Monday, January 26, 2009

Πάμε στοίχημα; (24/1/2009)

Λένε ότι σε χαλεπούς οικονομικούς καιρούς ο τζόγος είναι ο μόνος κλάδος που ανθεί. Νόμιμος ή παράνομος, κρατικός ή ιδιωτικός, δεν έχει σημασία, επενδύει στη μόνη βεβαιότητα της ύφεσης: την απόλυτη αβεβαιότητα. Είναι ένας κλάδος που δεν παράγει απολύτως τίποτα, δεν παρέχει καμιά απολύτως υπηρεσία, είναι εξ ορισμού παρασιτικός και απλώς ανακυκλώνει αξίες που η αβεβαιότητα αποδεσμεύει από τους κλάδους που υποτίθεται ότι παράγουν κάτι. Κατά κάποιο τρόπο ο τζόγος κάνει σε μικροκλίμακα τη δουλειά που κάνει η ύφεση σε κάθε εθνική αγορά ή στις παγκοσμιοποιημένες αγορές στο σύνολό τους. Αναδιανέμει τον πλούτο του εκατομμυρίων που τζογάρουν στην τύχη υπέρ των ολίγων και τυχερών.

Το ψυχολογικό υπόστρωμα του τζόγου είναι προφανές. Εφόσον οι κανόνες, οι θεσμοί, τα όργανα της υποτιθέμενης συντεταγμένης κοινωνίας και της οργανωμένης αγοράς δεν αποδίδουν με βεβαιότητα υπεραξίες στο εισόδημα που εκτίθεται σε έναν κίνδυνο, μήπως η τύχη είναι ένα πιο αξιόπιστο ρίσκο; Σίγουρα ναι, αν πάρουμε υπόψη, για παράδειγμα, ότι η τράπεζα αδυνατεί να εγγυηθεί την κατάθεσή σου χωρίς την παρουσία του κράτους, αλλά και ότι το κράτος με τη σειρά του καθίσταται αναξιόπιστος εγγυητής όταν οι ξένες τράπεζες το αντιμετωπίζουν σαν μπαταχτσή και το δανείζουν με πανάκριβο χρήμα. Το ίδιο συμβαίνει με οποιαδήποτε επένδυση στη γη, η αξία της οποίας μπορεί να βρεθεί στα Τάρταρα, και με την παραγωγή που μπορεί να μείνει απούλητη, και με την εργασία που μπορεί να μείνει στα αζήτητα. Αντίθετα, ο τζόγος εγγυάται τουλάχιστον ένα καθαρό δίλημμα: χάνεις ή κερδίζεις, και μάλιστα επί τόπου. Η προσδοκία- και το σασπένς στο οποίο σε υποβάλλει- είναι υπόθεση λεπτών, ωρών ή το πολύ μερικών εικοσιτετραώρων. Άλλωστε, ο τζόγος βασίζεται σ’ ένα μηχανισμό νομιμοποιημένης κλοπής. Ό,τι προσδοκάς να κερδίσεις ξέρεις ότι θα βγει από την τσέπη του γνωστού ή αγνώστου συμπαίκτη σου, εξαιρουμένης της γκανιότας του κράτους, του νόμιμου ή του παράνομου «μπουκ».

Όσο για την ηθική απαξίωση του τζόγου αποτελεί μια κραχτή υποκρισία. Όπως απέδειξε και η περιπέτεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης που έγινε ήδη και δημοσιονομική και εξελίσσεται ακάθεκτη σε παραγωγική, ήταν ο ηθικός κώδικας του τζόγου που, με τον μανδύα της ελευθερίας των αγορών και των νεοφιλελεύθερων συνταγών, ανέβαζε για δύο δεκαετίες στα ύψη την αδρεναλίνη χρηματιστών, τραπεζιτών, επιχειρηματιών και τεχνοκρατών της πολιτικής. Και μαζί με την αδρεναλίνη τους φούσκωναν και τα χαρτοφυλάκιά τους. Ο καπιταλισμός –καζίνο ήταν ένα τεράστιο γραφείο στημένων στοιχημάτων που τώρα συντρίβεται στο τοίχος της ύφεσης.

Θα το ρίξουμε στο τζόγο, λοιπόν. Δικαιολογημένα εμείς, οι παρίες της ευημερίας πριν και τα απόβλητα της ύφεσης νυν, γιατί δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα εκτός από τις αλυσίδες μας, κατατεθειμένες κι αυτές στο ενεχυροδανειστήριο της ύφεσης. Είναι το ελάχιστο περιθώριο ελευθερίας που αφήνει η ύφεση στα βέβαια θύματά της. Βεβαίως, πρέπει να έχουμε την επίγνωση ότι η πιθανότητες είναι συντριπτικά εις βάρος μας. Γιατί μαζί με μας στοιχηματίζουν κι άλλοι. Σε άλλα ταμπλό, σε άλλα τραπέζια, με στημένα χαρτιά και πειραγμένες ρουλέτες. Πάντως, στοιχηματίζουν κι εμείς είμαστε ανυποψίαστοι συμπαίκτες τους. Στοιχηματίζουν, για παράδειγμα, ποια είναι η επόμενη χώρα που θα υποβαθμιστεί πιστοληπτικά (και προφανώς, δεν υπάρχει κανένας κανόνας που απαγορεύει στους αξιολογητές της να στοιχηματίζουν ήδη στην υποβάθμισή της). Στοιχηματίζουν επίσης στο ποσοστό της πτώσης του ΑΕΠ, της αύξησης του χρέους της, της εκτίναξης της ανεργίας της, της υπέρβασης των ελλειμμάτων της, της χρεοκοπίας της, της πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησής της. Τι πλάκα έχει να βάζεις στοίχημα για το πόσους θα απολύσει αυτή την εβδομάδα η αυτοκινητοβιομηχανία, για το ποια χώρα θα χρεοκοπήσει, σε ποια θα ξεσπάσει κοινωνική θύελλα και σε ποια πρωτεύουσα θα γίνει…της Αθήνας ή της Εθνικής Οδού! Οι ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν γίνει ένα απέραντο καζίνο της ύφεσης, με κρυφούς και φανερούς μπουκμέικερ να κινούνται με άνεση από τα γραφεία των στοιχημάτων στα διαβούλια των Βρυξελών που μετρούν το μέγεθος της καταστροφής σε κάθε χώρα σαν τον νεκροθάφτη που παίρνει μέτρα σε ετοιμοθάνατο ασθενή…

