κι ως τον Κεραμεικό να με πάνε συρτό,
με αχαμνά περαστά στο τσιγκέλι.

Παφλαγόνας:
Την αγάπη που εγώ ’χω για σένανε ποιος
άλλος, Δήμε, πολίτης την έχει;
Στο δημόσιο ταμείο, τότε που ήμουν εγώ
βουλευτής, πολύ μάζεψα χρήμα,
βασανίζοντας τούτους, εκείνους εκεί
πνίγοντάς τους, απ’ άλλους ζητώντας.
Για ιδιώτες εμέ δεν μου καιόταν καρφί,
φτάνει ευχάριστος να ’μουν σ’ εσένα.

Αγοράκριτος:
Τι μεγάλο κατόρθωμα! Δήμε, κι εγώ
τέτοιο πράμα μπορώ να σου κάνω.
Θα πηγαίνω να κλέβω τα ξένα ψωμιά
και μ’ αυτά θα σου κάνω τραπέζι.

Αριστοφάνη, «Ιππής» (Μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου)

Monday, October 15, 2007

Πάλη γενεών, ληστείες τραπεζών (13/10/2007)

Το σκέφτηκα από δώ, το σκέφτηκα από κει, αλλά όπως κι αν το ‘βλεπες το πράγμα έκανε «τζιζ». Σαν ένα τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες, κοφτερές σαν μαχαίρι. Στη ζωή, όπως και στη γεωμετρία, τα περισσότερα τρίγωνα, υψενικά ή όχι, είναι έτσι. Αδύνατο να τα πιάσεις χωρίς να κοπείς. Ας κοπώ λοιπόν. Αρκετές δόσεις υποκρισίας και αυτολογοκρισίας έχουμε καταναλώσει.

Το δικό μας τρίγωνο τι έχει; Εχει τον πολιτικό, την τράπεζα και τον ληστή. Ο πολιτικός είχε τους υπερασπιστές του. Η τράπεζα δεν τους χρειάστηκε καν. Ο ληστής; Δεν δικαιούται κι αυτός την υπεράσπισή του; Θα γεράσει στη φυλακή, δεν λέω, αυτό μάλλον δεν παλεύεται, το ποινικό μας δίκαιο δεν αφήνει παράθυρα ιδεολογικής επιείκειας στους δράστες. Αλλά, δεν υποχρεούμαστε τουλάχιστον ν’ ακούσουμε τη λογική του αντιεξουσιαστικού ηθικού κώδικα; Είναι κι αυτός μια πραγματικότητα, όσες γιάφκες αναρχικών κι αν αποκαλύψει η ΕΛ.ΑΣ., θα υπάρξουν κι άλλοι, κι άλλοι που δεν βρίσκουν διέξοδο στο πολιτικό σύστημα, που θα ασφυκτιούν στην παραγωγική ομαλότητα του οικονομικού μας πολιτισμού, που θα γοητευτούν από τα έκνομα (που θα ‘λεγε κι ο Πολύδωρας), τα επικίνδυνα (που θα ‘λεγε κι ο Καβάφης).

Υπάρχει, βεβαίως, κι ένα δεύτερο τρίγωνο, εξ ίσου κοφτερό στις ακμές του. Γονιός, παιδί, κοινωνία. Γοητευτική και η ψυχαναλυτική προσέγγιση του περιστατικού, αλλά ουδείς δικαιούται να τυποποιήσει το φαινόμενο του χάσματος των γενιών, στο απλοϊκό (αν όχι χυδαίο) υπονοούμενο ότι τα παιδιά των αριστερών πολιτικών είναι προορισμένα να πάνε αριστερότερα, άρα εκτός πολιτικού πλαισίου. Και των δεξιών τα παιδιά; Τι θα γίνουν; Νεοναζί; Μπούρδες. Αντί να ενοχοποιήσουμε ψυχιατρικά τη σκέψη και τη συμπεριφορά των εφήβων και των νέων, ας θυμηθούμε τους εαυτούς μας στην ηλικία τους. Πόσες φορές ισορροπήσαμε στα άκρα; «Η ζωή είναι άνοστη χωρίς άκρα και φαλάκρα». Μόνο που τα άκρα μας αφορούν ως νέους και η φαλάκρα ως μεσήλικες. Όπως λέει κι η φίλη μου η Αριάδνη στα παιδιά της, «χαίρομαι που διαφωνείτε μαζί μου γιατί μέσα από τις αντιθέσεις μας διαμορφώνετε χαρακτήρα». Τα παιδιά εκμαίνονται, η Αριάδνη πάντα ψύχραιμη, αλλά έτσι πορεύεται η οικογένεια από καταβολής της. Το είπε άλλωστε με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι ο Αλαβάνος: «Είναι πιο δύσκολο να είσαι γονιός από το να είσαι πολιτικό στέλεχος». Αυτή η φράση καθιστά άχρηστα όλα τα ηλίθια υπονοούμενα περί προστατευτικής αυτολοκρισίας (περί τον Ν. Βούτση) κι όλα τα κραυγαλέα συμπεράσματα για το αριστερό εκκολαπτήριο της ακρότητας.

Αλλά για τον πόλεμο των γενεών, την επικίνδυνη σχέση «πατέρες και παιδιά» τα έχουν πει άλλοι – ο Τουργκένιεφ, αίφνης, έξοχα στο ομότιτλο μυθιστόρημά του. Η σχέση μπορεί να κυμανθεί από τη νοσηρή αγάπη μέχρι τον εξοντωτικό πόλεμο. Γνωστά αυτά, ας τα αφήσουμε στη δικαιοδοσία των ψυχιάτρων και των ψυχαναλυτών κι ας επικεντρωθούμε στο άλλο τρίγωνο που έμεινε στο απυρόβλητο: πολιτική- τράπεζα- ληστής.

