Saturday, March 28, 2020

Ολική αναισθησία

ΕΦΣΥΝ, 28-29/3/2020


Είτε είμαστε φορείς είτε όχι, είτε νοσούμε είτε όχι, φαίνεται ότι ο COVID-19 έχει βαλθεί να νεκρώσει μία προς μία τις αισθήσεις μας. Και μέσω της νέκρωσης των αισθήσεων να μας αποκόψει από τη γνώση, από την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, το περιβάλλον, τον εαυτό μας με την εμπειρία. Και το κάνει αυτό ο κορονοϊός όχι μόνο ως βιολογικός εισβολέας στα σώματά μας, αλλά και ως αόρατος κοινωνικός ολετήρας. Aκόμη και ως οικονομικός και πολιτικός μετασχηματιστής.

Αν το καλοσκεφτείτε,
ήδη συμβαίνει. Για την όσφρηση θα το έχετε ήδη ακούσει πως η ανοσμία έχει πάρει τη θέση της ανάμεσα στα ύποπτα συμπτώματα νόσησης. Αλλά και χωρίς νόσηση, το γεγονός ότι για εκατομμύρια ανθρώπους μια μάσκα χάρτινη ή πάνινη αποκλείει κάθε μυρωδιά πλην του χνότου τους, καταλήγει σε μια κοινωνική ανοσμία. Οι άνθρωποι δεν μυρίζουν άλλον πέραν του εαυτού τους, της αιθανόλης του αντισηπτικού τους και της χλωρίνης που επιτίθεται στα ρουθούνια τους.

Οι λοιμωξιολόγοι περιλαμβάνουν και την απώλεια γεύσης στα συμπτώματα του COVID-19 που κερδίζουν έδαφος, αλλά μια διαταραχή γεύσης θα προκύψει για όλους μας, ανεξαρτήτως ιού, καθώς ανατρέπεται η γαστρονομική μας ρουτίνα: άλλοι μετατρέπονται σε ερασιτέχνες σεφ για να διασκεδάσουν την εσώκλειστη πλήξη τους, άλλοι χάνουν την καθημερινή σίτιση με τα τζανκ φουντ του εργασιακού τους περίγυρου κι άλλοι αντιθέτως ανακαλύπτουν την κρυφή γοητεία του «βρόμικου», τρεφόμενοι αποκλειστικά μέσω ντελίβερι ή καταναλώνοντας τις τεράστιες ποσότητες συσκευασμένων σνακ που εξαφανίζονται από τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Σε κάθε περίπτωση όλοι θα βγούμε από αυτό ή βουλιμικοί ή ανορεξικοί, και με αγευσία.

Με την αφή
συμβαίνουν τα προφανή: καθώς τα ακροδάχτυλά μας βρίσκονται τις περισσότερες ώρες της μέρας σε επαφή με το λάτεξ των γαντιών μιας χρήσης, καθώς χειραψίες, χάδια, αγκαλιές, χαστούκια, φιλιά, χτυπήματα στην πλάτη, φιλικά ή εχθρικά, απαγορεύονται ή περιορίζονται δραστικά, η χρήση της αφής εξελίσσεται σε ένα είδος κοινωνικού αυνανισμού: μπορείς να αγγίζεις τον εαυτό σου, το πληκτρολόγιο του υπολογιστή, την οθόνη του κινητού και τα τηλεκοντρόλ τηλεόρασης και λοιπών συσκευών. Ως εκεί.

Της ακοής η αναπηρία
προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι τις περισσότερες ανθρώπινες φωνές που απηχούν τον κοινωνικό σου περίγυρο μπορείς να τις ακούς μόνο μέσω του τηλεφωνικού ακουστικού ή των ηχείων του υπολογιστή σου. Παρά την αξιοπιστία των δικτύων, το γεγονός ότι τα ηχητικά σήματα μεταδίδονται μέσω ραδιοκυμάτων, καλωδίων ή οπτικών ινών είναι μια αλλαγή τεράστια, που συντελεί κι αυτή στον θάνατο του πλησίον και στην ανάστασή του στην εικονική πραγματικότητα των ψηφιακών μέσων.

