Saturday, November 30, 2019

Κι αν ο Ντάνιελ Μπλέικ έβρισκε δουλειά στην Uber;

ΕΦΣΥΝ, 30/11/2019

Η προβολή της τελευταίας ταινίας του Κεν Λόουτς και του σεναριογράφου του, Πολ Λάβερτι, «Δυστυχώς απουσιάζατε», βρίσκεται στην αποδρομή της από τις αίθουσες. Οπότε υποθέτω ότι δεν θα κατηγορηθώ για «σπόιλερ» –από τον τέως πρόεδρο της εφημερίδας μας Δ.Κ. και άλλους εραστές της μαγείας του απροσδόκητου. Εξάλλου, στην ταινία δεν συμβαίνει τίποτα απροσδόκητο. Για την ακρίβεια, συμβαίνουν όλα τα τετριμμένα απροσδόκητα, όπως συμβαίνουν σε κάθε μέση οικογένεια της Ευρώπης και του δυτικού ημισφαιρίου εν γένει: ανεξόφλητα δάνεια, καθυστερημένες δόσεις, απλήρωτοι λογαριασμοί, παιδιά σε ανεξέλεγκτη εφηβεία, καβγάδες, ατυχήματα, αναποδιές, αρρώστιες. Η κοινοτοπία της ανθρώπινης βασάνου. 

Τα τετριμμένα απροσδόκητα της ζωής διαδέχονται το ένα το άλλο και σ’ αυτήν την ταινία του Λόουτς, όπως στις περισσότερες με τις οποίες συνθέτει την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία του 21ου αιώνα. Στην προηγούμενη ταινία του, τη βραβευμένη στις Κάνες «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», ο πρωταγωνιστής προδόθηκε πρώτα από την καρδιά του κι έπειτα από ένα σχιζοφρενικό, νεοφιλελεύθερο «κοινωνικό κράτος», που ιατρικά τον θεωρεί ανίκανο για εργασία, εργασιακά ηλικιωμένο και ανεπαρκή σε δεξιότητες, ασφαλιστικά χωρίς δικαίωμα συνταξιοδότησης ή επιδόματος ανεργίας όσο δεν αποδεικνύει ότι εντατικά ψάχνει για δουλειά, πολιτικά επικίνδυνο επειδή τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. Περιδινούμενος στο limbo του κοινωνικού αποκλεισμού, ο Μπλέικ πεθαίνει στο κατώφλι της δικαίωσης και μας αποχαιρετά μετά θάνατον με τα αξεπέραστα λόγια: «Δεν είμαι πελάτης, δεν είμαι αγοραστής, ούτε χρήστης υπηρεσιών. Δεν είμαι ένας εθνικός αριθμός ασφάλισης, ούτε ένα στίγμα σε μια οθόνη. Δεν δέχομαι ούτε ζητώ ελεημοσύνη. Είμαι άνθρωπος, όχι σκύλος. Και ως άνθρωπος διεκδικώ τα δικαιώματά μου και απαιτώ να μου φέρεστε με σεβασμό». Ρισπέκτ, που λέμε και ελληνιστί.





Αν ο Ντάνιελ Μπλέικ είχε καταφέρει να επιζήσει από την τελετουργία εξόντωσής του από τη νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία, ίσως το σύστημα του έδινε μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξει τη χρησιμότητά του: ως οδηγός ταξί στην Uber, ως διανομέας στην Deliveroo ή ως μεταφορέας σε μία από τις βιομηχανικές, ψηφιακές ή εμπορικές πλατφόρμες που μετασχηματίζουν τον καπιταλισμό των καιρών μας σε κάτι απροσδιόριστο, σχεδόν μη αναγνωρίσιμο: σε έναν καπιταλισμό χωρίς καπιταλιστές, με κεφαλαιοκράτες σχεδόν χωρίς κεφάλαιο, κέρδη χωρίς παραγωγή, παραγωγή αξίας χωρίς εργασία, εργασία χωρίς εργασιακές σχέσεις.

Ο Λόουτς και ο Λάβερτι στην τελευταία τους ταινία συμπληρώνουν το παζλ του κανιβαλικού καπιταλισμού με τα πιο πρόσφατα δεδομένα: ενώ ο Ντάνιελ Μπλέικ πάλευε να απαλλαγεί από την υποχρέωση εργασίας, ο Ρίκι θέλει να απαλλαγεί από τους βάναυσους εργοδότες. Θέλει να κάνει «μια δουλειά μόνος του». Γίνεται, λοιπόν, «συνεργάτης» μιας πλατφόρμας ταχυμεταφορών. Με δικό του βανάκι, που πρέπει να το ξεπληρώνει από όσα βγάζει από την παράδοση των δεμάτων, και με ένα ψηφιακό «γκατζετάκι» στο χέρι που τον επιτηρεί διαρκώς, τον καθοδηγεί στο τι πρέπει να παραδώσει, πού και ποια ώρα, τον χρεώνει με καθυστερήσεις. Σε αυτό το μηχανάκι με το GPS, όσο είναι η παλάμη του, έχει συμπυκνωθεί σχεδόν όλη η παραδοσιακή αλυσίδα παραγωγής: το τμήμα παραγγελιών, ο προϊστάμενος, το λογιστήριο, το τμήμα μισθοδοσίας, το τμήμα παραπόνων, όλα είναι εκεί, σε μια οθόνη κινητού.

Ο Ρίκι δεν είναι εργαζόμενος, δεν έχει σύμβαση εργασίας, δεν έχει ωράριο και δικαιώματα, δεν έχει αφεντικό. Είναι πάροχος υπηρεσιών, όπως και η γυναίκα του, Αμπι, που με συμβόλαιο μηδενικών ωρών σε μια αντίστοιχη πλατφόρμα υπηρεσιών, φροντίζει αναπήρους και ηλικιωμένους στα σπίτια τους. Στη Βρετανία έχει «ουμπεροποιηθεί» ακόμη και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Στην ταινία, λοιπόν, παρακολουθούμε απλώς την καθημερινή, εξουθενωτική αναμέτρηση με τον χρόνο δύο «κομπάρσων» του απορρυθμισμένου αναρχοκαπιταλισμού, στην προσπάθειά τους να βγάλουν το μεροκάματο, να ανταποκριθούν στις «επιχειρηματικές» –όχι εργασιακές!– υποχρεώσεις τους, να βγάλουν τα έξοδα του σπιτιού, να φροντίσουν τα παιδιά, να κρατήσουν δεμένη την οικογένειά τους. Μοναδική πολυτέλεια της ζωής τους, ένα βράδυ γύρω από το οικογενειακό τραπέζι με ινδικό παραγγελμένο από το ντελίβερι. Αυτό είναι όλο.

Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία του Λόουτς –η στήλη δεν κάνει κριτική ταινιών, για να μην παρεξηγούμεθα–, αλλά αυτό που βλέπουμε στη μικροκλίμακά της είναι μια τάση πλανητική. Αντιμετωπίζουμε τη μετάλλαξη ενός καπιταλισμού που σχεδόν ντρέπεται για τον εαυτό του και το απάνθρωπο παρελθόν του. Μασκαρεύεται πίσω από ευφάνταστες νομικές, τεχνολογικές και διοικητικές μορφές που αποκρύπτουν τη ληστρική φύση του. Επιδεικνύει εκπληκτική επινοητικότητα στο να μετασχηματίζει σε μηχανές κερδοσκοπίας ακόμη και εγχειρήματα εναλλακτικά στην εκκίνησή τους, όπως τα δίκτυα βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, που από απάντηση στον μαζικό βιομηχανικό τουρισμό εξελίχθηκαν σε φορείς οικιστικού διωγμού των φτωχών. Αλλά, ο καπιταλισμός της πλατφόρμας ξεπερνά τον εαυτό του στο μασκάρεμα της εργασιακής εκμετάλλευσης, στη μεταμόρφωση των εργαζομένων σε «συνεργάτες» ή «αυτοαπασχολούμενους».

Βεβαίως, σε αυτήν την αγωνιώδη προσπάθεια «εξαφάνισης» της εργασίας και εκμετάλλευσης της επιθυμίας των ανθρώπων να απελευθερωθούν από τους καταναγκασμούς της, περιέχεται και μια ομολογία: η δουλειά του Ρίκι Τέρνερ ή του Ντάνιελ Μπλέικ παραμένει αυτό που δίνει υπόσταση στο κεφάλαιο και σε όλες τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Μαλόνεϊ: Εχεις βαρεθεί να ’χεις πάντα κάποιον πάνω στην πλάτη σου, έτσι δεν είναι;
Ρίκι: Προτιμώ να δουλεύω μόνος μου πια, να είμαι αφεντικό του εαυτού μου.
Μαλόνεϊ: Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα από την αρχή, εντάξει; Δεν δουλεύεις για μας, δουλεύεις με μας. Δεν οδηγείς για μας, παρέχεις υπηρεσίες. Δεν υπάρχουν συμβάσεις εργασίας, δεν υπάρχουν στόχοι απόδοσης, υπηρετείς τα πρότυπα παράδοσης. Δεν υπάρχουν μισθοί, αλλά αμοιβές... Δεν έχεις ωράρια, είσαι απλώς διαθέσιμος... Θα είσαι αφέντης της μοίρας σου, Ρίκι. Είσαι μέσα;
Ρίκι: Ναι… 


Κεν Λόουτς, Πολ Λάβερτι, «Δυστυχώς απουσιάζατε»

Saturday, November 23, 2019

Πολιτική οικονομία της βίας

 ΕΦΣΥΝ 23-24/11/2019




Το περασμένο Σαββατόβραδο, παραμονή Πολυτεχνείου, η συνήθης ομάδα μεσηλίκων, μεσαιοταξιτών και φορείς μερικών ακόμη μεσαίων και κάτω επιδόσεων, με προβλήματα μέσης, αλλά όχι απαραίτητα οπαδοί της κατά Αριστοτέλη μεσότητος, βγήκαμε για το σύνηθες σινεμαδάκι κι ένα άφτερ, σε ρουφ γκάρντεν ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας, με πανοραμική θέμα Ακρόπολη – Λυκαβηττό, εβδομαδιαία δαπάνη εξόδου 15 ευρώ κατά κεφαλήν, με τα παρελκόμενα, μην το παραχέζουμε κιόλας, αυτό είναι ό,τι πιο ακραίο σηκώνει η τσέπη.

 Αδειο το σινεμά κι ας έπαιζε το εξαιρετικό «Δυστυχώς απουσιάζατε» του Λόουτς, άδεια η Ακαδημίας, άδεια η Πανεπιστημίου, άδειο και το ρουφ γκάρντεν, συνήθως φίσκα τέτοια μέρα και ώρα. Δύο ώρες χαζοφλυαρούσαμε χαζοπίνοντας, ψυχή δεν μπήκε. «Τι συνέβη», ρωτήσαμε τον σερβιτόρο, «α, φοβήθηκαν τα επεισόδια», μας είπε γελώντας και πανευτυχής, γιατί στο κάτω κάτω είχε γλιτώσει δουλειά. Ποια επεισόδια;, Αυτά που είχαν προαναγγείλει τα μεσοκάναλα, αυτά που είχε προαναγγείλει ο υπουργός ΠΡΟΠΟ- «Κοίτα Μιχάλη μου, το χάλι μου…»-, πλημμυρίζοντας το κέντρο με κλούβες και ματατζήδες.

 Το εγχείρημα πέτυχε το Σάββατο, ευτυχώς απέτυχε την Κυριακή, στην πορεία, αλλά αναρωτήθηκα τι ακριβώς φοβίζει και διώχνει περισσότερο τον κόσμο από το κέντρο, όταν προαναγγέλλεται σόου βίας. Οι μπάχαλοι ή η αστυνομία; Προφανώς η δεύτερη, γιατί σε γενικές γραμμές οι μπάχαλοι είναι πάντα εκεί, Εξάρχεια και πέριξ, αυτό είναι το ενδιαίτημά τους, που παρόλα αυτά σφύζει από ζωή μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, μην πω ότι έχει γίνει και τουριστική ατραξιόν, ένα καθετοποιημένο πάρκο κοινωνικής ψυχαγωγίας που περιλαμβάνει ποτό, φαγητό, μουσική, χάζι και κάθε Σαββατόβραδο λάιβ παράσταση κλέφτες κι αστυνόμοι, δακρυγόνα και μολότοφ, με ζωντανή μετάδοση σε Star, ΣΚΑΪ, AΝΤ1, απορώ πως δεν έχουν σκεφτεί οι τουριστικοί πράκτορες νυχτερινές ξεναγήσεις Ευρασιατών στα πεδία των μαχών, με αντιασφυξιογόνες μάσκες στα κεφάλια, πιστοποιημένες και σεσημασμένες καταλλήλως, μην καταλήξουν οι ανυποψίαστοι τουρίστες στην Αντιτρομοκρατική.