Τα αντι-τραπεζικά μου αισθήματα δεν τα έχω κρύψει ποτέ, κι ας έχω λογαριασμό και πιστωτική κάρτα (ή μήπως τα αισθήματά μου προέρχονται ακριβώς απ’ αυτά;), κι ας φιλοξενούμαι σε έντυπα όπου-μεταξύ άλλων- οι τραπεζίτες επικοινωνούν τα προϊόντα τους και τα ιδεολογήματά τους. Εγραψα πριν μερικά χρόνια ότι στη φράση «ληστείες τραπεζών», πέρα από το αστυνομικό φαινόμενο, περιλαμβάνεται κι ένα διπλό συντακτικό φαινόμενο. Η λέξη «τραπεζών» μπορεί να εκληφθεί ως γενική αντικειμενική (οι τράπεζες ληστεύονται), αλλά και ως γενική υποκειμενική (οι τράπεζες ληστεύουν). Ελάχιστοι άνθρωποι αμφιβάλλουν σήμερα ότι και τα δυο αποτελούν πραγματικότητες της καθημερινότητάς μας. Και οι μεν τράπεζες εξουδετερώνουν τις ζημίες τους από ληστείες ασφαλίζοντας τα χρήματά τους. Αλλά για το αντίστροφο φαινόμενο, τη ληστεία στην οποία δράστης είναι η τράπεζα, δεν υπάρχει θεσμοθετημένη προστασία. Και κυρίως, δεν υπάρχει ηθική απαξίωση. Ολοι μνημονεύουν τα λόγια του Μάκυ, από την «Οπερα της Πεντάρας» του Μπρεχτ λίγο πριν πάει στην κρεμάλα: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;» Ελάχιστοι έχουν τολμήσει να αμφισβητήσουν αυτή την αξιωματική αλήθεια, αλλά κανείς δεν εισηγήθηκε να ενσωματωθεί στον ηθικό κώδικα του νομικού μας πολιτισμού.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια μικρή πρόοδος στο πεδίο αυτό. Ακόμη και η υπεράνω ταξικής υποψίας δικαιοσύνη, δυσκολεύεται να αντιληφθεί τον ηθικό κώδικα των τραπεζών που εννοούν να δανείζονται από μας με 3% αλλά θεωρούν απολύτως δίκαιο να μας δανείζουν με 10% έως 18%. Η ηθική και ποινική νομιμοποίηση αυτής της ληστείας κάμπτεται πια ακόμη και στα δικαστήρια. Τον τελευταίο χρόνο, οι αμερικανικές τράπεζες αναγκάζονται να επιστρέψουν εκατομμύρια δολάρια σε πελάτες- θύματά τους έπειτα από ένα καταιγισμό δικαστικών αποφάσεων. Ακόμη και τα ελληνικά δικαστήρια, δειλά-δειλά το τελευταίο διάστημα, εγκαταλείπουν την παραδοσιακή τους απάθεια για τα όρια ελευθερίας των τραπεζών και περιγράφουν αχνά μια ληστρική σχέση τους με τους πελάτες.

Αλλά, ακόμη κι αν υπάρχει κοινωνική απαξίωση στη συμπεριφορά των τραπεζών, δεν υπάρχει η ηθική απαξίωση που κυριαρχεί στην πλευρά των ληστών. Ο ληστής είναι ένας εξ ορισμού εχθρός της κοινωνίας, κάτι που είναι αδιανόητο για την τράπεζα. Ποιο είναι το κριτήριο; Υποτίθεται ότι η ληστεία είναι ένα έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας, κατά της περιουσίας, αγαθών απαραβίαστων στον οικονομικό μας πολιτισμό. Δεν αντιλέγω, αλλά αφού το παραβιαζόμενο αγαθό είναι ένα μέγεθος απολύτως μετρήσιμο και αποτιμώμενο σε χρήμα, γιατί να μη βάλουμε τα δύο «εγκλήματα» στη ζυγαριά να δούμε το βαρύτερο; Ποια είναι η μεγαλύτερη ζημιά; Να απαλλοτριώσεις 20.000 ευρώ ή να απαλλοτριώνεις καθημερινά εκατομμύρια ευρώ, από εκατομμύρια ανθρώπους, εν αγνοία τους και χωρίς να τους δίνεις ευκαιρία αντίστασης;