Με την όραση συμβαίνει κάτι ανάλογο. Οι οθόνες των κινητών, των τάμπλετ και των λάπτοπ εξελίσσονται σε προσαρτήματα των φυσικών φακών των ματιών μας. Η κοινωνικότητα του βλέμματός μας υποκαθίσταται από διαμεσολαβημένες εικόνες. Δεν βλέπω εσένα, τη γυναίκα, τον φίλο, την κόρη, τον συνάδελφο, τον αντιπαθή συγγενή. Βλέπω μόνο τις ψηφιακές ανασυνθέσεις σας. «Οι άλλοι, για εμάς, άλλο δεν είναι παρά ένα θέαμα», όπως έλεγε ο Πεσόα, πολύ προ ψηφιακής εποχής. Κι αυτό, καθώς κι οι άλλες αισθήσεις βρίσκονται σε καραντίνα, είναι κιόλας ένας αισθητηριακός ακρωτηριασμός.

Ισως όλα αυτά
να ακούγονται ως υπερβολή, αποτέλεσμα της υπερευαισθησίας που προκαλεί η εύθραυστη κατάστασή μας. Ωστόσο, η ολική ή μερική αναισθησία που μας επιβάλλεται -έστω και προσωρινά, έστω και αναπόφευκτα, έστω και για το καλό μας- μπορεί να εκληφθεί ως μια παραβολή για την ολική αναισθησία στην οποία περιέρχεται ο οικονομικός μας πολιτισμός.

Πολλές φορές
στο παρελθόν έχει οπισθοδρομήσει, έχει πέσει στο ρελαντί. Η εκθετική μεγέθυνση του παγκόσμιου πλούτου έχει διακοπεί από πολέμους, περιφερειακές συγκρούσεις, φυσικά φαινόμενα ή από τις απλές, γνώριμες και αγαπημένες κυκλικές κρίσεις, που πάντως δεν εκδηλώνονταν με απόλυτο γεωγραφικό και χρονικό συγχρονισμό.
Ομως, τολμώ να πω ότι είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, ενδεχομένως και του εμπορευματικού πολιτισμού, που ο homo economicus είναι τόσο κοντά στο ολοκληρωτικό σβήσιμο της μηχανής. Κι είναι σίγουρα η πρώτη φορά στην ιστορία της μισθωτής εργασίας που τόσο τεράστιο κομμάτι της βγαίνει όχι απλώς εκτός παραγωγής, αλλά και εκτός κυκλοφορίας, σε αυτόν τον ιδιότυπο αισθητηριακό ακρωτηριασμό.

Υπό άλλες συνθήκες
αυτό θα ήταν ένας ιστορικός, οικουμενικός θρίαμβος της εργασίας. Θα αποδείκνυε σε όλους όσοι οραματίζονται έναν καπιταλισμό απαλλαγμένο από την ενοχλητική διαμεσολάβηση των εργαζόμενων, μια οικονομία ρομπότ, αλγορίθμων και εξαφανισμένων πίσω από οθόνες τηλε-εργαζόμενων ότι, όπου και όπως να κρύψεις τον κόσμο της εργασίας, όπως κι αν τον βαφτίσεις, θα είναι ο αναντικατάστατος κρίκος στην αλυσίδα της παραγωγής αξίας. Φανταστείτε αν το παγκόσμιο λοκ ντάουν δεν ήταν αποτέλεσμα της βιοτρομοκρατίας του COVID-19 (και δεν υπαινίσσομαι τίποτε απολύτως, λέω απλώς αυτό που μας συμβαίνει), αλλά συνέπεια μιας ηχηρής ή σιωπηρής, κόκκινης ή λευκής, παγκόσμιας απεργίας. Δεν μπορώ να φανταστώ τον τρόμο και τον πανικό που θα προκαλούσε κάτι τέτοιο στις ιθύνουσες τάξεις του πλανήτη.

