Εθνικές οικονομίες και επιχειρήσεις πρέπει να συμφιλιωθούν με την ιδέα της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στις παραγωγικές γενιές. «Αμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες», έλεγαν οι νεαροί Σπαρτιάτες προβάλλοντας- πολύ προ καπιταλισμού- το παραγωγικό περιεχόμενο του «υγιούς ανταγωνισμού» των γενεών
Η υπόθεση ανήκει στη μυθολογία της βιοτεχνολογίας. Πολύ πριν αποκρυπτογραφηθεί πλήρως το ανθρώπινο DNA και αποκαλυφθούν οι τερατώδεις προθέσεις επιστημόνων για την παραγωγή του κλωνοποιημένου ανθρώπου, κυκλοφορούσε η φήμη ότι στα βιοτεχνολογικά εργαστήρια των μυστικών υπηρεσιών, εκεί που διεξάγονταν τα πιο ανατριχιαστικά πειράματα για τη μετάλλαξη του είδους, είχε ήδη κατασκευαστεί ο άνθρωπος –καρέκλα. Aν υπήρξε, πώς ακριβώς ήταν ο άνθρωπος αυτός, πόσο άνθρωπος και πόσο καρέκλα ήταν, αποτελεί υπόθεση των X Files. Με την επιστημονική φαντασία δεν τα πάω και τόσο καλά, υποθέτω ωστόσο ότι αν συνέβαινε ποτέ τέτοια παρέμβαση στο γενετικό υλικό του είδους θα είχε στόχο να εξασφαλίσει την ακινησία, την απόλυτη αδράνεια του ατόμου. Από μιαν άποψη, αυτό το απεχθές όραμα της βιοτεχνολογίας καθίσταται ήδη περιττό. Για ένα μεγάλο μέρος του κόσμου της εργασίας, η καρέκλα αποτελεί ήδη συνέχεια του ανθρώπινου σώματος. Περνούμε τις περισσότερες ώρες της μέρας κολλημένοι σε μια καρέκλα, είτε ως εργαζόμενοι είτε ως τηλεθεατές είτε ως οδηγοί των ΙΧ μας. Τα πόδια γίνονται όλο και πιο περιττά.
Βεβαίως, αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι αρνητικό. Αν υποθέσουμε ότι η τεχνολογική εξέλιξη μας απαλλάσσει όλο και περισσότερο από την ανάγκη της ορθοστασίας, μπορούμε να διατηρήσουμε την ιδιότητα των νοημόνων διπόδων ως χόμπι: στη γυμναστική, στην αναψυκτική πεζοπορία, στην ποδηλασία ή στα extreme games του σαββατοκύριακου. Ο οικονομικός μας πολιτισμός, πάντως, ο πολιτισμός της «Ανώνυμης Εταιρείας», εκτιμά την καθήλωση ως προσόν. Εξ ου και στην αγλλοσαξονική κουλτούρα και γλώσσα, ο «άνθρωπος-καρέκλα», έχει εξελιχθεί στη διοικητική κορυφή της εταιρείας: chairman. Ο πρόεδρος.. Το ίδιο ισχύει και για τον εγχώριο πολιτικό μας πολιτισμό. Κάθε μάχη εξουσίας, μικρής ή μεγάλης, είναι μια μάχη για την καρέκλα.
Πώς μου ήρθε το παραμύθι με τον «άνθρωπο-καρέκλα»; Ο συνειρμός προέκυψε από κάτι που ακούστηκε πρόσφατα σε μια επιχείρηση ως επιχείρημα για την αιτιολόγηση απολύσεων. «Όπως αντικαθίστανται τα έπιπλα που παλιώνουν, έτσι πρέπει να ανανεώνεται και το προσωπικό μιας επιχείρησης». Πέρα από τον κυνισμό και το αντιαισθητικό της σύγκρισης ανθρώπων και επίπλων, η δήλωση περιέχει μιαν αλήθεια κι έναν ρεαλισμό που είμαι διατεθειμένος να προσυπογράψω. Προσωπικά, δεν έχω καμία αντίρρηση να αποσυρθώ από την ενεργό παραγωγή όταν θεωρηθώ αρκετά παλιός και ώριμος, υπό τον όρο να μου δώσουν την πλήρη σύνταξή μου. Μπορεί η Κίνα να μην αποτελεί πρότυπο για τα περισσότερα πράγματα στην κοινωνία και την οικονομία, αλλά εκεί οι γυναίκες στα 50 και οι άνδρες στα 55 συνταξιοδοτούνται, παραχωρώντας τις θέσεις εργασίας τους στους νεότερους. Και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την Κίνα για παραγωγική παρακμή. Επομένως, η πρόταση ανανέωσης των ανθρώπων- επίπλων δεν στερείται ρεαλισμού.
Υποθέτω ότι η καλών προθέσεων διακήρυξη δεν εννοεί κάτι διαφορετικό, ούτε υπονοεί ότι πρέπει να εγκαινιαστεί ένας κοινωνικός Καιάδας για όσους «παλιώνουν» στην αγορά εργασίας. Και ελπίζω οι εισηγητές της «ανακαίνισης» να μην συμπίπτουν με αυτούς που διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους ότι το ασφαλιστικό σύστημα είναι στα πρόθυρα κατάρρευσης εξ αιτίας των πολύ χαμηλών ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση. Η διακήρυξή τους υπέρ της ανακαίνισης θα ήταν μάλιστα πιο αξιόπιστη αν συνόδευαν την πρότασή τους για ανανέωση των «ανθρώπων-επίπλων» με μια εισήγηση για μείωση των ορίων ηλικίας. Τους διαβεβαιώ ότι κανείς ώριμος ή υπερήλιξ εργαζόμενος δεν θα τους κρατούσε κακία για την αντιαισθητική σύγκριση. Αλλά, εξ όσων γνωρίζω, οι οπαδοί της «ανακαίνισης» των επιχειρήσεων με το νεανικότερο, δυναμικότερο και φθηνότερο προσωπικό κατά κανόνα είναι οι ίδιοι που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους υπέρ μιας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης με τα όρια ηλικίας στον προθάλαμο του νοσοκομείου, του γηροκομείου ή του νεκροτομείου.