Θα μου πείτε: «Υπερασπίζεσαι το κοινό έγκλημα;» Όχι, βέβαια. Αν ήταν έτσι δεν θα καθόμουν να φλυαρώ γραπτώς, θα είχα πάρει ένα όπλο και θα έπαιρνα σβάρνα τα τραπεζικά γκισέ για «εισπράξεις». Αλλά, κάποια ευκαιρία υπεράσπισης πρέπει να δώσουμε και στην «κοινή» ληστεία αφού ανεχόμαστε τη γενικευμένη και νομιμοποιημένη «ληστεία». Δεν είναι μόνο ότι πολύ μεγαλοφυείς άνθρωποι ανά τους αιώνες, από τον Αριστοτέλη και τον Μωάμεθ μέχρι τον Σέξπιρ και τον Ανταμ Σμιθ δεν δίστασαν να εκφράσουν την απέχθειά τους για το τοκογλυφικό κεφάλαιο και τον παρασιτισμό του. Είναι και το γεγονός ότι ο οικονομικός μας πολιτισμός, παράγοντας αδιάκοπα ακραίο πλούτο κι ακραία φτώχεια, γεννά εξίσου αδιάκοπα επαρκή ιδεολογικά κίνητρα για παρορμητική «απονομή της δικαιοσύνης». Και ο 23χρονος «αναρχικός ληστής γιος πολιτικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ» (όπως γράφουν με δεοντολογικό σαδισμό τα «σουπεράκια» στις τηλεοπτικές οθόνες), είχε και ιδεολογικά κίνητρα. Μπορεί να είναι αδιάφορα για την ποινική δικαιοσύνη. Αλλά εμένα δεν μου είναι καθόλου αδιάφορα. Ιδιαίτερα όσο η πολιτική (η τρίτη θλιβερή ακμή του τριγώνου) είναι τόσο τρομακτικά αναποτελεσματική ή συνένοχη. Μήπως είναι ένα πρόσχημα, μια ιδεολογική πατίνα, μήπως είναι πολιτικά αβαθής και αφελής αυτού του είδους η αυτόκλητη δικαιοσύνη; Πιθανώς. Αλλά πόσο λιγότερο προσχηματική είναι η ιδεολογική επιχειρηματολογία της «έντοκης απαλλοτρίωσης» ότι τα ευαγή πιστωτικά ιδρύματα ενεργούν στο όνομα της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, αγαθών και προσώπων, στο όνομα της ελευθερίας των συναλλαγών; Πράγματι, είμαστε ελεύθεροι να μην δανειστούμε, να μη πάρουμε πιστωτικές κάρτες. Αλλά αν κάναμε απόλυτη χρήση αυτής της ελευθερίας θα κατέρρεε όχι μόνο το πιστωτικό σύστημα αλλά ολόκληρη η οικονομική δομή. Το ρισκάρουν;

Ισως γι’ αυτό ο Φερνάντο Πεσσόα, 90 χρόνια πριν, συνέθεσε τις δυο όψεις του νομίσματος, την ελευθερία που διεκδικεί ο αναρχικός ληστής και την ελευθερία που επικαλείται ο τραπεζίτης σε ένα και μόνο πρόσωπο: Τον «Αναρχικό Τραπεζίτη», που υποστήριζε πως ο μόνος τρόπος για να υποτάξει την τυραννία του χρήματος είναι να πλουτίσει ο ίδιος. «…Εκείνοι είναι μυστικιστές αναρχικοί, ενώ εγώ είμαι επιστήμονας αναρχικός, αυτοί είναι αναρχικοί που σκύβουν, ενώ εγώ είμαι ένας αναρχικός που αγωνίζεται κι ελευθερώνεται», λέει ο ήρωας του Πεσσόα.

Μάλλον δεν θα πρόσθετα πολλά αν επικαλούμουν και τον φιλόσοφο της διαστροφής, τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, που πρότεινε στους Γάλλους επαναστάτες να αποποινικοποιήσουν την κλοπή ως αποτελεσματικό μέσο αναδιανομής του πλούτου. Ας μην το βαρύνουμε κι άλλο ιδεολογικά το μικρό αυτό δράμα. Ηθελα απλώς να πω ότι, αφού οι «αναρχικοί τραπεζίτες» είναι εντελώς υποστατοί, ηθικά δικαιωμένοι, πρακτικά νομιμοποιημένοι στα άτυπα «εγκλήματά» τους που ονομάζονται τραπεζικά προϊόντα, θα ήταν άδικο να στερήσουμε από τον «αναρχικό ληστή» το δικαίωμα να υπερασπίσει, έστω ηθικά και ιδεολογικά, το δικό έγκλημα. Δεν θα ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία παραδοξότητα του οικονομικού μας πολιτισμού.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (13/10/2007)

Αγαπητοί θεατές, είναι έθιμο να λέει ο καταδικασμένος σε θάνατο δυο-τρεις τελευταίες κουβέντες, έτσι για να λευτερώσει την ψυχή του και να ταξιδέψει πιο λαφριά στους ουρανούς. Λοιπόν, αξιότιμες κυρίες και δεσποινίδες και κύριοι, όσο και να σας φαίνεται περίεργο, είμαι αθώος. Γιατί τι κακό μπορεί να κάνει σε τούτο τον κόσμο ένας φουκαράς κατεργάρης μπροστά στους μεγαλοκατεργάρηδες της γης; Πάω στην κρεμάλα επειδή έκλεψα δυο δεκάρες, κι αυτοί που κλέβουν τον ιδρώτα του κοσμάκη θα πεθάνουν στα κρεβάτια τους. Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας; Σκότωσα για να μη με σκοτώσουν, κι αυτοί που σκοτώνουν για να κερδίσουν έχουν αγάλματα στις πλατείες. Με πνίγει το δίκιο μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είμαι μικρός και μ’ έφαγε το ανάστημά μου…
Μπέρτολντ Μπρεχτ, « Η όπερα της πεντάρας»

Monday, October 8, 2007

Το πένθος ταιριάζει στο ΠΑΣΟΚ (6/10/2007)

Πασόκος δεν υπήρξα ποτέ. Ούτε τόσο δα. Ούτε από μακριά. Μπορώ να πω, μάλιστα, ότι στο μεγαλύτερο μέρος του ενεργού και ανενεργού πολιτικού μου βίου υπήρξα αντιπασόκος. Μερικές φορές μέχρι εμπάθειας. Άλλοτε λόγω αριστερών συνδρόμων, άλλοτε λόγω αντικυβερνητικής αλλεργίας. Και το ΠΑΣΟΚ -ζωή να ’χει- στον τριαντατριάχρονο βίο του έχει υπάρξει κυρίως ως κυβέρνηση. Για 19 από τα 33 χρόνια του.