Δυστυχώς, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Παραδόξως οι εργαζόμενοι του κόσμου, είτε είναι επιστήμονες υψηλής ειδίκευσης είτε απλοί χειρώνακτες, είναι τα πρώτα θύματα της αναντικατάστατης δύναμής τους. Η ολική αναισθησία, κυριολεκτική ή μεταφορική, στην οποία υποβάλλονται, ανεξάρτητα από τις καλές προθέσεις των επιδημιολόγων, λειτουργεί αναπόφευκτα ως μια μορφή κοινωνικού ακρωτηριασμού της. Ενδεχομένως, στο μυαλό των πιο ευφάνταστων σχεδιαστών του μέλλοντος αναδύεται ήδη η ευκαιρία μέσα από την κρίση - για να πιάσει τόπο και το κλισέ. Η βίαιη επιτάχυνση της μετάβασης σε μια παραγωγική αλυσίδα απομακρυσμένων, απομονωμένων και αγνώστων μεταξύ τους παραγωγών, κλεισμένων σε σπίτια που είναι και χώροι εργασίας, συνδεδεμένων μόνο μέσω των οπτικών ινών και δορυφορικών σημάτων που μεταμορφώνουν την κοινωνία σε ιστό και τις τάξεις σε δίκτυα και πλατφόρμες.

Ταπεινή συμβουλή: Οσο μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανές και σε πλήρη χρήση τις αισθήσεις μας -εξωτερικές κι εσωτερικές- πριν τις νεκρώσουν τα ψηφιακά και τα απολυμαντικά υποκατάστατα. Για να σκορπίζουν τόσο γενναιόδωρα χρήμα από το ελικόπτερο οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου, κάτι σημαντικό παίζεται εδώ. Για να έχουν λατρέψει τόσο πολύ το κράτος οι αγορές που τόσο το μίσησαν, κάτι μεγάλο διακυβεύεται. Πρέπει να είμαστε παρόντες. Και με όλες τις αισθήσεις ενεργές.




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ


...Στον προτεχνολογικό κόσμο, η γειτνίαση των ανθρώπων ήταν ουσιαστική. Τώρα δεσπόζει η απόσταση, η έμμεση σχέση και η σχέση διά των μέσων ενημέρωσης. Η εντολή κενώνεται. Και τούτο διότι δεν έχουμε πλέον κανέναν να αγαπήσουμε. Η παγκοσμιοποίηση -και το τέλος των δυσπιστιών του Ψυχρού Πολέμου- ευνοούν την αλληλεγγύη με τα μακρινά πρόσωπα. Αυτή η αγάπη για τον μακρινό φαίνεται να προωθείται τόσο από τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες όσο και από τα πιο εύκολα ταξίδια. Αλλά εκείνος που αγαπάμε έτσι συχνά είναι κάτι το αφηρημένο, και το τίμημα το πληρώνει η αγάπη προς τον πλησίον που απαιτούσε η ιουδαϊκή-χριστιανική ηθική. Οπως σε έναν φαύλο κύκλο, αυτή η τάση συνταιριάζει με την αδιαφορία προς τον πλησίον που παράγουν ο πολιτισμός της μάζας και η εξαφάνιση των παραδοσιακών αξιών. Και όπως τότε που ο Νίτσε διακήρυξε τον «θάνατο του Θεού», έτσι και τώρα είμαστε στο κατώφλι μιας τελείως νέας γης, εκεί όπου η ηθική της αγάπης δεν είναι πλέον εφικτή, επειδή έχει εκλείψει το αντικείμενό της.

Λουίτζι Ζόγια, «Ο θάνατος του πλησίον»

Saturday, March 21, 2020

Ο πάτος κι ο απόπατος

ΕφΣυν, 21-22/3/2020
 
 
 
 

