Saturday, November 9, 2019

Ο κ. Κόινερ θα αγόραζε «ΕφΣυν»;

ΕΦΣΥΝ, 09/11/2019
 
 
 

Σήμερα θα αντιστρέψουμε τη σειρά ανάγνωσης. Σταματήστε εδώ και διαβάστε πρώτα τη «θυγατρική» της στήλης, τις «Θεωρίες για την υπεραξία», παρακάτω. Τηρήστε το, πλιζ, έχει σημασία.
***

Ωραία, σας ευχαριστώ που ήσασταν συνεπείς - υποθέτω ότι ήσασταν. Κανονικά πρέπει να σταματήσω εδώ. Τι να προσθέσω εγώ στο θέμα «εφημερίδες», όταν έχει προηγηθεί ο Μπρεχτ; Αυτή είναι η πρώτη παραβολή που έγραψε ο Μπρεχτ για τις «Ιστορίες του κ. Κόινερ», το 1926. Υποθέτω ότι έχει σημασία πως ξεκινά από την υπεράσπιση των εφημερίδων αυτές τις αξεπέραστες ασκήσεις διαλεκτικής. Και τις ξεκινά τότε, στο μέσον της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης». Εχει προηγηθεί το «πραξικόπημα της μπιραρίας», ο Χίτλερ έχει αποφυλακιστεί και έχει ήδη εκδώσει το «Ο Αγών μου». Ο Μπρεχτ πιθανότατα πιάνει στην ατμόσφαιρα την τάση υποκατάστασης της πληροφορίας από τη φήμη, της γνώσης από τη δοξασία και πιθανώς δεν συμμερίζεται διόλου τις απόψεις του προγενέστερου Νίτσε, που αποκαλούσε τους δημοσιογράφους «γλοιώδη κοινωνική ομάδα» και εχθρευόταν -όπως και ο κ. Βιρ στην ιστορία του κ. Κόινερ- τις εφημερίδες γιατί… «Το δημοσιογραφικό έντυπο παίρνει τώρα τη θέση της παιδείας και όποιος εξακολουθεί να έχει αξιώσεις για μόρφωση στηρίζεται, έστω κι αν είναι ο ίδιος επιστήμονας- σ' αυτό το ενδιάμεσο κολλητικό στρώμα που στοκάρει τους αρμούς ανάμεσα σε κάθε κοινωνική τάξη, σε κάθε τέχνη, σε κάθε επιστήμη».
Το εύκολο και το παρορμητικό θα ήταν να υιοθετήσει κανείς την απαξιωτική αναφορά του Νίτσε, που δικαιώνει τις εδραιωμένες πεποιθήσεις για «νταβατζήδες» των ΜΜΕ και «αλήτες, ρουφιάνους, δημοσιογράφους», αλλά ο διαλεκτικός Μπρεχτ αντιτάσσει στη γενική «εχθρότητα» προς τις εφημερίδες την απαίτηση για «άλλες εφημερίδες». Τα είχε γράψει θαυμάσια κι ο Τάσος (Τσακίρογλου) πριν από ενάμιση χρόνο (24/5/2018, «Ο κ. Κόινερ και οι αναξιόπιστες εφημερίδες»).
***

Στο διά ταύτα. Εγώ αισθάνομαι ακόμη λίγο μουσαφίρης εδώ, νεόφερτος γαρ, «νέος» είναι το προσωνύμιο που μου αποδίδουν οι ερέτες αυτής της επταετούς πλέον γαλέρας. Και δεν με χαλάει καθόλου αυτή η περιπαικτική αναπαραγωγή του αυτοματισμού της φανταρίστικης ιεραρχίας - ευχαρίστως ανταλλάσσω την ανεπίστρεπτη μεσηλικότητά μου με οποιασδήποτε μορφής νεότητα, ακόμη και του νεοσύλλεκτου ψάρακα.
Αυτή η εφημερίδα, λοιπόν, που γιορτάζει τα εφτάχρονά της σε πείσμα κάθε πρόβλεψης και «κανονικότητας», επιπλέει σε θάλασσα απόλυτης ελληνικής ανωμαλίας. Ο Τύπος παγκοσμίως βρίσκεται σε κάποιας μορφής κρίση: αξιοπιστίας, προσαρμογής στην ψηφιακή εποχή, ταυτότητας, περιεχομένου, όλα μαζί και χώρια, δεν έχει σημασία, πάντως διανύει μια κρίση ορατή στις κυκλοφορίες και στα έσοδά του. Αυτό πρωτίστως αφορά το χαρτί, η εφημερίδα δεν είναι ακριβώς πια η κατά Μαρξ «πρωινή προσευχή του αστού» -και αργότερα του μικροαστού και του προλετάριου-, αλλά παρ' όλα αυτά 640 εκατ. άνθρωποι καθημερινά, το διόλου ευκαταφρόνητο 8,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, κρατούν έστω και για λίγο στα χέρια τους μια εφημερίδα, στο χαρτί ή στις οθόνες τους. Στην Ευρώπη αυτό το ποσοστό κυμαίνεται από το υψηλό 7% του πλούσιου Λουξεμβούργου μέχρι το χαμηλό 1% της φτωχής Ρουμανίας.
Πού βρίσκεται η Ελλάδα; Εκτός μετρήσιμης κλίμακας! Στο 0,4%, κι αυτό δεν είναι φυσιολογικό, δεν είναι λογικό, δεν είναι αποδεκτό, είναι μια παγκόσμια ανωμαλία, είναι η ξεφτίλα της ελληνικής «λματ», που θα 'λεγε κι ο Τάσος (ο έτερος Τάσος της γαλέρας). Της «λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης», η οποία όπως μετέτρεψε σε ερειπιώνα την οικονομία και σε κουφάρια τις επιχειρήσεις, έτσι κατάντησε και τα μέσα -τα δικά της, αστικά, ελεγχόμενα, εκμαυλισμένα μέσα- σε σκιές του άλλοτε γκλάμουρ εαυτού τους. Οι εφημερίδες πουλούσαν κάποτε 500.000 φύλλα καθημερινά, σήμερα δεν φτάνουν ούτε τις 50.000. Τις Κυριακές τα περίπτερα βούλιαζαν από τα φύλλα – σούπερ μάρκετ που έφταναν σε 1 εκατομμύριο νοικοκυριά, σήμερα μετά βίας σέρνονται στο 1/10 αυτής της κυκλοφορίας.
Παρότι αυτό είναι το οικτρό αποτέλεσμα της βλακώδους και ανήθικης προσπάθειας να μονοπωληθούν τα ΜΜΕ από διαγκωνιζόμενους παλιούς και νέους νταβατζήδες, οι οποίοι πληρώνουν στρατούς αυλοκολάκων για να απολαμβάνουν την αίσθηση της ισχύος, ελέγχου της εξουσίας και επιρροής στα πλήθη, ταυτόχρονα δεν είναι ούτε φυσιολογικό ούτε αποδεκτό. Οχι γιατί χάνει δουλειές και δουλίτσες το επαγγελματικό μας σινάφι. Αλλά γιατί, όπως η απόρριψη των πολιτικών που κατέστρεψαν τη χώρα είναι επικίνδυνο να εκτραπεί σε απόρριψη της πολιτικής από τους πολίτες, έτσι και την απόρριψη των νταβατζήδων που εκπόρνευσαν τον Τύπο είναι αυτοχειρία να τη μετατρέψουμε σε απόρριψη του αγαθού της ενημέρωσης, σε παράδοση στο θολό «σύννεφο» της υπερπληροφόρησης-αποπληροφόρησης.
***