Όλοι στοιχηματίζουν στον καπιταλισμό-καζίνο. Όλοι τα παίζουν όλα (και την τελευταία δεκάρα τους (σαν τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι, Αλεξέι Ιβάνοβιτς) στα σενάρια της κρίσης. Το κακό είναι όμως ότι στοιχηματίζουν και οι πολιτικοί διαχειριστές της. Ο νέος υπουργός Οικονομίας, αίφνης. Απερίφραστα, αντιμετωπίζει την εκκολαπτόμενη οικονομική τραγωδία (και μη μου πείτε ότι είναι υπερβολική η λέξη) που ανέλαβε να διαχειριστεί σαν ένα στοίχημα. Πώς ακριβώς το είπε; «Θα χάσουν όσοι στοιχηματίζουν εις βάρος της Ελλάδας». Κι ακόμη: «Οι Κασσάνδρες θα διαψευστούν». Για το δεύτερο αρκεί να επισημάνουμε την λανθασμένη σημειολογία του πράγματος. Ως γνωστόν η Κασσάνδρα είχε το θλιβερό χάρισμα να επιβεβαιώνεται χωρίς να βάζει στοίχημα. Το αντίθετο μάλιστα, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να διαψευστεί η προφητεία της, για να χάσει δηλαδή, αλλά ποιος την άκουγε- αυτή ήταν η κατάρα της. Κατά τον μύθο, άλλωστε, το πλήρωσε και με τη ζωή της.

Αλλά, ως προς το στοίχημα που υποτίθεται ότι μπαίνει εις βάρος της Ελλάδας και της αναξιοπαθούσας οικονομίας της, ένας υπουργός Οικονομίας δεν έχει κανένα λόγο και καμιά νομιμοποίηση να συναινεί. (Υπήρξαν, βέβαια, στο παρελθόν, όταν γραφόταν με οικονομικό αίμα το έπος της ΟΝΕ, κρατικοί αξιωματούχοι του εκσυγχρονιστικού χυλού που έπαιξαν, κυριολεκτικά και όχι συμβολικά, στοίχημα εις βάρος του αλήστου μνήμης εθνικού μας νομίσματος, δραχμής, κι έβγαλαν εκατομμύρια και για τα τρισέγγονά τους. Μη μου πείτε πως ξεχάσατε την υποτίμηση…) Ο υπουργός, η κυβέρνηση δεν μπορεί να επενδύει στην αβεβαιότητα, αλλά να δημιουργεί στοιχειωδώς τις ελάχιστες βεβαιότητες. Διότι δεν διαχειρίζεται το πορτοφόλι του αλλά τα πορτοφόλια μας. Και τα πορτοφόλια των παιδιών μας και των εγγονιών μας. Δεν υπάρχει καμιά υπερβολή σ’ αυτό. Αν η
επελαύνουσα ύφεση ακολουθήσει το χειρότερο σενάριο, αυτό που παίζεται για παράδειγμα ήδη στην Ισλανδία ή στο μέχρι πρότινος Ιρλανδικό «θαύμα», είναι βέβαιο ότι θα υποθηκευτεί το μέλλον μιας ακόμη γενιάς με υπέρογκο χρέος και ένα δημοσιονομικό κραχ διαρκείας. Εκείνο στο οποίο μπορεί να στοιχηματίσει με μια καλή πιθανότητα επιτυχίας η κυβέρνηση είναι ότι στο εξής θα χάνει όλο και περισσότερα στοιχήματα. Θα χάσει το στοίχημα με τους αγρότες, όπως έχασε το στοίχημα με τη νεολαία, όπως θα χάσει το στοίχημα με τους μισθωτούς και τους ανέργους, και το στοίχημα με τους μικροεπιχειρηματίες, το στοίχημα με τους νοικοκυραίους, το στοίχημα με όλο το κοινωνικό νεφέλωμα του μεσαίου χώρου στο οποίο μετεωρίστηκε πολιτικά, ακόμη και το στοίχημα με τους φυσικούς της συμμάχους, την επιχειρηματική ελίτ που αποσύρει διακριτικά την όποια εμπιστοσύνη της, όχι λόγω ιδεολογικής αποστροφής στην «φιλολαϊκή» στροφή της κυβέρνησης, αλλά γιατί αμφιβάλει πια για τη διαχειριστική της επάρκεια. Με τόσα στοιχήματα από χέρι χαμένα, το μόνο στοίχημα που νομιμοποιείται η κυβέρνηση να βάλει είναι το εκλογικό. Στο οποίο, ως γνωστόν, δεν ισχύει ο στίχος του Αγγελάκα ότι «ο χαμένος τα παίρνει όλα».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/1/2009)

Φτάνει μια φορά μονάχα να φανώ άνθρωπος με χαρακτήρα και μπορώ σε μια ώρα μόνο ν’ αλλάξω τη μοίρα μου! Το κυριότερο είναι η συνέπεια. Φτάνει να θυμηθώ τι έπαθα από την άποψη αυτή πριν από εφτά μήνες στο Ρουλέτενμπουργκ, πριν από τη στιγμή που τα είχα χάσει όλα, μια για πάντα. Ω, ήταν μια θαυμάσια περίπτωση αποφασιστικότητας: τα έπαιξα και τα ‘χασα τότε όλα, όλα… Βγαινω από το καζίνο, κοιτώ, τι να δω, σε μια γωνιά της τσέπης μου αναδεύει ακόμη ένα λουδοβίκιο. «Α, επομένως, έχω να φάω το μεσημέρι»,σκέφτηκα μας ύστερ από εκατό περίπου βήματα άλλαξα γνώμη και γύρισα πίσω. Έβαλα το λουδοβίκιο αυτό στο manque (κείνη τη φορά ήταν μπροστά μου το manque) και είναι αλήθεια πως υπήρχε κάτι ιδιαίτερο στην αίσθηση, όταν είσαι ένας και μόνος σε ξένη χώρα, μακριά από τις ρίζες σου, από τους φίλους σου και χωρίς να ξέρεις αν σήμερα θα φας , να παίζεις την τελευταία σου δεκάρα, την πιο πιο τελευταία! Κέρδισα και σε είκοσι λεπτά βγήκα από το καζίνο με εκατόν εβδομήντα λουδοβίκια στην τσέπη. Είναι γεγονός! Να τι μπορεί κάποτε να σημαίνει το τελευταίο λουδοβίκιο! Και τι θα γινόταν αν τότε έχανα το ηθικό μου, αν δεν τολμούσα ν’ αποφασίσω; .…
Αύριο, αύριο θα τελειώσουν όλα!