Πάντα είχα την απορία πότε πραγματικά πιάνει κανείς πάτο. Ποιο είναι το μέτρο του πάτου; Τι κάνουν όσοι αναγκάζονται να ξύσουν τον πάτο του βαρελιού; Και γιατί να τον ξύσουν; Για να πετάξουν ή για να τραφούν από το βδελυρό κατακάθι του; Κι αν το βαρέλι δεν έχει πάτο, τι συμβαίνει; Πού καταλήγεις όταν πέσεις σ’ ένα βαρέλι χωρίς πάτο; Και για τι είδους βαρέλι μιλάμε; Βαρέλι πετρελαίου, των 158,987295 λίτρων, που αποτελεί το απόλυτο μέτρο του υδρογονανθρακούχου οικονομικού μας πολιτισμού; Ή θα επινοήσουμε άλλο βαρέλι, πράσινο, που θα αντιστοιχεί στην καθαρή ενεργειακή μας εποχή; Μήπως μας ταιριάζει ένα βαρέλι εξ ορισμού άπατο, αλλά και ασκεπές, που να αντιστοιχεί στο άπειρο της αλγοριθμικής οικονομίας; Αλλά τι διάολο βαρέλι θα είναι αυτό, δίχως καπάκι και δίχως πάτο; Μήπως θα 'ναι η σκουληκότρυπα που θα μας βγάλει από τα σκατά που κολυμπάμε σήμερα, σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν, χωρίς πανδημίες, κρίσεις, απανθρωπιά και υποκρισία; Και γιατί σε άλλους αρέσει να κολυμπάνε στα άπατα κι άλλοι τρέμουν στην ιδέα να καταλήξουν στον πάτο της θάλασσας, που τελικά δεν έχει άπατα;

Και τι πάει να πει ξεπάτωμα - και μην ακούσω πορνοδιαστροφικό σχόλιο, Γιώργο. Γιατί να ξεπατωνόμαστε στη δουλειά, αν και διαισθανόμαστε ότι τελικά η κρίση δεν έχει πάτο; Και τι θα κάνουν οι τσαγκάρηδες τώρα που απαγορεύεται να ξεπατωθούμε στο περπάτημα -#menoumespiti, ντε- κι οι πάτοι των παπουτσιών μας θα έχουν τον αξεπάτωτο, ευτυχώς γιατί μέχρι πράγματι να πιάσουμε πάτο δεν υπάρχει σάλιο ούτε για σόλιασμα.

Το ανωτέρω περί πάτου παραλήρημα προέρχεται προφανώς από το απύθμενο βάθος μιας πτώσης που κανείς δεν υπολόγιζε, και πολύ περισσότερο οι ταγοί της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Των οποίων η αμεριμνησία ήταν τόσο άπατη μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο, που καταντά ύποπτη. Το μόνο που με κρατά από το να βουτήξω στα άπατα των θεωριών συνωμοσίας για την προέλευση της πανδημίας είναι ότι εν λόγω ταγοί -πολιτικοί ηγέτες, νεοφιλελεύθεροι σαμάνοι, γκουρού των αγορών, κεντροτραπεζίτες, golden boys πολυεθνικών, άπληστοι κυνηγοί του πλούτου- είναι τόσο ανελέητοι στον αλληλοκαταστροφικό ανταγωνισμό τους που είναι ανίκανοι να συνεργαστούν έστω και σε μια μαλθουσιανική συνωμοσία «εκκαθάρισης» του πληθυσμού από τους περιττούς.

Οχι, δεν παίζει αυτό, μικροί μου Νοστράδαμοι, αγαθοί μου τσαρλατάνοι, εξ ου και η ανικανότητα της πανικόβλητης, χεσμένης απ’ τον φόβο και πολιτικά μεταλλαγμένης παγκόσμιας διακυβέρνησης να συνεργαστεί και στα ελάχιστα: στις θεραπείες, στα εμβόλια ή στην εξημέρωση των αγορών -της πιο ανεξέλεγκτης πανδημίας- που ηδονίζονται να ταλαντεύονται μεταξύ πάτου και κορυφής.