Ηθικόν δίδαγμα είναι ότι οι πολίτες είναι οι μόνοι που μπορούν να αποκαταστήσουν μια κάποια φυσιολογική τάξη πραγμάτων και στον Τύπο. Ο Βαγγέλης (μη ρωτάτε ποιος Βαγγέλης) κι οι φίλοι του έχουν το μονοπώλιο, αλλά οι αναγνώστες είναι το μονοψώνιο. Ακόμη κι αν είναι «εχθροί» των εφημερίδων, γιατί αισθάνονται εχθροί των νταβατζήδων τους. Ο κ. Κόινερ, υποθέτω, θα αγόραζε μια εφημερίδα χωρίς νταβατζή. Ή μια εφημερίδα που βγαίνει από ανθρώπους αφοσιωμένους στη ληστρική εκμετάλλευση του εαυτού τους…




ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ο κ. Κ. και οι εφημερίδες

Ο κ. Κ. αντάμωσε τον κ. Βιρ που έκανε πόλεμο στις εφημερίδες. Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων, είπε ο κ. Βιρ, δεν θέλω εφημερίδες. Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Εγώ είμαι ακόμη μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες.

Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί, είπε ο κ. Κ. στον κ. Βιρ, τι ζητάτε για να μπορούν να εκδίδονται εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες δεν θα πάψουν να εκδίδονται. Ζητήστε όμως το ελάχιστο. Αν για παράδειγμα ζητούσατε να τις εκδίδουν άνθρωποι που εξαγοράζονται, αυτό θα μου ήταν πιο ευχάριστο από το να ζητάτε αδέκαστους, γιατί αυτούς που εξαγοράζονται θα τους δωροδοκούσα για να βελτιώσουν τις εφημερίδες. Μα κι αν ακόμα ζητάτε αδέκαστους ας αρχίσουμε να ψάχνουμε μπας και τους βρούμε, κι αν πάλι δεν τους βρούμε ας δοκιμάσουμε να τους φτιάξουμε. Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί πώς θέλετε να είναι οι εφημερίδες κι αν τύχει και βρούμε ένα μερμήγκι που να συμφωνεί με το χαρτί σας θ’ αρχίσουμε αμέσως. Ετούτο το μερμήγκι θα μας βοηθήσει περισσότερο να διορθώσουμε τις εφημερίδες από μια γενική κατακραυγή ότι οι εφημερίδες είναι αδιόρθωτες. Γιατί πιο εύκολα μπορεί ένα μερμήγκι να μετακινήσει ένα βουνό, από τη διάδοση ότι το βουνό είναι αμετακίνητο.
Αν είναι αλήθεια ότι οι εφημερίδες είναι ένα μέσο για την αταξία, το ίδιο αλήθεια είναι ότι είναι κι ένα μέσο για την τάξη. Ανθρωποι σαν τον κ. Βιρ αποδείχνουν ακριβώς με τη δυσαρέσκειά τους την αξία των εφημερίδων. Ο κ. Βιρ λέει ότι τον απασχολεί η ανάξια λόγου ποιότητα των εφημερίδων, εκείνο όμως που τον απασχολεί στην πραγματικότητα είναι η αυριανή άξια λόγου ποιότητά τους.

Ο κ. Βιρ πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι ψηλά κι ότι οι εφημερίδες δεν μπορούν να καλυτερέψουν. Ο κ. Κόινερ πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι χαμηλά κι ότι οι εφημερίδες μπορούν να καλυτερέψουν. Τα πάντα μπορούν να καλυτερέψουν, είπε ο κ. Κ., εκτός από τον άνθρωπο.


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόινερ»
 

No comments:

Post a Comment