Saturday, November 13, 2010

ΤΙΠΟΤΑ, ΚΑΝΕΙΣ, ΠΟΥΘΕΝΑ (13/11/2010)

Είναι παλιά, πανάρχαια η σχέση μας με το «μηδέν». Το μηδέν ως αριθμός (ή μη αριθμός), το μηδέν ως κατάσταση ισορροπίας, το μηδέν ως το σημείο που η θέση συναντά την άρνηση. «Ούτις γ’ εμοί τ’ όνομα», «Κανένας είναι τ’ όνομά μου», συστήνεται ο Οδυσσέας στον Πολύφημο, αλλά κάτι θετικό βγαίνει από αυτή την ομηρική «δημοσκόπηση» στη σπηλιά των Κυκλώπων. Γλιτώνει ο Οδυσσέας κι αρκετοί απ’ τους συντρόφους του. «Κανένας» είναι η σταθερά και των απολύτως σύγχρονων δημοσκοπήσεων στο ερώτημα «ποιος είναι καταλληλότερος πρωθυπουργός», «ποιο κόμμα είναι καταλληλότερο για τη διακυβέρνηση». Ως εκ τούτου δεν δικαιούται κανείς να δηλώνει αιφνιδιασμένος από το γεγονός της μεγάλης και σχετικά σταθερής αποχής στην εκλογική διαδικασία ή για το σχεδόν πρωτοφανές ποσοστό λευκών και άκυρων στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών. Και τα ποσοστά της προηγούμενης Κυριακής μάλλον θ’ αυξηθούν τη δεύτερη.

Να λοιπόν που ο «Κανένας» απέκτησε πολιτική σάρκα και κοινωνικά οστά μ’ έναν τρόπο που θυμίζει αρκετά το μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας του Ζοζέ Σαραμάγκου «Περί Φωτίσεως»: στην πρωτεύουσα μιας χώρας του μεσογειακού νότου γίνονται εκλογές και οι πολίτες ψηφίζουν λευκό σε ποσοστό 70%. Οι εκλογές επαναλαμβάνονται και το λευκό παίρνει 83%. Η κυβέρνηση πανικοβάλλεται, τίθεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και, ενώ οι «λευκοί» πολίτες αναπτύσσουν πρωτόγνωρους δεσμούς αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, το κράτος συλλαμβάνει και ανακρίνει ανθρώπους αναζητώντας τον υποκινητή της πολιτικής συνωμοσίας. Στο τέλος η πόλη εγκαταλείπεται από την κυβέρνηση και οι κάτοικοί της «σφραγίζονται» εντός της. Η συνέχεια επί του βιβλίου, δυστυχώς, διόλου αισιόδοξη.

Τι σημαίνει, άραγε, να απέχεις από τις εκλογές, να επιλέγεις το «Τίποτα», να θέλεις να σε κυβερνήσει ο «Κανένας», να στέλνεις την εξουσία στο «Πουθενά»; Η διχοστασία των ημερών χρεώνει στην αποχή, στα λευκά και στα άκυρα ψηφοδέλτια (όχι τα συμπτωματικά και τυχαία) δύο ακραίες πολιτικές συμπεριφορές: οι μεν υποστηρίζουν ότι είναι μια ολέθρια απο-πολιτικοποίηση των πολιτών, οι δε αντιτείνουν ότι είναι μια καθ’ όλα πολιτική επιλογή που εκφράζει τη διαμαρτυρία των πολιτών για την κατάσταση «υπό το μηδέν» στην οποία έχουν περιέλθει η χώρα, η οικονομία, η κοινωνία. Είναι άραγε μια ακραία αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος, μια σιωπηρή καταγγελία του, ή μήπως μια άνευ όρων παράδοση στη διολίσθησή του προς έναν κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό; Η αίσθησή μου είναι πως πρόκειται για κάτι περισσότερο και από τα δύο. Αν ισχύει ότι το «κάτι» που διαθέτουμε ως πολιτικό σύστημα την τελευταία τεσσαρακονταετία έχει την ευθύνη για την οικονομική και πολιτική χρεοκοπία της χώρας, τότε μήπως το «τίποτα» είναι η πιο ριζική απάντηση στην ανάγκη απονομιμοποίησής του; Και αν το «κάτι» φτάνει στο σημείο να χρησιμοποιεί την εκλογική διαδικασία ως σκιάχτρο του εαυτού της, αν η εκλογική διαδικασία προβάλλεται από το ίδιο το πολιτικό σύστημα ως απειλή, ως έσχατη καταστροφή για τον τόπο λόγω «οικονομικής συγκυρίας», μήπως η έξοδος από τον καταναγκασμό της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής τελετουργίας είναι ένας τρόπος για να απαλλαγούμε από το πολιτικό «Τίποτα» που μεσουρανεί εδώ και δεκαετίες; Με τον τρόπο της θα το έλεγε κι η Κική Δημουλά: «Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή/ είπε το Τίποτα στο Κάτι/ Κι εκείνο το ηλίθιο το έχαψε…».