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, «Ο παίκτης»

Sunday, January 18, 2009

Τα δάχτυλα των golden boys (17/1/2009)

Τώρα εξηγούνται όλα: γιατί δεν έγινα πλούσιος, γιατί δεν παράγω υπεραξίες, γιατί δεν έχω αποταμιεύσεις και αποδοτικές επενδύσεις, γιατί το χαρτοφυλάκιό μου είναι ισχνό μέχρι ανυπαρξίας, γιατί δεν έγινα βεντέτα, γιατί θα συγκαταλέγομαι πάντα στη Διεθνή των αποτυχημένων, γιατί δεν θα πετύχω ποτέ κοινωνική ανέλιξη πέρα από το μίζερο μικροαστικό επίπεδο, γιατί ό,τι πιάνω δεν γίνεται χρυσός. Φταίνε τα δάχτυλά μου. Για την ακρίβεια, η μικρή αναλογία μεταξύ παράμεσου και δείκτη. Δεν είναι μια τυχαία ανακάλυψη, μια μεταφυσική έκλαμψη. Είναι επιστημονική έρευνα. Βρετανική, φυσικά. Του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Μόνο ένα αγγλοσαξονικό πανεπιστήμιο θα μπορούσε να μετρήσει τα δάχτυλα μερικών δεκάδων χρηματιστών για να διαπιστώσει αν η αναλογία παράμεσου και δείκτη έχει σχέση με την απόδοσή τους σε κέρδη.

Για να μη βιαστείτε να θεωρήσετε άλλη μια χυδαία βλακεία την έρευνα, σας πληροφορώ ότι έχει και γενετικό-βιοχημικό υπόστρωμα. Διότι η αναλογία παράμεσου και δείκτη εξαρτάται από τα επίπεδα τεστοστερόνης στα οποία έχει εκτεθεί το έμβρυο στη διάρκεια της κύησης. Όσο περισσότερη τεστοστερόνη τόσο μακρύτερος ο παράμεσος (τώρα που το σκέπτομαι: αυτό προφανώς θα επηρεάζει κι άλλα, κρίσιμα, μέλη του σώματος. Γιατί δεν μετρήσανε αυτά και προτίμησαν τα δάχτυλα; Και γιατί στο δεξί χέρι; Αν κάποιος είναι αριστερόχειρας;). Και η τεστοστερόνη, ως γνωστόν, συνδέεται με την επιθετικότητα, την ανταγωνιστική συμπεριφορά κι όλα τα ζωώδη ένστικτα που απαιτεί μεταξύ άλλων ο μηχανισμός της απληστίας και η κερδοσκοπική αδηφαγία της χρηματιστηριακής αρένας.

Η παρατήρηση, λοιπόν, είναι σαφής: οι χρηματιστές με μακρύτερο παράμεσο είχαν καλύτερες αποδόσεις και υψηλότερα κέρδη στα χαρτοφυλάκια που διαχειρίζονταν. Σημειωτέον, δε, ότι το προσόν αυτό δεν είναι απαραίτητα εξ ίσου χρήσιμο σε όλα τα επαγγέλματα. Είναι χρήσιμο σε έναν αθλητή, έναν παλαιστή, έναν στρατιώτη, έναν πολιτικό και γενικώς σε επαγγελματίες που ζουν από και στον ανταγωνισμό, αλλά όχι σε έναν επιστήμονα ή έναν επαγγελματία, που η δουλειά του απαιτεί αναλυτική σκέψη, αφοσίωση και μακροπρόθεσμους στόχους. Ένας γενετιστής, για παράδειγμα, που έχει όνειρο ζωής να βρει το φάρμακο κατά του καρκίνου, μπορεί να έχει βραχύτερο παράμεσο και μακρύτερο δείκτη, χωρίς αυτό να του στερεί την ευκαιρία στην επιτυχία. Ποιος ξέρει ποια ορμόνη την εξασφαλίζει στην περίπτωσή του.

Εν πάση περιπτώσει, απ’ αυτή την εκ πρώτης όψεως βλακώδη έρευνα, μάθαμε και κάτι χρήσιμο: το γενετικό μυστικό των golden boys του διεθνούς καπιταλισμού. Έχουν μακρύτερο παράμεσο και άφθονη τεστοστερόνη. Ενδεχομένως, η λαϊκή θυμοσοφία να είχε προβλέψει αυτή την επιστημονική ανακάλυψη όταν αποκαλούσε χρυσοδάκτυλους όσους μπορούσαν να αποσπούν και να ιδιοποιούνται λεόντειες μερίδες από τον κοινωνικό πλούτο. Και πιθανώς το χρυσοφόρο τους δάκτυλο να ήταν ο παράμεσος. Ο Ίαν Φλέμινγκ ίσως δεν αποκαλούσε τυχαία Goldfinger τον περίφημο ήρωά του στην ομώνυμη περιπέτεια του Τζέιμς Μποντ, ο οποίος θα προκαλούσε παγκόσμιο οικονομικό χάος ληστεύοντας τον χρυσό του Fort Knox. Φυσικά, ο Φλέμινγκ μπλέκει στην ιστορία άλλον ένα δάχτυλο, τον δάκτυλο της Μόσχας, όπως απαιτούσε το λυκαυγές του Ψυχρού Πολέμου, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, αλλά αυτό δεν έχει σχέση την υπόθεσή μας.