 Προ το παρόν, οι ξεναγήσεις στο «καρτιέ βιολάν» (σ.σ. δίνω ιδέες στα τρομοκάναλα) περιορίζονται στο τουριστικό real estate: αγνώστου ταυτότητας κεφάλαια μπαζώνουν κτίρια και διαμερίσματα κι αυτό μπορεί ν’ αποδειχθεί ταχύτερο μέσο άλωσης των Εξαρχείων απ’ ό,τι η αστυνομοκρατία, οι επιχειρήσεις νόμου και τάξεως, πνεύματος και ηθικής και οι υπουργικές προειδοποιήσεις για εκκένωση των καταλήψεων, προς υπεράσπιση της ιεράς ιδιοκτησίας. Να είναι ήσυχοι οι ανήσυχοι ιδιοκτήτες, οι μεσίτες μπορεί να κάνουν τη βρομοδουλειά πιο γρήγορα από την Αστυνομία.

 Επειδή είμαι από τους περίεργους που εξακολουθούν να μην καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, αλλά όπως κάθε έμβιο ον σ’ αυτή την πλάση θ’ αμυνθώ με βία στη βία που απειλεί την επιβίωσή μου- όσο τουλάχιστον δεν υποβιβάζομαι στη συνομοταξία των ασπονδύλων- αναρωτιέμαι γιατί αναλώνουν τόση φαιά ουσία, χρόνο, χρήμα και προπαγάνδα για να αλώσουν 4 οικοδομικά τετράγωνα όλα κι όλα στο κέντρο της Αθήνας, που παρουσιάζουν ως θυλάκους ανομίας. Για να είμαστε ειλικρινείς και ακριβείς, ούτε οι μπάχαλοι, ούτε οι αντεξουσιαστές, ούτε οι καταληψίες, ούτε οι ριζοσπαστικοποιημένοι φοιτητές συνιστούν κάποιου είδους απειλή για το σύστημα εξουσίας. Στην πραγματικότητα προς το παρόν ουδείς απειλεί σοβαρά το καθεστώς γενικώς, ούτε την κυβέρνηση Μητσοτάκη ειδικώς (ευτυχώς, η σημασία φωλιάζει στα ανύποπτα, κι ελπίζουμε σε εκπλήξεις). Προς τι λοιπόν οι πομπώδεις αναπαραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη, με το Κράτος, τη Βία και τον πειθήνιο Ηφαιστο να καρφώνουν στον Καύκασο τον κλέφτη της φωτιάς, που στο κάτω κάτω δεν την προόριζε και για μολότοφ; Προς τι τόση ενίσχυση της θεσμοθετημένης βίας, προς τι η μονιμοποίηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, προς τι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες, προς τι τόσο χρήμα και τόσα μέσα στην αστυνόμευση ανύπαρκτων απειλών;

 Λοιπόν, μπορώ να παραθέσω χίλιους δύο λόγους, αλλά ας περιοριστούμε σε τέσσερις που αντιστοιχούν στη συγκυρία:

 Πρώτον, στη παρούσα διακυβέρνηση βρίσκεται ένα πολιτικό προσωπικό που στην πλειονότητά του διακατέχεται από βαθύτατο μίσος και απέχθεια σε κάθε έννοια κινήματος, αντίστασης, Αριστεράς, διεκδίκησης, ακόμη κι αν έχει απέναντί του μόνο θλιβερές καρικατούρες όλων αυτών.

 Δεύτερον, ισχύει εδώ και ισχύει παντού στην Ευρώπη και στον κόσμο: ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι αντιστρόφως ανάλογος του πολιτικού φιλελευθερισμού κι αυτό αποδεικνύεται ως η μεγάλη πολιτική και ιδεολογική απάτη των νεοφιλελεύθερων που σε πείσμα των φλογερών διακηρύξεων για ελευθερία από κάθε κρατικό καταναγκασμό, μόνο με αίμα, σκληρή αστυνομική ή στρατιωτική βία εφάρμοσαν τις «απελευθερωτικές» συνταγές τους.

 Τρίτον, η αστυνομική διαχείριση της κοινωνικής μικρο-βίας στις καπιταλιστικές μητροπόλεις γίνεται για λόγους συμβολικούς και παραδειγματικούς, αλλά αποτελεί και μια προσομοίωση για την αντιμετώπιση της κοινωνικής μεγα-βίας, ήτοι των αναπότρεπτων εξεγέρσεων από τους αποβλήτους του οικονομικού συστήματος. Δείτε τι γίνεται στη Χιλή ή θυμηθείτε τον Δεκέμβρη του 2008, τις μέρες που το σύστημα εξουσίας είχε χάσει τον έλεγχο και ουδείς διανοείτο να «καταδικάσει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», αλλά όλοι έγλειφαν με «κατανόηση» τους ανεξέλεγκτους εφήβους- μέχρι και ο αρχιεπίσκοπος δήλωσε τη συμπάθειά του. Μέχρι που ανέκτησαν το έλεγχο...

 Τέταρτον, από το 2001 και εντεύθεν η ασφάλεια -ατομική, συλλογική, εθνική, παγκόσμια- αναδείχθηκε σε απόλυτο κοινωνικό αγαθό, στο οποίο επενδύουν και κερδοσκοπούν όχι μόνο οι παραδοσιακές αμυντικές βιομηχανίες, αλλά και ένα νέο βιομηχανικό σύμπλεγμα αστυνόμευσης, ασφάλειας και κοινωνικής επιτήρησης του «εσωτερικού εχθρού». Η Ε.Ε., με πρόσχημα το προσφυγικό ή την ισλαμική τρομοκρατία, είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής των προϊόντων και υπηρεσιών αυτού του συμπλέγματος. Το οποίο συχνά περνάει από την άλλη πλευρά του γκισέ και παίζει τον ρόλο του συμβούλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εισηγητή πολιτικών και -κυρίως- ακριβών παραγγελιών. Είναι πολλά τα λεφτά, Μιχάλη μου...