Γενικώς, πριν αποφασίσουμε να εξορίσουμε τους αρνητές της ψήφου (τους απέχοντες, τους «λευκούς», τους «άκυρους») από την πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε αν η παραγωγικότητα της πράξης είναι πράγματι περισσότερο δεδομένη από την παραγωγικότητα της απραξίας. Η μέχρι στιγμής πράξη -το «κάτι», η πολιτική συμπεριφορά που συντηρεί τον δικομματισμό, η οικονομική συμπεριφορά που εναλλάσσει τις αναπτυξιακές φούσκες με τις υφεσιακές βυθίσεις, η κοινωνική συμπεριφορά που σπαταλάει τη ζωτική ενέργεια των ανθρώπων στον ανταγωνισμό και την αλληλοεξουδετέρωση- έχει οδηγήσει το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο της χώρας στο σημείο μηδέν, για την ακρίβεια κάτω απ’ αυτό. Ακόμη και οι μεταρρυθμιστικές φούσκες που εναλλάχτηκαν στην κυβερνητική εξουσία την τελευταία εικοσαετία αποσπώντας άνετες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες δεν ξέφυγαν από το πλαίσιο της αναπαραγωγής ενός συστήματος αυτοκαταστροφικού, βασισμένου στη διαφθορά, στην κατασπατάληση του δημόσιου πλούτου, στη δουλική εξυπηρέτηση των πιστωτών και «εταίρων» της χώρας. Κάθε επαγγελία «αλλαγής» και «επανίδρυσης» αποδείχθηκε μηχανισμός εξυπηρέτησης του «καπιταλισμού της καταστροφής» τον οποίο σήμερα βιώνουμε. Η εκλογική διαδικασία, αυτή η κορυφαία έκφραση αστικής ελευθερίας, μοιάζει να εξυπηρέτησε με περίσσεια συνενοχή αυτή την καταστροφική σπείρα. Αφού, λοιπόν, τόση «πράξη» έχει αποδειχθεί τόσο αντιπαραγωγική, μήπως η απραξία μάς επιφυλάσσει μια καλύτερη τύχη;
Ο στοχαστής Σλαβόι Ζίζεκ τραβάει στα άκρα αυτόν τον συλλογισμό με ένα παράδειγμα από την κβαντική φυσική. «Υπάρχουν», λέει ο Ζίζεκ, «φαινόμενα τα οποία μας αναγκάζουν να σκεφτούμε ότι πρέπει να υπάρχει κάτι (κάποια ουσία) που δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε από ένα δεδομένο σύστημα χωρίς να ΑΥΞΗΣΟΥΜΕ την ενέργειά του. Αυτό το κάτι αποκαλείται πεδίο Χιγκς: άπαξ και εμφανιστεί αυτό το πεδίο σε ένα δοχείο το οποίο έχει κενωθεί και του οποίου η θερμοκρασία έχει πέσει στο χαμηλότερο δυνατό σημείο, η ενέργειά του θα μειωθεί περαιτέρω. Συνεπώς, το “κάτι” που εμφανίζεται είναι ένα κάτι το οποίο περιέχει λιγότερη ενέργεια από το τίποτα». Επομένως, μερικές φορές το μηδέν δεν είναι η «φθηνότερη» κατάσταση ενός συστήματος, με αποτέλεσμα το «τίποτα» να κοστίζει λιγότερο από το «κάτι».