Πέραν αυτού, για να επιστρέψουμε στη λαϊκή θυμοσοφία, αυτή είχε αντιληφθεί πολύ πριν τους ερευνητές του Κέμπριτζ τη σημασία των δαχτύλων ως εξήγηση της άνισης κατανομής του πλούτου. Εξ ου και οι γνωστές αποφθεγματικές αλήθειες: «όλα τα δάχτυλα ίσα δεν είναι» (κι όλοι να τρώνε δίκιο δεν είναι, όπως πρόσθετε στιχουργικά ο Νεγρεπόντης στα «Μικροαστικά» του), ή το καίριο «ποιος έχει στα δάχτυλα το μέλι και δεν το γλείφει», το οποίο δεν είναι απαραίτητο να μιλά μόνο για τον παράμεσο, μιας και κατά κανόνα όποιος έχει το μέλι χώνει μέσα όλη την παλάμη. Βεβαίως, η λαϊκή θυμοσοφία διατηρεί πιο σοφές ισορροπίες μεταξύ της γενετικής προδιάθεσης στον πλούτο και του κοινωνικού ρεαλισμού και αντισταθμίζει τα προνόμια των χρυσοδάκτυλων με μια ακόμη παροιμία που χρησιμοποιεί τα δάχτυλα ως μέτρο του κόσμου: «απ’ τη ζωή στο θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κ… στο μ… δυο δάκτυλα και κάτι». Κι εδώ πάντως δεν διευκρινίζεται το είδος και το μήκος των δαχτύλων. Προφανώς, διότι έχουν τόση σημασία όση και το μήκος του μονοπατιού. Όσο κι αν το μετρήσεις, στο τέλος του βίου μικρό θα βγει...

Σε αντίθεση με τη γενετική προδιάθεση των golden boys του καπιταλισμού στην απληστία και την επιτυχία, χάρη στους μακριούς παραμέσους και στις υψηλές ποσότητες τεστοστερόνης (οι επιστήμονες δεν έχουν διευκρινίσει αν εμφανίζεται κάποια σχετική ορμονική ανωμαλία στα θηλυκά αρπακτικά του είδους), η σιωπηρά πλειοψηφία της οικονομικής καχεξίας ή της μέτριας ευημερίας προφανώς διαθέτει μικρούς παράμεσους και ισχνές δόσεις τεστοστερόνης. Γι’ αυτό και κατά κανόνα εκτονώνει τη δυσφορία της για τις κακές οικονομικές πολιτικές, αξιοποιώντας σαν μέσο έκφρασης το μόνο μακρύ δάκτυλο που της απομένει: τον μέσο. Ως γνωστόν, ο μέσος είναι βασική νοηματική έκφραση για του «άει γ…», ελληνιστί γνωστό και ως «κ…δάκτυλο», μια απειλή όχι πάντα αποτελεσματική, πλην όμως ευρύτατα γνωστή είτε στην εγχώρια εκδοχή του λυγισμένου σε ορθή γωνία μέσου, είτε στην αγγλοσαξονική και τελικά διεθνή παραλλαγή με τα λοιπά δάχτυλα λυγισμένα και τον μέσο όρθιο εν είδει προτεταμένου φαλλού. Για τους πιο σεμνότυφους, που δεν αντέχουν τις σεξιστικές χειρονομίες, υπάρχει και η εναλλακτική χρήση του συνόλου της παλάμης στη γνωστή άσκηση των πέντε δαχτύλων που λέγεται μούντζα.
Έχοντας, πάντως, το δεδομένο μιας ζωτικής ερμηνείας για οικονομική κρίση -της οποίας ως υπ’ αριθμόν 1 ένοχος ορίστηκε η απληστία των χρυσοδάκτυλων-, θεωρητικά έχουμε μια λύση πιο αποτελεσματική από όλα τα μείγματα κρατικού παρεμβατισμού, εθνικού προστατευτισμού και ιμιτασιόν ανταγωνισμού που δοκιμάζονται αυτή την περίοδο στις δύο όχθες του Ατλαντικού: να κοντύνουμε τους παράμεσους των εναπομενόντων golden boys και όσων διαχειρίζονται την ιδιωτική, τη δημόσια οικονομία, την άμπωτη και την παλίρροιά τους. Η μέθοδος θυμίζει, βεβαίως, ολίγον μαφία, της οποίας το μάνατζμεντ περιλαμβάνει και το κόψιμο των δαχτύλων ως ποινή για καταχρήσεις εξουσίας, χρέη και λαθροχειρίες εις βάρος του ταμείου της. Αλλά υποθέτω ότι θα την αντέξουμε. Επιπροσθέτως, επειδή διανύουμε περίοδο γενικευμένης καχυποψίας εις βάρος των golden boys, αλλά και απο-αλογοσκουφοποίησης του επανιδρυμένου γαλάζιου κράτους, καλόν θα είναι να μετρήσουμε τα δάχτυλα υπουργών και κυβερνητικών αξιωματούχων πριν τους εμπιστευθούμε τη διαχείριση της χειρότερης μεταπολεμικής ύφεσης. Τι γίνεται με τα δάχτυλα του κ. Παπαθανασίου, για παράδειγμα; Δεν τα έχω προσέξει. Τι αναλογία δείκτη και παράμεσου έχει; Γιατί, μπορεί να διατείνεται ότι παίζει την αγορά στα δάκτυλα, εδώ όμως έχει να διαχειριστεί δύο ΑΕΠ (ένα που παράγουμε και ένα που χρωστάμε), όχι το ταμείο καταστήματος της Ερμού. Και δεν μου αρκεί καθόλου το γεγονός ότι τα λοιπά μέλη του «διευθυντηρίου» της ύφεσης, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, έχουν αποδεδειγμένα κοντόχοντρα δάκτυλα και ασφαλείς αναλογίες δείκτη και παράμεσου. Δεν βυζαίνουμε δα και το δάκτυλο για να μην αντιληφθούμε ότι η ψύχραιμη τάχα διαχείριση της κρίσης και της πιστοληπτικής υποβάθμισης της χώρας, η επανανακάλυψη του μεσαίου χώρου και οι μικρές δόσεις «φιλολαϊκών» μέτρων που επιβάλλει ο εκλογικός κύκλος μπορούν να εξελιχθούν σε κανονική, επώδυνη δακτυλοσκόπηση του ορθού μας. Και μάλιστα όχι με το δάχτυλο, αλλά με το τρίτο το μακρύτερο…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (17/1/2009)

Όλα τα δάχτυλα ίσα δεν είναι
κι όλοι να τρώνε δίκιο δεν είναι.
Έτσι το βρήκαμε κι έτσι το πάμε
κι ως να πεθάνουμε δεν το κουνάμε.

