Saturday, May 28, 2011

Η Ελλάδα δεν μένει πια εδώ… (28/5/2011)

Άργησε, αλλά ήρθε το καλοκαιράκι. Αυτό δεν ήταν Μάης, σαν Οκτώβρης με περίοδο ήτανε. Άι σιχτίρ. Κάθομαι σ’ ένα καφέ στο λιμάνι, τα πράγματα τα ’χω φορτωμένα, χρόνο έχω μπόλικο μέχρι να σαλπάρει το καράβι, απαλά για τη Μπαρμπαριά… Δηλαδή ποια Μπαρμπαριά, από Μαγκρέμπ μακριά. Την κάνω για Αυστραλία. Αλλά όχι αεροπλάνα κι έτσι – είκοσι ώρες στον αέρα, με τίποτα. Καραβίσιος. Δρομολόγια δεν έχει, μην ψάχνετε. Εγώ απλώς είπα να το κάνω υπερπαραγωγή. Κρουαζιεράτος, παρακαλώ. Θα κάνω τις στασούλες μου, θα αλλάξω τα καράβια μου, θα δω τον μισό κόσμο και σε κάνα δίμηνο θα ’μαι Αδελαΐδα. Άρχοντας. Είπα να τα φάω χλιδάτα τα λεφτά της αποζημίωσης.

Κάθομαι και κοιτάζω τη θάλασσα που σε λίγο θα καταπιεί τις τελευταίες ώρες μου στη μπουρδελοχώρα -το λέω και το εννοώ, γεμίζει το στόμα μου- και λέω να βρω μια μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου, αλλά πού να βρεις πέτρα, και τα χαλίκια υποθήκη τα ’βαλαν. Μετανάστης στα 35. Δε βαριέσαι, μπακούρης είμαι, ούτε παιδιά ούτε σκυλιά, απ’ όσο ξέρω δηλαδή, δεν οχλήθηκα κιόλας. Και τώρα, τσαλαβουτάω το καλαμάκι μου μέσα στην κόκα κόλα, με ειδικό φόρο παρακαλώ, την πίνω και με πίνει, φτου τους ξεφτίλες, στο τέλος θα βάλουν φόρο και στο κλάσιμο.

Την κάνω με ελαφρά. Να ’ναι καλά ο θείος από την Αυστραλία που δεν του ’χα μιλήσει ποτέ ούτε στο τηλέφωνο. Μόνο από μια φωτογραφία που είχε η μάνα μου και τη φύλαγε σαν εικόνισμα τον ξέρω. Έχει να τον δει καμιά τριανταριά χρόνια, αλλά ούτε που θα τον ξαναδεί – μ’ αυτά που ακούει ο άνθρωπος δεν το ’χει σκοπό να γυρίσει ούτε για να πιάσει τον τόπο του. Θα πάει η πατρίδα σ’ αυτόν. Δηλαδή εγώ. Δείγμα. Τι με περιμένει εκεί, δεν ξέρω. Αλλά μια δουλειά θα τη βρω, από αγγλικάνικα πάω καλά, τα skills μου τα έχω. Από κάγκουρας, στρέιτ καγκουρό.

Βιάζομαι να την κάνω, μα τον Βούδα και τον Κούδα μαζί, δεν θέλω να το ζήσω όλο αυτό το μπάχαλο, δεν θέλω να δω αυτά που κορόιδευα στις ελληνικές ταινίες, αυτούς που μένουν κι αυτούς που φεύγουν να κουνούν μαντίλια, Ξανθόπουλος κι έτσι. Δεν θέλω να δω φίλους να μένουν χωρίς δουλειά, άευροι, να κυλάνε στην παραμύθα, δεν θέλω να δω τον Αλέκο να χωρίζει με τη Στέλλα γιατί δεν τα βγάζουν πέρα, δεν θέλω να δω τη Λένα και τον Σταύρο να τους παίρνουν το σπίτι γιατί δεν πληρώνουν τις δόσεις. Δεν θέλω να ζήσω το «πωλείται όπως είναι επιπλωμένο», τους ξένους να παίρνουν κομμάτι κομμάτι τον κόσμο μας, τους Οτέδες μας, τους Οσέδες μας, τις Δεές μας, τις παραλίες μας – όχι ότι τους είχα καμιά τρελή αγάπη, αλλά τα έχουμε πληρώσει, γαμώτο, τα έχουμε πληρώσει ακριβά όλα για να τα κάνει αρπαχτή η λαμογιοκρατία.

Πώς το ’λεγε ο Πάγκακος; Μαζί τα φάγαμε! Ναι, βάλε εσύ τ’ αλάτι, να βάλω εγώ το ταψί με τα γεμιστά, κι είμαστε πάτσι. Τόσο μαζί. Να σου πω εγώ πώς έγινε, να σου έρθει το ντεζαβού, γιατί όλοι την κάναμε την πατάτα. Θυμάσαι εκείνες τις ωραίες εποχές, που σ’ έπαιρνε το γκομενάκι από την τράπεζα, κασέτα η τύπισσα, αλλά μες στο μέλι, και σου ’λεγε για το τι καλός πελατάκος είσαι, και χουβαρντάς -ε, βέβαια, αφού το ’ρούφαγες σαν φραπέ το 21%- και σού ’λεγε, πάρε ένα ακόμη δανειάκι να πορεύεσαι, χτύπα και δυο πιστωτικές, και χρυσή αν θες, γιατί έτσι, σε πήρε με καλό μάτι η τράπεζα. Δεν θέλω, κυρά μου, έλεγες εσύ, όχι θα πάρεις, επέμενε αυτή, τα ’παιρνες κι εσύ – δεν ήξερες, δεν ρώταγες; Αλλά αναρωτιόσουν κιόλας, τι γίνεται εδώ ρε μάγκα, πού τα βρίσκουν οι τράπεζες τα λεφτά και τα πετάνε σα γαρίφαλα στο σκυλάδικο, ορυχεία ανοίξανε; Ορυχεία, βέβαια. Τι είναι το Λαμογιστάν που λέγεται πολιτικό σύστημα; Ένα ορυχείο που βγάζει ομόλογα, πάρε να ’χεις, τρέχανε οι τραπεζάτοι μη χάσουν, γιατί όσο δανειζόταν το κράτος, τόσο τρέχαν οι αποδόσεις, τζόγος κανονικός και σίγουρη πληρωμή στο τέλος. Τώρα, μυξοκλαίγεται η Πίστη, μα την πίστη μου, λες και το κάναν από πατριωτισμό.

