(Από τη στήλη "Ελεύθερος Σκοπευτής", εφημερίδα "Επενδυτής" 21/4/2012)
Μου έλειψε το χαρτί. Για την ακρίβεια, μου έλειψε το εφημεριδόχαρτο. Υποθέτω το ίδιο συνέβη με όλους όσοι γεμίζουν με λέξεις και πληροφορίες τις υπόλευκες σελίδες αυτής της εφημερίδας. Μας έλειψε το εφημεριδόχαρτο. Ανεξαρτήτως βάρους και ποιότητας. Μας έλειψε η υφή του, η ήπια τραχύτητά του, η ανεπαίσθητη μυρωδιά του μελανιού που δεν έχει εντελώς εξατμιστεί στη μακρά πορεία από το τυπογραφείο μέχρι το περίπτερο και τελικά στα χέρια του αναγνώστη.
Παρ’ ότι πολλοί προφήτες της ψηφιακής εποχής έχουν προαναγγείλει τον θάνατο του χαρτιού ως οχήματος επικοινωνίας, δεν έχουν νεκρωθεί εντελώς αισθητηριακά οι άνθρωποι που απολαμβάνουν ακόμη την ανάγνωση με όλες τις αισθήσεις τους. Και στην ανάγνωση δεν συμμετέχει μόνο η όραση. Συμμετέχει λίγο και η όσφρηση (το άρωμα της ανακυκλωμένης και εμποτισμένης με μελάνια κυτταρίνης), συμμετέχει ελάχιστα και η ακοή (το «χρατς» μιας σελίδας που ξεφυλλίζεται ή σκίζεται στο απότομο ξεφύλλισμα), και συμμετέχει πάνω απ’ όλα η αφή. Η αφή, είτε είναι των δακτύλων που κτυπούν το πληκτρολόγιο του συντάκτη, είτε των χεριών του αναγνώστη που κρατά και ξεφυλλίζει ένα έντυπο, μοιάζει να δίνει υλική υπόσταση σε μια πληροφορία, μιαν ιδέα. Κατά κάποιο τρόπο δίνει σάρκα στην ενημέρωση. Το απτό, χειροπιαστό χαρτί με τις αποτυπωμένες λέξεις και εικόνες γίνεται ένα είδος διαβατήριου αξιοπιστίας. Ίσως γι’ αυτό το ομηρικό «έπεα πτερόεντα» έδωσε τη θέση του στο λατινικό «scripta manent».
«Υπερασπίζεστε κάτι που παρακμάζει κι είναι καταδικασμένο να εξαφανιστεί, και μάλιστα για λόγους ιδιοτελείς: για να σώσετε τις θέσεις εργασίας σας και τους μισθούς σας», θα μας καταλόγιζε εύλογα κανείς. Παίζει κι αυτό. Υπάρχει ένας βαθμός ιδιοτέλειας και συντηρητισμού, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η ενημέρωση και η επικοινωνία προφανώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν στις ψηφιακές, πιο άυλες εκδοχές τους, που προς το παρόν απαιτούν μόνο την όραση και την ακοή μας, αν και οι επιστήμονες γνωρίζουν καλά ότι δεν μπορούν να εξαιρέσουν εντελώς την αφή, εξ ου και η συνεχής έρευνα για την παραγωγή του ψηφιακού χαρτιού ή τα προϊόντα τύπου iPod και iPad που προσπαθούν εναγωνίως να μιμηθούν το σχήμα ενός βιβλίου ή ενός περιοδικού. Υπάρχει και σ’ αυτό ένας μικρός θρίαμβος της αφής. Κι ένας ακόμη θρίαμβος του Θωμά, του εορτάζοντος την Κυριακή αποστόλου, με τον άδικο χαρακτηρισμό «άπιστος». Μήπως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο; Μήπως ο Θωμάς με την αισθητηριακή αμφιβολία του ένωσε σώμα και πνεύμα, σάρκα και ψυχή, το υλικό με το άυλο; Και μήπως μέσω της αμφιβολίας διέσωσε την ίδια την πίστη;
Δεν διακρίνομαι για τα χριστιανικά μου αισθήματα, αλλά οφείλω να αποδώσω στον Θωμά, στον μύθο του και στην ευλογημένη αμφιβολία του τα εύσημα για την αποκατάσταση των αισθήσεων. Τα δάχτυλα του Θωμά και η τραυματισμένη σάρκα του Ιησού ενώνουν δυο κόσμους που η μεταφυσική θα τους ήθελε διαχωρισμένους με σιδηρούν παραπέτασμα. Τελικά, ο μέσος άνθρωπος πιστεύει, ελπίζει, προσδοκά, μέσω των αισθήσεων. Πρωτίστως μέσω της αφής και της εγγύτητας. Feel me, touch me, heal me, τραγουδούσαν οι Who, αναδεικνύοντας και μια θεραπευτική λειτουργία της εγγύτητας.