Παπάδες δάσκαλοι και χωροφυλάκοι
κι όλοι όσοι θέλουμε νόμο και τάξη
Κι όσοι τ’ αντίθετο θέλουν να γίνει
είναι απάτριδες άθρησκοι και κτήνη.

Όλα τα δάχτυλα ίσα δεν είναι
κι όλοι να τρώνε δίκιο δεν είναι.

Τα κουκιά είναι μετρημένα
εκ θεού κανονισμένα
έθνος θρόνος οικογένεια
και τα 12 ευαγγέλια.

Γιάννη Νεγρεπόντη, «Η θεία τάξις» (Από τον δίσκο «Απλά Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας»)

Sunday, January 11, 2009

Ο κύκλος των πικραμένων υπουργών (10/1/2009)

Ανεξάρτητα αν μας άρεσε ή όχι, αν μας αιφνιδίασε ή μας προκάλεσε χασμουρητά ο ανασχηματισμός, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο πρωθυπουργός πρόσθεσε μια καινούργια διάσταση στο πολιτικό παιχνίδι: την πίκρα. Η πίκρα είναι η νέα συναισθηματική συνιστώσα των σχέσεων εξουσίας, των σχέσεων κυβέρνησης και κυβερνωμένων. Τι άλλο εννοούσε όταν ζητούσε από τους νέους και τους αναβαπτισμένους στον Ιορδάνη του ανασχηματισμού υπουργούς να μην πικραίνουν τους πολίτες; Βεβαίως, η πίκρα είναι ένα μάλλον παρωχημένο συναίσθημα όσον αφορά τους πολίτες. Ένα συναίσθημα που έχει προ πολλού ξεπεράσει και τα επόμενα στάδιά του, όπως η απογοήτευση, ο θυμός, η οργή και η απελπισία. Θα ήταν πιο ακριβής ο Καραμανλής αν απαιτούσε από τους υφισταμένους του να σταματήσουν τουλάχιστον να εξοργίζουν τους πολίτες. Κάτι θα ήταν κι αυτό.

Η πίκρα, ωστόσο, αυτή καθ’ αυτή αφορά οπωσδήποτε τις σχέσεις των εξουσιαστών. Των υπουργών, για την ακρίβεια, που χρησιμοποιούνται ως προϊόντα προς ανακύκλωση στον πολιτικό κύκλο. Και μάλιστα σ’ ένα υποσύνολο του κύκλου αυτού. Στον πρωθυπουργικό υπόκυκλο. Ο πρωθυπουργικός κύκλος είναι το σύστημα στο οποίο ισχύει το αλάθητο του πάπα. Ο πρωθυπουργός κρίνεται άπαξ, στις εκλογές. Όλοι οι άλλοι, υπουργοί, υφυπουργοί, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, είναι διαρκώς κρινόμενοι. Απολύονται, μετατίθενται, παροπλίζονται ή τίθενται σε εφεδρεία κατά βούληση του πρωθυπουργού που δεν φταίει ποτέ ακόμη κι όταν παραδέχεται ότι φταίει. Όπως συνέβη και στην περίπτωσή μας. Αν υποθέσουμε ότι ο ανασχηματισμός είναι η συνέχεια του πρωθυπουργικού mea culpa για τη σκανδαλάρα του Βατοπεδίου, δηλαδή η συνέπεια της δημόσιας ομολογίας ότι έχει την αποκλειστική ευθύνη για την απαξίωση της δημόσιας περιουσίας, τότε θα αρκούσε μια και μόνη αλλαγή. Του ιδίου. Ήτοι, η παραίτησή του και η διεξαγωγή εκλογών. Αλλά αυτό συμβαίνει στην κοινή λογική, όχι στην πολιτική. Στο πρωθυπουργοκεντρικό μας σύστημα είναι θεσπισμένη η αντικειμενική ευθύνη των υπουργών και η αντικειμενική ανευθυνότητα του πρωθυπουργού. Εξ ου και δεν υπάρχει η δυνατότητα των κατά τεκμήριον ενόχων υπουργών να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Έχουν μόνο την μικρή πολυτέλεια να εκφράσουν πικρία, λιγότερο ή περισσότερο κομψά διατυπωμένη, στις τελετές παράδοσης –παραλαβής των υπουργικών θώκων τους.

Κομψά επέλεξε να το κάνει ο Γιώργος Αλογοσκούφης, ο αίρων τις αμαρτίες της γαλάζιας διακυβέρνησης. Είχε μια παραπλανητική ακρίβεια η διατύπωσή του: «στην οικονομική πολιτική άλλος ξοδεύει κι άλλος πληρώνει». Στην πραγματικότητα ήθελε να πει: «άλλος γ… κι άλλος πληρώνει». Αλλά προφανώς δεν το επιτρέπει η ανατροφή του. Ειλικρινής ήταν και η φόρτισή του, αν και λίγοι θα συγκινήθηκαν μαζί του. Η μοίρα των υπουργών Οικονομίας είναι ακριβώς αυτή. Να έχουν λίγους γύρω τους και δίπλα τους για να μοιραστούν, έστω, την πικρία τους.