Να σου φέρω κι άλλο ένα ντεζαβού; Λοιπόν, όταν ήμουν μαθητής και γράφαμε τις παπαριές για την αποταμίευση, 31 όποιου μήνα ήτανε, μόνο ένα Ταυ Ταυ υπήρχε, άντε και μια τριπλέτα κρατικοτράπεζες, οι γνωστές από εποχής Τρικούπη, την πτώχευση Νο1. Πώς γίνανε όλα αυτά τα μπαχάλικα αεράτες λατσοσαλοτραπεζαρίες που πρέπει ντε και καλά να σωθούνε; Με τον κρίνο;

Εγώ το παραμύθι δεν το αντέχω άλλο. Ούτε τις τράπεζες, ούτε τους τραπεζοκόμους τους θέλω να σώσω. Μαζί τα φάγανε, κι οι πατριώτες κι οι σύμμαχοι, κι οι Τρισέδες κι οι Ολιρένηδες, κι οι Ανγκέλες, κι οι Σαρκοζήδες, δεκαετίες τώρα, πάρε το δανειάκι σου, τσίμπα και μια φρεγάτα να σουλατσάρεις στο Αιγαίο. Θες κι ένα Μιράζ να παίζεις με τους απέναντι κλέφτες κι αστυνόμοι; Τσίμπα κι ένα υποβρύχιο. Κι εσύ, μικρέ, θέλεις ένα Volkswagen να βγάζεις τη γκόμενα βόλτα στην παραλία; Κι αν θες να το παίζεις προλεφτάριος, προτιμάς μια διθέσια SLK, γκομενοπαγίδα; Πάρε να ’χεις. Εσύ, χαχόλε βουκόλε, με το Ντάτσουν και την καρότσα τίγκα στα τριφύλλια θα κυκλοφορείς; Αμαρτία δεν είναι; Ξήλωσε τις ελιές, τα καπνά, ό,τι έχεις τέλος πάντων, ρίξε πέντε Αλβανά στο χωράφι κι εσύ τσίμπα μια επιδότηση να την κάνεις ζάντες και ηλιοροφή. Και φωτοβολταϊκά, δεν λέω, άμα θέλεις από τα πράσινα και το πράσινο να το ρίξεις στην πρασινίλα.

Βρήκαν και τα κάναν, θα μου πεις. Δέκα χρόνια τού δούλεψα σα σκυλί τ’ αλλουνού πριν με απολύσει. Γιώργο, δεν βγαίνω, μου κάνει, κι εγώ άνεργος θα ’μαι σε ένα χρόνο το πολύ. Γιατί, δούλεψες και ποτέ σου, του λέω, νομίζεις πως δεν ξέρω τι έχεις μπαζώσει τόσα χρόνια; Κι απ’ το Χρηματιστήριο έκανες τη μπάνκα σου ληστεύοντας τους μαριδαίους, και λαμογιές με το κράτος είχες, και 300 τετραγωνικά σπίτι, και εξοχικά, και 3-4 αυτοκίνητα, και τα παιδιά σπουδές στο εξωτερικό, και στην Ελβετία κάθε τόσο μη που πεις πως πήγαινες για διακοπές. Με πικραίνεις, Γιώργο, μού λέει. Με τελειώνεις, Στέλιο, τού κάνω και την κάνω μη μού αρχίσει τα κηρύγματα «θυσίες και υπομονή να σώσουμε τη χώρα». Απ’ τους σωτήρες πρέπει να τη σώσουμε τη χώρα. Και ποια είναι η χώρα, ρε ευρωπνίχτη, οι κάμποι και τ’ άπαρτα βουνά; Εγώ είμαι η χώρα, αλλά το κακό είναι πως είσαι κι εσύ κι οι πέντε οικογένειες που μας σώζουν εδώ και πενήντα χρόνια, μη σώσουν. Εγώ είμαι η χώρα, αλλά είναι κι η φουκαριάρα η μάνα μου που το κατάπιε το παραμύθι, κόψε σύνταξη, κόψε ΕΚΑΣ, χρυσώνει το σκατό της για να τα βγάλει πέρα, θέλει να βοηθάει κι εμένα και την αδερφή μου. Πώς την έχεις δει, ρε μαμά, Βορειοηπειρώτισσα στο Τεπελένι; Δεν είναι στην Αλβανία τα σύνορα, στη Φρανκφούρτη και στο Μανχάταν είναι. Εκεί αυτή, μες στην αυταπάρνηση, γονατισμένη από τη χρεοκοποφοβία, ανάβει κεριά στην Παναγία την Τοκοχρεολύτρια το πρωί και στην Παναγιά τη Μεγκακάναλη το βράδυ, μη χάσει λέξη από Τρέμη. Δεν αντέχω, θα πηδηχτώ απ’ το φινιστρίνι. Την πουλεύω, πουλάκια μου. Δεν θα κάτσω να απολαύσω τον πανωλεθρίαμβο του Γιωργάκη, του Αντωνάκη, της Ντορίτσας κι όλων των ακατονόμαστων. Στην Αδελαΐδα, αδελφές μου, στην Αδελαΐδα.

Δεν είναι που μισώ τη μπουρδελοχώρα. Ίσα ίσα, την πάω με χίλια. Και θα ’θελα να την πάρω μαζί μου. Ε ρε και να ’ταν η Ελλάδα, λέει, καράβι. Να σαλπάρει ξαφνικά και να την κάνει κατά Ειρηνικό ή Ατλαντικό, να γίνει η ξαναβρεμένη Ατλαντίδα, και να μείνει εδώ ένα ξερονήσι μόνο, για τους σωτήρες, να φάνε και τις σάρκες και τα λυσακά τους, να τους πάρουν οι τοκόγλυφοι δούλους. Να ψάχνουν να μας σώσουν και να μη βρίσκουν ούτε πατρίδα ούτε πατριώτες, γιατί την έχουμε κάνει. Η Ελλάδα δεν μένει πια εδώ.

Υ.Γ. Ρε συ, λες τα φεισμπουκάκια, που δεν τα ’χα σε υπόληψη, να καταφέρουν ό,τι δεν κατάφεραν οι συνδικαλοπατέρες κι οι γραφειοσπρώχτες; Αν γίνει αυτό, γυρίζω αμέσως. Και σ’ αεροπλάνο μπαίνω, άμα λάχει.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (28/5/2011)

Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Όσο το σκέφτομαι, μου ’ρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ’μαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δε θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. Έχει φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου, τα έντερά μου (…) κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου ’χουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με κάνει να τρέμω συνεχώς ολόκληρη σα να έχω προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της μ’ έχει ξεπατώσει (…) η προσήλωσή της στα φαντάσματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της, τα φρακαρισμένα της μυαλά, τα πτώματά της, τα κιβούρια της, τα εγκλήματά της… Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει.

Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν χώρα»

Saturday, May 21, 2011

Τα αυγά του φιδιού (21/5/2011)

Τι συμβαίνει με τα φίδια; Γιατί το αντιμετωπίζουμε περίπου ως ενσάρκωση του κακού; Το δηλητήριό τους, είναι η απλούστερη εξήγηση, τουλάχιστον για όσα φίδια το διαθέτουν. Η άλλη, η βαθύτερη ίσως, έχει σχέση με τη Βίβλο και τους συμβολισμούς της Γένεσης όπου, ως γνωστόν, ο όφις αποτελεί τη μεταμφίεση του Διαβόλου. Οι φυσιογνώστες και οι βιολόγοι δεν έκαναν ποτέ ιδιαίτερη προσπάθεια να άρουν την προκατάληψη γι’ αυτά τα πλάσματα που προκαλούν φόβο και αποστροφή. Ακόμη κι όταν είναι έμβρυα, μέσα στο διάφανο αυγό τους.