Αυτό αποτελεί από μόνο του μια φυσική ανισορροπία. Φανταστείτε έναν 33χρονο που ανακαλύπτει ότι πέρασαν τα καλύτερα χρόνια του με ελάχιστες ερωτικές εμπειρίες, χωρίς εφηβικές ανησυχίες, χωρίς νεανικές παραβάσεις, χωρίς περιπέτειες, ζαβολιές, παρασπονδίες και ρίσκα. Χωρίς γρατσουνιές, μώλωπες και σκισμένα ρούχα. Χωρίς να έχει νιώσει ποτέ την αδρεναλίνη του να ανεβαίνει στα ύψη. Σαν παρθένος που τον παρέδωσαν αμύητο στα χέρια ακριβής πόρνης, σε μπουρδέλο πολυτελείας. Όλη την εφηβεία, όλη τη νεανική ακμή του την πέρασε σε καθωσπρέπει σαλόνια, στα μέγαρα της εξουσίας, σε βαρετές δημόσιες σχέσεις. Τι στέρηση πρέπει να νιώθει! Ένας νέος, που το αίμα του θα έπρεπε να βράζει, να αισθάνεται ολάκερος νερόβραστος!

Το ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, είχε ελάχιστες εμπειρίες αντιπολίτευσης, σχεδόν δεν πέρασε παιδικές αρρώστιες, δεν πήρε ρίσκα εκτός εξουσίας κι όλες οι ρήξεις που υποσχέθηκε έγιναν καθωσπρέπει πολιτικές, στρογγυλές επιλογές, μελαγχολικοί συμβιβασμοί. Απ’ αυτούς που προσθέτουν πολλά χρήματα, περιττά κιλά και χοληστερίνη.

Θα μπορούσε κανείς να πει το ίδιο και για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά στην πραγματικότητα αυτή δεν υπήρξε ποτέ το νέο κόμμα που ήταν το 1974 το ΠΑΣΟΚ. Η Ν.Δ. ήταν η αμήχανη, φυσική συνέχεια όλων των συντηρητικών μορφωμάτων της προδικτατορικής περιόδου, με τα ίδια πάνω κάτω υλικά, τα ίδια πρόσωπα, τις ίδιες φαμίλιες που συνδέονται με όλες τις εναλλαγές ανωμαλίας και ομαλότητας της μεταπολεμικής πολιτικής ιστορίας (αν υπήρξε ποτέ έστω κι ένα μικρό διάλειμμα ομαλότητας). Δεν πήρε χαμπάρι από τη μικρή ιδεολογική κοσμογονία που συνέβη στη Δικτατορία και λίγο μετά απ’ αυτήν.

Το ΠΑΣΟΚ ήταν κάτι πραγματικά καινούργιο. Όχι μόνο γιατί έφερε στο πολιτικό προσκήνιο την τρομακτικά απούσα στην Ελλάδα σοσιαλιστική συνιστώσα – πανταχού παρούσα σε όλη τη Δυτικοευρώπη εδώ και έναν αιώνα. Αλλά και γιατί έδωσε στην πολιτική διαπάλη ένα νέο περιεχόμενο, αντιπαραθέτοντας στον απολιτίκ διαχωρισμό «δημοκρατικών» και μη δυνάμεων, μια νέα κοινωνική πόλωση. Έστω και ρητορικά, έστω και μέσα σε έναν ωκεανό ιδεολογικών συγχύσεων και χοντροκομμένων πολιτικών δανείων από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έφερνε στο κέντρο της πολιτικής τις κοινωνικές δυνάμεις. Έστω κι αν τις σκιαγραφούσε πολύ θολά, πολύ απλοϊκά. Κάτι τέτοιο, μέχρι το 1974, το έκανε μόνο το ΚΚΕ και η όλη Αριστερά. Η περίφημη πασοκική συμμαχία των μη προνομιούχων ήταν κάτι χειροπιαστό, ικανή να φιλοξενήσει στα ασαφή της σύνορα τους μισοπρολετάριους, τους μικροϊδιοκτήτες, τους μικρογαιοκτήμονες, τους μικροαστούς, τους μικροεπιχειρηματίες και όλο το εκκολαπτήριο των περίφημων νέων τζακιών που αργότερα εκσφενδονίστηκαν στο νεοελληνικό αστικό σύμπαν, μετέωροι ανάμεσα στον παρασιτισμό και την οικονομική καινοτομία. Αυτή η ανεπιτήδευτη ασάφεια της πασοκικής κοινωνικής συμμαχίας των μη προνομιούχων αντιστοιχούσε λίγο-πολύ και στον ολότελα ρευστό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, στα δυσδιάκριτα σύνορα των τάξεων που δύσκολα μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με το διπολικό σχήμα της Αριστεράς «αστοί και προλετάριοι». Οι αγρότες που συνέχιζαν να συνωστίζονται στις πόλεις, οι μισθωτοί που συνωθούνταν στον διαρκώς διογκούμενο κρατικό τομέα, οι έκπτωτοι προλετάριοι – θύματα της αποβιομηχάνισης, οι τεχνίτες και οι επαγγελματίες, που δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους στη «δική τους δουλειά», διψούσαν για οικονομικές και κοινωνικές ευκαιρίες. Όλες τους οι προσδοκίες αποτυπώθηκαν σαρωτικά στην πολιτική πλημμυρίδα ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80.