Λίγοι νεοέλληνες, έστω κι αν δεν γνωρίζουν τίποτε από κβαντική φυσική (όπως εγώ που είμαι παντελώς άσχετος), αμφιβάλλουν σήμερα ότι η διατήρηση του κοινωνικού και πολιτικού «Τίποτα» έχει κοστίσει εγκληματικά πολύ στην κοινωνία κι ίσως η εκούσια, συνειδητή απόσυρσή μας από το σύστημα, η απραξία μας, είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαλέσουμε μια αλλαγή. Η πεμπτουσία αυτής της αντίστροφης σχέσης ανάμεσα στο «κάτι» και στο «τίποτα» είναι η προσπάθειά μας να οδηγήσουμε το έλλειμμα και το χρέος στο μηδέν, κατά τας επιταγάς της τρόικας. Η ενέργεια που έχει απαιτηθεί για την υποτιθέμενη μείωσή τους έχει οδηγήσει την οικονομία στο 6% υπό το μηδέν και, αντιθέτως, μέχρι στιγμής έχει μόνον αυξήσει και το έλλειμμα και το χρέος. Είναι μια ενέργεια άδικα σπαταλημένη στην καταστροφή. Είναι ένα «πεδίο Χιγκς» στην οικονομία. Κι εδώ ακριβώς το «τίποτα» αναδεικνύεται ίσως ο μόνος σχετικά ασφαλής μονόδρομος. Η αποχή μας από την εξυπηρέτηση του χρέους είναι ο μόνος τρόπος μείωσής του, ο μόνος δρόμος απελευθέρωσης ενέργειας για την πραγματική οικονομία. Μια αληθινά παραγωγική απραξία, απέναντι στην πιο αντιπαραγωγική αλλά υπερδραστήρια διεθνή τοκογλυφία που έχει ορίσει και το πρόβλημα και το πλαίσιο της λύσης του.

Κατ’ αναλογία, και εφόσον το «πεδίο Χιγκς» της πολιτικής είναι η αναζήτηση εναλλακτικής λύσης για τη χαμένη, άδικα σπαταλημένη ενέργεια στην οικονομία, η πολιτική άρνηση στις ποικίλες μορφές της -από την αποχή μέχρι την απλή και καθαρή ψήφο διαμαρτυρίας- είναι ίσως η μόνη κατάφαση στο ασφυκτικό πλαίσιο απόφασης που έχουν δημιουργήσει η εγχώρια πολιτική ελίτ, οι Ταλιμπάν της δημοσιονομικής ορθοδοξίας στην Ε.Ε., οι διεθνείς δυνάμεις του «καπιταλισμού της καταστροφής». Είναι μια άρνηση που απορρίπτει το ίδιο το πλαίσιο της απόφασης, αφαιρεί το έδαφος της πολιτικής νομιμοποίησης του νοσηρού κομματικού συστήματος και δημιουργεί μια προσδοκία αλλαγής, αλλά σε ένα πλαίσιο που θα ορίσει η κοινωνία με βάση της ανάγκες της.