Ο Σαίξπηρ, στον «Ιούλιο Καίσαρα», βάζει στον Βρούτο λόγια που δεν αφήνουν παρά μια αντίδραση στη θέα ενός αυγού φιδιού: «Θέλει να βάλει το στέμμα: πώς αυτό μπορεί να του αλλάξει τη φύση, εδώ είν’ το ζήτημα. Η ωραία ημέρα βγάζει έξω την οχιά. Κι αυτό απαιτεί προσεκτικά να περπατάς… Αυτό που είναι, μεγαλώνοντας, θα έφτανε σε τούτες και τούτες τις ακρότητες, γι’ αυτό στοχάσου τον σαν ένα αβγό φιδίσιο, που, σκάζοντας, κατά το είδος του, θα γίνει κακοποιό, και σκότωσέ τον μεσ’ στο τσόφλι».

Ο Βρούτος, βεβαίως, μιλάει για τον Ιούλιο Καίσαρα και επιχειρηματολογεί έτσι υπέρ της δολοφονίας του, επειδή ταυτίζει την υπερσυγκέντρωση εξουσίας με την εκτροπή στη βαρβαρότητα, στον αυταρχισμό, τελικά στο «κακό». Το κίνητρό του υπέρ της συντριβής του αυγού στο τσόφλι του είναι κατά κάποιον τρόπο δημοκρατικό. Και ο Σαίξπηρ μάλλον συμπαρατάσσεται μ’ αυτό του το επιχείρημα. Η εκμαυλιστική λειτουργία της εξουσίας διαπερνά άλλωστε τους περισσότερους ήρωές στις ιστορικές ή μυθικές του τραγωδίες.

Η «παράδοση» του Σαίξπηρ μεταλαμπαδεύτηκε μέχρι τους αιώνες μας, στον 20ό και στον παρόντα, και η φράση «αυγό του φιδιού» ταυτίστηκε με το πιο αποκρουστικό φαινόμενο του Μεσοπολέμου, τον φασισμό. Οφείλουμε στον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν τη νέα δημοφιλία αυτής της φυσιοδιφικής μεταφοράς. Στο δικό του «Αυγό του φιδιού» (1977), στη μοναδική ταινία που γύρισε με λεφτά του Χόλιγουντ, και ίσως τη μόνη ανοικτά πολιτική του ταινία, παρακολουθούμε μια εβδομάδα από τη ζωή δύο Αμερικανοεβραίων, του Άμπελ και της Μανουέλα, στο Βερολίνο του 1923. Όλα συμβαίνουν λίγα εικοσιτετράωρα μετά το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας» του Χίτλερ, για την ανατροπή της γερμανικής κυβέρνησης. Ο Άμπελ και η Μανουέλα είναι καλλιτέχνες σε τσίρκο και τους συνδέει ο Μαξ, αδελφός του πρώτου, σύζυγος της δεύτερης, που αυτοκτονεί ανεξήγητα. Οι δύο ήρωες περιφέρονται σαν χαμένοι σ’ ένα Βερολίνο που το πλακώνουν η απελπισία, η ανεργία, ο πληθωρισμός, η πείνα. Άνθρωποι το εγκαταλείπουν για την ύπαιθρο, άλλοι ψάχνουν απεγνωσμένα λίγο γάλα για τα μωρά τους, άλλοι σφάζουν τα άλογα των κάρων τους για να φάνε ή να πουλήσουν το κρέας τους. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της ήττας και των όρων εξόντωσης που επέβαλαν στη Γερμανία οι νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και σ’ αυτό το περιβάλλον της εξαθλίωσης και της κοινωνικής αποσύνθεσης, ο Άμπελ και η Μανουέλα, μαζί με έναν αστυνομικό επιθεωρητή που ερευνά μια σειρά από ανεξήγητες δολοφονίες, μας «ξεναγούν» μέχρι την πύλη της αβύσσου που πρόκειται ν’ ανοίξει τα επόμενα χρόνια. Μας οδηγούν μέχρι τη φωλιά του φιδιού: το «επιστημονικό» εργαστήριο του γιατρού Χανς Βέργκερους, ο οποίος πειραματίζεται χημικά και ψυχολογικά στη μετατροπή της αθωότητας σε ενοχή, του θύματος σε θύτη, του άκακου ανθρώπου σε απόλυτο φονικό όπλο. Σε μια εφιαλτική επίδειξη της «μεγαλοφυΐας» του, ο Ναζί επιστήμονας προβάλλει στον Άμπελ ένα κινηματογραφημένο πείραμά του: Μια τρυφερή και ανυποψίαστη καμαριέρα είναι κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο μ’ ένα μωρό. Το μωρό κλαίει ακατάπαυστα, λόγω μιας φυσαλίδας που έχει τοποθετηθεί στον αναπνευστικό του σωλήνα. Η καμαριέρα στην αρχή προσπαθεί να το ηρεμήσει. Περνούν ώρες, ίσως και μέρες. Κάποια στιγμή το εγκαταλείπει στην τύχη του. Αλλά το ανυπόφορο κλάμα συνεχίζεται. Στο τέλος, σκοτώνει το μωρό. Τόσο απλά. «Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια να δείτε τις σας περιμένει εκεί, στο μέλλον. Είναι σαν το αβγό του φιδιού. Μέσα από τις λεπτές μεμβράνες του διακρίνεται ήδη το τέλεια διαμορφωμένο ερπετό», λέει θριαμβευτικά ο γιατρός-καρικατούρα του Μένγκελε. Και ο Άμπελ, πειραματόζωο ήδη του γιατρού, απαντά στον αστυνομικό που ερευνά τους ανεξιχνίαστους φόνους – θύματα των Άρειων «φονικών όπλων» του γιατρού, στην πραγματικότητα: «Αύριο η άβυσσος θα ανοίξει και θα εξαφανίσει τα πάντα σε μια τελική καταστροφή. Γιατί, λοιπόν, ν’ ασχοληθείτε με μερικούς ασήμαντους θανάτους;».

Ηχεί ίσως ως κοινοτοπία το να επιχειρεί κανείς να βρει αναλογίες με το σήμερα – τα ιστορικά φαινόμενα, ανάμεσά τους και ο φασισμός, έχουν τις μοναδικότητές τους. Ωστόσο, υπάρχει μια σταθερή, επαναλαμβανόμενη βάση στην προϊούσα εξοικείωση της κοινωνίας με τη φασίζουσα ατζέντα της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, της κατασκευής του «εσωτερικού εχθρού». Η Ευρώπη μυρίζει απ’ άκρου εις άκρον φασισμό, ίσως σε μικρές δόσεις ακόμη, αλλά αυτό ίσχυε και για το 1923, δέκα χρόνια πριν ο Χίτλερ ανέβει στην καγκελαρία κι έναν χρόνο αφότου ο Μουσολίνι την έχει ήδη καταλάβει στην Ιταλία, στηριγμένος στη μαζική τρομοκρατία των μελανοχιτώνων. Τώρα, τα αυγά του φιδιού εκκολάπτονται στις πιο ανυποψίαστες φωλιές. Και όχι απαραίτητα μόνο στο κέντρο της Αθήνας όπου η Χρυσή Αυγή εγκαθίδρυσε το άτυπο κράτος της.