Επρεπε να πιάσουμε πάτο για να εκτοξεύσουν τις δημόσιες δαπάνες στην κορυφή, έπρεπε να ξύσουμε το κατακάθι του βαρελιού για να περάσουν από τη μεταφυσική της λιτότητας, τη θρησκεία της αγοράς και τη λατρεία της θαυματουργής επιχειρηματικότητας στο υβρίδιο κρατικού καπιταλισμού και «πολεμικού κομμουνισμού», στο «Κυριάκο, Κριστίν, Ανγκελα, δώστε τα όλα. Αυτά που έχετε κι αυτά που δεν έχετε». Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που αυτή η δαιμόνια δυνατότητα να γεννούν χρήμα από το τίποτα, η ευχέρεια να φουσκώνουν με δαπάνες τους προϋπολογισμούς τους, παγερά αδιάφοροι πια για το σε ποιες κορυφές θα εκτοξευτούν δημόσια ελλείμματα και χρέη, χρησιμοποιείται όχι για να αυξηθεί ο λεγόμενος εθνικός πλούτος κάθε χώρας, αλλά ακριβώς για το αντίθετο: για να πιάσει πάτο, για να συρρικνωθεί στο ελάχιστο επίπεδο επιβίωσης και κοινωνικής αναπαραγωγής, στο μικρό περιθώριο που αφήνουν τα τρις-τετράκις-πολλάκις εκατομμύρια ιοί Covid-19 που μας κατακλύζουν.

Αλλά, όπως έλεγε κι ο Σολωμός, «εις τον πάτο της εικόνας πάντα η Ελλάδα και το μέλλον της. Από την αρχή ώς το τέλος περνάνε από πόνον εις πόνον έως τον άκρον πόνο». Οπου Ελλάδα, ο κόσμος κι η ανθρωπότητα, γιατί αν και τα σύνορα κλείνουν, «εθνικές» σωτηρίες δεν υπάρχουν. Η πανδημία θα τελειώσει όταν κι η τελευταία από τις 200 προσβεβλημένες χώρες γράψει «νέα κρούσματα: 0».

Εις τον πάτο της εικόνας υπάρχει το μέλλον. Τι θα αφήσει στις κοινωνίες και στις οικονομίες το καθεστώς έκτακτης ανάγκης; Τι υπάρχει κάτω από τον πάτο; Κάτω από τον πάτο υπάρχει ο απόπατος. Κι αν ο απόπατος αντιστοιχεί, για παράδειγμα, στα αρνητικά επιτόκια με τα οποία εδώ και χρόνια δανείζεται η Γερμανία -όπου πάτος αντιστοιχεί στο 0-, η ζωή στον απόπατο είναι ζωάρα. Τι καλύτερο από το να σε πληρώνουν για να σε δανείζουν, να σε αμείβουν για να μη δουλεύεις, να σε επιδοτούν για να μην παράγεις, να σε χρηματοδοτούν για να μπαζώνεις αποθεματικά.

Αλλά, προφανώς δεν πρόκειται γι’ αυτό. Η ζωή στον πάτο και στον απόπατο έχει κάτι πιο δυστοπικό, που ακόμη δεν έχουμε εντοπίσει. Κι εδώ μας χρειάζονται κάποιες θεωρίες συνωμοσίας, για το ποιο θα είναι το τίμημα της κεϊνσιανής μετάλλαξης των κυβερνήσεων, πώς θα πληρώσουν οι πληβείοι του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού τη γενναιοδωρία των νεόκοπων κρατιστών. Πόσους ακρωτηριασμούς στη δημοκρατία, στα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα θα αφήσει το ξύσιμο του πάτου από τους ενοίκους της κορυφής; Η σημασία φωλιάζει στ' ανύποπτα, ξανά.

Μετά τον πάτο, υπάρχει ο απόπατος
. Ισως αυτό εξηγεί την υψηλή ζήτηση του κωλόχαρτου, την εξαφάνισή του από τα ράφια των σουπερμάρκετ. Προφανώς, η ανθρωπότητα διανύει ακόμη το κατά Φρόιντ πρωκτικό στάδιο, είναι μόλις 2-3 ετών. Εχουμε πολλές πανδημίες μπροστά μας μέχρι την ενηλικίωσή της. Κι αν προλάβουμε…