Αυτό έχει συμβεί πολλές φορές, στη διάρκεια του κύκλου της μεταπολίτευσης που όλο κλείνει μένοντας πάντα ανοικτός. Οι υπουργοί Οικονομίας εισέπρατταν συμπυκνωμένη όλη την κοινωνική δυσφορία. Δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο σ’ αυτό. Συνέβη και με τον Γιάννο Παπαντωνίου, συνέβη και με τον Νίκο Χριστοδουλάκη, συνέβη παλιότερα με τον Ρουμελιώτη, τον Αρσένη, κι ακόμη παλιότερα με τον «σοσιαλμανή» Παναγή Παπαληγούρα. Ο καθένας τους, είτε κατείχε ρόλο του «τσάρου» είτε απλώς προϊστατο των άλλοτε χωριστών υπουργείων «Συντονισμού» και «Οικονομικών», συμπύκνωνε αυθεντικά την πολιτική της όλης κυβέρνησης. Οι αποφάσεις τους εξέφραζαν ένα έστω στοιχειώδες όραμα γι’ αυτό που αποκαλείται εθνική οικονομία και μια κοινωνική συμμαχία που, θεωρητικά και προεκλογικά, είχε ενστερνιστεί το όραμα αυτό. Γι’ αυτό και ο υπουργικός τους κύκλος ήταν μεγάλος, συχνά απλωνόταν σε δυο κυβερνητικές θητείες. Κατά κάποιο τρόπο συμπεριφέρονταν ως alter ego του εκάστοτε πρωθυπουργού, συνδέονταν μαζί του ως σιαμαίοι. Θυμηθείτε λίγο: τις κρατικοποιήσεις της δεκαετίας του ’70, την ένταξη στην ΕΟΚ, τα νέα τζάκια της δεκαετίας του ’80, τα σταθεροποιητικά προγράμματα, την ένταξη στην ΟΝΕ, το παραλήρημα των νεοεπενδυτών στο χρηματιστήριο, τις αποκρατικοποιήσεις, τον λαϊκό καπιταλισμό, τη δημιουργική λογιστική, τη δημοσιονομική απογραφή. Κάθε υπουργός Οικονομίας έχει να επιδείξει ένα μικρό άθλο που αποτέλεσε τον προμετωπίδα του κυβερνητικού έργου. Αλλά όταν το έργο αυτό είχε «θύματα» ανάμεσα στα στρώματα- εκλογικούς συμμάχους της κυβέρνησης, εύκολα η Ιφιγένεια αναζητούνταν στο πρόσωπο του υπουργού. Το αίμα υποτίθεται ότι ξέπλενε τα κυβερνητικά και δη πρωθυπουργικά αμαρτήματα.

Πραγματικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι υπουργοί Οικονομίας της τελευταίας εικοσαετίας, κραυγαλέα ή ανεπαισθήτως, κατρακύλησαν από τη θέση του «τσάρου» στην πολιτική περιθωριοποίηση. Κάποιοι ρίσκαραν ακόμη και την εκλογή τους στο κοινοβούλιο. Δεν λέω ότι υπάρχει κάποια νομοτέλεια σ’ αυτό, αλλά τα πρόσωπα και τα ονόματα είναι γνωστά, γνωστή και η σημερινή τους θέση. Ούτε ισχυρίζομαι ότι ο Γ. Αλογοσκούφης θ’ ακολουθήσει αυτόν τον ιδιότυπο κανόνα. Ίσως ο παροπλισμός του είναι προσωρινός, ενδεχομένως να περιλαμβάνει και κάποιο δεύτερο σενάριο αξιοποίησης, σε άλλο ρόλο, στις Βρυξέλες, όπως τελευταία ψιθυρίζεται. Ίσως αποτελέσει τη χρυσή εφεδρεία σε έναν δεύτερο ανασχηματισμό, αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση αντέξει τη διαχείριση της κρίσης που έρχεται, με πρωθυπουργική αναγνώριση πλέον.

Αλλά αυτά έχουν μικρή σημασία μπροστά στο μοναδικό δεδομένο: ο απελθών υπουργός Οικονομίας απήλθε με το στίγμα μιας αποτυχίας. Όλα τα υλικά της οικονομικής πολιτικής- δημοσιονομική απογραφή, φορολογική μεταρρύθμιση, βασικός μέτοχος, αναθεώρηση του ΑΕΠ, δημόσιος δανεισμός, αποκρατικοποιήσεις, απελευθέρωση αγορών, αξιοποίηση (sic!) της δημόσιας περιουσίας, ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, ανεργία- πετάγονται στο καλάθι των αχρήστων. Από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός επέλεξε να εκτονώσει την κοινωνική δυσφορία πρωτίστως με την αποπομπή του πιο συμβολικού και μοιραίου προσώπου της προηγούμενης κυβέρνησης, είναι σαν να αποδέχεται τα αίτια της δυσφορίας αυτής. Το εισόδημα που χάθηκε, το δημόσιο χρήμα που σπαταλιέται, τη φορολογία που διοχετεύεται στις πιο αντιπαραγωγικές και αντικοινωνικές δαπάνες, τις θέσεις εργασίας που καταστρέφονται, την αποδόμηση του παραγωγικού ιστού της χώρας, τις σχέσεις διαπλοκής που βρίσκονται εκεί όπου ο Καραμανλής τις παρέλαβε, όταν τις ανακάλυψε μεταξύ τυρού και σουβλακίου στου Μπαϊρακτάρη.

Η αποτυχία είναι τρομακτική. Αλλά ακόμη πιο τρομακτική φαίνεται η θεραπεία της, η διόρθωσή της. Γιατί ένας Γιάννης θα επιτύχει εκεί που απέτυχε ένας Γιώργος; Κι αν ισχύει αυτό που έλεγε και ο κ. Αλογοσκούφης όταν ρωτούνταν επίμονα για το ενδεχόμενο απομάκρυνσής του, ότι «τις πολιτικές δεν τις κάνουν τα πρόσωπα», πώς θα επιβιώσουν τα πρόσωπα χωρίς ίχνος νέας πολιτικής;

Αυτά τα ολίγα, όχι από κάποια πολιτική συμπάθεια προς τον πικραμένο Γ. Αλογοσκούφη, αλλά από μια ακατανίκητη ροπή να συμπαθώ τις Ιφιγένειες και να απεχθάνομαι τους Αγαμέμνονες.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (10/1/2009)

Πολιτική ουσ. Αλληλοσπαραγμός συμφερόντων. Μασκαρεμένος σε αντιπαράθεση αρχών. Η διαχείριση δημοσίων υποθέσεων με προσωπικό όφελος.