Διατρέχοντας την Ευρώπη, από βορρά προς νότο, διακρίνουμε ήδη εκκολαπτήρια φιδιών που αποκτούν όλο και πιο σταθερό κοινωνικό ακροατήριο. Υπάρχει μια ποικιλία ακροατηρίων στα οποία εναλλάσσονται διαφορετικοί βαθμοί ευημερίας ή εξαθλίωσης. Υπάρχει ο «φασισμός των πλουσίων», στον Βορρά, όπου η ρητορική στρέφεται κατά των «ξένων» που θέλουν να περάσουν το κατώφλι των χωρών τους, αλλά και κατά των τεμπέληδων Νότιων, που θέλουν να «ταΐζονται» στο ευρωπαϊκό Πρυτανείο, αποκρυσταλλώνεται ήδη σε πολιτικά μορφώματα εθνικιστικά ή ακροδεξιά με αξιοσημείωτη άνοδο. Υπάρχει και ο «φασισμός των φτωχών», στον ευρωπαϊκό Νότο, όπου η απειλή μιας βίαιης και μαζικής εξαθλίωσης στρωμάτων που συντηρούνταν μέχρι σήμερα σε ένα ανεκτό επίπεδο εκτονώνεται στους «εισβολείς» από την Αφρική και την Ασία. Αυτό που διαφεύγει της προσοχής και των μεν και των δε είναι ότι αυτό που αλλάζει στην πραγματική τους κατάσταση, στην κοινωνική τους καθημερινότητα, ή αυτό που επαπειλείται έχει μια κοινή βάση. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες το έχουν πει ορθά κοφτά: το πάρτι της ευημερίας τελείωσε, οι επόμενες γενιές θα ζήσουν χειρότερα. Κι έχουν πάρει στα χέρια μια βαριοπούλα και κατεδαφίζουν όλο το οικοδόμημα σχετικής ευημερίας, κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας της μεταπολεμικής Ευρώπης. Το κοινωνικό κράτος, το ελάχιστο επίπεδο εγγυημένης διαβίωσης αμφισβητείται για όλους. Και για τους Βόρειους -Φινλανδούς, Γερμανούς, Ολλανδούς- και για τους Νότιους – Έλληνες, Πορτογάλους, Ισπανούς. Εκείνο που διαφοροποιείται είναι απλώς ο βαθμός και ο ρυθμός της επιδείνωσης. Η κατανομή της αθλιότητας στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα θα γίνει με όρους «δικαιοσύνης». Οι τεμπέληδες και οι αντιπαραγωγικοί, οι διεφθαρμένοι και σπάταλοι του Νότου θα πληρώσουν περισσότερα. Οι πειθαρχημένοι, παραγωγικοί, έντιμοι του Βορρά θα διασώσουν περισσότερα. Αυτό είναι όλο.

Στη ρητορική της «δίκαιης τιμωρίας» που επικρατεί ακόμη και στον επίσημο λόγο τον ευρωπαϊκών ηγεσιών σε κάθε αναφορά τους στη διαχείριση της κρίσης χρέους υπάρχει ένα είδος πειράματος, σαν αυτά που έκανε ο κινηματογραφικός Ναζί γιατρός του Μπέργκμαν ή και οι πραγματικοί, του Χίτλερ. Υπάρχει μια δοκιμασία στα όρια αντοχής, τα ψυχολογικά, τα ιδεολογικά, τα κοινωνικά, τα οικονομικά, ακόμη και τα πολιτικά των κοινωνιών που αναδιαρθρώνονται βίαια, έξω από κάθε συμβατικό πλαίσιο δημοκρατίας, κοινωνικής διαπραγμάτευσης και εθνικής κυριαρχίας. Σαν να πειραματίζονται με εκρηκτικές ύλες, αλλά με μια βεβαιότητα για το πού θα κατευθύνουν τα ωστικά κύματα της έκρηξης, όταν και όποτε συμβεί. Είναι βέβαιοι, φυσικά, ότι δεν θέλουν να τους πάρουν τα σκάγια. Είναι επίσης βέβαιοι ότι δεν θέλουν η έκρηξη να δρομολογήσει συστημικές ανατροπές, κι εκεί κινούνται μάλλον εκ του ασφαλούς, χάρη στις αδύναμες και άναρθρες φωνές υπέρ μιας δίκαιης λύσης. Αλλά, δεν είναι καθόλου βέβαιοι αν απεύχονται μια εκτροπή της κοινωνικής έκρηξης προς τον ολοκληρωτισμό, τον αυταρχισμό, τους Μεσσίες, τους «σωτήρες», τον φασισμό. Σε κάθε περίπτωση το ρισκάρουν.

Έτσι, την ώρα που διαπραγματεύονται την τύχη εκατομμυρίων ανθρώπων ανάμεσα σε τραπεζικά λογιστήρια, dealing rooms και ευρωπαϊκά fora, την ώρα που βυθίζουν τις κοινωνίες όλο και βαθύτερα στην παγίδα του χρέους, της ύφεσης, της παραγωγικής παρακμής και της απελπισίας, την ίδια ώρα μετατοπίζουν βολικά τις γραμμές των αντιθέσεων μέσα στις ίδιες τις κοινωνίες-πειραματόζωα. «Δεν σας φταίμε εμείς, φταίει το κακό DNA σας. Δεν σας φταίμε εμείς, φταίνε οι μελαψοί εισβολείς. Δεν σας φταίμε εμείς, φταίνε οι άλλοι. Ποιοι άλλοι; Βρέστε τους. Πάντα υπάρχει ένας “άλλος” που απειλεί τον ζωτικό σας χώρο».

Εν ολίγοις, οι ηγεμόνες της Ευρώπης κλωσάνε τα αυγά του φιδιού. Παίζουν με τη φωτιά, όπως έπαιξαν και πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως έπαιξαν και στον Μεσοπόλεμο, όπως έπαιξαν και με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που είναι καταγεγραμμένοι σαν ανθρωπιστικά ολοκαυτώματα, αλλά στο βάθος τους, το οικονομικό τους βάθος, είναι κλασικές περιπτώσεις «αναδιάρθρωσης χρέους» και κατανομής οικονομικής ισχύος.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (21/5/2011)

Πρώτα ήρθαν για τους κομμουνιστές
και δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής

Έπειτα ήρθαν για τους συνδικαλιστές
και δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής

Ύστερα ήρθαν για τους Εβραίους
και δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν Εβραίος

Έπειτα ήρθαν για μένα
και δεν είχε μείνει κανείς για να μιλήσει για μένα

Μάρτιν Νιεμέλερ (Γερμανός, ποιητής και αντιναζιστής θεολόγος, λουθηρανός πάστορας, 1892- 1984)

Saturday, May 14, 2011

Μηδενίζοντας το κοντέρ (14/5/2011)