Μην το ψάχνετε πολύ, μην ανοίγετε βαρύγδουπα εγχειρίδια πολιτικοοικονομικής ανάλυσης του μεταπολιτευτικού κοινωνικού μετασχηματισμού (παρ’ ότι υπάρχουν πολλά με τα οποία μπορείτε, κυρίως, να διασκεδάσετε). Ψάξτε το εμπειρικά, ανάμεσά σας, στο περιβάλλον σας. Αν έχετε περάσει το κατώφλι των 40, έχετε δει προφανώς αρκετούς παλιούς φίλους, γνωστούς, συμμαθητές, συμφοιτητές, συναδέλφους, συγγενείς να ανεβαίνουν θεαματικά στα ρετιρέ της κοινωνικής κλίμακας: λογιστές να γίνονται τραπεζίτες, προσωπάρχες να εξελίσσονται σε ιδιοκτήτες ομίλων, φατουρατζήδες να μεταμορφώνονται σε μεγαλοεργολάβους, τυχοδιώκτες να εκτοξεύονται στην κορυφή των επενδύσεων, μικρομαγαζάτορες να είναι ιδιοκτήτες βιομηχανικών κολοσσών ή μεγάλων εμπορικών αλυσίδων. Όλοι τους είναι προϊόντα του «αιώνα ΠΑΣΟΚ» (που ήταν πολύ μικρότερος από αιώνα). Όλοι τους του οφείλουν είτε την προνομιακή τους σχέση με τις κρατικές προμήθειες είτε τη γενναιόδωρη πολιτική αρωγή στην οικονομική τους μεγέθυνση.

Το κυβερνοΠΑΣΟΚ έφτιαξε νέα μεγάλα τζάκια, αλλά και νέα μεσαία και μικρά τζάκια. Ο μετασχηματισμός στον οποίο συνέβαλε μπορεί να μην αφορούσε την πλειοψηφία των «μη προνομιούχων» που τελικά έμειναν ανέστιοι (χωρίς τζάκια), αλλά αφορούσε αρκετούς. Λίγο με το κοινοτικό χρήμα, λίγο με το κρατικό χρήμα, που γνώρισε μέρες ακμής χάρη στην πρωτοφανή διεύρυνση της φορολογικής βάσης (κάποτε φορολογείτο όχι πάνω από το 10% των ψηφοφόρων, σήμερα πάνω από το 50%), συνέβαλε στην πιο θεαματική αναδιανομή εισοδήματος των μεταπολεμικών χρόνων. Ο κοινωνικός πλούτος ξέφυγε από τον ασφυκτικό έλεγχο της πολύ στενής οικονομικής ελίτ, των παραδοσιακών αστών που στήριζαν με σθένος το συντηρητικό πόλο του πολιτικού συστήματος (και φυσικά όλες τις αυταρχικές εκτροπές της μεταπολεμικής περιόδου). Διαχύθηκε σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, έστω και με όρους στρεβλούς, αντιπαραγωγικούς, ληστρικούς ή και καταστροφικούς γι’ αυτό που αποκαλούμε «εθνική οικονομία». Κι αυτά τα στρώματα, αυτές οι μικρές και μεγάλες νησίδες ευνοημένων, κάθετα διασπαρμένες στην κοινωνική πυραμίδα, στήριξαν με πάθος τον νέο πολιτικό πόλο για 19 χρόνια. Και στην περίοδο του «σοσιαλισμού» του και στην περίοδο της «σταθεροποίησης» και στην έσχατη εκδοχή του «εκσυγχρονισμού» του.

Αλλά αυτή η «προσφορά» του ΠΑΣΟΚ είναι και η θεμελιώδης αδυναμία του. Διαμόρφωσε μια τυχοδιωκτική, παρασιτική σχέση με τα στρώματα που ευνόησε. Ιδιαίτερα με τα οικονομικά ισχυρότερα. Κι αυτά του στρέφουν σήμερα την πλάτη, με τον τυχοδιωκτισμό και τον παρασιτισμό που το ίδιο τους εμφύσησε. Συνωστίζονται στον άλλο, συντηρητικό, πόλο της εξουσίας που εγγυάται, τουλάχιστον, διασφάλιση των κεκτημένων. Τους βρυχηθμούς για μεταρρυθμίσεις, μαχαίρια που φτάνουν στο κόκαλο, εξυγίανση στις σχέσεις δημόσιας και ιδιωτικής οικονομίας δεν τους παίρνουν τοις μετρητοίς. Το έμαθαν πια: σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει.

Το ΠΑΣΟΚ περνά, λοιπόν, αναγκαστικά σε μια μακρά περίοδο πένθους, βαθιάς λύπης – όπως γλαφυρά λέει και ξαναλέει ο Βενιζέλος. Τι πενθεί; Πρώτον, έναν θάνατο. Τον θάνατο της νεότητάς του, σπαταλημένης σε μια μακρόχρονη σχέση με την εξουσία, η οποία του ρούφηξε όλη την ικμάδα. Δεύτερον, ένα διαζύγιο. Το διαζύγιο με το κοινωνικό συνονθύλευμα που ήταν κάποτε οι «μη προνομιούχοι», αλλά χάθηκε μέσα στον χυλό του μεσαίου χώρου, μεταλλάχθηκε, διαφοροποιήθηκε και διασπάστηκε. Κάποιοι μεταμορφώθηκαν σε προνομιούχους, σε τροφίμους του κρατικού πρυτανείου, σε ευνοούμενους του Μίδα. Άλλοι έμειναν στάσιμοι, «μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας». Κι άλλοι ρίχτηκαν στον κοινωνικό Καιάδα και βρίσκονται ίσως σε χειρότερο σημείο από τότε που πίστεψαν διαδοχικά τις επαγγελίες του σοσιαλισμού, της αλλαγής, της προόδου ή του εκσυγχρονισμού.