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

 Ενώ ο κ. Κόινερ, ο σκεπτόμενος, μιλούσε κάποτε μπροστά σε πολύν κόσμο κατά της βίας, παρατήρησε πως οι άνθρωποι που ήταν μπροστά του άρχισαν να οπισθοχωρούν και να φεύγουν. Γύρισε να κοιτάξει και βλέπει να στέκεται πίσω του – η Βία.
«Τι έλεγες», τον ρώτησε η Βία.
«Μιλούσα υπέρ της βίας», απάντησε ο κ. Κόινερ.
 Οταν έφυγε ο κ. Κόινερ από κει, οι μαθητές του τον ρώτησαν για τη ράχη του. Ο κ. Κόινερ απάντησε: «Τη ράχη μου δεν την έχω για σπάσιμο. Εγώ, βλέπεις, πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία».


 Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ιστορίες του κ. Κόινερ»

Sunday, November 17, 2019

Το χρώμα του χρήματος

 ΕΦΣΥΝ, 16-17/11/2019


Με μπέρδεψε η μάρτυρας Κελέση –ας όψεται η Α.Ψ. που μας τη θύμισε, μαζί με τις χρωματιστές δεσμίδες του Φρουζή. ΟΚ, για τη σαμσονάιτ τύπου τρόλεϊ δεν τραβάω ζόρι –αλήθεια, αυτή τι χρώμα είχε;–, αλλά με το περιεχόμενό της έχω θέματα. Τι είναι οι μοβ, κίτρινες και πράσινες δεσμίδες χαρτονομισμάτων; Αχρωματοψία δεν έχω και δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει, την τελευταία δεκαετία, τέτοια «μαρούλια».
Για ευρώ μιλάμε, έτσι; Δολάρια αποκλείεται, φαιοπράσινα παραμένουν. Δεν πιστεύω να μιλάμε για τουρκικές λίρες! Οχι, σίγουρα ευρώ εννοούσε η μάρτυς. Μοβ, κίτρινα και πράσινα. Σαν τις πεταλούδες τις πράσινες, κόκκινες, και κίτρινες της Παπασταύρου, μετά το πρώτο χαστούκι του καθηγητή Φλωρά, βεβαίως, βεβαίως. Στη γνωστή ταινία που κάθε Νεοέλληνας οφείλει να δει 150 φορές μεταξύ γέννησης και θανάτου του. 'Η σαν τις πράσινες, τις κόκκινες, τις θαλασσιές τις χάντρες του Πρετεντέρη –του πατρός, μιας και ο υιός Ζαν Μπατίστ παίζει μόνο στις 50 αποχρώσεις του μπλου-μπλακ.

Ευρώπουλα μοβ, κίτρινα και πράσινα. Πω, πω, είχα ξεχάσει την ύπαρξή τους. Τα είδα προ 18 ετών, κι έπειτα απέμειναν μόνο οι φωτογραφίες τους, μάρτυρες της φιλόδοξης εκκίνησης της ευρωζώνης που ήθελε να κάνει το ευρώ το πιο πρεστιζάτο νόμισμα του κόσμου. Εμείς, οι θνητοί, δεν πήραμε χαμπάρι ότι θα έβρεχε 500ευρα, 200ευρα και 100ευρα, τα πήραμε για πεταλούδες. Την πρώτη δεκαετία της νομισματικής ένωσης τη φάγαμε παλεύοντας να εξοικειωθούμε με χάλκινα σεντ και ασημόχρυσα μονόευρα - δίευρα και ν’ αποβάλουμε τον «ψυχολογικό πληθωρισμό», όπως έλεγε κι ο Μπάμπης -ο γνωστός Μπάμπης-,  τη μαγική μεταμόρφωση του 50δραχμου σε 50λεπτο, του κατοστάρικου σε 1 ευρώ και ούτω καθεξής. Κάντε την αναγωγή, για να θυμηθείτε πόση αξία χάθηκε μέσ' στη νομισματική φούσκα. Τη δεύτερη δεκαετία, φάγαμε την ξεγυρισμένη «εσωτερική υποτίμηση», σαν τα χαστούκια του Φλωρά, κι έτσι το χρώμα του χρήματος περιορίστηκε στο γκρι, το κόκκινο, το θαλασσί και το πορτοκαλί. Το πενηντάρικο είναι ό,τι μεγαλύτερο δικαιούται το πορτοφόλι μας.

Ποιο είναι τελικά το χρώμα του χρήματος
; Ποιο του ταιριάζει πιο πολύ; Θεωρητικά θα μπορούσε να είναι το μοβ του 500άρικου, του πρώτου χαρτονομίσματος στη νεότερη ιστορία που απεσύρθη επίσημα και ομολογημένα από την εκδούσα αρχή, την ΕΚΤ, ως όχημα παγκόσμιου ξεπλύματος, έπειτα από 18 έτη κυκλοφορίας. Η ΕΚΤ, κανονικά, όφειλε να εξηγήσει γιατί τύπωσε τόσο μεγάλο χαρτονόμισμα, άχρηστο στις συναλλαγές του μέσου ανθρώπου, αλλά τι να πει και τι να 'μολογήσει; Οτι αυτός ήταν ο υπόρρητος τρόπος για να ξεπλυθεί μαύρο χρήμα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων από κάθε πηγή και κάθε γωνιά του πλανήτη στο πλυντήριο του ευρώ και της φιλοδοξίας των κατασκευαστών του να το καταστήσουν Νο 1 παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα; Δεν ομολογούνται αυτά τα πράγματα.