Κάτι πρέπει να κάνουν για να υπερβούν αυτή τη σχιζοφρένεια. Όπως επίσης και την άλλη: το γεγονός ότι, αν και θεωρούν τους αρκετά νεότερους αλλά ώριμους υφισταμένους τους, ακατάλληλους για μια παραγωγική εξυγίανση των επιχειρήσεών τους, οι ίδιοι – στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας- κατά κανόνα διατηρούν πεισματικά, μέχρι τελικής πτώσεως τους υψηλότερους θώκους στις επιχειρηματικές πυραμίδες. Και μάλιστα πολύ μετά το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης.
Αλλά αυτό το στοιχείο μάλλον αποτελεί εγχώρια γραφικότητα. «Στην Ευρώπη δεν μπορεί να σταθεί μάνατζερ που έχει υπερβεί τα πενήντα», έλεγε ο γάλλος συνεταίρος σε Δανό επιχειρηματία, την ώρα που επισφράγιζαν μια συμφωνία συγχώνευσης, στην ταινία του Περ Φλι «Η Κληρονομιά» (άκρως ενδιαφέρουσα, να τη δείτε, αν την προλάβετε). Και του απαιτούσε να απολύσει τον υπερώριμο διευθύνοντα σύμβουλο, που μόλις είχε ολοκληρώσει χωρίς συναισθηματισμούς την εξυγίανση του εργοστασίου, απολύοντας 200 από τους 900 εργαζόμενους- αρχίζοντας από τους ώριμους, με 20-30 χρόνια δουλειάς στην πλάτη έκαστος. Ο διευθύνων, αν και επιστήθιος, οικογενειακός φίλος του επιχειρηματία, έπεσε λοιπόν θύμα της επιτυχίας του εξυγιαντικού του σχεδίου.
Λοιπόν, πρέπει να αρθούν αυτές οι θεμελιώδεις αντιφάσεις των «νόμων της αγοράς». Δημογραφικά, οι «ώριμες» (μέχρι σήψεως) κοινωνίες της Δύσης, εξελίσσονται απ’ το κακό στο χειρότερο. Ο πληθυσμός τους ωριμάζει- η λέξη «γερνάει» δεν μ’ αρέσει και δεν ταιριάζει στον πολιτισμό που επαίρεται ότι αύξησε το προσδόκιμο επιβιώσεως στα 85 χρόνια και φλερτάρει με τα 100. Οι πενηντάρηδες κι οι εξηντάρηδες πλειοψηφούν στον παραγωγικό ιστό. Ένα γενικευμένο αίτημα «ανακαίνισης των ανθρώπων- επίπλων» από τις επιχειρηματικές ηγεσίες θα σήμαινε ή την επιστράτευση των πιο αιματηρών μεθόδων κοινωνικού δαρβινισμού (καημένε, παρεξηγημένε Μάλθους), ή έναν γενικευμένο πόλεμο γενεών που τίποτε παραγωγικό και αναπτυξιακό δεν προοιωνίζεται στις κοινωνίες, τις εθνικές οικονομίες, στις μεμονωμένες επιχειρήσεις. Το κόστος που αγχωμένα προσπαθούν να πετάξουν από τους ισολογισμούς τους με τη μορφή των «ώριμων, υψηλόμισθων υπαλλήλων», αργά ή γρήγορα θα επιστρέψει στο κατώφλι τους, με τη μορφή του κοινωνικού κόστους που θα κληθούν και οι επιχειρήσεις να πληρώσουν για να αποτραπεί η κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος. Είτε σε χρήμα, είτε σε είδος. Εν προκειμένω, με τη μορφή των ώριμων επίστρατων του εφεδρικού στρατού εργασίας.
Το δόγμα «σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν» δεν είναι μονόδρομος, λοιπόν, για τις οικονομίες και τις επιχειρήσεις που επιθυμούν απεγνωσμένα μιαν «ανακαίνιση». Μάλλον θα πρέπει να συμφιλιωθούν με την ιδέα της διαλεκτικής σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στις παραγωγικές γενιές. «Αμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες», έλεγαν οι νεαροί Σπαρτιάτες στους ωριμότερους, προβάλλοντας πολύ προ καπιταλισμού το παραγωγικό περιεχόμενο του «υγιούς ανταγωνισμού» των γενεών (να κι ένας «υγιής ανταγωνισμός» που είναι υπαρκτός). Η διαλεκτική των γενεών μέσα σε μια οικονομία ή μια επιχείρηση στηρίζεται στην σταδιακή μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα. Οι ταχείες, «μηχανές» της νιότης, με τις ποικίλες νέες δεξιότητες, τα νέα «ψηφιακά» προσόντα και τα αστραπιαία ανακλαστικά, είναι ανάπηρες χωρίς τη συνθετική, «ιστορική» εμπειρία των βραδυφλεγών, ώριμων παραγωγών που μπορούν να ενώσουν την κατακερματισμένη εργασία σε προϊόν, υπηρεσία, αγαθό.
Και δεν τα λέω όλα αυτά από ηλικιακό ρατσισμό, καθώς βαδίζω ακάθεκτος στη βαθιά ωριμότητα.
ΚΙΜΠΙ
No comments:
Post a Comment