Αλλά το πένθος -λένε οι ψυχολόγοι- έχει έναν βαθύτατα παιδαγωγικό, λυτρωτικό χαρακτήρα. Ισχύει για πρόσωπα, ενδεχομένως να μπορεί να ισχύσει και για συλλογικότητες. Καταβυθιζόμενο στη θλίψη του, το ΠΑΣΟΚ έχει τρεις ιστορικές ευκαιρίες: Πρώτον, να γίνει κόμμα – διότι ουδέποτε υπήρξε κάτι παραπάνω από μια λέσχη φίλων της εξουσίας, ένα κόμμα-κράτος, ένα «κίνημα» αλλά χωρίς πολλά-πολλά με τα κινήματα. Να μαλώσει με τον εαυτό του, να παίξει ξύλο, να αντιπαρατεθεί, να γίνει ένας ζωντανός πολιτικός οργανισμός, που διαφωνεί, συντίθεται, ενδεχομένως και αποσυντίθεται ή διασπάται. Δεύτερον, ν’ αναζητήσει καινούργιους φίλους, συμμάχους, πιθανότατα στα στρώματα που έμειναν έξω από το εικοσάχρονο πανηγύρι της εξουσίας, αποκλεισμένα και πεινασμένα. Το να αναλωθεί στην ανακατάληψη του χώρου που έχει ήδη αλώσει η Νέα Δημοκρατία είναι περιττός κόπος. Πόσα κεντρώα κόμματα χρειάζεται αυτή η κοινωνία πια; Νισάφι! Τρίτον, το ΠΑΣΟΚ έχει την ευκαιρία να γίνει αυτό που έπρεπε να είναι ήδη από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αλλά δεν έγινε ποτέ. Η αριστερή σοσιαλδημοκρατία που δεν διέθετε ποτέ το ελληνικό κομματικό σύστημα, η πολιτική δύναμη που θα πάψει να βλέπει την επέκεινα Αριστερά σαν ορντέβρ πριν το μεγάλο φαγοπότι.
Τι μπορεί να προκύψει απ’ αυτή τη νέα χημεία; Μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας; (Ησυχάστε, η λέξη τουλάχιστον, δεν δαγκώνει). Άγνωστο, αλλά είναι μια ευκαιρία για να ξεφύγουμε απ’ τον απίστευτο πολιτικό πολτό που καταναλώνουμε εδώ και δεκαετίες.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (6/10/2007)

…Η άποψη για τις «σοσιαλιστικές νησίδες» στα πλαίσια του ελληνικού καπιταλισμού είναι φυσική συνέπεια της σοσιαλρεφορμιστικής θεωρίας για βαθμιαίο, χωρίς άλματα, πέρασμα στον σοσιαλισμό, με την ανοχή της αστικής τάξης που είτε πιάνεται στον «ύπνο» είτε, επειδή είναι «καλή», «εθνική» και «παραγωγική», συγκατατίθεται στη βαθμιαία εξελικτική πορεία προς το σοσιαλισμό. Η άποψη αυτή απορρέει, επίσης, από το χαρακτηριστικό για τους σοσιαλρεφορμιστές μπέρδεμα ανάμεσα στο μέσο και στο σκοπό. Μπέρδεμα που οδηγεί το ΠΑΣΟΚ, συχνά, στη διατύπωση της γνώμης ότι κάθε δημοκρατική μεταρρύθμιση, ακόμα και κάθε εκσυγχρονιστικό μέτρο του κρατικομονοπωλιακού συστήματος, είναι ένα κομμάτι σοσιαλισμού.
Νίκου Κοτζιά, «Ο Τρίτος Δρόμος του ΠΑΣΟΚ» (1983)

Monday, October 1, 2007

Ο αιώνας των άκρων στη Μεσαιοχώρα (29/9/2007)

Μέχρι πρότινος όλα ήταν κεντροβαρή στη Μεσαιοχώρα. Η πολιτική και τα κόμματα είχαν κατσικωθεί στο κέντρο της πολιτικής κλίμακας. Ό,τι βρισκόταν αριστερότερα ή δεξιότερα του νοητού-ανοήτου μέσου της οριζόταν ως άκρο. Ο,τι ήταν μεσαίο αποθεωνόταν. Οι πολιτικοί είχαν σταματήσει να αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί ή δεξιοί, με όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις. Προτιμούσαν να παρουσιάζονται ως μέσοι, μεσαίτεροι και μεσαίτατοι. Η Μεσαιοχώρα είχε μετατραπεί σ’ ένα είδος Άσπρου Νάνου του κοινωνικού σύμπαντος, συμπυκνωμένη στο κέντρο της. Η κοινωνική πυραμίδα, λες και είχε στερηθεί την κορυφή και τη βάση της, ομφαλοσκοπούσε περί το μέσον της, τους μεσοχωρίτες της. Οι τεχνοκράτες συνιστούσαν για όλα τα προβλήματα μέσες λύσεις. Οι φοροτέχνες έβαζαν όλοι τους την τέχνη για να σώσουν τις περιουσίες των μεσόπλουτων. Ο μεσοτόμος Σολομών ήταν ο αγαπημένος τους ήρωας. Οι συνθέτες εξυμνούσαν τη μεσαία τάξη. Ο μεσεγγυητές, οι μεσίτες, οι μεσολαβητές και οι μεσάζοντες ήταν τα αγαπημένα επαγγέλματα. Ακόμη και οι ράφτες είχαν πάψει να ρωτούν τους πελάτες τους αν ήσαν αριστεροί ή δεξιοί ώστε να δώσουν την κατάλληλη κλίση στους καβάλους των παντελονιών. Τους θεωρούσαν όλους «μέσους». Η φράση «μέσες-άκρες» είχε αυστηρά λογοκριθεί κατά το δεύτερο ήμισυ. Και οι πολιτικοί ηγέτες ορκίζονταν πως προτιμούν να βρεθούν εκτός εξουσίας παρά να διανοηθούν το αδιανόητο: την συνεργασία με τα άκρα.