Ετσι, κατρακυλώντας στο τόξο της ίριδας, θα μπορούσε το χρώμα του χρήματος να γίνει το κίτρινο, αλλά αυτό είναι κατοχυρωμένο στον Τύπο, ή το πράσινο, αλλά αυτό είναι πιασμένο από το δολάριο. Απομένουν, λοιπόν, ως επιλογές τα χρώματα με τα οποία είμαστε εξοικειωμένοι οι κοινοί θνητοί του νομισματικού πολιτισμού –πορτοκαλί, θαλασσί, κόκκινο, γκρι, χρυσαφί, ασημί, χάλκινο.
Τίποτα από αυτά, όμως, δεν ταιριάζει πια στο χρήμα. Το χρήμα μπορεί να είναι ή μαύρο, ως συμπύκνωση των ληστρικών όρων στην ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου από μια όλο και στενότερη ολιγαρχία. 'Η μπορεί να είναι διάφανο σαν τον νερό ή τον αέρα, ως αποτέλεσμα των πολιτικών αποϋλοποίησης του χρήματος. Η εξαφάνιση του χρήματος στην υλική μορφή των 5 τελευταίων χιλιετιών, η βίαιη γενίκευση των ηλεκτρονικών συναλλαγών στο όνομα της διαφάνειας, της νομιμότητας και της εφορίας, αποδεικνύεται τελικά ο πιο επιδέξιος τρόπος να αποκρυβούν οι σχέσεις ληστείας και αρπαγής που έχει επιβάλει ο καπιταλισμός –καζίνο σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Από τους ζάπλουτους του Μανχάταν, μέχρι τους Γουαρανί του Αμαζόνιου. Το διαφανές είναι το απόλυτο καμουφλάζ του μαύρου.

Ο,τι χρώμα κι αν αποδώσουμε
στο χρήμα, όσα απαξιωτικά επίθετα κι αν φορτώσουμε –ανήθικο, εκμαυλιστικό, απεχθές, ματωμένο– στο φετιχιστικό απείκασμα του ανθρώπινου μόχθου, όποια υλική ή άυλη μορφή κι αν πάρει, δεν θα χάσει δύο θεμελιώδεις ιδιότητες: θα είναι πάντα βρόμικο και πάντα πολιτικό.

Βρόμικο, γιατί υποβαθμίζει
τον άνθρωπο, τις δεξιότητες, την εργασία του, τις ανάγκες και επιθυμίες του στο επίπεδο του εμπορεύματος –και δεν χρειάζεται να έχουμε ενοχές που θα ζήσουμε για πολύ ακόμη μαζί του. Και πολιτικό, γιατί με σκάνδαλα ή χωρίς σκάνδαλα, με Siemens, Novartis ή χωρίς αυτές, η διακίνηση και κατανομή του χρήματος, το πόσο φθηνό ή ακριβό είναι, το πόσο διαφανείς ή σκοτεινές είναι οι πηγές απόκτησής του, συμπυκνώνουν σχέσεις εξουσίας και ισχύος. Το χρήμα είναι το γενικό ισοδύναμο όχι μόνο για τις σχέσεις ανταλλαγής, αλλά και για τις σχέσεις κράτους και αγοράς, πολιτικής και οικονομίας, πολιτικών και επιχειρηματιών. Αυτή η στρεβλή ανταλλαγή ύλης ανάμεσα στους βασικούς πόλους του οικονομικού μας πολιτισμού θα παράγει πάντα μια –μεταβλητή στις συγκυρίες– ποσόστωση μίζας και «μαύρου» χρήματος και στην ποδιά του θα σφάζονται παλικάρια, κράτη, τάξεις, επιχειρήσεις, πολιτικοί. Δεν λέω να την ανεχτούμε μοιρολατρικά. Αλλά μην τρώμε και πολύ από το κουτόχορτο της διαφάνειας και της «νομιμότητας».
Μαύρο! Πόσο διαφανές ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε...


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

...Μόλις πριν από λίγο ο μεθυσμένος από τη βιομηχανική άνθηση αστός διακήρυσσε ότι το χρήμα είναι κούφια ιδέα και ότι «Μόνο το εμπόρευμα είναι χρήμα». «Μόνο το χρήμα είναι εμπόρευμα!» –αυτή η φωνή αντηχεί τώρα πάνω από την παγκόσμια αγορά. Οπως το ελάφι λαχταράει φρέσκο νερό, έτσι κι η ψυχή του αστού λαχταράει χρήμα, τον μοναδικό πλούτο. Τον καιρό της κρίσης, η αντίθεση ανάμεσα στο εμπόρευμα και τη μορφή της αξίας του, το χρήμα, ανυψώνεται ως την απόλυτη αντίφαση. Γι’ αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ η μορφή εμφάνισης του χρήματος. Η δίψα για χρήμα παραμένει η ίδια, άσχετα από το αν οι πληρωμές πρέπει να γίνουν σε χρυσό ή σε πιστωτικό χρήμα.
Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος Α’.

Saturday, November 9, 2019

Ο κ. Κόινερ θα αγόραζε «ΕφΣυν»;

ΕΦΣΥΝ, 09/11/2019
 
 
 

Σήμερα θα αντιστρέψουμε τη σειρά ανάγνωσης. Σταματήστε εδώ και διαβάστε πρώτα τη «θυγατρική» της στήλης, τις «Θεωρίες για την υπεραξία», παρακάτω. Τηρήστε το, πλιζ, έχει σημασία.
***

Ωραία, σας ευχαριστώ που ήσασταν συνεπείς - υποθέτω ότι ήσασταν. Κανονικά πρέπει να σταματήσω εδώ. Τι να προσθέσω εγώ στο θέμα «εφημερίδες», όταν έχει προηγηθεί ο Μπρεχτ; Αυτή είναι η πρώτη παραβολή που έγραψε ο Μπρεχτ για τις «Ιστορίες του κ. Κόινερ», το 1926. Υποθέτω ότι έχει σημασία πως ξεκινά από την υπεράσπιση των εφημερίδων αυτές τις αξεπέραστες ασκήσεις διαλεκτικής. Και τις ξεκινά τότε, στο μέσον της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης». Εχει προηγηθεί το «πραξικόπημα της μπιραρίας», ο Χίτλερ έχει αποφυλακιστεί και έχει ήδη εκδώσει το «Ο Αγών μου». Ο Μπρεχτ πιθανότατα πιάνει στην ατμόσφαιρα την τάση υποκατάστασης της πληροφορίας από τη φήμη, της γνώσης από τη δοξασία και πιθανώς δεν συμμερίζεται διόλου τις απόψεις του προγενέστερου Νίτσε, που αποκαλούσε τους δημοσιογράφους «γλοιώδη κοινωνική ομάδα» και εχθρευόταν -όπως και ο κ. Βιρ στην ιστορία του κ. Κόινερ- τις εφημερίδες γιατί… «Το δημοσιογραφικό έντυπο παίρνει τώρα τη θέση της παιδείας και όποιος εξακολουθεί να έχει αξιώσεις για μόρφωση στηρίζεται, έστω κι αν είναι ο ίδιος επιστήμονας- σ' αυτό το ενδιάμεσο κολλητικό στρώμα που στοκάρει τους αρμούς ανάμεσα σε κάθε κοινωνική τάξη, σε κάθε τέχνη, σε κάθε επιστήμη».
Το εύκολο και το παρορμητικό θα ήταν να υιοθετήσει κανείς την απαξιωτική αναφορά του Νίτσε, που δικαιώνει τις εδραιωμένες πεποιθήσεις για «νταβατζήδες» των ΜΜΕ και «αλήτες, ρουφιάνους, δημοσιογράφους», αλλά ο διαλεκτικός Μπρεχτ αντιτάσσει στη γενική «εχθρότητα» προς τις εφημερίδες την απαίτηση για «άλλες εφημερίδες». Τα είχε γράψει θαυμάσια κι ο Τάσος (Τσακίρογλου) πριν από ενάμιση χρόνο (24/5/2018, «Ο κ. Κόινερ και οι αναξιόπιστες εφημερίδες»).
***