Πέφτουμε στο κενό χωρίς φρένο. Και είναι άγνωστο πότε θα πιάσουμε πάτο. Η πιο φαντεζί ένδειξη αυτής της εξέλιξης είναι οι δημόσιες ομολογίες ευρωκρατών, επιτηρητών, αναλυτών, κυβερνητικών ότι η συνταγή δεν βγαίνει. Ωστόσο, το ουσιαστικότερο σύμπτωμα είναι η προϊούσα κοινωνική αποσύνθεση, άκρως επικίνδυνη, που εκδηλώνεται όχι απαραίτητα στο κεντρικό σήμερα πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, την κρίση χρέους, αλλά σε παρεμπίπτοντα πεδία. Ένας ειδεχθής φόνος, για παράδειγμα, στο παρηκμασμένο κέντρο της Αθήνας γίνεται αφορμή και πρόσχημα για να βγουν τα τρωκτικά στο φως, ανάγοντας σε κεντρική αντίθεση της κοινωνίας το δίπολο «Έλληνες- αλλοδαποί». Ένας φόνος ανυποψίαστου μετανάστη φέρει τη σφραγίδα της ρατσιστικής αντεκδίκησης. Στην Αθήνα, περνούν «μέρες και νύχτες των κρυστάλλων», με πρωτοφανές πογκρόμ των φασιστοειδών εις βάρος κάθε μετανάστη με σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Μια απεργιακή διαδήλωση μετατρέπεται σε μάχη, με παρ’ ολίγον νεκρούς και σοβαρά τραυματίες. Αυτά τα διάχυτα συμπτώματα κοινωνικής απονομιμοποίησης έρχονται να συμπληρώσουν την ήδη καταγεγραμμένη απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Μια ακόμη δημοσκόπηση εμφανίζει τους πολίτες να συσσωρεύονται στον «κανένα» και στο «τίποτα». Σ’ αυτή την εξέλιξη, οι διαμεσολαβητές της «λαϊκής βούλησης» αντιδρούν με τον τρόπο που σάρκαζε ο Μπρεχτ: «Αφού ο λαός έχασε την εμπιστοσύνη του στους πολιτικούς, γιατί δεν τον διαλύουν για να εκλέξουν έναν άλλο;». Αυτό περίπου δεν εκφράζει η φιλολογία περί αναγκαστικής διακομματικής συναίνεσης που με τόση αγωνία ζητούν πλέον επίσημα οι επιτηρητές-δανειστές μας, ακόμη και μέσα στην ελληνική Βουλή;

Εδώ που φτάσαμε η λύση είναι μία: να μηδενίσουμε το κοντέρ. Έτσι κι αλλιώς, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από την προ «μνημονιακής σωτηρίας» περίοδο. Και ο μηδενισμός του κοντέρ, δηλαδή η συζήτηση από το μηδέν όλων των εναλλακτικών λύσεων, με τα ρίσκα τους και τις αβεβαιότητές τους, είναι πράξη αυτοσυντήρησης και ευθύνης. Το ψεύδος του μονόδρομου έχει καταρρεύσει. Και στα μάτια της κοινωνίας και στις ομολογίες των επιτηρητών, «σωτήρων» και πιστωτών. Αυτοί αλληλοσπαράσσονται για τη συνταγή καταστροφής, αλλά ο πραγματικός κίνδυνος είναι να μετατρέψουν τον δικό τους αλληλοσπαραγμό σε δικό μας εμφύλιο.

Το πρώτο που πρέπει να επιβάλουμε ως κοινωνία είναι ένα φρένο. Φρένο στην επιδείνωση της κρίσης χρέους, φρένο και στις πολιτικές που υποδύονται τη θεραπεία, αν και αποτελούν συνταγή επιτάχυνσης του πιστοληπτικού θανάτου της χώρας. Το δεύτερο είναι να ιεραρχήσουμε προτεραιότητες. Στο δικό μου, ΙΧ μανιφέστο, οι προτεραιότητες είναι οι εξής:

Πρώτον. Το πρόβλημά μας είναι πρωτίστως πρόβλημα δημοκρατίας, εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Δεν νοείται, ακόμη και στο πλαίσιο της ανάπηρης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, να θεωρείς αποδεκτό το εξωθεσμικό κονκλάβιο του Λουξεμβούργου, όπου άνθρωποι που δεν εκπροσωπούν τίποτα και κανέναν συζητούν εναλλακτικές «θεραπείες» για το πειραματόζωο Ελλάδα, αλλά να θεωρείς καταστροφική την έκφραση της λαϊκής βούλησης, με εκλογές, με δημοψήφισμα ή με όποιον άλλο συντεταγμένο τρόπο. Θα προκύψει χάος και ακυβερνησία; Πιθανώς, για κάποια περίοδο. Αλλά είναι προτιμότερο ένα διαρκές κοινωνικό χάος, προϊόν των νεοφιλελεύθερων συνταγών; Είναι προτιμότερη η μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο των πιστωτών;

Δεύτερον. Να εντοπίσουμε το πρόβλημα. Και το πρόβλημα δεν είναι η κρίση χρέους. Αυτή είναι το θανάσιμο σύμπτωμα. Το πρόβλημα είναι το οικονομικό μοντέλο που μετατρέπει συστηματικά κοινωνίες, έθνη και οικονομικές ενώσεις σε υποχείρια των άναρχων και αρρύθμιστων αγορών. Είτε μιλούμε για τις αγορές ομολόγων είτε για τα CDS που στοιχηματίζουν στις χρεοκοπίες χωρών είτε για τους οίκους αξιολόγησης, το δεδομένο είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες έχουν παραδώσει άνευ όρων στη διεθνή της τοκογλυφίας τη διαχείριση της χρηματοδότησης και του χρέους των χωρών. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης να ανακτήσουν τον έλεγχο του χρήματος και των μηχανισμών δημιουργίας του.

Τρίτον. Ο έλεγχος του χρήματος και των πηγών του, είτε μιλούμε για μεμονωμένη χώρα είτε για νομισματική ένωση, φέρνει στο προσκήνιο τη νοσηρή σχέση κράτους και τραπεζικής πίστης. Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. με μεγάλη άνεση αποφάσισαν να αποδεσμεύσουν άφθονο χρήμα των φορολογουμένων για διασώσουν τις τράπεζες, θύτες και «θύματα» της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008. Έτσι παρήγαγαν μια ευρωπαϊκή (και παγκόσμια) κρίση χρέους. Τώρα, εμφανίζονται απρόθυμες να διαθέσουν τα ανάλογα για τη διάσωση των υπερχρεωμένων χωρών, επικαλούμενες πάλι τον τραπεζικό κίνδυνο. «Θα καταρρεύσουν οι τράπεζες», είναι το επιχείρημα με το οποίο αποκρούουν την πίεση για ανάκτηση του χρέους. Και είναι προτιμότερο να καταρρεύσουν οι κοινωνίες υπό την πίεση μιας ύφεσης χωρίς ημερομηνία λήξης;

Τέταρτον. Να μετρήσουμε το «σύμπτωμα». Τι χρωστάμε, σε ποιους το χρωστάμε, με ποιους όρους το δανειστήκαμε. Ποιο μέρος του υπηρετούσε πραγματικές δανειακές ανάγκες και ποιο στην πραγματικότητα υπηρετούσε ανάγκες των ίδιων των πιστωτών ή των προμηθευτών της χώρας. Το να ισχυρίζεται κανείς ότι αυτό είναι πολυτέλεια αποτελεί εθελοτυφλία. Η ιστορία του ελληνικού χρέους έχει δύο διαστάσεις: τη διάσταση της εξάρτησης της χώρας από τις «πολυτελείς» ή υπερτιμολογημένες προμήθειες (όπως καταδεικνύουν και τα διερευνώμενα σκάνδαλα μίζας) Ευρωπαίων ή υπερατλαντικών «συμμάχων», και τη διάσταση της εκρηκτικής επέκτασης του πιστωτικού συστήματος την τελευταία εικοσιπενταετία. Το κρατικό χρέος εξέθρεψε τις σχέσεις διαπλοκής των κομμάτων εξουσίας με τους προμηθευτές και, μαζί με το υπερτροφικό ιδιωτικό χρέος, έθρεψε και τις σημερινές ιδιωτικές τράπεζες, που τη δεκαετία του ’80 ή δεν υπήρχαν ή ήσαν ασήμαντες. Οι τράπεζες αυτές είναι στην ουσία κρατικές. Το να πληρώσουν μέρος του χρέους είναι στοιχειώδες. Σαν να επιστρέφουν δανεικά, και μάλιστα καθυστερημένα. Θα αντέξουν; Θα καταρρεύσουν κάποιες; Πιθανό. Αλλά, είναι προτιμότερο να καταρρεύσουν οι άνθρωποι;