Τι συνέβη κι όλα ανατράπηκαν τόσο θεαματικά στη Μεσαιοχώρα, δεν είναι σαφές. Όλα πάντως έγιναν μέρα-μεσημέρι, ενώ ο ήλιος μεσουρανούσε. Μέχρι το μεσονύκτιο η Μεσαιοχώρα είχε σχεδόν μεταλλαχθεί σε Ακροχώρα – αν και ουδείς διανοήθηκε να προτείνει τη μετονομασία της.

Ούτε εξέγερση μεσολάβησε, ούτε επανάσταση, ούτε σημειώθηκε θεαματική ανατροπή στην εκλογική διάταξη δυνάμεων της Μεσαιοχώρας. Ούτε καν κυβέρνηση άλλαξε. Κι όμως, στην παραδοσιακή πολιτική κλίμακα παρατηρούνταν πραγματικός συνωστισμός στα αριστερά και στα δεξιά. Μεγαλύτερος και από τον συνωστισμό στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922. Χωρίς καταστροφή όμως. Οι μετατοπίσεις πραγματοποιούνταν ως εξής: Η ακροδεξιά αντιπολίτευση έκανε στροφή στη Δεξιοκεντροαριστερά. Η κεντροδεξιά κυβέρνηση έκανε αμφίπλευρη στροφή στην Κεντροαριστερά και στην Ακροδεξιά. Η κεντροαριστερή αντιπολίτευση έκανε στροφή στα αριστερά (σκέτα). Η κοινοβουλευτική Αριστερά μετατοπίστηκε στην Αριστεροαριστερά. Και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, έχοντας χάσει και το τελευταίο χιλιοστό από τον ήδη ελάχιστο ζωτικό της χώρο, αναγκάστηκε να κάνει στροφή προς τα δεξιά.

Σαν κάποιος μαγικός άνεμος να είχε φυσήξει και να ωθούσε τους πάντες πέρα από το νοητό κέντρο της πολιτικής κλίμακας. Πολιτικούς, επικοινωνιολόγους, δημοσκόπους, γραφειοκράτες, επιχειρηματίες, ακόμη και τραπεζίτες. Ένας μαζικός έρωτας σε ό,τι δηλώνει και δηλώνεται αριστερό ή δεξιό είχε κατακλύσει τη Μεσαιοχώρα. Τη μεσότητα αντικατέστησε η ακρότητα. Οι μεσόπλουτοι έπεσαν σε παρακμή. Όλοι ασχολούνταν με τους πάμπτωχους και τους ζάπλουτους. Τα νέα ανερχόμενα επαγγέλματα ήσαν οι ακροβάτες, οι ακροβολιστές, οι ακρολόγοι και οι ακρωτηριαστές (σωμάτων, κομμάτων, σχολικών βιβλίων). Οι ράφτες πελάγωσαν γιατί έπρεπε να ξαναμάθουν την παλιά τεχνική για αριστερόστροφους και δεξιόστροφους καβάλους. Έγινε της μόδας ν’ αφήνουν οι γονείς απερίτμητη την ακροβυστία των αρσενικών τους παιδιών. Ακόμη κι οι διατροφικές συνήθειες άλλαξαν και οι (πρώην) Μεσοχωρίτες έμαθαν να τρώνε τα κρέατά τους ακρόκαυστα, «σενιάν», σαν τους Ευρωπαίους. Το real estate μετέθεσε το κέντρο δράσης του στις ακροπόλεις και στα ακρωτήρια. Οι αναλογιστές των ασφαλιστικών ταμείων έπαψαν ν’ ασχολούνται με τους μεσόλευκους και τους μεσόκοπους της εργασίας. Μετέθεσαν όλη τους την τρυφερότητα στους υπέργηρους και όλη τους τη σκληράδα στους νεόκοπους του ασφαλιστικού σύμπαντος. Ο αιώνας των άκρων ανέτειλε στη Μεσαιοχώρα. (Οι μαθηματικοί και οι γεωμέτρες, βεβαίως, είχαν τις αντιρρήσεις τους. Επεσήμαιναν ακροθιγώς ότι στην πραγματικότητα οι ευθείες δεν έχουν άκρα ούτε μέσον, αφού εκτείνονται στο άπειρον. Αλλά ποιος να τους ακούσει;).

Η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος, ενθαρρυμένη από το γεγονός ότι η πρώτη της θητεία δεν αποδείχθηκε μεσοβασιλεία, είχε επιβάλει σε όλους τους βουλευτές και πολιτευτές της να παρακολουθήσουν τρίμηνα εντατικά σεμινάρια πατριωτισμού και κοινωνικής πολιτικής. Στο τέλος των σεμιναρίων, οι βουλευτές εξετάζονταν σε ερωτήματα του είδους: «Τι εστί κοινωνικό κράτος; Είστε υπέρ της αναδιανεμητικής οικονομικής πολιτικής; Ποια στρώματα απαρτίζουν την ευρεία συμμαχία των μη προνομιούχων; Τι συνέβη στη Σμύρνη το 1922; Ποιοι είναι οι προαιώνιοι εχθροί του έθνους; Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;». Επίσης, όλοι οι κρατικοί αξιωματούχοι υποχρεώνονταν να απαγγείλουν – και μάλιστα ενώπιον ιερέα: «Αποτάσση τη αγορά; Και πάσι τοις έργοις αυτής; Και πάση τη λατρεία αυτής; Και πάσι τοις αγγέλοις αυτής; Και πάση τη πομπή αυτής;». «Αποτάσσομαι», ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει ο κατηχούμενος αξιωματούχος. Και ακολουθούσε η απαγγελία του συμβόλου της εθνικής και κοινωνικής πίστεως. Σταδιακά, από το κυβερνητικό λεξιλόγιο εκτοπίστηκαν άλλοτε αγαπημένες λέξεις, όπως: αγορά, μεσαίος χώρος, ελεύθερος ανταγωνισμός, παγκοσμιοποίηση, φιλελευθεροποίηση, κέρδος, λαϊκός καπιταλισμός, νεοφιλελευθερισμός. Έδωσαν τη θέση τους σε λέξεις όπως: κράτος πρόνοιας, ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός, έλεγχος κερδοσκοπίας, αναδιανομή εθνικού πλούτου, πατριωτικός καπιταλισμός, εθνική οικονομία, κοινωνική αλληλεγγύη. Ένα νέο φρέσκο αεράκι ανανεωμένου εθνισμού ανάμικτου με σοσιαλμανία έπνεε στη φιλελεύθερη παράταξη που ανάρτησε πλάι στις φωτογραφίες του ιδρυτή της και αυτές του Παναγή Παπαληγούρα, της Πηνελόπης Δέλτα (αλλά και της κ. Μ. Ρεπούση, εσταυρωμένης δεξιά του Άγνωστου Στρατιώτη).

