Είναι θέμα timing. Αυτοί οι Αγγλοσάξονες επιστήμονες διαλέγουν πάντα την κατάλληλη στιγμή για να ξεφουρνίσουν την έσχατη ανακάλυψή τους. Το τελευταίο τους επίτευγμα ίσως ήδη το έχετε ακούσει. Τελικά, αποφαίνονται ερευνητές πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο, το χρήμα μπορεί να φέρει την ευτυχία. Και τώρα το λέτε, ρε λεβέντες; Τώρα που είναι δεδομένο ότι για την επόμενη διετία- τουλάχιστον- θα το διαθέτουμε σε όλο και μικρότερη ποσότητα, με όλο και μικρότερη ανταλλακτική αξία; Θα μου πείτε: ίσως δεν είχαν πρόθεση να μας προγκήξουν. Άλλωστε, διευκρινίζουν, οι μετρήσεις τους δεν έρχονται να προκαλέσουν τα ταξικά μας ανακλαστικά, να ερεθίσουν τους αισθητήρες του κοινωνικού φθόνου για το χρήμα που υπάρχει ακόμη άφθονο ακριβώς σ’ αυτούς που κλαίγονται για έλλειψη ρευστότητας (τους τραπεζίτες εννοώ, φυσικά). Διότι οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι το χρήμα «αγοράζει» ευτυχία όχι τόσο όταν ανταλλάσσεται με υλικά αγαθά, αλλά όταν ικανοποιεί ανώτερης τάξης ανάγκες: ένα δείπνο με φίλους, μια θεατρική παράσταση, μια συναυλία ή το να κάνεις δώρα σε αγαπημένα πρόσωπα... Μια ακόμη έρευνα -αμερικανική κι αυτή, φυσικά- ενίσχυσε τη διαπίστωση για την ευτυχία που αντλούμε «αγοράζοντας» βιωματικές εμπειρίες και κοινωνικές σχέσεις, αποδεικνύοντας ότι πιο ευτυχείς αισθάνονταν άνθρωποι που είχαν ξοδέψει ένα σεβαστό μέρος από τα bonus τους όχι μόνο για να κάνουν δώρα σε αγαπημένα τους πρόσωπα, αλλά και διαθέτοντάς τα σε κοινωφελείς σκοπούς.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Βρετανία, κάποιοι άλλοι ευφάνταστοι ερευνητές ανακοίνωσαν προ δύο εβδομάδων ότι ανακάλυψαν πως η συχνότητα των γυναικείων οργασμών είναι ευθέως ανάλογη με το εισόδημα των συντρόφων τους. Πέρα από τον υπολανθάνοντα σεξισμό που έχει το συμπέρασμα, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι συνάδει με τα ευρήματα των Αμερικανών επιστημόνων. Αφού ο οργασμός αποτελεί συστατικό στοιχείο της ευτυχίας, αποτελεί κι αυτός μια εξαγορασμένη με χρήμα «βιωματική εμπειρία». Και υποθέτουμε ότι δεν αφορά μόνο τη γυναίκα, που εξ αντανακλάσεως αντλεί ευτυχία από τη ρευστότητα (τη χρηματική, εννοείται) του συντρόφου της. Αφορά και τον ίδιο, ο οποίος επιτυγχάνει υψηλή απόδοση επί της ερωτικής κλίνης όσο πιο γεμάτο είναι το πορτοφόλι του ή όσο πιο υψηλό το πιστωτικό όριο της κάρτας του. Από την άποψη αυτή μπορούμε να παραφράσουμε την ιστορική ρήση της πρωταγωνίστριας του βωβού κινηματογράφου Μέι Γουέστ που αντικρίζοντας τον horny συμπρωταγωνιστή της, είπε: «Όπλο είναι αυτό στην τσέπη σου ή χαίρεσαι που με βλέπεις;» Αντικαθιστάτε το όπλο με ένα μάτσο κατοστάρικα και ιδού μια εύγλωττη εικόνα για την αφροδισιακή λειτουργία του χρήματος.
