Με τα μυστήρια του οργανισμού δεν έχω πολυασχοληθεί, αλλά κάτι έχω ακούσει και διαβάσει για τον ρόλο του ηλιακού φωτός στην έκλυση σεροτονίνης, που με τη σειρά της ευθύνεται για την καλή ή κακή μας διάθεση. Κάποιο ρόλο θα παίζει, λοιπόν, στις σκανδιναβικές χώρες κι όσες βρίσκονται στα όρια του Αρκτικού Κύκλου η έλλειψη ηλιοφάνειας το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Κρατήστε αυτή την παρατήρηση, αν τυχόν δείτε την ταινία του Σουηδού Ρόι Αντερσον «Εσείς οι ζωντανοί». Στην οποία όλα διαδραματίζονται στην ατμόσφαιρα ενός νεφοσκεπούς, βροχερού, ομιχλώδους, αδιαπέραστου από το φως σκανδιναβικού τοπίου.
Η στήλη δεν είναι, βεβαίως, χώρος κινηματογραφικής κριτικής. Δεν ξέρω καν τι είναι αυτή η στήλη, είναι όμως σίγουρα χώρος έκφρασης προσωπικών εμμονών. Και μία από τις εμμονές αυτές είναι ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρόι Άντερσον και το περίεργο σύμπαν του. Πριν από έξι χρόνια, όταν είχε προβληθεί η ταινία του «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο», πάλι είχα παραβιάσει τα πολιτικοοικονομικά σύνορα του οικονομικού ενθέτου που με φιλοξενούσε τότε, για να εκτραπώ στο πεδίο του κινηματογραφικού στοχασμού. Η νέα του ταινία, «Εσείς οι ζωντανοί», ενδεχομένως δεν με απογείωσε όπως η προηγούμενη, πάλι όμως κτύπησε με δύναμη, σε μια άχαρη συγχορδία, όλες τις ξεκούρδιστες χορδές της φιλήσυχης καθημερινότητάς μας. Η μελαγχολία της ανθρώπινης ύπαρξης -λέει ο Άντερσον- δεν είναι ανάγκη να αναζητείται πάντα στο επίπεδο των υψηλών αφαιρέσεων και των φιλοσοφικών γενικεύσεων. Η μίζερη καθημερινότητά μας περιέχει επαρκή στοιχεία για τη σχιζοφρένεια του κοινωνικού και οικονομικού μας πολιτισμού. Έτσι, προτείνει ένα μελαγχολικό αντι-μανιφέστο της κοινοτοπίας (του κοινοτοπισμού, trivialism, όπως λέει ο ίδιος), διατυπωμένο σε λίγες σκηνές με ήρωες ανθρώπους σαν εμάς, με πρόσωπα άσπρα σαν το χαρτί, λες και δεν ρέει αίμα στις φλέβες τους, νεκροζώντανους.
Μην αναζητήσετε μια ιστορία, μια υπόθεση, μια πλοκή. Μικρές, λιτές σκηνές, αστείοι διάλογοι, παγεροί μονόλογοι και μερικά όνειρα συνθέτουν την ιλαροτραγωδία της καθημερινότητας. Άνθρωποι που πάνε στη δουλειά τους κουβαλώντας τα προβλήματα του σπιτιού κι αντίστροφα. Άνθρωποι που περιμένουν στις στάσεις των λεωφορείων, που καβγαδίζουν, που παρατηρούν με δέος μια καταιγίδα, που κλαίνε γιατί αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, που μονολογούν ότι «κανείς δεν τους καταλαβαίνει». Εξομολογούνται τον πόνο τους όχι σ’ αυτούς που τον προκάλεσαν, αλλά σε τρίτους, κατά κανόνα άσχετους και σίγουρα όχι πρόθυμους ν’ ακούσουν. Η δασκάλα στους μαθητές της, ο εμποροϋπάλληλος στους πελάτες του, η αλκοολική στους θαμώνες του μπαρ, άλλοι απλώς στον καμεραμάν και τελικά στο κοινό. Θα σας φανούν καρικατούρες, θα γελάσετε εις βάρος τους, αλλά πρέπει να έχετε το σθένος να αναγνωρίσετε ανάμεσά τους και τους εαυτούς σας. Επίσης, χρειάζεται σθένος για να δείτε την ταινία – ενδεχομένως στους περισσότερους από σας να μην αρέσει.