Στο διά ταύτα. Εγώ αισθάνομαι ακόμη λίγο μουσαφίρης εδώ, νεόφερτος γαρ, «νέος» είναι το προσωνύμιο που μου αποδίδουν οι ερέτες αυτής της επταετούς πλέον γαλέρας. Και δεν με χαλάει καθόλου αυτή η περιπαικτική αναπαραγωγή του αυτοματισμού της φανταρίστικης ιεραρχίας - ευχαρίστως ανταλλάσσω την ανεπίστρεπτη μεσηλικότητά μου με οποιασδήποτε μορφής νεότητα, ακόμη και του νεοσύλλεκτου ψάρακα.
Αυτή η εφημερίδα, λοιπόν, που γιορτάζει τα εφτάχρονά της σε πείσμα κάθε πρόβλεψης και «κανονικότητας», επιπλέει σε θάλασσα απόλυτης ελληνικής ανωμαλίας. Ο Τύπος παγκοσμίως βρίσκεται σε κάποιας μορφής κρίση: αξιοπιστίας, προσαρμογής στην ψηφιακή εποχή, ταυτότητας, περιεχομένου, όλα μαζί και χώρια, δεν έχει σημασία, πάντως διανύει μια κρίση ορατή στις κυκλοφορίες και στα έσοδά του. Αυτό πρωτίστως αφορά το χαρτί, η εφημερίδα δεν είναι ακριβώς πια η κατά Μαρξ «πρωινή προσευχή του αστού» -και αργότερα του μικροαστού και του προλετάριου-, αλλά παρ' όλα αυτά 640 εκατ. άνθρωποι καθημερινά, το διόλου ευκαταφρόνητο 8,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, κρατούν έστω και για λίγο στα χέρια τους μια εφημερίδα, στο χαρτί ή στις οθόνες τους. Στην Ευρώπη αυτό το ποσοστό κυμαίνεται από το υψηλό 7% του πλούσιου Λουξεμβούργου μέχρι το χαμηλό 1% της φτωχής Ρουμανίας.
Πού βρίσκεται η Ελλάδα; Εκτός μετρήσιμης κλίμακας! Στο 0,4%, κι αυτό δεν είναι φυσιολογικό, δεν είναι λογικό, δεν είναι αποδεκτό, είναι μια παγκόσμια ανωμαλία, είναι η ξεφτίλα της ελληνικής «λματ», που θα 'λεγε κι ο Τάσος (ο έτερος Τάσος της γαλέρας). Της «λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης», η οποία όπως μετέτρεψε σε ερειπιώνα την οικονομία και σε κουφάρια τις επιχειρήσεις, έτσι κατάντησε και τα μέσα -τα δικά της, αστικά, ελεγχόμενα, εκμαυλισμένα μέσα- σε σκιές του άλλοτε γκλάμουρ εαυτού τους. Οι εφημερίδες πουλούσαν κάποτε 500.000 φύλλα καθημερινά, σήμερα δεν φτάνουν ούτε τις 50.000. Τις Κυριακές τα περίπτερα βούλιαζαν από τα φύλλα – σούπερ μάρκετ που έφταναν σε 1 εκατομμύριο νοικοκυριά, σήμερα μετά βίας σέρνονται στο 1/10 αυτής της κυκλοφορίας.
Παρότι αυτό είναι το οικτρό αποτέλεσμα της βλακώδους και ανήθικης προσπάθειας να μονοπωληθούν τα ΜΜΕ από διαγκωνιζόμενους παλιούς και νέους νταβατζήδες, οι οποίοι πληρώνουν στρατούς αυλοκολάκων για να απολαμβάνουν την αίσθηση της ισχύος, ελέγχου της εξουσίας και επιρροής στα πλήθη, ταυτόχρονα δεν είναι ούτε φυσιολογικό ούτε αποδεκτό. Οχι γιατί χάνει δουλειές και δουλίτσες το επαγγελματικό μας σινάφι. Αλλά γιατί, όπως η απόρριψη των πολιτικών που κατέστρεψαν τη χώρα είναι επικίνδυνο να εκτραπεί σε απόρριψη της πολιτικής από τους πολίτες, έτσι και την απόρριψη των νταβατζήδων που εκπόρνευσαν τον Τύπο είναι αυτοχειρία να τη μετατρέψουμε σε απόρριψη του αγαθού της ενημέρωσης, σε παράδοση στο θολό «σύννεφο» της υπερπληροφόρησης-αποπληροφόρησης.
***

Ηθικόν δίδαγμα είναι ότι οι πολίτες είναι οι μόνοι που μπορούν να αποκαταστήσουν μια κάποια φυσιολογική τάξη πραγμάτων και στον Τύπο. Ο Βαγγέλης (μη ρωτάτε ποιος Βαγγέλης) κι οι φίλοι του έχουν το μονοπώλιο, αλλά οι αναγνώστες είναι το μονοψώνιο. Ακόμη κι αν είναι «εχθροί» των εφημερίδων, γιατί αισθάνονται εχθροί των νταβατζήδων τους. Ο κ. Κόινερ, υποθέτω, θα αγόραζε μια εφημερίδα χωρίς νταβατζή. Ή μια εφημερίδα που βγαίνει από ανθρώπους αφοσιωμένους στη ληστρική εκμετάλλευση του εαυτού τους…




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ο κ. Κ. και οι εφημερίδες

Ο κ. Κ. αντάμωσε τον κ. Βιρ που έκανε πόλεμο στις εφημερίδες. Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων, είπε ο κ. Βιρ, δεν θέλω εφημερίδες. Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Εγώ είμαι ακόμη μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες.

Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί, είπε ο κ. Κ. στον κ. Βιρ, τι ζητάτε για να μπορούν να εκδίδονται εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες δεν θα πάψουν να εκδίδονται. Ζητήστε όμως το ελάχιστο. Αν για παράδειγμα ζητούσατε να τις εκδίδουν άνθρωποι που εξαγοράζονται, αυτό θα μου ήταν πιο ευχάριστο από το να ζητάτε αδέκαστους, γιατί αυτούς που εξαγοράζονται θα τους δωροδοκούσα για να βελτιώσουν τις εφημερίδες. Μα κι αν ακόμα ζητάτε αδέκαστους ας αρχίσουμε να ψάχνουμε μπας και τους βρούμε, κι αν πάλι δεν τους βρούμε ας δοκιμάσουμε να τους φτιάξουμε. Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί πώς θέλετε να είναι οι εφημερίδες κι αν τύχει και βρούμε ένα μερμήγκι που να συμφωνεί με το χαρτί σας θ’ αρχίσουμε αμέσως. Ετούτο το μερμήγκι θα μας βοηθήσει περισσότερο να διορθώσουμε τις εφημερίδες από μια γενική κατακραυγή ότι οι εφημερίδες είναι αδιόρθωτες. Γιατί πιο εύκολα μπορεί ένα μερμήγκι να μετακινήσει ένα βουνό, από τη διάδοση ότι το βουνό είναι αμετακίνητο.
Αν είναι αλήθεια ότι οι εφημερίδες είναι ένα μέσο για την αταξία, το ίδιο αλήθεια είναι ότι είναι κι ένα μέσο για την τάξη. Ανθρωποι σαν τον κ. Βιρ αποδείχνουν ακριβώς με τη δυσαρέσκειά τους την αξία των εφημερίδων. Ο κ. Βιρ λέει ότι τον απασχολεί η ανάξια λόγου ποιότητα των εφημερίδων, εκείνο όμως που τον απασχολεί στην πραγματικότητα είναι η αυριανή άξια λόγου ποιότητά τους.

Ο κ. Βιρ πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι ψηλά κι ότι οι εφημερίδες δεν μπορούν να καλυτερέψουν. Ο κ. Κόινερ πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι χαμηλά κι ότι οι εφημερίδες μπορούν να καλυτερέψουν. Τα πάντα μπορούν να καλυτερέψουν, είπε ο κ. Κ., εκτός από τον άνθρωπο.


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόινερ»
 

Sunday, November 3, 2019

Πιστωτικός σαδομαζοχισμός

  ΕφΣυν 2-3/11/2019


Αιματηρή η ώρα της πληρωμής...
Νομίζω πως είναι η ώρα οι ψυχίατροι, οι ψυχαναλυτές, οι γνωσιακοί, οι νευροεπιστήμονες να εγκαινιάσουν νέο πεδίο έρευνας και να ορίσουν μια ακόμη διακριτή μορφή νεύρωσης, ψύχωσης ή άλλης ψυχαναγκαστικής διαταραχής.
Στην πραγματικότητα δεν είναι νέα. Είναι τόσο παλιά όσο και η τοκογλυφία, τόσο αρχετυπική όσο και ο Σάιλοκ του Σέξπιρ, τόσο διαστροφική όσο και η συμφωνία να «ασφαλίσεις» ένα δάνειο τριών χιλιάδων δουκάτων με μια λίβρα κρέας από το σώμα σου. Δεν ξέρω αν σας φαίνεται συμφέρουσα ή ασύμφορη η συναλλαγή που περιέγραφε ο Σέξπιρ στον «Εμπορο της Βενετίας», αλλά σε σημερινές τιμές θα σήμαινε ότι θα πάρεις ένα δάνειο περίπου 440.000 ευρώ κι αν δεν το ξοφλήσεις εμπρόθεσμα, θα κάτσεις στον πάγκο του χασάπη, συγγνώμη, του τραπεζίτη ήθελα να πω, να σου κόψει 450 γραμμάρια κρέας από το σώμα σου.

Πώς πάει η αγορά ανθρωπίνου κρέατος στις μέρες μας; Ποια είναι η τιμή του κιλού; Δεν ξέρω. Ο Σάιλοκ πάντως φαίνεται πως το τιμολογούσε 900.000 ευρώ το κιλό - διόλου κακά για την εποχή του. Στις μέρες μας το ανθρώπινο κρέας διατίθεται σχεδόν τζάμπα: στην Αφρική οι δουλέμποροι τιμολογούν το πολύ 300 δολάρια ολόκληρο πρόσφυγα, ζωντανό και ετοιμοπαράδοτο. Στην Ασία ένα νεφρό 150 γραμμαρίων δεν πιάνει πάνω από 5.000 δολάρια στην αγορά παράνομων μεταμοσχεύσεων. Βεβαίως, ο Σάιλοκ είχε επιβάλει ρήτρα θανάτου στη σύμβαση με τον ανέμελο Αντόνιο, αφού το σάρκινο ενέχυρο της μιας λίβρας μπορούσε να το αποσπάσει από οποιοδήποτε μέρος του σώματός του. Αλλά και πάλι η συναλλαγή ήταν πολύ πιο έντιμη με όρους αγοράς. Ως γνωστόν, η σιωπηρή ρήτρα αναίμακτης αφαίρεσης της σάρκας έσωσε τον Αντόνιο από την απόφαση ενός δικαστηρίου που θεωρούσε την Πίστη (την τραπεζική) ιερότερη από τη ζωή.