Πιο θεαματική ήταν η μετάλλαξη στο κατεξοχήν κέντρο της πολιτικής κλίμακας. Η αξιωματική αντιπολίτευση, αφού είχε υποστεί την πολυετή ανακαίνιση του εκσυγχρονισμού, αφού μεσουράνησε επί εικοσαετία στο νοητό μέσον της κοινωνίας και της πολιτικής, αφού είχε περάσει τον Ρουβίκωνα της αγοράς -και παρά λίγο να πνιγεί στο μέσον του- αφού είχε εμβολιάσει τους πολίτες στην πολιτική της μεσότητος ( ήτοι της μετριότητος), τώρα βουτούσε στα βαθιά νερά της νεκραναστημένης πάλης των τάξεων. Οι επίδοξοι ηγέτες της, ο ένας με μέση δαχτυλίδι κι ο άλλος χωρίς ίχνος μέσης, εμφανίζονταν πλέον ακρομανείς, ακρόχολοι και ακρότονοι, αν και επικίνδυνα ακροσφαλείς. Υπόσχονταν να οδηγήσουν το κόμμα στο αριστερότερο άκρο του, καθένας απ’ τον δικό του δρόμο και τελικά στο μόνο επιθυμητό άκρο, την εξουσία. Το πλήρωμα του κομματικού σκάφους ζαλίστηκε μέχρι ναυτίας από την αριστερόστροφη πλεύση του κι όλοι κοίταζαν με δέος τα νερά, έτοιμοι να ναυαγήσουν. Ευτυχώς, κίνδυνος να θρηνήσουν θύματα δεν υπήρχε. Οι καπεταναίοι ήσαν ακρόπλοοι: έπλεαν στα αβαθή.

Αφού η νέα πολιτική ορθότητα έφερε στη μόδα ό,τι αριστερό και δεξιό, στα ίδια τα κατά συνθήκη άκρα της πολιτικής κλίμακας, στην Αριστερά και στην ντεμέκ (μακεδονιστί) Ακροδεξιά, επικράτησε μεν θεσμική ευδαιμονία, αλλά και μια μικρή ιδεολογική αποσταθεροποίηση. Αφού η νέα ορθοδοξία επέτρεπε πια στους πιστούς της να κάνουν τον σταυρό τους με τ’ αριστερό και να μουντζώνουν με το δεξί, μήπως ήταν η ώρα να προβάλουν τα πνευματικά τους δικαιώματα στο τι εστί αριστερό και το δεξιό; Προσέφυγαν λοιπόν στο δικαστήριο, το οποίο, για να αποφευχθεί η σύγχυση, επέβαλε τη δημιουργία οργανισμού πιστοποίησης. Μάλιστα, καθώς ο ΕΛΟΤ ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί στη ζήτηση για την πιστοποίηση αριστερών και δεξιών πολιτικών, προγραμμάτων, συνθημάτων και προσώπων, δημιουργήθηκαν κι άλλοι οργανισμοί πιστοποίησης, κατά τα πρότυπα πιστοποίησης των βιολογικών προϊόντων.

Έτσι, η νέα λαγνεία των άκρων αγκάλιασε όλες τις πνευματικές, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της Μεσαιοχώρας, που ωστόσο εξακολουθούσε να πλέει στο μέσο του πουθενά. Αρκετοί μεσοχωρίτες διατήρησαν πάντως την παλιά, μεσαία τους συνήθεια: όταν μπούχτιζαν από τις ακρότητες έτειναν τον μεσοδάκτυλο, στο γνωστό φαλλικό συμβολισμό που σημαίνει: fuck you!

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (29/9/2007)

…Ένα μέρος για εργασία, άλλο για στέγαση, ένα τρίτο για αγορές, ένα τέταρτο για μάθηση, ένα πέμπτο για διασκέδαση. Ο τρόπος με τον οποίο ο χώρος οργανώνεται συνεχίζει την αποσύνθεση των ανθρώπων που ξεκίνησε με τη διαίρεση της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο. Κόβει το κάθε άτομο σε μερίδες, κόβει τον χρόνο μας, τη ζωή μας σε ξεχωριστά κομμάτια, έτσι ώστε σε καθένα από αυτά να είμαστε παθητικοί καταναλωτές στο έλεος των εμπόρων, έτσι ώστε ποτέ να μην συμβαίνει η εργασία, η κουλτούρα, ο πολιτισμός, η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση των αναγκών και η προσωπική μας ζωή να μπορούν και να πρέπει να αποτελούν ένα πράγμα: Μια ενοποιημένη ζωή που διατηρείται από την κοινωνική δομή της κοινότητας.
Αντρέ Γκορζ, «Η κοινωνική ιδεολογία του αυτοκινήτου», 1973