Ο κ. Άντερσον απαιτεί την υπομονή όσων είναι εκπαιδευμένοι στην κλασική αφηγηματική δομή, στη δράση, στις στιλπνές εικόνες, στις συναισθηματικές εξάρσεις. Προτιμά να μας ρίξει «κοντρ λα μουτρ» τα μικρά κινηματογραφικά του ανέκδοτα, αυθαίρετα διατεταγμένα, απρόβλεπτα και παράδοξα, όπως περίπου η καθημερινότητά μας. Διηγηθείτε κι εσείς, με λεπτομέρειες, μια μέρα από τη ζωή σας, βάλτε τις εικόνες τη μία δίπλα στην άλλη και θα διαπιστώσετε ότι είστε ήρωας μιας παράδοξης, σουρεαλιστικής, συχνά γελοίας και απίστευτα κοινότοπης, περιπέτειας. Αλλά, μήπως σ’ αυτή την κοινοτοπία, σ’ αυτά τα α-νόητα επεισόδια κρύβεται η φιλοσοφία μας για τη ζωή; «Ολόκληρη τη φιλοσοφία την κλείνω σ’ ένα ρέψιμο», έλεγε ο συμπατριώτης του Άντερσον, ο μακαρίτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι ο ίδιος είχε απέχθεια στη φιλοσοφία. Ειδικά αυτός, που περιέκλεισε στο σελουλόιντ περίπου όλη τη φιλοσοφία – από τον Πλάτωνα μέχρι τον Σαρτρ. Το ρέψιμο κι όλα τα εκκρίματα, οι εκλύσεις και οι εξατμίσεις του ανθρώπινου οργανισμού ενδεχομένως λένε περισσότερα για τη στάση του απέναντι στη ζωή από τις ετικέτες και τις βαρύγδουπες διακηρύξεις. Τόσο απλά.
Να όμως πώς εκτυλίσσεται το ιλαροτραγικό αντι-μανιφέστο του κ. Άντερσον, που μας υπενθυμίζει την υποχρέωσή μας να κρατηθούμε στη ζωή αντί να παραδοθούμε στον αργό θάνατο της καθημερινότητας: Ένας διευθύνων σύμβουλος επιχείρησης πέφτει ξερός -από εγκεφαλικό ή έμφραγμα- την ώρα που ανακοινώνει στα στελέχη της ότι οι μέτοχοι είναι δυσαρεστημένοι γιατί η μετοχή της εταιρείας κατρακυλάει. Ένας τεχνίτης οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα για το υπέρτατο έγκλημα: φθορά ξένης περιουσίας. Οι δικαστές, πίνοντας μπίρα, δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι του αξίζει η εσχάτη των ποινών. Ένας καχεκτικός υπάλληλος, την ώρα που πηδάει (ή τον πηδάει η ευτραφής του σύζυγος), υπολογίζει με απελπισία τις ζημιές που έχει υποστεί το επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο, τις απώλειες στον καταθετικό του λογαριασμό και τη χασούρα στο συνταξιοδοτικό του πρόγραμμα. Ένας επιχειρηματίας, που μόλις έχει πουλήσει ένα προϊόν, γλεντάει με φαΐ και ποτό την επιτυχία του, δηλώνει με αυταρέσκεια ότι «το χρήμα είναι το παν, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες» (το έλεγαν; Μάλλον έχει παρεξηγηθεί ο Δημοσθένης) και διακηρύσσει ότι «στον πόλεμο και στη δουλειά δεν μπορείς να είσαι καλός». Ένα λεπτό μετά, ανακαλύπτει ότι η «μπάζα» από τη δουλειά έχει κάνει φτερά μαζί με το πορτοφόλι του. Ο κλέφτης που σούφρωσε το πορτοφόλι, προφανώς, ήταν ο πρώτος που πείστηκε από τις διακηρύξεις του θύματός του και σπεύδει να γλεντήσει τη δική του «μπάζα» ράβοντας ένα κοστούμι. Ένας ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής εξομολογείται στην κάμερα ότι, στα 27 χρόνια που κάνει αυτήν τη δουλειά, οι άνθρωποι που του ζητούν να τους κάνει ευτυχισμένους είναι εγωκεντρικοί, μικρόψυχοι και τελικά κακοί. Κι έτσι, σταμάτησε την ψυχοθεραπεία και τους φορτώνει με χάπια. Πολλά και δυνατά χάπια.