Πέμπτον. Η μέτρηση του χρέους είναι η «απογραφή» ή «καταγραφή» που πραγματικά χρειαζόμαστε εδώ και τώρα. Και πρέπει να γίνει με συντεταγμένο, διαφανή τρόπο, και μάλιστα με το κύρος της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Και καθώς η ιστορία του κρατικού χρέους είναι εν μέρει και η ιστορία του πολιτικού συστήματος, των πολιτικών που μετέτρεψαν τη χώρα σε χωματερή χρεογράφων, η «απογραφή» αυτή μπορεί να λειτουργήσει αποκαλυπτικά για τις σχέσεις διαπλοκής και εξάρτησης και τελικά λυτρωτικά και καθαρτικά για τα κόμματα εξουσίας που τις ανέπτυξαν.

Έκτον. Όταν βρεθούμε μπροστά στο πρόβλημα, μετρημένο και κοστολογημένο με σχετική ακρίβεια, μπορούμε να περάσουμε στις εναλλακτικές λύσεις. Να επιλέξουμε, δηλαδή, ποιο μέρος του είναι διαπραγματεύσιμο με όρους ηθικούς και πολιτικούς και ποιο αδιαπραγμάτευτο. Αυτό θα απαιτούσε μια αναστολή πληρωμής του χρέους, με αναντίρρητα ρίσκα εγχώρια και διεθνή, αλλά πόσο μεγαλύτερα είναι τα ρίσκα αυτά από τα καταστροφικά αποτελέσματα του μνημονιακού μονόδρομου; Υπάρχει, άλλωστε, η εμπειρία δεκάδων χωρών που έχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναδιαπραγματευτεί μικρό ή μεγάλο μέρος του χρέους τους. Ποιος από τους υπερκινητικούς τεχνοκράτες μπήκε στον κόπο να ψάξει αν η εμπειρία τους μας είναι σε κάτι χρήσιμη;

Έβδομο. Το βασικό επιχείρημα όσων αρνούνται να κουβεντιάσουν έστω και φιλολογικά εμπειρίες αναδιαπραγμάτευσης και διαγραφής κρατικών χρεών είναι ότι βρισκόμαστε προ του ιστορικά πρωτότυπου δεδομένου μιας κρίσης χρέους στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης. Άρα, μια «αναδιάρθρωση» θα είχε χαοτικά αποτελέσματα σε όλη την Ευρώπη και παγκόσμια. Η διαπίστωση είναι σωστή, το συμπέρασμα, όμως, συζητήσιμο. Χαοτικά θα είναι τα αποτελέσματα αν οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης αφήσουν τη διαχείριση και «αξιολόγηση» της αναδιαπραγμάτευσης αυτής στις χαοτικές αγορές, όπου δρουν αντίρροπες, ανταγωνιστικές δυνάμεις. Αλλά, τι εμποδίζει τις κυβερνήσεις να «παγώσουν» την καταστροφική επίδραση των αγορών μέχρι να επέλθει η κατάσταση της νέας ισορροπίας;

Όγδοο. Επειδή, όμως, η Ε.Ε. έχει τις κυβερνήσεις και ηγεσίες που έχει, αυτές εξακολουθούν να δρουν ασύνταχτα και ανταγωνιστικά και έχουν μετατρέψει τη «σωτηρία» σε μια τιμωρία χωρίς τέλος, τι μπορεί να κάνει μια μεμονωμένη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης; Η μία εναλλακτική είναι να επιλέξει συμμάχους μεταξύ των ανταγωνιζόμενων «ηγεμόνων» της Ε.Ε. και τελικά το είδος υποτέλειας που θα της επιβάλουν. Μνημόνιο επιμήκυνσης ή μνημόνιο νέου δανεισμού; Τι δίλημμα κι αυτό! Υπάρχει άλλη εναλλακτική; Βεβαίως. Η αδιανόητη: εθνικό νόμισμα, μια γερή δόση προστατευτισμού και, κυρίως, ένα στέρεο πρόγραμμα παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της χώρας. Που πρέπει να αποφασίσει αν θα παραμείνει σούπερ μάρκετ γερμανικών προϊόντων και ξενοδοχείο Γάλλων τουριστών ή θα αποκτήσει μια παραγωγική ταυτότητα που θα εξασφαλίζει πρώτα επάρκεια αγαθών και υπηρεσιών για την εγχώρια αγορά κι έπειτα ένα αξιοπρεπές, διακριτό στίγμα στη διεθνή αγορά. Έχει ρίσκα αυτή η εναλλακτική; Πολλά! Αλλά, πόσο πιο ακίνδυνη έχει αποδειχτεί μέχρι σήμερα η επιλογή που βυθίζει την οικονομία σε μακρόχρονη ύφεση, τη χώρα σε ανυποληψία, την εργασία σε μαζική ανεργία, την Ευρώπη σε οριζόντια λιτότητα και τις κοινωνίες της σε επικίνδυνα φλερτ με τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον βίαιο κοινωνικό αυτοματισμό;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (14/5/2011)

Το μηδέν θα κάνω κύκλο
κι εκεί μέσα θα χορεύω
κι ας μην ξέρω πού πηγαίνω
κι ας μην ξέρω τι γυρεύω

Τη ζωή μου μηδενίζω
πάει να πει πως ξαναρχίζω
Τη ζωή μου μηδενίζω
Πίσω δεν ξαναγυρίζω

Βάλαμε φωτιά στα φρένα
Και μας έμεινε το γκάζι
Με ταχύτητες μεγάλες
Μοναχά η γη αλλάζει.
Έτσι μόνο η γη αλλάζει
Με ταχύτητες μεγάλες
Βάλαμε φωτιά στα φρένα
Και μας έμεινε το γκάζι.

Στάχτη γίνανε τα πάντα
Κάηκε το παρελθόν μου
Όλη μου η περιουσία
Στην καρδιά και στο μυαλό μου.
Τη ζωή μου μηδενίζω,
Πάει να πει πως ξαναρχίζω,
Τη ζωή μου μηδενίζω,
Πίσω δεν ξαναγυρίζω...