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
 
...H πόλη αδυνάτισε και φτώχυνε τη χώρα με τη συμφορά της και μια άλλη συμφορά, επίσης φοβερή στο είδος της, την πλούτισε και την αποζημίωσε. Γιατί την επόμενη χρονιά, μετά τη φοβερή επιδημία, η πυρκαγιά του Λονδίνου κατέστρεψε ατέλειωτες ποσότητες οικιακών ειδών, ρούχων και άλλων πραγμάτων, πέρα από αποθήκες ολόκληρες γεμάτες με εμπορεύματα και προϊόντα που προέρχονταν από όλα τα μέρη της Αγγλίας. Είναι απίστευτο το εμπόριο που αναπτύχθηκε μετά απ’ αυτό σ’ ολόκληρο το βασίλειο για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες και ν’ αναπληρωθούν οι απώλειες που προκλήθηκαν έτσι. Ετσι, με λίγα λόγια, όλα τα εργατικά χέρια βάλθηκαν να δουλεύουν, και μάλιστα δεν επαρκούσαν γι’ αρκετά χρόνια για να προμηθεύουν την αγορά και ν’ ανταποκρίνονται στη ζήτηση. Αλλά κι όλες οι ξένες αγορές είχαν αδειάσει από τα είδη μας λόγω της διακοπής που προκάλεσε η πανούκλα, μέχρι να επιτραπεί πάλι το ελεύθερο εμπόριο. Και έτσι, μαζί με την τεράστια ζήτηση στο εσωτερικό της χώρας, ήρθε κι αυτό για να ενισχύσει τη γρήγορη απορρόφηση κάθε λογής προϊόντων. Τέτοιο εμπόριο δεν είχε ξαναγίνει στην Αγγλία, όπως εφτά χρόνια μετά την πανούκλα και μετά την πυρκαγιά του Λονδίνου.

Ντάνιελ Ντεφόου, «Η πανούκλα στο Λονδίνο» (1722)

Saturday, March 14, 2020

«Είμαστε όλοι κρατιστές!»

ή 

O τρόμος και η αθλιότητα του μπουρδο-φιλελευθερισμού... 

 

ΕφΣυν, 14-15/3/2020

 
Αυτό με την εξαφάνιση του κωλόχαρτου, πάλι, με ξεπερνάει...


Τελικά, οφείλουμε κάτι σημαντικό σ’ αυτό το μικροσκοπικό κι αόρατο πραγματάκι που δεν ξέρουμε ακόμη πώς τρύπωσε μέσα μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, κι απειλεί να κατακλύσει –αλλά όχι απαραίτητα να καταλύσει– τα σώματα του 60-70% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οφείλουμε στον Covid-19 –που ίσως του αξίζει ένα καλύτερο όνομα, είναι κρίμα να προκαλείς τόσο παγκόσμιο σαματά και να σε βαφτίζουν με πέντε αρχικά και δύο νούμερα–, του οφείλουμε λοιπόν το ξεβράκωμα και τον εξευτελισμό οικονομικών δογματισμών που κυριάρχησαν στον κόσμο για τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες, αλλάζοντας τα φώτα στον πλανήτη και στην ανθρωπότητα.

Οφείλουμε στον κορονοϊούλη
μας την αποκάλυψη της γύμνιας του νεοφιλελευθερισμού και της απάτης του μονεταρισμού, που έπειτα από μισό αιώνα ιδεολογικού και πολιτικού μονοπωλίου σκάνε σαν τσιχλόφουσκα στα μούτρα των εμπνευστών τους (όσων ακόμη ζουν) και των ζηλωτών τους (που δυστυχώς ζουν και βασιλεύουν). Οφείλουμε στην επιδημία, που έγινε πανδημία και μπορεί να εξελιχθεί στη χειρότερη κρίση του νέου αιώνα, την αποκάλυψη του τρόμου και της αθλιότητας του μπουρδο-φιλελευθερισμού, γιατί σε αυτό συντίθενται τελικά τα δύο ρεύματα οικονομικής «σκέψης» (απερισκεψίας ή ολικής άνοιας, θα έλεγα εγώ, εξ ου και το «μπουρδο-φιλελευθερισμός» – δικής μου επινόησης, μην ψάχνετε σε λεξικά και βικιπέντιες) που κατέκλυσαν κάθε αρμό εξουσίας από τη Δύση στην Ανατολή, από τον Βορρά στον Νότο, σε κάθε κυβέρνηση, κάθε κόμμα εξουσίας, κάθε κεντρική τράπεζα, κάθε διεθνή οργανισμό, κάθε μηχανισμό και θεσμό της αγοράς και της οικονομίας.