Αυτό συμβαίνει, τελικά, με την ευτυχία. Τεμπέλα καθώς είναι, «ζει ξάπλα μόνο στα λεξικά», που λέει κι η δική μας Κική Δημουλά. Και κανείς δεν κάνει κάτι να την αφυπνίσει. Όπως ακριβώς και οι «νεκροζώντανοι» ήρωες του Άντερσον, την αναζητούμε στο ασήμαντο (ζούμε στο βασίλειο της ασημαντότητας, είχε δίκιο ο Καστοριάδης). Την αντιμετωπίζουμε ως ατομικό αγαθό, ενώ είναι κατεξοχήν συλλογικό. Αν δεν είσαι έτοιμος να τη μοιραστείς, αν δεν αντλήσεις χαρά από τη χαρά του άλλου, μετατρέπεται εύκολα, σχεδόν αυτόματα, σε δυστυχία. Αυτό είναι το παράδοξο της ζωής: η ευτυχία πολλαπλασιάζεται μόνο διά της διαίρεσής της. Αλλά ο πολιτισμός μας το θεωρεί αυτό βαρύτατο αμάρτημα. Το έδειξε ο πανούργος Σουηδός σκηνοθέτης στην προηγούμενη ταινία του με μια εμβληματική σκηνή: Όλη η πνευματική ηγεσία της κοινωνίας δικάζει τη μικρή Άννα γιατί υπέπεσε στο ατόπημα να μοιραστεί την τούρτα των γενεθλίων της με περισσότερα παιδιά απ’ όσα επέτρεπε το μέγεθός της. Και σε μια λαμπρή δημόσια τελετή, με μπάντες, χορωδίες, κρατικούς αξιωματούχους, επισήμους, ιεράρχες, τη ρίχνει στον γκρεμό.
Στο νεφοσκεπές σύμπαν του Άντερσον, το φως είναι λιγοστό, τόσο ώστε να μην υπάρχει σκιά να κρυφτεί κανείς. Μόνο στο τέλος της ταινίας «Εσείς οι ζωντανοί», τα «ζόμπι» με τα πάλλευκα πρόσωπα σηκώνουν τα βλέμματά τους στον ουρανό, καθώς μικρές λωρίδες φωτός τρυπώνουν μέσα από τα σύννεφα που αραιώνουν σιγά σιγά. Αλλά αποκαλύπτουν, εκτός από τον ήλιο, έναν σχηματισμό βομβαρδιστικών που πετούν πάνω από τη Στοκχόλμη. Για να τους αφανίσουν; Ή για να τους αφυπνίσουν;
Ωραίο το κείμενο! Έστω και αν δεν είναι στήλη κινηματογραφικής κριτικής, όπως λες. Την καινούρια ταινία του Άντερσον δεν την είδα ακόμα, αλλα αν είναι εξίσου καυστικη και ανατρεπτική όσο η προηγούμενη (Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο) τότε δεν θα το μετανιώσει κανείς! Την καλησπέρα μου..
ReplyDelete