«Το μηδέν», στίχοι Λάκη Λαζόπουλου, σύνθεση Θάνου Μικρούτσικου

Saturday, May 7, 2011

ΒΛΕΠΩ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ (7/5/2011)

Ελάχιστοι άνθρωποι στη Δύση λυπήθηκαν για τη δολοφονία του Μπιν Λάντεν. Αρκετά περισσότεροι πρέπει να λυπήθηκαν στην Ανατολή, στον αραβικό και τον ισλαμικό κόσμο, όπου το αίσθημα της αδικίας που όπλισε τον ισλαμικό εξτρεμισμό είναι ίσως ακόμη πιο έντονο απ’ όσο το 2001. Ωστόσο, και αυτοί που λυπήθηκαν, και αυτοί που δεν λυπήθηκαν, και αυτοί που το καταχάρηκαν αντέδρασαν έτσι για τους λάθος λόγους. Στο θρίλερ της δολοφονίας Μπιν Λάντεν (αν υποθέσουμε ότι πράγματι έγινε, αν δούμε ντοκουμέντα της εκτέλεσης κι αν υποθέσουμε ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες δεν έχουν στήσει μία ακόμα «συνωμοσία του αιώνα») υπάρχει μια σαφής πολιτισμική εκτροπή ιστορικών διαστάσεων την οποία χωνεύουμε αμάσητη, ανυποψίαστοι για την καταστροφή που προοιωνίζεται.

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ
βρίσκεται στις φωτογραφίες που ο Λευκός Οίκος, με περισσή αλαζονεία και αμοραλισμό, έδωσε στη δημοσιότητα: ο Αμερικανός πρόεδρος, η υπουργός Εξωτερικών, οι αξιωματούχοι του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών έχουν προσηλωμένα τα βλέμματά τους σε ένα μόνιτορ στο οποίο υποτίθεται ότι παρακολουθούν live την επιχείρηση δολοφονίας του Μπιν Λάντεν. Η αμερικανική κοινωνία είναι εξοικειωμένη με live μεταδόσεις δολοφονιών, ακόμη και πρόεδροί της έχουν δολοφονεί μπροστά σε φωτογραφικές ή τηλεοπτικές κάμερες, αλλά αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Ο φωτογραφικός φακός έχει πιάσει κάποιες ανεπαίσθητες αποχρώσεις στα βλέμματα των κορυφαίων της αμερικανικής ηγεσίας που δείχνουν πιθανά αγωνία, σασπένς, νευρικότητα, πάντως όχι απέχθεια. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει πόσος ρεαλισμός και πόση σκηνοθεσία υπάρχει στις φωτογραφίες αυτές. Άλλωστε, δεν ξέρουμε καν αν πράγματι παρακολουθούν κάτι και τι είναι αυτό.

ΥΠΑΡΧΕΙ ένα σαφέστατο μήνυμα στις σκηνές αυτές. Θυμίζουν λίγο την τελετουργία εκτέλεσης μιας θανατικής καταδίκης, αλλά αποσιωπούν ότι δεν έχει παρεμβληθεί καμιά δημόσια δίκη, καμιά ακροαματική διαδικασία, καμιά απόδοση ποινής από τη θεσμοθετημένη δικαστική διαδικασία. Το μήνυμα των φωτογραφιών είναι ότι οι πρωταγωνιστές τους είναι και δικαστές, και ένορκοι, και εκτελεστές της ποινής. Η απόλυτη ώσμωση των εξουσιών. Αυτοί έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, εν ονόματι όχι μόνο 300 εκατομμυρίων Αμερικανών, αλλά 6 δισεκατομμυρίων πολιτών του κόσμου, να αποφασίσουν αν τελέστηκε ένα έγκλημα, ποιος το τέλεσε, πώς θα δικαστεί και θα καταδικαστεί, πώς θα εκτελεστεί η ποινή του. Η αμερικανική και η διεθνής κοινή γνώμη δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην τελετουργία αυτή. Τους ανακοινώνεται απλώς το αποτέλεσμα. Οι δικαστές- δήμιοι θα αποφασίσουν τι άλλο πρέπει να γνωρίζει η ανθρωπότητα για τους τίτλους τέλους στο δεκαετές θρίλερ που κόστισε δεκάδες χιλιάδες ζωές σε αρκετές χώρες, πρωτίστως στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν, στο Ιράκ. Οι δήμιοι, που αποφάσισαν ότι «έτσι απονέμεται δικαιοσύνη», αποφασίζουν και για τα τεκμήρια απονομής της που θα παρουσιάσουν. Και παρ’ ότι στις πιο πρόσφατες απόπειρες «απονομής δικαιοσύνης» άνοιγαν κι ένα παράθυρο «ζωντανής μετάδοσης» στο παγκόσμιο κοινό (με τις τηλεοπτικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη), αυτοί τη φορά κράτησαν για τον εαυτό τους την «απόλαυση» της ζωντανής παρακολούθησης. Η δολοφονία Μπιν Λάντεν πήρε έτσι τον χαρακτήρα ενός θεάματος για την ελίτ της «αυτοκρατορίας».

ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ και πολλή σκέψη το τι σημαίνει αυτή η τελετουργία για την περίφημη «διεθνή νομιμότητα», έτσι κι αλλιώς προ πολλού πουκάμισο αδειανό. Καθώς η στρατιωτική και οικονομικής ισχύς γίνεται πλέον το μοναδικό κριτήριο για να συγκεντρώσει μια χούφτα ανθρώπων στα χέρια της «όλες τις εξουσίες που πηγάζουν από τον λαό», αλλά και αυτές που πηγάζουν από τις διεθνείς σχέσεις, από άποψη νομικού πολιτισμού επιστρέφουμε περίπου στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τους Ναζί να «απονέμουν δικαιοσύνη» σε όλη την Ευρώπη για τις αδικίες που υπέστησαν μετά τον Α΄ Πόλεμο.

Η «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» αυτού του είδους απονέμεται σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Στη Λιβύη, αίφνης, οι ηγέτες της αυτοκρατορίας αποφασίζουν ποιος θα πεθάνει και ποιος θα ζήσει εν ονόματι της προστασίας των αμάχων, των οποίων οι «τυχαίοι θάνατοι» αποτελούν, υποτίθεται, την εξαίρεση των χειρουργικής ακριβείας βομβαρδισμών. Αλλά, το αν ισχύει πράγματι αυτό το ξέρουν μόνο οι ίδιοι. Ποιων τον θάνατο έχουν παρακολουθήσει live το ξέρουν πάλι οι ίδιοι και οι ίδιοι θα αποφασίσουν, με μια «ανεξάρτητη επιτροπή έρευνας» που θα συγκροτήσουν, για ποιους ακριβώς θανάτους θα μας ενημερώσουν εκ των υστέρων.