Περιδεείς –κανονικά χεσμένοι δηλαδή–
, άβουλοι, χαμένοι, μπερδεμένοι οι ρέκτες του μπουρδο-φιλελευθερισμού –μπάμπηδες, μπογδανόπουλα, μακρόνηδες, τζιμερόπληκτοι, αδωνοϊοί, στουρνάρια, για να μιλήσουμε μόνο για μερικές εγχώριες, γραφικές εκδοχές του είδους που αποτελεί τη χειρότερη ιδεολογική πανδημία που έχει πλήξει την ανθρωπότητα–, όλοι οι μπουρδο-φιλελεύθεροι, λοιπόν, είτε γλείφουν ό,τι έφτυναν εδώ και χρόνια είτε απλώς αποδέχονται σιωπηλά, σαν βάλσαμο, τις τεράστιες δόσεις «κρατισμού» κατά της πανδημίας.

Τώρα, είμαστε όλοι κρατιστές, έτσι κουφαλίτσες; Πού είναι οι αποτελεσματικές και πάνσοφες αγορές σας, λεβέντες; Πού έχει λουφάξει η «επινοητική» επιχειρηματικότητα που «η μόνη κοινωνική της ευθύνη είναι να δημιουργεί κέρδη για τους μετόχους της» (Φρίντμαν); Πού εξαφανίστηκαν οι φιλελεύθερες βεβαιότητες ότι «όσο περισσότερο το κράτος σχεδιάζει, τόσο περισσότερο δυσκολεύει τα άτομα να σχεδιάσουν» (Χάγεκ); «Πού είναι το κράτος;!», κραυγάζουν τώρα αγωνιωδώς οι αντικρατιστές που ήθελαν να το συρρικνώσουν, να το εξαφανίσουν, να ξεπουλήσουν κάθε παραγωγικό του βραχίονα, να ακρωτηριάσουν κάθε δημιουργικό του αρμό, να αποδυναμώσουν κάθε κοινωνικά αναντικατάστατη υπηρεσία του – και το έχουν κάνει ήδη, δυστυχώς, σε βαθμό καταστροφικό, επιτρέποντας στον κορονοϊούλη να παραλύσει συστήματα υγείας και προστασίας του πληθυσμού από την επιδημία.

«Είμαστε όλοι κρατιστές» τώρα, με τρόπο που δεν ήμασταν ούτε καν στην κρίση του 2008, θεωρητικώς τη χειρότερη από το 1929. Αγορές, μέτοχοι, κεντροτραπεζίτες, τραπεζίτες, golden boys and girls, πολυεθνικές, επιχειρηματικά λόμπι, οργανισμοί της καπιταλιστικής διεθνούς, νεοφιλελεύθεροι, «μεταρρυθμιστές», αντικρατιστές, ακροδεξιοί, κεντροδεξιοί, κεντροαριστεροί, δισεκατομμυριούχοι, κερδοσκόποι, ραντιέρηδες, πλούσιοι, νεόπλουτοι, μικρομεσαίοι, ελίτ, τάξεις και στρώματα που είχαν αποκτήσει αλλεργία σε κάθε τι κρατικό, γραφειοκράτες και τεχνοκράτες που φιλοτέχνησαν και υπηρέτησαν με τόσο ζήλο τα δόγματα της δημοσιονομικής λιτότητας και του απεχθούς πληθωρισμού, εκλιπαρούν τώρα για μεγάλες, θηριώδεις δόσεις κράτους. Τεράστιες δόσεις δημόσιων δαπανών και χρήματος. Αφθονου, φτηνού χρήματος, ακόμη και πληθωριστικού. Χρήματος σκορπισμένου από το ελικόπτερο, κατατεθειμένου στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων, ει δυνατόν παραδοτέου με ντιλίβερι στα σπίτια των νοικοκυριών.

