Saturday, July 21, 2007

Προμηθέας εμπρηστής (21/07/2007)

«Τα βλέπεις; Δεν έχω δίκιο τώρα να σε ξανακαρφώσω στον Καύκασο και να σου τρώνε τα όρνια το όχι μόνο το συκώτι, αλλά και το στομάχι και τον σπλήνα σου και τ’ αχαμνά σου κι ό,τι άλλο άχρηστο έχεις στο σώμα σου;».

Ο Δίας ήταν πραγματικά έξω φρενών. Κι όχι μόνο ο Δίας, αλλά και όλη η θεϊκή ομήγυρη του Ολύμπου, ακόμη κι η Αθηνά, και ο Ηρακλής ο ίδιος που είχε άλλοτε αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές μαζί του, ήταν πια πεισμένοι ότι ο Προμηθέας χρειαζόταν μια δεύτερη τιμωρία. Ίσως πολύ πιο σκληρή απ’ την πρώτη, αφού πλέον η φωτιά απειλούσε και την κατοικία των θεών. Θα ξεσπιτώνονταν κι αυτοί, κι από ορεσίβιοι θεοί που τρέφονταν με αμβροσία και νέκταρ, θα γίνονταν αστοί που τη βγάζουν με σουβλάκια, χάμπουργκερ και κόκα κόλα.

Αλλά κι ο ίδιος ο Προμηθέας στεκόταν σκεπτικός και σιωπηλός. Σχεδόν παραδεχόταν την ενοχή του γιατί τα προστατευόμενα δημιουργήματά του, οι άνθρωποι, και δη οι νεοέλληνες μεσαιοχωρίτες, είχαν μετατρέψει την προσφορά του σε όπλο μαζικής αυτοκαταστροφής.

«Δεν μπορεί να έχω κάνει τόσο λάθος, κάποια εξήγηση θα υπάρχει», μονολογούσε καθώς, από το ύψος του Ολύμπου όπου βρισκόταν για να υποστεί αυτό το έκτακτο στρατοδικείο, αντίκριζε φλόγες, καπνούς κι αποκαΐδια παντού: στην Πάρνηθα, στον Υμηττό, στην Πεντέλη, στο Αιγάλεω, στον Τυμφρηστό, στον Ταΰγετο, στον Άθω, στη Γκιώνα, στον Γράμμο, στον Εθνικό Κήπο, στο Πεδίο του Άρεως, στον Λυκαβηττό, στην Ακρόπολη, στα τρία από τα πέντε δεντράκια που είχαν αφήσει οι δημαρχίες Αβραμόπουλου και Ντόρας στην πλατεία Συντάγματος, στη διαχωριστική νησίδα της Κατεχάκη, στη μουριά που βρίσκεται μπροστά στο Φίλιον και στον καλλωπιστικό θάμνο που βρίσκεται στη γωνία Βουκουρεστίου και Ακαδημίας, μπροστά στο Ζόναρς. Ως γίγαντας είχε το πλεονέκτημα της όρασης σε εξαιρετικά μεγάλη εμβέλεια.

Εν ολίγοις, ο Προμηθέας αντιμετώπιζε αυτή τη φορά την κατηγορία όχι της κλοπής της φωτιάς, αλλά της ηθικής αυτουργίας σε εμπρησμό. Από ευεργέτης του ανθρώπινου γένους είχε μετατραπεί σ’ έναν άρρωστο πυρομανή, συγκρίσιμο με τον Νέρωνα κι άλλους εκλεκτούς εκπροσώπους της εξουσίας που έλυναν τα πολιτικά προβλήματα με τη μέθοδο της δημιουργικής καταστροφής.

Ο Προμηθέας έστυβε το μυαλό του για να βρει έστω και μια πειστική δικαιολογία για τη μαζική αποτέφρωση των δασών, το σπορ στο οποίο επιδίδονταν αχαλίνωτα οι προστατευόμενοί του. Μια πρώτη σκέψη του ήταν μήπως υπήρχε κάποια αισθητική απέχθεια για το πράσινο, σε κάθε εκδοχή του. Αν δηλαδή η πολυετής φαιοπράσινη διακυβέρνηση είχε δημιουργήσει κάποιου είδους πολιτική αλλεργία σε ό,τι ενδεχομένως τη συμβολίζει. Δεν τόλμησε φυσικά να το αναφέρει, για να μη γίνει ρεζίλι. Άσε που θα θύμιζε Γιακουμάτο.

Η δεύτερη εκδοχή που τον βασάνιζε ήταν μήπως πίσω από όλη αυτή τη μανιώδη χρήση της φωτιάς εις βάρος του δάσους υπήρχε κάποιο μεγαλοφυές αναπτυξιακό όραμα, με προσέλκυση κι άλλων επενδύσεων στο real estate, το μόνο πεδίο στο οποίο παρουσίαζε επιδόσεις αυτή η πανάρχαια οικονομία της γης. Ο Προμηθέας σκέφτηκε μελαγχολικά ότι από τα πέντε ανθρώπινα γένη -το χρυσό, το αργυρό, το χάλκινο, των ηρώων και το σιδηρούν- δεν απέμενε τίποτε πια. Οι μεσαιοχωρίτες είχαν μετατραπεί σε τσιμεντένιο γένος. Το γένος των οικιστών και των εργολάβων.

Όφειλε να ομολογήσει, βεβαίως, ότι η πυρομανία των μεσαιοχωριτών δεν ήταν κάποια παγκόσμια πρωτοτυπία. Η ανθρωπότητα γενικώς δεν είχε κάνει μεγάλα βήματα από την εποχή που ο ίδιος της παρέδωσε τη φωτιά, κλεμμένη δυο φορές από το εργαστήρι του Ήφαιστου. Παρέμενε αγκυλωμένη στην τεχνολογία της καύσης, άσχετα αν τη θέση του ξύλου την πήρε το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο. Τόσες χιλιάδες χρόνια είχαν περάσει και ο πολιτισμός της θερμικής ενέργειας παρέμενε κραταιός. Το χειρότερο είναι -σκεφτόταν ο Προμηθέας- ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν απέναντι στη νέα καύσιμη ύλη ακριβώς όπως φέρθηκαν εδώ και αιώνας στα δάση. Από την αποψίλωση των δασών, στην αποστράγγιση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Κάτι ήξερε αυτός που, όσους αιώνες ήταν τιμωρημένος στον Καύκασο, ούτε διανοήθηκε να αποκαλύψει στους προστατευόμενούς του τι καύσιμο πλούτο έκρυβε στα έγκατά του.

«Σταματήστε την γκρίνια! Μου πρήξατε το συκώτι!», ξέσπασε ο Προμηθέας (σημειωτέον ότι η φράση αυτή τον πονούσε ιδιαίτερα για τους γνωστούς λόγους). Και καθώς το παλιό του μίσος για το Δία (αντεξουσιαστής, γαρ, μέχρι μυελού οστέων) φούντωνε σαν την πυρκαγιά της Κορινθίας, του είπε: «Γιατί δεν τους στέλνεις μια βροχή να ξεμπερδεύουμε; Κεραυνούς έχεις, τα σύννεφα τα παίζεις στα δάχτυλα. Κάν’ το!».

«Έχεις μείνει πίσω», απάντησε ο Δίας. «Δεν έχεις ακούσει τίποτα για τις κλιματικές αλλαγές; Και γι’ αυτές εσύ φταις. Τα παραδοσιακά μου μέσα είναι ανεπαρκή για να επιδράσω. Ούτε τα σύννεφα με υπακούνε».

«Γιατί δεν προσλαμβάνεις τον Γκορ για σύμβουλο;».

«Μην ακούω αηδίες. Ο Νέρωνας θα ήταν καλύτερη περίπτωση».

Έπειτα ο Προμηθέας απευθύνθηκε στον αδελφό του, τον Επιμηθέα, προτείνοντάς του ν’ αναλάβει την αναδάσωση των δασών με είδη ανθεκτικά στη φωτιά. «Αστειεύεσαι; Πιο γρήγορα θα χτίσω τους Δίδυμους Πύργους στην Πάρνηθα. Για να πρασινίσω 30 στρέμματα, θέλω καμιά τριανταριά χρόνια», απάντησε ο Επιμηθέας, που δεν είχε καμιά όρεξη να επαναλάβει τις βλακείες του παρελθόντος (μία απ’ αυτές ήταν και χαλέπιος πεύκη. Κούτσουρα για κάρβουνα).

Τελευταία ελπίδα του Προμηθέα ήταν η νύφη του, η Πανδώρα. Καθόταν όλη την ώρα αδιάφορη για τη συζήτηση και λιμάριζε τα νύχια της. «Έχει μείνει τίποτα στο κουτί σου;», τη ρώτησε με προσδοκία ο Προμηθέας. «Μπα», έκανε η Πανδώρα βγαίνοντας από τον λήθαργό της. «Τα τελευταία αποθέματα ελπίδας που είχα στο κουτί τα ρευστοποίησα το 1999 για να τα επενδύσω σε μετοχές. Και πρόκοψα, όπως όλοι. Αν δεν κάνω λάθος, όλοι μας την πατήσαμε το ίδιο. Κι εσύ, που υποτίθεται ότι είσαι διάνοια στις προβλέψεις».

Οι φλόγες ανέβαιναν αργά αλλά σταθερά τις υπώρειες του Ολύμπου, οι θεοί έπρεπε να τα μαζεύουν σιγά σιγά. Και πού να πάνε; Στο «Χίλτον» ή στο «Μεγάλη Βρετανία»; Ίσως ήταν πιο ασφαλής ο «Αστέρας» Βουλιαγμένης – τι διάολο; Θα έπαιρνε φωτιά κι η θάλασσα; Αλλά φυσικά δεν το κουνούσαν ρούπι πριν αποφασίσουν την δεύτερη τιμωρία του εμπρηστή Προμηθέα (οι πραγματικοί εμπρηστές, οι οικοπεδοφάγοι, οι καταπατητές, οι εργολάβοι, οι ιεροί πατέρες, οι προστάτες των δασών, οι φυσιολάτρες των οικοδομικών συνεταιρισμών, οι επαγγελματίες των αποχαρακτηρισμών, οι παράλυτοι γραφειοκράτες, οι ανίκανοι διοικητές, οι πονηροί νομοτέχνες, όλοι αυτοί ήταν υπόθεση των ανθρώπων και οι θεοί δεν επρόκειτο να εμπλακούν σε ξένες δουλειές). «Ο Προμηθέας στην πυρά!», φώναξε η Ήρα, αλλού ακούστηκε κοινότοπο, άσε που έμοιαζε με ομοιοπαθητική θεραπεία. Ο Ήφαιστος κάτι ψέλλισε για το συκώτι του Προμηθέα (πάλι αυτό!) και κάποιον υψηλά ιστάμενο που χρειάζεται επειγόντως μεταμόσχευση, αλλά οι θεοί δεν το συζήτησαν καν, για να μην προκληθεί νέος θρησκευτικός πόλεμος (καλά ήταν τόσους αιώνες ξεχασμένοι).

Ο Δίας, έπειτα από πολλά λεπτά περισυλλογής, έβγαλε την τελική κρίση. «Τελείωσε. Ούτε Καύκασος, ούτε άλλες αηδίες. Πάρνηθα. Θα πας να βοηθήσεις τον Σουφλιά στην αναδάσωση και στην προστασία του δρυμού», ανακοίνωσε, και ο Προμηθέας στο άκουσμα της απόφασης έγινε κίτρινος σαν φωτιά στην αρχή κι ύστερα μοβ, σαν χαρτονόμισμα των 500 ευρώ. «Όχι! Όχι αυτό!», ήταν τα τελευταία λόγια που βγήκαν απ’ τα χείλη του.

ΚΙΜΠΙ

No comments:

Post a Comment