Αυτός ο θεμελιώδης μύθος
του σύγχρονου τραπεζικού συστήματος μοιάζει να μη μας αφορά, εξ ου και κάθε τράπεζα που σέβεται τον «κοινωνικό» της ρόλο χορηγεί με γενναιοδωρία μια παράσταση του «Εμπορου της Βενετίας», ακόμη και μια παράσταση της «Οπερας της πεντάρας» του Μπρεχτ, οπότε στη λαμπερή πρεμιέρα της θα δούμε στην πρώτη σειρά των βελούδινων καθισμάτων τραπεζίτες να χειροκροτούν με μαζοχιστικό ενθουσιασμό τον Πίτσαμ να λέει: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της;», πεπεισμένοι ίσως ότι δεν τους αφορά πια...

Αλλά τους αφορά και μας αφορά περισσότερο από ποτέ. Και ο Σέξπιρ και ο Μπρεχτ. Και ο Σάιλοκ και ο Πίτσαμ. Βρισκόμαστε σε μια ιστορική φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού -ενδεχομένως και του πολύ προγενέστερου χρηματικού πολιτισμού- στην οποία η σαδομαζοχιστική σχέση ανθρώπων και τραπεζών -σχέση μίσους και εξάρτησης, πολέμου και υποταγής- εξελίσσεται στη μοναδική δυνατότητα οικονομικής ύπαρξης. Καθώς το χρήμα στη γνώριμη υλική μορφή του έπειτα από χιλιετίες σταδιακά εξαφανίζεται, καθώς οι κυβερνήσεις εκχωρούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα όχι μόνο το απόλυτο μονοπώλιο δημιουργίας πιστωτικού χρήματος, αλλά και τον αποκλειστικό έλεγχο κάθε ιδιωτικής ή δημόσιας χρηματικής συναλλαγής, οι τράπεζες αποκτούν εξουσία ζωής και θανάτου πάνω σε άτομα, τάξεις, κράτη, διακρατικές οντότητες. Κανένα σύστημα εθνικής ή υπερεθνικής εποπτείας, όσο αυστηρούς κανόνες κι αν διαθέτει, δεν μπορεί να αντισταθμίσει το απλό γεγονός ότι δισεκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά μπορούν να αμειφθούν για τη δουλειά τους, να τραφούν, να βάλουν βενζίνη, να πληρώσουν τους λογαριασμούς και τους φόρους τους, με λίγα λόγια να υπάρξουν υπό τους όρους που ο καπιταλισμός επιτρέπει την ανθρώπινη ύπαρξη, μόνο αν έχουν IBAN, πιστωτική, χρεωστική, ή –οσονούπω- λογαριασμό χρήστη ψηφιακού χρήματος (σ.σ. ελπίζω να μην έχετε την αυταπάτη ότι τα κρυπτονομίσματα θα είναι η εναλλακτική στη χρηματοπιστωτική δικτατορία).

Αυτή η καθολική αλλαγή, που ουσιαστικά αχρηστεύει το χρήμα που φυλάει κανείς στο «μαξιλάρι», μετατρέπει τη σχέση των ανθρώπων με το τραπεζικό σύστημα σε μια καθολική ψυχαναγκαστική διαταραχή, μια συλλογική νεύρωση πιστωτικού σαδομαζοχισμού, όπως θα πρότεινα να την ονομάσουμε - οι ψυχίατροι μπορεί να βρουν κάτι καλύτερο. Κι είναι αυτή η σχέση γνήσια σαδομαζοχιστική για τον απλούστατο λόγο ότι οι τράπεζες υπάρχουν και εξακολουθούν να μας υποβάλλουν στα βασανιστήρια των εξωφρενικών χρεώσεων γιατί υπάρχουμε εμείς. Γιατί εμείς τις σώσαμε και τους επιτρέψαμε να υπάρχουν.

Χελόου! Δεν ξέρω αν θυμάστε γιατί έγιναν όλα αυτά. Γιατί βυθιστήκαμε στην κόλαση της ύφεσης και των τριών μνημονίων, γιατί η ευρωζώνη φυλακίστηκε στη διαρκή λιτότητα; Μα, για να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες, για να μη χάσουμε τις αποταμιεύσεις μας- έτσι δεν μας είπαν; Γιατί τις ανακεφαλαιοποιήσαμε τρις -ή τετράκις;-, με 100 δισ. που θα πληρώνουν και τα δισέγγονά μας; Ηταν η λίβρα κρέας που τους διαθέσαμε με υποδειγματική μαζοχιστική αφοσίωση. Μπροστά σε όσα τους έχουμε ήδη χαρίσει, οι χρεώσεις για τις συναλλαγές στα ΑΤΜ είναι μια τρίχα από το κεφάλι μας. Κι αυτό ίσως είναι το θλιβερά γελοίο της υπόθεσης: οι άνθρωποι που μας εξώθησαν να δώσουμε εκατομμύρια λίβρες κρέας από τα σώματά μας, τώρα υπερασπίζονται με πάθος 2-3 τρίχες της κεφαλής μας. «Οι τράπεζες δεν θα κάνουν ό,τι θέλουν», είπε με στόμφο ο Αδωνις. Και ο Σάιλοκ ζάρωσε από ντροπή...




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Αποταμίευση. Μια σεβαστή, ομολογώ,
μορφή χορτάτη ευθανασίας.

Εν μέρει καλά τα λέει ο μύθος.
Επρεπε να λογικευτούν λίγο τα τζιτζίκια
να βάλουν στη μπάντα μισό τραγούδι για το κρύο
να εξοικονομούν ολίγην
της ύπαρξής τους ασωτεία.

Εξω απ’ το χορό, καλά τα λέει ο μύθος.
Πώς αλλιώς να κάνουν τα τζιτζίκια.
Δεν αποταμιεύεται η ένταση.
Δεν θα ’θελε κι αυτή να ζει περισσότερο;
Ομως δεν αποταμιεύεται. Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει.

Κι είπα, έτσι που τη βλέπω
Σωρηδόν να κείται άταφη άψαλτη
να της ρίξω ένα ολάνθιστο Αμήν
πριν τη διαμελίσει η κατακραυγή
πριν τη σύρουν τροφή στη φωλιά τους
κάτι τομάρια εαυτούλικα μερμήγκια.


Κική Δημουλά, «Υπέρ ασωτείας» (Συλλογή «Χαίρε ποτέ»)