ΥΠΑΡΧΕΙ μια ανατριχιαστική αναλογία ανάμεσα στο «Βλέπω τον θάνατό σου Νο 40» που παίζεται στο Πακιστάν, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, ανάμεσα στο θέαμα της πειρατικής εκτέλεσης ενός ανθρώπου, έστω κι αν πρόκειται για τον χειρότερο εγκληματία όλων των εποχών, και στον τρόπο που «απονέμεται δικαιοσύνη» στην παγκόσμια κοινωνία των αγορών. Αν στη θέση του «τρομοκράτη» μπει η χώρα που «εγκληματεί» ενάντια στη δημοσιονομική ορθοδοξία των χαμηλών ελλειμμάτων και του ελεγχόμενου χρέους, αν στη θέση των δικαστών-δημίων μπουν οι ευρωκράτες, οι αλαζονικοί ηγεμόνες της Ευρωζώνης και οι χρυσοκάνθαροι των αγορών και της τραπεζοκρατίας που αποφασίζουν πώς τιμολογείται -σε spreads και σε αποδόσεις CDS- το δημοσιονομικό «έγκλημα» κάθε χώρας, κι αν στη θέση της εκτέλεσης του «εγκληματία» τεθεί ο αργός πιστοληπτικός θάνατος της χώρας, τι έχουμε; Το κουίζ δεν θέλει καν απάντηση. Ίσως χρειάζεται μόνο μια διαφορετική σκηνοθεσία κι ένα διαφορετικό casting στους ρόλους των αυτόκλητων δικαστών- δημίων που υποβάλλουν την ελληνική, την ιρλανδική και την πορτογαλική κοινωνία σε διπλή τιμωρία, ηθική και οικονομική. Ηθική, από τη στιγμή που στήθηκαν στο εδώλιο της διαπόμπευσης ως PIGS, «γουρούνια» της κατά τα λοιπά ενάρετης και καθαρής Ευρώπης και με συνοπτικές διαδικασίες, με μόνους ενόρκους τους κατεξοχήν ενόχους της ευρωπαϊκής κρίσης κρατικού χρέους, τους οίκους της τραπεζικής πίστης και τους συναυτουργούς τους, τους κερδοσκόπους, αποφάνθηκαν για την ενοχή των κοινωνιών, δηλαδή για την πιστωτική τους αφερεγγυότητα. Και οικονομική τιμωρία, από τη στιγμή που οι δήμιοι άρχισαν να εφαρμόζουν τη θανατική καταδίκη των κοινωνιών πριν καν αυτή αποφασιστεί. Αποδοκιμάζοντας μέσω των ιερών αγορών ακόμα και τα πιο σκληρά μέτρα λιτότητας, συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους και εκποίησης του δημόσιου πλούτου. Κραυγάζοντας ύστερα από κάθε κύμα κυβερνητικών ανακοινώσεων: «Κι άλλα, κι άλλα!». Σαν το αιμοδιψές πλήθος του Κολοσσαίου που απαιτούσε μονομαχίες μέχρι τελικής πτώσεως και δεν συγχωρούσε τον ελάχιστο οίκτο στον νικητή.

ΣΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ υπερβολική η αναλογία ανάμεσα στην εκτέλεση Οσάμα και στον πιστοληπτικό θάνατο των υπερχρεωμένων χωρών της Ε.Ε.; Κι όμως, η τελετουργία της οικονομικής εξόντωσης της ελληνικής κοινωνίας εδώ και έναν χρόνο δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει την αμερικανική πειρατεία στο Πακιστάν. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, ιδιαίτερα αυτοί του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης, παρακολουθούν σχεδόν με χαιρεκακία την Ελλάδα να βυθίζεται στην ύφεση και την ανεργία, και τις αγορές να την απομακρύνουν όλο και περισσότερο από το μέλι του δανεισμού. Ακριβώς όπως οι ένοικοι του Λευκού Οίκου, με νευρικά αλλά συναισθηματικά αμέτοχα πρόσωπα, παρακολουθούν όσα η κάμερα του εκτελεστή του Μπιν Λάντεν καταγράφει. Κι όμως, είναι στο χέρι τους να σταματήσουν τους εκτελεστές. Μια πολιτική τους απόφαση μπορεί να ακυρώσει το παιχνίδι των οίκων αξιολόγησης, το διπλό παιχνίδι των τραπεζών με τα CDS, τα στοιχήματα της διεθνούς κερδοσκοπίας πάνω στην ελληνική χρεοκοπία, τα ομόλογα και τα spreads. Αν μάλιστα είχαν την παραμικρή διάθεση να αποκαταστήσουν την «οικονομική δικαιοσύνη», θα έπρεπε να έχουν προ πολλού αντιστρέψει τους ρόλους μεταξύ ενόχων και ενόρκων αυτού του ιδιότυπου έκτακτου πιστωτικού στρατοδικείου που έχουν στήσει. Στο εδώλιο των κατηγορουμένων θα έπρεπε να κάθονται αυτοί που αποδεδειγμένα προκάλεσαν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, την ίδια που μέσα από τις αλλεπάλληλες μεταλλάξεις της κατέληξε σαν ελληνική κρίση. Θα έπρεπε επίσης να κάθονται αυτοί που μετέτρεψαν το ευρώ και τους κανόνες του σε μηχανισμό παραγωγικής αφαίμαξης των ασθενών κρίκων της ΟΝΕ και μεταφοράς πλεονασμάτων στις ηγεμονεύουσες χώρες. Κι αν θέλουμε να μετατρέψουμε τη μεταφορά σε κυριολεξία, θα έπρεπε να απονείμουν «δικαιοσύνη» με την ταχύτητα και την ψυχρότητα με την οποία σχεδίασαν και εκτέλεσαν τον «άρχοντα του τρόμου». Με μια εισβολή κομάντος στα άδυτα του δημοσιονομικού τρόμου, στα dealing rooms μερικών από τις έγκριτες ευρωτράπεζες που πουλάνε στοιχήματα ελληνικής χρεοκοπίας, την ώρα που οι διοικήσεις τους κλαίγονται για το πόσο θα τους κοστίσει ένα «κούρεμα».
Αλλά τι να περιμένει κανείς από ηγεσίες τόσο ταγμένες στη «δικαιοσύνη» της αυτοκρατορίας του χρήματος; Άλλωστε, ακούγοντας την κ. Μέρκελ να δηλώνει «ευτυχής για την εν ψυχρώ εκτέλεση του Μπιν Λάντεν», δεν σας θύμισε πόσο ευτυχής δήλωνε για τα «αποφασιστικά μέτρα που παίρνει η ελληνική κυβέρνηση»; Δηλαδή, τα μέτρα μας…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (7/5/2011)

(Ο Γκούντερ Φρανκ) υπολόγισε τι σημαίνει για μια χιλιανή οικογένεια να προσπαθεί να επιβιώσει με αυτό που ο Πινοτσέτ θεωρούσε «επαρκή μισθό διαβίωσης». Περίπου το 74% του μισθού διοχετευόταν μόνο στην αγορά ψωμιού, με αποτέλεσμα οι οικογένειες να περικόπτουν «πολυτέλειες όπως το γάλα και τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών για να πηγαίνουν στη δουλειά τους… Επιπλέον, πολλά παιδιά δεν είχαν τη δυνατότητα να πίνουν γάλα στο σχολείο, καθώς μία από τις πρώτες ενέργειες της χούντας ήταν να καταργήσει το πρόγραμμα διανομής γάλακτος στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτό, σε συνδυασμό με την οικογενειακή οικονομική ανέχεια, είχε σαν αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερα παιδιά να λιποθυμούν στις τάξεις, ενώ πολλά σταμάτησαν να πηγαίνουν στο σχολείο. Ο Γκούντερ Φρανκ θεώρησε ότι υπήρχε άμεση σχέση ανάμεσα στις βάναυσες οικονομικές πολιτικές που είχαν επιβληθεί από τους πρώην συμφοιτητές του και στη βία που είχε εξαπολύσει ο Πινοτσέτ. Οι συνταγές του Φρίντμαν ήταν τόσο στραγγαλιστικές, ώστε ο αποστάτης του Σικάγου να γράψει πως δεν μπορούσαν «να υλοποιηθούν ή να επιβληθούν, χωρίς τα δύο στοιχεία στα οποία βασίζονταν: τη στρατιωτική ισχύ και την πολιτική τρομοκρατία».

Ναόμι Κλάιν, «Το δόγμα του σοκ»