Το συνονθύλευμα τ
ου μπουρδο-φιλελευθερισμού θέλει από το κράτος τα πάντα και τα θέλει τώρα. Οι κεντρικές τράπεζες να τυπώσουν και να μοιράσουν άφθονο χρήμα, σε κάθε εκδοχή. Οι εμπορικές τράπεζες να απαλλαγούν από την υποχρέωση να κυνηγήσουν ανελέητα τους «κόκκινους» δανειολήπτες και οι εποπτικοί μηχανισμοί να ξεχάσουν τους υπερφίαλους σχεδιασμούς για δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι κυβερνήσεις να αυξήσουν χωρίς φειδώ τις δημόσιες δαπάνες τους, να κάνουν κάθε επένδυση που περνάει απ' το μυαλό τους – τρύπες στα οδοστρώματα και ταυτόχρονη βούλωμά τους, κατά το κλασικό ρουζβελτιανό παράδειγμα. Στάχτη και μπούλμπερη τα μηδενικά και τα χαμηλά ελλείμματα, στον διάβολο το Σύμφωνο Σταθερότητας, όχι ευελιξία, εξάρθρωση ει δυνατό να υποστεί. Πλεονάσματα; Τι είναι αυτό; Ποιος διεστραμμένος νους τα σκέφτηκε;

Οι κυβερνήσεις πρέπει να γίνουν τρυφερές, τα κράτη γενναιόδωρα. Να πληρώσουν αδρά τις έρευνες για το εμβόλιο και τις θεραπείες. Να ενισχύσουν τα συστήματα υγείας – τα ιδιωτικοποιούμε αργότερα, βρε αδερφέ. Να καλύψουν τις ζημιές των επιχειρήσεων, να τους παγώσουν τα χρέη, να τους πληρώσουν τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις, να επιδοτήσουν την τόνωση του τζίρου τους. Και, ει δυνατό, τα κράτη το βράδυ να στέκονται στο προσκέφαλο των τρομαγμένων οικονομικών ελίτ και να τις νανουρίζουν γλυκά: «Κοιμηθείτε, αγγελούδια μου, κρίση είναι, θα περάσει, η μαμά είναι εδώ να σας πάρει τον πυρετό, να αντιμετωπίσει τον κορονοϊό, να σας διώξει τους εφιάλτες, θα ξυπνήσετε ένα πρωί κι όλα θα είναι στη θέση τους, ο καπιταλισμός κραταιός, οι ισολογισμοί σας καθαροί, οι μετοχές σας στα ύψη, η μαμά είναι εδώ και θα σας σώσει ακόμη κι αν χρειαστεί να ξεπουλήσει το τελευταίο της προικιό. Η μαμά είναι εδώ, στο πλάι σας, και για ό,τι είπατε σε βάρος της, για το βρισίδι που της ρίξατε, δεν σας κρατάει κακία, νερό κι αλάτι».



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Αν το υπουργείο Οικονομικών αποφάσιζε να γεμίσει φιάλες με τραπεζογραμμάτια, να τις θάψει σε κατάλληλο βάθος σε μη χρησιμοποιούμενα ανθρακωρυχεία, τα οποία ύστερα γέμιζε με απορρίμματα των πόλεων και επέτρεπε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις γνωστές αρχές του laissez-faire, να ξεθάψουν τα τραπεζογραμμάτια πάλι (αφού αποκτήσουν, βεβαίως, το δικαίωμα να το κάνουν, υποβάλλοντας προσφορές σε πλειοδοτικό διαγωνισμό), δεν θα υπήρχε πλέον ανεργία και, με τη συνδρομή των επιπτώσεων, το πραγματικό εισόδημα της κοινωνίας καθώς επίσης και ο πλούτος της θα αυξάνονταν, πιθανώς αρκετά περισσότερο από ό,τι σήμερα. Θα ήταν, ασφαλώς, λογικότερο να ανεγερθούν οικίες και να γίνουν ανάλογα έργα, αλλά αν υπάρχουν πολιτικές και πρακτικές δυσκολίες γι’ αυτό, τα παραπάνω θα ήταν καλύτερα από το τίποτε.


John Maynard Keynes, «Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος»