Monday, December 3, 2007

Αναμνήσεις από το ασφαλιστικό μας μέλλον (1/12/2007)

Κανονικά, θα έπρεπε να το γιορτάζω σήμερα. Και να είμαι το πρώτο θέμα στις ειδήσεις. Είμαι ο πρώτος άνθρωπος που συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής -δεν έχω τη ματαιοδοξία και για δεύτερον- και εξακολουθεί να εισπράττει τη σύνταξή του, μετά τη μεταρρύθμιση του σωτηρίου έτους 2008 και τις άλλες 12 που ακολούθησαν μέχρι το 2018. Εν έτει 2060 μ.Χ. (και 42 μ.Μ.- μετά Μεταρρύθμιση), οι αιωνόβιοι κάτοικοι είμαστε κάτι αρκετά συχνό σ’ αυτή τη χώρα και σ’ όλη τη Γηραιά Ήπειρο. Αλλά αισθανόμαστε ως αποδιοπομπαίοι τράγοι. Κι εγώ αισθάνομαι τύψεις, βαθύτατες τύψεις που τολμώ να ζω. Το βλέπω στα βλέμματα των παιδιών μου -που δουλεύουν ακόμη, αν και έχουν πατήσει τα 70- και πολύ περισσότερο των εγγονιών μου. Υπάρχει κάτι το επικριτικό στο ύφος τους, «πώς αντέχεις να ζεις ακόμη;» και μια σαφής υποσημείωση, ότι εγώ κι όλη μου η γενιά φταίμε που έχουν δεκαετίες εργάσιμου βίου ακόμη μπροστά τους. Για τα δισέγγονά μου, δεν το συζητώ. Τα περισσότερα δεν τα ’χω δει παρά μία φορά. Υποθέτω ότι δεν έχουν καμιά διάθεση να με γνωρίσουν. Μια φορά μόνο, πριν πέντε χρόνια, μου είχαν στείλει δώρα – τα άνοιξα με απίστευτη χαρά που εξατμίστηκε μόλις τα είδα: μια αμπούλα υδροκυανίου, μία επικίνδυνα κοφτερή λεπίδα, ένα χάπι βιάγκρα τριακονταπλάσιας δόσης κι ένα ψηφιακό παιχνίδι που είναι της μόδας: «Kill Granddad»!

Αλλιώς το φανταζόμουν αυτό το ρεκόρ επιβίωσης. Σαν μια ιστορική συνάντηση γενεών. Εγώ, τα παιδιά μου, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου, ίσως και τα τρισέγγονα, πάνω στο γενναιόδωρο τραπέζι της αλληλεγγύης. Το φανταζόμουν κυρίως σαν γιορτή, έναν θρίαμβο του πολιτισμού που, από γενιά σε γενιά, αποσπά όλο και μεγαλύτερο έδαφος από τον ζωτικό χώρο του θανάτου. Αλλά, όσο αυξάνει ο ζωτικός χώρος της ζωής τόσο περισσότερο βλέπω την κοινωνία να βυθίζεται στο πένθος. Παραλογισμός.

Οι προϊστορικοί άνθρωποι ζούσαν το πολύ 30 χρόνια. Από τα υπολείμματα των κοινοβίων τους έχουμε μάθει ότι, παρά την τρομακτική στενότητα πόρων, τα νεότερα μέλη κάθε κοινότητας αποχαιρετούσαν με οδύνη τα γηραιότερα που πέθαιναν. Αν σκέπτονταν αποκλειστικά το οικονομικό βάρος που συνεπαγόταν ένας υπερήλικας, θα έπρεπε να χαίρονται. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Προφανώς, χιλιάδες χρόνια πριν εφευρεθεί το κράτος πρόνοιας, προϋπήρχε η αξία της αλληλεγγύης, έστω και στο στενό πλαίσιο ενός ολιγάριθμου κοινοβίου. Υποθέτω πως οι Σπαρτιάτες είναι μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις της ιστορίας όπου η αλληλεγγύη ίσχυσε μόνον αντίστροφα: το άτομο όφειλε να θυσιαστεί στον Καιάδα για να μην επιβαρύνει με το αντιπαραγωγικό βάρος της ηλικίας ή της αναπηρίας του το κοινωνικό σύνολο. Τώρα, κι εγώ κι όλοι οι συνομήλικοί μου νιώθουμε τα βλέμματα των νεοτέρων να μας παροτρύνουν να πέσουμε σ’ έναν Καιάδα που, ευτυχώς, δεν έχει δημιουργηθεί.

Για να πω την αλήθεια, κανείς από μας τους αιωνόβιους δεν έχει την παραμικρή διάθεση για κάτι τέτοιο. Το αντίθετο. Η επιστήμη μάς έχει δώσει τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε αρκετά πράγματα ακόμη, παρά το βαθύ γήρας. Χρώματα, γεύσεις, αρώματα. Ακόμη κι εκείνο το μπλε χάπι που κάποτε παίρναμε κρυφά από τα φαρμακεία έχει εξελιχθεί τόσο που επιτρέπει ακόμη και σ’ εμένα… Ξέρετε… Μια φορά τον μήνα, βέβαια, όχι παραπάνω.

Αυτή είναι και η σχιζοφρένεια του πολιτισμού μας. Όλα τα μεγάλα και μικρά θαύματα της βιοτεχνολογίας για τα οποία δούλεψε και η δική μου γενιά κατέληξαν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη και ποιοτικότερη ζωή – μικρές δόσεις αθανασίας, θα μπορούσε να πει κανείς. Αλλά, την ίδια στιγμή, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, δημόσια και ιδιωτικά, δυσφορούσαν γι’ αυτές τις κατακτήσεις, έβλεπαν την παράταση του μέσου όρου ζωής σαν την επερχόμενη ολοκληρωτική καταστροφή. Εγώ, για παράδειγμα, εισπράττω σύνταξη εδώ και 40 χρόνια. Προηγουμένως δούλεψα άλλα 40 χρόνια, πλήρωσα τις εισφορές που μου αναλογούσαν. Και εισέφερα στο σύστημα και εις είδος: έκανα δύο παιδιά, τα οποία μόρφωσα και κατέστησα παραγωγικούς πολίτες, τα παιδιά μου έκαναν άλλα τέσσερα παιδιά κι αυτά με τη σειρά τους άλλα οκτώ. Άρα, στη διάρκεια του ασφαλιστικού μου βίου -εργασιακού και συνταξιουχικού- εισέφερα με 14 εργασιακές και ασφαλιστικές «μονάδες». Κι αυτό, κινούμενος εντός των μέσων όρων γεννητικότητας. Υπάρχουν αυτοί που έχουν εισφέρει και πάνω από τους μέσους όρους. Και υπάρχουν κι αυτοί που στο μεταξύ έχουν πεθάνει. Κι αυτοί εισέφεραν στο σύστημα με το έλλειμμα ζωής τους, αλλά κανείς δεν τους το αναγνωρίζει. Λοξοκοιτάζουν όλοι εμάς τους ζωντανούς.

Έτσι, κατάντησε η κοινωνία σχεδόν να γιορτάζει τους θανάτους και να θρηνολογεί στα δυο σημαντικότερα γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου: στη γέννησή του (θρηνούν προκαταβολικά για τα 45 χρόνια εργασίας και τα 35 χρόνια εκπαίδευσης και διά βίου κατάρτισης που τον περιμένουν) και στα εκατοστά του γενέθλια (εκεί θρηνούν όχι τον ίδιο, αλλά τους απογόνους του). Εγώ ως θρήνο για τα δικά μου γενέθλια εκλαμβάνω το γεγονός ότι το εικονοτηλέφωνο δεν χτύπησε σήμερα ούτε μια φορά, κανείς δεν μου έστειλε ευχετήριο e-mail, ούτε έλαβα έστω μια θετική τηλεσκέψη – τη νέα μόδα των ψηφιακών επικοινωνιών. Το αντίθετο μάλιστα: το μυαλό μου κατέκλυσαν αρνητικά ραδιοκύματα απ’ όλο το σόι. Στο στιλ: «Καλή ψυχή κωλόγερε».

Δεν βοήθησε, βλέπετε, ούτε ο αποικισμός της Σελήνης -μια πηδησιά τόπος κι αυτός, τι να σου κάνει- και για τον αποικισμό του Άρη δεν υπάρχει ιδιαίτερη προσφορά. Το πρόγραμμα γαιοποίησης δεν πάει και τόσο καλά. Κι εν τω μεταξύ, στη Γη αναπτύσσονται περίεργα έθιμα. Για παράδειγμα, τα ασφαλιστικά ταμεία πριμοδοτούν με μείωση εισφορών τις οικογένειες των υπέργηρων συνταξιούχων που αυτοκτονούν. Φυσικά, μεσολαβεί μια διαδικασία ζύμωσης εντός της οικογένειας και κανείς δεν ξέρει πόσοι ανάμεσα στους αυτόχειρες είναι θύματα καθαρών ψυχολογικών δολοφονιών. Επίσης, οι εταιρείες ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων καλύπτουν τα έξοδα κηδείας των συνταξιούχων που πεθαίνουν σε ηλικία κάτω του μέσου όρου ζωής βάσει συντελεστή. Ένας που πεθαίνει, για παράδειγμα, στα 75 κηδεύεται δωρεάν, ένας στα 90 έχει έκπτωση 10%-20%. Εγώ δεν δικαιούμαι πια καμιά έκπτωση. Σκασίλα μου κιόλας… Από τις νέες ασφαλιστικές δοξασίες προέκυψε και η μεγαλύτερη ανατροπή στα ταφικά έθιμα από τη νεολιθική εποχή. Ενώ όλοι οι άλλοι θάβονται ή καίγονται κανονικά, οι άνω των 90 πετάγονται σε χώρους «υγειονομικής ταφής», βορά των ορνέων, των γερακιών και άλλων αρπακτικών των οποίων ο πληθυσμός έχει αυξηθεί εντυπωσιακά, προς ικανοποίηση των οικολόγων. Σκασίλα μου πάλι.

Ωστόσο, δεν τους αδικώ. Αυτή η αντιστροφή στη σχέση ζωής και θανάτου, με την υπερπροσφορά της πρώτης να αντισταθμίζεται από μια τρομακτική ζήτηση του δεύτερου, είναι το τίμημα που πληρώνει η γενιά μου για τον τρόπο που πουλήσαμε τους αγέννητους και τους ανυποψίαστους νέους. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Με πόση ευκολία δεχτήκαμε τότε, σαράντα χρόνια πριν, αυτή την ανιστόρητη συναλλαγή! Γλιτώσαμε δυο τρία συντάξιμα χρόνια εμείς και φορτώσαμε μια δεκαετία στους απογόνους μας. Κατά κάποιον τρόπο εμείς κηρύξαμε πρώτοι τον πόλεμο των γενεών, θυσιάζοντας την αλληλεγγύη της τάξης στην ιδιοτελή αλληλεγγύη της γενιάς. Αντί της κατανομής του χρήματος, διαπραγματευτήκαμε την κατανομή του χρόνου. Καθαρή βλακεία!

Τελικά, θα γιορτάσω τα εκατοστά μου γενέθλια στο ΚΑΠΗ. Έχουμε κανονίσει virtual όργιο, τούρτα, μπουφέ Ανταρκτικής -τελευταία λέξη της μόδας- και φυσικά περιμένω την έκπληξη των φίλων (που δεν είναι έκπληξη): birthday girl. Μια εβδομηντάρα θεά που το ’χει ρίξει στο στριπ τιζ για να συμπληρώσει τα ένσημα της σύνταξης.

2 comments:

  1. Θαυμάσιο ! Να είσαι καλά. Εξέφρασες όλες τισ ενδόμυχες σκέψεις που μου είχαν φτάσει κόμπος στο λαιμό .
    38 χρονών εκπαιδευτικός

    ReplyDelete
  2. Ὡραῖος σύντροφε ! Εἶχες καιρὸ νὰ τὰ γράψεις τόσο εὔστοχα.

    ReplyDelete