Πολιτικός ουσ. Ένα χέλι χωμένο στον πρωτογενή βούρκο, πάνω στον οποίο υψώθηκε το οικοδόμημα της οργανωμένης κοινωνίας. Όταν κολυμπάει βλέπει την ουρά του να κουνιέται και νομίζει πως τρέμει το κτήριο. Απέναντι στον κυβερνητικό αξιωματούχο, έχει ένα ανυπόφορο μειονέκτημα: είναι ζωντανός.
……………………
Υπουργείο ουσ. Στην πολιτική έτσι ονομάζεται ο ιδιαίτερα αποτελεσματικός οργανισμός που μεριμνά, ώστε να εισπράττει τις κλωτσιές και τις καρπαζιές που θα έπρεπε να εισπράξει ο Πρωθυπουργός ή ο Πρόεδρος. Διοικείται από έναν αχυράνθρωπο που αντέχει τα κλούβια αυγά και τις ψόφιες γάτες.


Αμπρόουζ Μπηρς, «Το Αλφαβητάρι του Διαβόλου»

Monday, January 5, 2009

…And a happy new fear (2.1/2009)

«Τι θα κάνεις αύριο»; Ρώτησα τη Χριστίνα. «Τι είναι αύριο;» μου απάντησε. «Τι θα κάνεις αύριο;» ρώτησα και την Ιλεάνα. «Γιατί, τι είναι αύριο;» μου απάντησε ρωτώντας κι αυτή. Ρώτησα αρκετούς την ίδια μέρα, Τρίτη, προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς, τι θα έκαναν την παραμονή. Οι περισσότεροι είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους στο χρόνο, σχεδόν είχαν διαγράψει αυτή τη συμβατική οριογραμμή αλλαγής του έτους που συνήθως απορροφά όλη την επικούρεια, παγανιστική ικμάδα που μας επιβάλλει το mood των γιορτών. Προφανώς, καθένας κάτι είχε στο νου του για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά για κανέναν δεν είχε τη σημαντικότητα που διέθετε άλλοτε, σε καιρούς ευφορίας. Έχει εξατμιστεί η ευφορία, κι ας ήταν σχεδόν γεμάτα τα σκυλάδικα και τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία με τους πρωτοχρονιάτικους μπουφέδες και τα σαλέ κοντά στα χιονοδρομικά κέντρα και η πλατεία Συντάγματος με τα πυροτεχνήματα και με το άκαυστο και ανελλιπώς φρουρούμενο δέντρο του Κακλαμάνη, με τους αστυνομικούς ολόγυρα σαν αίφνης αναστημένους Άγνωστους Στρατιώτες. Κι όσοι τα γέμισαν αυτά, το έκαναν προφανώς γιατί η ευτυχία είναι υποχρεωτική τουλάχιστον μια μέρα το χρόνο.

Αλλά, επειδή «ζούμε μέσα σ’ ένα όνειρο που τρίζει»- που θα ‘λεγε κι ο Σαββόπουλος- το τρίξιμο έγινε πια επικίνδυνο, έχει προκαλέσει βαθιές ρωγμές κι η ευτυχία τελεί υπό αίρεση ακόμη και στο μεταίχμιο του δωδεκαήμερου που θεωρητικώς κλείνει με μια έκρηξη αισιοδοξίας και με την επιστροφή των καλικατζάρων ή κωλοβελόνηδων στον Κάτω Κόσμο, έπειτα από την δισχιλιοστή απόπειρα να κόψουν το δέντρο της ζωής. Λάθος. Λάθος μας, λάθος μας… Οι καλικάντζαροι ήρθαν για να μείνουν, αν βέβαια είχαν λείψει ποτέ απ’ τον κόσμο μας. Δεν έχουν το παιχνιδιάρικο, ζημιάρικο, περιπαικτικό, κατεργάρικο αλλά κι αφελές ύφος των ηρώων του μύθου. Έχουν την τρομακτική όψη ισραηλινών στρατηγών, το απειλητικό στυλ τσαντισμένων αστυνομικών, την αυταρχική αλαζονεία της εξουσίας, το υποκριτικό ύφος των μάνατζερ που ανακοινώνουν απολύσεις, το περισπούδαστο τουπέ των τεχνοκρατών που υπολογίζουν τη διάρκεια και την ένταση της κρίσης. Έχουν τη μορφή της συλλογικής ανασφάλειας και του ατομικού φόβου που αγκυλώνει όλα τ’ άλλα ενδιάμεσα συναισθήματα.

Ίσως γι’ αυτό το πιο επιτυχημένο σύνθημα των ημερών, υιοθετημένο από τους «καλικατζάρους της οργής», είναι αυτό που διακινήθηκε απ’ τις παραμονές των Χριστουγέννων σε απάντηση του «αναγκαστικού νόμου» της καραμανλικής εξουσίας που διέταζε τους πολίτες να ευθυμήσουν, να τραγουδήσουν και να ψωνίσουν: Merry Crisis and a Happy New Fear. Δεν ξέρω ποιος το εφηύρε, πώς του κατέβηκε, αλλά του αξίζει το βραβείο ευστοχίας και ακρίβειας. Γιατί το 2009 είναι ένα Year γεμάτο Fear. Λίγοι πια αμφιβάλλουν γι’ αυτό.

Βεβαίως, όλοι φοβούνται, αλλά καθένας για τόσο διαφορετικά πράγματα που τα χωρίζει πραγματικό χάος.

Οι ισραηλινοί πολιτικοί φοβούνται ότι η νέα αμερικανική ηγεσία θα αλλάξει, έστω κι ανεπαίσθητα, τη γεωπολιτική χημεία στη Μέση Ανατολή, και διοχετεύουν όλο τους το φόβο σε ανυποψίαστους αμάχους. Οι Παλαιστίνιοι φοβούνται μια πολλοστή προδοσία της διεθνούς κοινότητας και μετατρέπουν το φόβο τους σε παναραβική, ίσως και πανισλαμική οργή που μπορεί να επαναφέρει τον κόσμο στα επίπεδα ανασφάλειας του 2000. Η «διεθνής κοινότητα» (και όσοι την εκπροσωπούν στους διακρατικούς οργανισμούς) φοβάται ότι δεν μπορεί να αντέξει τη διαχείριση μιας ακόμη περιφερειακής ανάφλεξης τώρα που πρέπει διοχετεύσει όλη της την ενέργεια στην διαχείριση της ύφεσης. Η «Διεθνής» του καπιταλισμού φοβάται ότι η κρίση θα λειτουργήσει ως οικονομική γενοκτονία για χιλιάδες επιχειρήσεις και ομίλους και μετακυλύει το φόβο της στην απασχόληση, περικόπτοντας εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Οι τραπεζίτες φοβούνται ότι τα χαρτοφυλάκιά τους θα πλημμυρίσουν επισφαλή και μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή θα αδειάσουν από πολύτιμες καταθέσεις και διοχετεύουν τον φόβο τους σε στο κράτος και στο χρέος του, ρισκάροντας ακόμη και χρεοκοπίες ολόκληρων χωρών. Ο Κινέζος εργάτης φοβάται – αν δεν το ζει ήδη- ότι τα ψήγματα ευημερίας που του προσέφερε η επέλαση των πολυεθνικών εξανεμίζονται και ίσως πρέπει να επιστρέψει στα ξεχασμένα χωράφια του, στην αχανή κινεζική ενδοχώρα. Η Βουλγάρα μετανάστρια φοβάται ότι την επόμενη φορά που θα διανοηθεί να απαιτήσει συνδικαλιστική έκφραση για τη γκρίζα εργασία δεν θα αντιμετωπίσει μόνο τους «βιτριολιστές» αλλά και τους «χασάπηδες» του εργολαβικού μεσαίωνα. Ο έφηβος φοβάται ότι στο τέλος του εξεταστικού μαραθώνιου τον περιμένει το έπαθλο μιας επισφαλούς, γυμνής από δικαιώματα και κεκτημένα εργασίας και εκτονώνει τον φόβο του στον σιδερόφρακτο αστυνομικό, στο σχολείο ή στους γονείς του και σ’ όσους νομίζει ότι εκπροσωπούν την απρόσωπη εξουσία. Ο μικροεπιχειρηματίας φοβάται την αποστράγγιση των ταμείων του, τις κλειστές πόρτες των τραπεζών, το φρένο στις δαπάνες των καταναλωτών και διοχετεύει τον φόβο του στο προβληματικό ωράριο του μαγαζιού του, στην αργία της Κυριακής, στα ρεπό των υπαλλήλων του. Ο μισθωτός φοβάται για τη θέση εργασίας του, τρέμει για το εισόδημά του και κόβει τις καταναλωτικές του δαπάνες, σεμνά και ταπεινά προς το παρόν, δραστικά αργότερα, στα όρια του κατοχικού συνδρόμου όταν η ύφεση φτάσει στο αποκορύφωμά της. Και ο πολιτικός- α! ο πολιτικός- φοβάται το πολιτικό κόστος κάθε πράξης του, κάθε απόφασης που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη στα χαμηλά της κοινωνικής πυραμίδας ή δυσφορία και άρση εμπιστοσύνης στην κορυφή της.

Διαφορετικά επίπεδα φόβου, διαφορετικές πηγές ανασφάλειας, διαφορετικά συμπτώματα, απάδουσες και αλληλοαναιρούμενες αντιδράσεις. Ακόμη κι ο φόβος, που η διαχείρισή του αποτελεί το κυρίαρχο αίτημα της νέας χρονιάς, και ίσως αρκετών από τις επόμενες, χωρίζει με χάσματα τις κοινωνίες, τα κοινωνικά στρώματα, τις γενιές, την παγκόσμια κοινότητα. Παραδόξως, έχει μια προφανέστατη κοινή αιτία: την απορρύθμιση του οικονομικού πολιτισμού, την εξάλειψη και των τελευταίων στοιχείων οικονομικής ασφάλειας, την αποσταθεροποίηση και του τελευταίου κανόνα διεθνούς ασφάλειας. Κανείς δεν είναι ασφαλής στο σπίτι του, στη δουλειά του, στην επιχείρησή του, στην πατρίδα του, στην αυτοκρατορία του, στο κράτος- στρατόπεδό του, στον ετερόκλητο διακρατικό συνασπισμό του.

Κατά έναν παράδοξο τρόπο, οι ελίτ του κόσμου και των εθνών πιστεύουν ότι ο φόβος θα λειτουργήσει παραλυτικά, υποχρεώνοντας άτομα και συλλογικότητες να λουφάξουν, να κρυφτούν στα λαγούμια της κοινωνικής αδράνειας. Τίποτε δεν αποδεικνύει ότι αυτό είναι κανόνας. Το αντίθετο, μάλιστα. Ο φόβος μεταλλάσσεται εύκολα σε οργή (δημιουργική ή καταστροφική, λεπτό το σύνορό τους). Στο κάτω κάτω οι άνθρωποι- είτε είναι οι βομβαρδισμένοι της Γάζας, είτε οι απελπισμένοι έφηβοι της Αθήνας- δεν έχουν να χάσουν τίποτε εκτός από τους φόβους τους. Έτσι μπορεί να αποκτήσει και κυριολεκτικό περιεχόμενο η ευχή των καιρών «happy New Fear». Φοβού τους φοβουμένους…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (2/1/2009)

Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκηπα,της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορέι να αλλάξει τον κόσμο.

Aλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.

Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ενας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.

Tον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ' αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
Aπ' τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ' τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλειά

Mαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.

Με δύο γέρικες καμήλες μ' ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.

Πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ' αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.

Σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο βλέπουν μπρός τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ Καληνύχτα...


Νίκου Γκάτσου, «Κεμάλ»