Αν κωδικοποιήσουμε τις επιστημονικές αυτές ανακαλύψεις και τις προσαρμόσουμε στα γκρίζα δεδομένα της ύφεσης, για τους περισσότερους από μας τα επόμενα δύο χρόνια σημαίνουν ότι θα αντλήσουμε λιγότερη ευφορία από «βιωματικά» αγαθά, ότι θα χαρίσουμε λιγότερη χαρά στα αγαπημένα μας πρόσωπα, ότι θα γίνουμε πιο αναίσθητοι απέναντι σε συνανθρώπους που μας έχουν ανάγκη και ότι θα αφήσουμε περισσότερο ανικανοποίητες τις συντρόφους μας. Αν πάλι αντιστρέψουμε αυτές τις πληροφορίες και τις προσαρμόσουμε στο δεδομένο ότι η ύφεση δεν επιφέρει την ίδια έλλειψη ρευστότητας σε όλους -αντίθετα, μάλιστα, για κάποιους σημαίνει τρομακτική συσσώρευσή της-, τότε βρισκόμαστε μπροστά στην ιστορική ευκαιρία να δούμε έστω λίγους συνανθρώπους μας πανευτυχείς μέσα στην κρίση. Αρκεί να μοιραστούν το πλεόνασμα πλούτου τους μ’ εμάς και να το ρίξουν στη φιλανθρωπία, τις κοινωφελείς προσφορές και τη βαριά κουλτούρα. Φυσικά, δεν είναι απαραίτητο να ικανοποιήσουν σεξουαλικά και τις συζύγους μας. Απ’ αυτή τη θυσία μπορούμε να τους απαλλάξουμε, έστω και άφραγκοι.
Είτε ισχύουν είτε όχι αυτές οι ανακαλύψεις, δίνουν μία έστω ελάχιστη κοινωνική νομιμοποίηση σε όλα όσα εδώ και αιώνες μετρούν οικονομολόγοι και οικονομέτρες. Αν το χρήμα ως γενικό μέτρο αξιών και ανταλλαγών είναι πράγματι ένα μέσο εξασφάλισης μικρών δόσεων ευτυχίας ή έστω ευφορίας, θα έπρεπε να μετρούν απευθείας την αποτελεσματικότητά του και όχι την ποσότητά του. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, στη θέση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος -ή έστω δίπλα σ’ αυτό- να εφαρμόσουν έναν δείκτη Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας, όπως φιλοδοξούσε πριν από λίγα χρόνια να καθιερώσει το βασίλειο του Μπουτάν, στο οποίο πολλοί δήλωσαν τότε πρόθυμοι να μεταναστεύσουν, μέχρι που έμαθαν ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν ξεπερνά τα 5.000 δολάρια. Μεγάλη θυσία στην ουτοπία σε σχέση με τα 32.000 δολάρια του ελληνικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Τι να κόψεις και τι ν’ αφήσεις; Ωστόσο, το εγχείρημα διατηρεί το θεωρητικό και πειραματικό ενδιαφέρον του. Απ’ όλο το κατολισθαίνον στην άβυσσο της ύφεσης ΑΕΠ χρειαζόμαστε εκείνο το τμήμα του από το οποίο αντλούμε κάποιας μορφής ευτυχία. Να μετρήσουμε, δηλαδή, αυτά που ξοδεύουμε για να συνδιασκεδάσουμε με τους φίλους μας, για να φάμε έξω με την οικογένεια, για να δούμε μια καλή παράσταση, να αγοράσουμε βιβλία, δίσκους, πίνακες, για να κάνουμε μια ευχάριστη έκπληξη στη γυναίκα μας, για κάνουμε δώρα σε φίλους και συγγενείς, προσφορές σε φιλανθρωπικές και κοινωνικές οργανώσεις ή απλώς για να κάνουμε εντύπωση στην γκόμενα και να μας κάτσει. Αν, λοιπόν, από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν εξαιρέσουμε την Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία, είναι πολύ πιθανό να ανακαλύψουμε ότι δεν χρειάζεται να θρηνήσουμε για την απομένουσα Ακαθάριστη Εθνική Δυστυχία, η οποία αντιστοιχεί σε κατανάλωση αγαθών και εξόφληση οφειλών, που δεν μας προσθέτουν τίποτα σε ευφορία και χαρά (χωρίς να υπολογίζουμε σ’ αυτήν και τις άυλες αξίες. Τη δυστυχία να κυβερνάσαι από τη ΝΔ, για παράδειγμα…). Και αν, τελικά, η επελαύνουσα ύφεση αφορά εκείνο το κομμάτι του ΑΕΠ που με δυσφορία τροφοδοτούμε, ποιος ο λόγος για κλαυθμούς, οδυρμούς και πανικούς;
Αλλά, επειδή νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο: στην ύφεση όλοι έχουν ανάγκη. Το κράτος θέλει τους φόρους του, οι τράπεζες τα δανεικά τους, οι ΔΕΚΟ τους λογαριασμούς τους, το νοικοκυριό τις στοιχειώδεις ανάγκες του. Οι δαπάνες της δυστυχίας (ή της δυσφορίας, για να μην υπερβάλλουμε) είναι ανελαστικές. Έτσι, την πληρώνουν οι δαπάνες της ευτυχίας. Στον αντίποδα της λαϊκής θυμοσοφίας που ορίζει ότι η φτώχεια θέλει καλοπέραση, η περιστολή πέφτει στο χρήμα που προορίζεται για να μας χαρίσει την εικαζόμενη ευφορία της «βιωματικής εμπειρίας», της συναναστροφής, της κοινωνικότητας, της αλληλεγγύης, της προσφοράς. Διαρκούσης της ύφεσης, «η τεμπέλα η ευτυχία ζει ξάπλα μόνο στα λεξικά», που θα ’γραφε και η Δημουλά. Έτσι, οι οικονομολόγοι και οι οικονομέτρες παίρνουν με άνεση την εκδίκησή τους μετρώντας και πάλι το ανώφελο: τα σκαμπανεβάσματα του ΑΕΠ, που ταυτίζεται σχεδόν πλήρως με την Ακαθάριστη Εθνική μας (και Διεθνή) Δυστυχία. Θα είμαστε υπόλογοι αν δεν καταναλώσουμε όσα χρήσιμα και άχρηστα στοκάρουν οι επιχειρήσεις, συνένοχοι της απόλυσής μας αν «αναγκαστούν» να μας διώξουν λόγω πτώσης τζίρου τους, ύποπτοι εσχάτης προδοσίας αν δεν χειροκροτήσουμε με ζήλο το κρεσέντο κρατισμού και προστατευτισμού (στο οποίο με θέρμη και δουλοπρέπεια απέναντι στις ανάγκες του εταιρικού κόσμου προσχωρούν και οικονομολόγοι, κατά τα διαλείμματα της καταμέτρησης…).
Το χρήμα, λοιπόν, πράγματι μπορεί να μας προσφέρει κάποιες μικρές ή μεγάλες δόσεις ευτυχίας, αλλά το θέμα -όπως πάντα- είναι ποιοι το διαθέτουν σε επάρκεια και πού το διαθέτουν. Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι και στην ύφεση και στην ευημερία, η άνιση κατανομή του εγγυάται τον αποκλεισμό της πλειοψηφίας των ανθρώπων από την ευτυχία. Στην ύφεση γιατί δεν το διαθέτουν, στην ευημερία διότι φροντίζουν να το αναλώσουν στον καταναλωτικό ανταγωνισμό που επιβάλλει ο μονόδρομος της ανάπτυξης. Για τις ελίτ αυτού του οικονομικού πολιτισμού δεν τίθεται θέμα. Εκτός του ότι διαθέτουν άφθονο χρήμα, την ευτυχία την αντλούν εντελώς αδάπανα. Στα πρότυπα του ορισμού που δίνει ο Αμπρόουζ Μπηρς στο «Λεξικό του Διαβόλου»: «Ευτυχία είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί η παρατήρηση της δυστυχίας των άλλων».
Σαν παραμύθι, Σαν ιστορία
ReplyDeleteΤα πολύ παληά χρόνια αλώνιζε στο πέλαγος του Αιγαία η πιο όμορφη και πιο περήφανη γαλέρα του κόσμου. Όνομα δεν έφερε. Μόνο δύο φλάμπουρα πάνω στο κατάρτι της, τόνα πούγραφε Σεμνότης και το άλλο Ταπεινότης, πρόδιναν το μεγαλείο της.
Αλώνιζε και θρυττανελούσε πως ήταν η ομορφότερη που οι θάλασσες και τα θηρία της είδαν ποτέ. Κι' αν δεν ήταν πολυτάξιδη: Αιγαίο, Μέλας Πόντος, Βαρβαρία, πέλαγος της Αφροδίτης, είχαν υποκύψει στη σαγήνη των λυρισμών της. Και εξ εώας έως των κορυφών του Ατλαντα και τη γή των Εσπερίδων, και εκ βορράν έως νότου, πάσαι αι φυλαί υμνούσαν το κάθε πέρασμά της.
Σαν την πολύφερνη νύφη καμάρωνε, γιατί πιο όμορφή της, πιο τσαχπίνα άλλη δεν υπήρξε και δεν υπήρχε. Οι αυτοκράτορες που την είχαν φτιάξει, έτσι της είχαν πεί.
-Είσαι η καλύτερη. Μας φέρνεις από χώρες μακρυνές και εγγύτερες όλα τα καλά. Και μέριμναν περί σού, υπερτέραν διαθέτουμε. Και σου δίνουμε το καλύτερο πλήρωμα: καπετάνιους, κωπηλάτες, μηχανικούς, μαγείρους, λαντζέρηδες. Και αστρολόγους και σοφούς και ποιητές και αυλητές και αυλήτριες. Τη νύχτα να σε νανουρίζουν, το πρωϊ να σε κάνουν πιο σοφό, τα δειλινά να σε μαγεύουν.