Ίσως αυτό που περισσότερο μας απειλεί σήμερα δεν είναι η «παθητικότητα», αλλά η ψευδο-δραστηριότητα, η παρόρμηση να συμμετέχουμε συγκαλύπτοντας το Τίποτα που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Από την άποψη αυτή, η αποχή, το λευκό, το άκυρο, η αντισυμβατική ψήφος δεν έχουν τίποτα το απολίτικο. Είναι μια καθ’ όλα πολιτική πράξη στον βαθμό που μας φέρνει αντιμέτωπους με την κενότητα των σύγχρονων δημοκρατιών. Εξ ου και -όπως λέει ο Σλαβόι Ζίζεκ- «μερικές φορές το πιο βίαιο (άρα και ανατρεπτικό) πράγμα είναι να μην κάνεις τίποτα» (Σλαβόι Ζίζεκ, «Βία: Έξι λοξοί στοχασμοί».

6 comments:

  1. nεοέλληνες;;

    ReplyDelete
  2. Μολονότι τις περισσότερες φορές συμφωνώ (μέχρι κεραίας) με τα άρθρα σας, με τη σημερινή σας τοποθέτηση διαφωνώ κάθετα. Και εξηγούμαι:

    Α) Ελάχιστοι είναι αυτοί που επιλέγουν αποχή/άκυρο/λευκό (στο εξής ααλ για συντομία) (πέραν από λόγους υγείας ή μεγάλης απόστασης, που είναι λόγοι απόλυτα σεβαστοί) για λόγους ιδεολογίας, κυρίως αναρχικής/αναρχοαυτόνομης (=οι εκλογές δε δείχνουν τίποτα, δεν είναι τίποτα, άρα δε συμμετέχω). Τη συγκεκριμένη επιλογή τη σέβομαι (ΔΕ συμφωνώ καθόλου) και τη θεωρώ γνήσια πολιτική, καθότι και στην υπόλοιπη (εκτός εκλογών) ζωή τους οι άνθρωποι αυτοί επιλέγουν μια διαφορετική πολιτική στάση και δράση.
    Β) Αν όλοι όσοι απείχαν και ψήφιζαν λευκό ή άκυρο (στην πρώτη Κυριακή, όπου υπήρχαν επιλογές) πράγματι είχαν πολιτική στάση και δράση τι τους εμποδίζει να το κάνουν πράξη και στην υπόλοιπη ζωή τους; Αν δέχονται την ανάγκη δημιουργίας ενός καινούργιου κόμματος, φαντάζομαι ότι ως ενεργοί πολίτες που είναι, τότε θα δραστηριοποιούνται με άλλους οι οποίοι έχουν ανάλογους προβληματισμούς και θα συμπήξουν ένα τέτοιο πόλο. Περιττό δε να πω πόσο προνομιακό πεδίο είναι οι τοπικές εκλογές για τέτοιους πειραματισμού). Ακόμα όμως και αν αρνούνται το ίδιο το σύστημα (όπως υπονοείτε) τότε θα πρέπει να καταθέσουν και πάλι κάποια πρόταση με πολιτικό χαρακτήρα και όχι να καταφεύγουν στο ααλ.

    Εν ολίγοις. Θεωρώ ότι και η Ελλάδα μπαίνει στη χορεία των δυτικών αστικών-κοινοβουλευτικών συστημάτων, όπου η αποχή (ένδειξη ιδιώτευσης και ιδιωτείας -το σημαντικότερο αποτέλεσμα του καπιταλισμού στις κοινωνικές σχέσεις των ατόμων-) αποτελεί πάγια αλλά καθόλου ριζοσπαστική στάση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Προς Θεού, δεν αποθεώνω τις εκλογές, ούτε τις θεωρώ κορωνίδα της δημοκρατίας ή μοναδική περίπτωση όπου ο λαός τοποθετείται στα δημόσια θέματα. Δε μπορώ όμως να παραβλέψω ότι πρόκειται για ακόμη ένα πεδίο πολιτικής ζύμωσης. Και επειδή γνωρίζετε καλά και τον Ένγκελς, νομίζω ότι είναι περιττό να υπενθυμίσω την άποψή του με την οποία ταυτίζομαι απόλυτα... Αν όντως οι εκλογές είναι θερμομετρο της κοινωνίας, τότε φοβάμαι ότι σε πολλά μέλη του "ασθενούς" πρυτανεύει η άποψη ότι "εμείς θα τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας".