Αλλά, επειδή η αφή νεκρώνεται και η εγγύτητα χάνεται, τελικά οι άνθρωποι χάνουν και την πίστη τους. Ή, τουλάχιστον, δυσκολεύονται να τη θεμελιώσουν. Γίνονται Θωμάδες με μια ανικανοποίητη δίψα να πιστέψουν. Σε τι άλλωστε; Ακόμη και η πιο απτή πίστη του οικονομικού μας πολιτισμού, η τραπεζική πίστη, έχει μετατραπεί στο κατεξοχήν πεδίο αναξιοπιστίας. Οι άνθρωποι εμπιστεύονταν τα χρήματά τους στα ευαγή ιδρύματα, με την πίστη ότι θα τα αυξάνουν σταθερά και με ασφάλεια. Τα ίδια ιδρύματα δάνειζαν τους ανθρώπους με την πίστη ότι αυτοί θα είναι σε θέση να πληρώνουν τις δόσεις τους. Τώρα, και οι δύο πλευρές αυτής της συναλλαγής μαθαίνουν ότι η τραπεζική πίστη είναι αδύνατο να επιβιώσει χωρίς κρατική στήριξη, χωρίς μια αδιάκοπη ροή χρήματος των φορολογουμένων στα ταμεία τους.
Κι αυτή δεν είναι η μόνη πίστη που χάνεται. Ο καπιταλισμός των μεταπολεμικών χρόνων, και πολύ περισσότερο της τελευταίας εικοσαετίας που «φούσκωσε» με την κατάρρευση της πίστης στον (αν)ύπαρκτο σοσιαλισμό, οικοδομήθηκε πάνω στη σχεδόν οικουμενική πίστη πως ο μέσος άνθρωπος μόνο βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου, του εισοδήματός του, μπορεί να προσδοκά. Κάθε προοπτική επιδείνωσης θεωρούνταν αδιανόητη, εκτός αν ένα αιφνίδιο, εκτός σχεδίου γεγονός -ένας πόλεμος, μια καθεστωτική κατάρρευση, μια φυσική καταστροφή- ανέτρεπε το «σχέδιο» της αειφόρου ευημερίας. Και θεωρούνταν αυτονόητο πως κάθε γενιά θα έδρεπε τις υπεραξίες από την επένδυση της προηγούμενης. Έστω κι αν αυτό δεν αφορούσε τους πάντες, έστω κι αν ο κοινωνικός πλούτος μοιραζόταν τρομακτικά άνισα, έστω κι αν τα κοινωνικά απορρίμματα της ευημερίας -νεόπτωχοι, άνεργοι, μετανάστες- έπρεπε να κρυφτούν κάτω από το χαλί.
Αυτή η πίστη καταρρέει εκκωφαντικά. Η οικονομία της αγοράς, έχοντας θριαμβεύσει και στο τελευταίο τετραγωνικό χιλιόμετρο του πλανήτη, εκπέμπει μόνο αμφιβολία και ανασφάλεια. Όχι μόνο αδυνατεί να προσφέρει απτές αποδείξεις στις κοινωνίες ότι μπορούν να προσδοκούν «καλύτερες μέρες», αλλά διακηρύσσει διά των ηγετικών ελίτ ότι οι «χειρότερες μέρες» του μέλλοντός μας είναι μόνος όρος επιβίωσης. Αυτή είναι η νέα συνθήκη αναπαραγωγής του οικονομικού και κοινωνικού μας μοντέλου. Ό,τι ορίζεται ως «μεταρρύθμιση» από τους εγκεφάλους του καπιταλιστικού σύμπαντος -την Ε.Ε., το ΔΝΤ- δεν είναι παρά μια υπόσχεση οδύνης για ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Ακόμη και για την περιούσια μεσαία τάξη. Τι πιο χαρακτηριστικό από το γεγονός ότι το ΔΝΤ, στην τελευταία έκθεσή του για τα ασφαλιστικά συστήματα, αντιμετωπίζει τη μακροζωία, μια δαρβινική νομοτέλεια για το είδος μας, ως «κίνδυνο».
Μετά ταύτα, είναι να απορεί κανείς γιατί οι πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ απορούν για τη γενικευμένη απώλεια της πίστης των ανθρώπων στα περισσότερα πράγματα που καθορίζουν τη ζωή τους. Γιατί οι Έλληνες πολίτες έχουν γίνει στη μεγάλη πλειοψηφία τους Θωμάδες απέναντι στο πολιτικό σύστημα που διαχειρίστηκε εδώ και πολλές δεκαετίες τις βασικές βεβαιότητές τους, τις πίστεις τους; Γιατί τα κόμματα, με πρώτα τα κόμματα εξουσίας, βαλτώνουν στην απιστία και την αναξιοπιστία; Γιατί το πολιτικό προσωπικό αποφεύγει να εκθέσει τις πληγές του στην αφή των ψηφοφόρων; Γιατί αποφεύγει την εγγύτητα; Γιατί κρύβεται, γιατί είναι απρόθυμο να επανδρώσει ψηφοδέλτια, να γεμίσει αίθουσες εκδηλώσεων, δρόμους και πλατείες με πολύχρωμα πλήθη, έστω παραπλανημένα; Απορεί κανείς που απορούν με τους Θωμάδες που πλημμυρίζουν με δυσπιστία κι αμφιβολία τους πίνακες και τα διαγράμματα των δημοσκοπήσεων. Κι όμως, οι Θωμάδες κι οι δηλητηριώδεις αμφιβολίες τους είναι η μόνη μας ελπίδα να ξαναστηθεί στα πόδια της μια κάποια πίστη.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Στους σύγχρονους καιρούς, η γραπτή επικοινωνία έγινε όλο και ταχύτερη, αλλά η αφή παρέμεινε πάντα σχεδόν αποκλεισμένη. Ο Θωμάς θα μπορούσε να επικοινωνεί διαμέσου ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με τον Χριστό και να βλέπει να αποδιώχνεται η δυσπιστία του, διότι οι κωδικοί εισόδου προφυλάγουν την ταυτότητα των συνομιλητών. Όμως, θα είχε ξανακερδίσει μόνο μια ορθολογική αμφιβολία, δεν θα είχε ξανακερδίσει την πίστη. Όπως λέει η ευαγγελική αφήγηση, η πίστη αναζητά τον άνθρωπο ακέραιο: πνεύμα και σάρκα, παρουσία νοητική και παρουσία επαφής. Με την ηλεκτρονική αλληλογραφία, ο Θωμάς που οικεί εντός μας υποφέρει από αισθητηριακή μόνωση: Ένα βάσανο που πλέον όλοι μας το γνωρίζουμε, αν και δεν το αντιλαμβανόμαστε, διότι κτυπά τον καθένα μας σε κάθε στιγμή.
Luigi Zoja, «Ο θάνατος του πλησίον»
No comments:
Post a Comment