Και διέσχιζε η γαλέρα τους μυχούς των όμορφων νησιών και τα πέλαγα και τις θάλασσες και τους ωκεανούς αμέριμνη. Και οι μέρες και οι μήνες και οι ενιαυτοί περνούσαν όλο και πιο αμέριμνα, όλο και πιο ηδονικά. Και μαύρες σκέψεις δεν φάνηκαν, οι νύχτες γίνονταν κρυφές αγκαλιές και οι χειμώνες φτερουγίσματα αγγέλων.
Πέρασαν σχεδόν ενιαυτοί πέντε, πότε διάβηκαν σκεφτόνταν στην ανάπαυλα της μακαριότητας η όμορφη γαλέρα. Και ξανά αφήνονταν στο θρόϊσμα των κυμάτων και στην ευδαιμονία της σιγουριάς. Γιατί ήταν η καλύτερη, η καταλληλότερη. Ετσι της είχαν πεί. Μα και οι καπεταναίοι, και οι κωπηλάτες, και οι μηχανικοί, και οι μάγειροι, και οι λαντζέρηδες. Και οι σοφοί αστρολόγοι, και όλοι οι φιλόσοφοι και οι ποιητές και οι αυλητές και οι αυλήτριες με αιθέρια φωνή τη νανούριζαν: Είσαι η καταλληλότερη. Και ακούγονταν το νανούρισμα σαν μουσική θεϊκή, σαν ουράνια μελωδία, ώσπου...
...ώσπου, μίαν όμορφην ημέραν, ανήμερα του Αγίου Σώζοντος του εκ Λυκαόνων,
...Εκεί κατά τη μεριά, που παληότερα ήξερε να βγάζει τη γλώσσα στα αφρισμένα κύματα και στα θηρία της θάλασσας,
...Εκεί στις ξέρες της χώρας των δέθ, όπου βασιλείς γύμνασαν και δοκίμασαν τη σοφία τους, και άλλοι απέτυχαν και άλλοι ευτύχησαν, ...
...Εκεί η πιο όμορφη και η πιο περήφανη γαλέρα, λησμονώντας μια παληά προφητεία, έγινε συντρίμια και σκέλεθρο άχαρο και σκοτεινό στα βάθη της θάλασσας της χώρας των δέθ.
Και, όταν το χτικιό κτύπησε την όμορφη γαλέρα, οι μελωδίες των αυλητών και οι παρηγορίες των σοφών και οι ρίμες των ποιητών χάθηκαν μεμιάς, σαν να κιότεψαν απρόσμενα. Ούτε θρήνος, ούτε μνήμη, ούτε στερνό αντίο.
Μόνο ένα φλάμπουρο έμεινε να θυμίζει την όμορφη γαλέρα, που δεν είχε ούτε όνομα και τώρα δεν έχει ούτε μνημόνευση. Ενα φλάμπουρο με το μισό της παραγκόμι, και ένας κωπηλάτης. Πάνω στα κατάμαυρα βράχια, που περιφρονητικά επί πέντε ενιαυτούς διέσχιζε, η περήφανη γαλέρα.
Ενα φλάμπουρο και ένας κωπηλάτης, να δέρνονται από τα κύματα που μανιασμένα, ακόμα και τις μελιχρές ημέρες του μήνα που η Περσεφόνη διάβαινε για τον κάτω κόσμο, λές και όλα τα στοιχειά είχαν συναχθεί στη χώρα τούτη των δέθ, να καταπιούν και να εκδικηθούν την περήφανη γαλέρα.
Ενα φλάμπουρο και ένας κωπηλάτης....
....παραδαρμένος από τη μανία των στοιχειών, δεν μπορούσε να μην θυμηθεί την αρχαία προφητεία πούλεγε πως τούτη η γαλέρα θα χανόταν έτσι , ανώνυμη και αμνημόνευτη. Και έλεγε η προφητεία πως η γαλέρα τούτη δεν είχε ούτε ομορφιά, ούτε σοφία. Πως της έδοσαν άλλης την ομορφιά και άλλης τη σοφία. Έλεγε πάλι, η προφητεία, πως τάχα κάποιοι την έδοσαν στα στοιχειά της θάλασσας να παίξουν μαζί της.
...Μόνο ένα φλάμπουρο και ένας κωπηλάτης, τίποτα άλλο.
Και τούτες οι ρίμες, σαν θρήνος μιας γοργόνας των παραμυθιών, σαν επίκληση στο ρημαγμένο στο βυθό σκέλεθρο:
Περήφανη γαλέρα μου,
φλάμπουρο λουλουδάτο,
τι στέκεσε και καρτερείς
και δεν κινάς φουσάτο;