    Περιττό βέβαια να πω πόσο (προσ)εύχομαι να διαψευστώ...

    ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΗΣ ΡΟΒΕΣΠΙΕΡΟΣ

    ReplyDelete
  3. Το άρθρο είναι εξαιρετικό και καλό θα ήταν να διαβαστεί από αρκετούς. Αμφιβάλλω πάντως αν το μύνημα που θα διαπιστωθεί θα είναι το ίδιο.
    Αντιθέτως, η άποψη του παραπάνω ανώνυμου κινείται σε μια λογική που εντάσσει το πολιτικό σε χώρους, κινήσεις και κόμματα. Πράγμα για το οποίο, και ιστορικά, δεν έχει τέτοια βάση.
    Το ζήτημα σήμερα πως η ιδεολογία είναι "νεκρή" κι αφού είναι νεκρή είναι παντού. Οπότε η ιδέα δεν είναι εγκλωβισμένη, κινείται ελεύθερα και άναρχα. Και το απολιτίκ πολύ εύκολα είναι αυτό που δεν εντάσσεται σε ένα πολιτικό κοινωνικό πλαίσιο.
    Η κίνηση όμως υπάρχει, περιγράφεται από τον συγγραφέα του άρθρου και φανερώνει πως ο κίνδυνος σήμερα είναι πως το τίποτα που είναι η αποχή είναι επικίνδυνη. Επειδή δεν είναι και δε μπορεί να είναι γνωστό τι μπορεί να κρύβει από πίσω του. Κάτι σαν ένας εκλογικός Δεκέμβρης δηλαδή. Κάπως ανεξέλεγκτο.

    ReplyDelete
  4. Προς Gangel

    Νομίζω ότι δεν πρόσεξες/ανέγνωσες προσεκτικά την ανάρτησή μου. Το πολιτικό "πιστεύω" των ααλ πρέπει κάποια στιγμή να αποκτήσει φωνή, ύπαρξη,φορέα έκφρασης, διαφορετικά τι είδους πρόταση είναι αν δεν εκφράζεται; Με ποιο τρόπο μπορεί να συσπειρώσει κόσμο; Ακριβώς λοιπόν (ισχυρίζομαι εγώ) επειδή το μεγαλύτερο μέρος του ααλ εκφράζει απλούστατα μια συλλήβδην απόρριψη, δε μπορούμε να μιλάμε για συνειδητή πολιτική επιλογή. Εν ολίγοις το ααλ ξέρει ότι απορρίπτει (αμφιβάλλω αν ξέρει τι απορρίπτει) αλλά σίγουρα ΔΕΝ έχει πρόταση, διαφορετικά θα είχε εκφραστεί.
    Όσον αφορά την άποψή σου περί κομμάτων, επίτρεψέ μου να παρατηρήσω ότι τουναντίον η δική σου άποψη στερείται ιστορικής βάσης και τεκμηρίωσης. Οπουδήποτε (και οποτεδήποτε) τα δημόσια ζητήματα λύνονταν με τη συμμετοχή μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, ΠΑΝΤΟΤΕ σχηματίζονταν παρατάξεις, κόμματα (ανεξάρτητα του πώς ονομάζονταν). π.χ. στην αρχαία Αθήνα οι όροι "ολίγοι" και "δημοτικοί" αφορούσαν παρατάξεις με ΣΑΦΕΣΤΑΤΗ ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση. Για αυτό το λόγο άλλωστε και στην αρχαία Αθήνα θεωρούνταν εκτός λογικής η αποχή από τα κοινά (πρβλ τον Επιτάφιο του Περικλή: "τον μη μετέχοντα ουκ απράγμονα αλλά αχρείον ονομάζομεν"=αυτόν που δε συμμετέχει δεν τον ονομάζουμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, τους νόμους του Σόλωνα που ΑΠΑΓΟΡΕΥΑΝ σε περίπτωση εμφυλίου πολέμου σε κάποιον πολίτη να μένει ουδέτερος, αμέτοχος).
    Θα συμφωνήσω ωστόσο μαζί σου στο ότι η απουσία ιδεολογίας είναι κάτι εμφανές και υπαρκτό. Φοβάμαι ότι οι εξεγέρσεις του 21ου αιώνα θα έχουν τα χαρακτηριστικά βίαιων τυφλών ξεσπασμάτων, από τη στιγμή που δε θα έχουν σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, κάτι σαν το κίνημα των λουδιτών δηλαδή.

    ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΗΣ ΡΟΒΕΣΠΙΕΡΟΣ

    ReplyDelete
  5. Να επιχειρηματολογήσω και εγώ επί του κειμένου μου. Δεν υποστηρίζω ότι αποχή, λευκό και άκυρο, όπως εκφράστηκαν τώρα, συνιστούν ΤΗΝ ΤΟΜΗ στην εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων. Και προφανώς- θα συμφωνήσω με τον Σκεπτικιστή Ροβιεσπέρο- αν η τάση αυτή παγιωθεί μπορεί να γίνει προθάλαμος μιας μόνιμης απόσυρσης από την πολιτική. Υπάρχει, όμως, ένα δυναμικό στοιχείο στο γεγονός ότι από τη μια εκλογή στην άλλη ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων επιλέγει, αυθόρμητα, χωρίς κανένα σχεδιασμό μια πράξη (ή απραξία) που απο-νομιμοποιεί το πολιτικό σύστημα και την κυρίαρχη ατζέντα του. Για να γίνει αυτό "πολιτική¨, φυσικά, θα πρέπει να ακολουθηθεί από κάτι ακόμη- είτε εκφραστεί σε κάλπη είτε σε άλλα πεδία κοινωνικής και συλλογικής δράσης. Αυτό που θα καθορίσει την πολιτική έκβαση αυτής της μετάβασης του εκλογικού σώματος από μια στάση σε μια άλλη δεν είναι μόνο το ΤΙ ψηφίζουν, αλλά το πώς απαντούν στα κεντρικά ζητήματα της κοινωνίας: κρίση χρέους, θέση στην ευρωζώνη, υπεράσπιση της εργασίας, υπεράσπιση δημοκρατίας κλπ. Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να αντιχνεύσει κανείς σε ποιο βαθμό εντός της αποχής, του λευκού και του ακύρου υπάρχει αυτή η πολιτική ατζέντα και η εναγώνια αναζήτηση ενός πειστικού, εναλλακτικού προγράμματος επ' αυτής. Φυσικά, είναι αδύνατο να "ερμηνεύσουμε" τις βουλήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Εικάζουμε, ψυχανεμιζόμαστε, διαισθανόμαστε τάσεις...

    ReplyDelete
  6. Παρά τις επιφυλάξεις και τους ενδοιασμούς που γεννά η στοιχειώδης γνώση της μεταπολιτευτικής ιστορίας μας,είναι φανερό ότι είμαστε μπροστά σε μια πρωτοφανή ποιοτικά αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Κι αυτό διότι μέχρι τώρα η συναίνεση των μαζών επιτυγχανόταν όχι μόνο με το ατέλειωτο γουργουρητό των παλιών και των σύγχρονων ιδεολογικών μηχανισμών αλλά και με ψιχία που κατά καιρούς πέφτανε κάτω από το τραπέζι του μεγάλου φαγοποτιού. Τώρα πια δεν πέφτει ψίχουλο κι αυτό τα έχει αλλάξει όλα, όσα φούμαρα κι αν μας πουλάνε ακούραστα οι ασώματες κεφαλές στην Τι-βι...

    ReplyDelete