(Επενδυτής, 8/6/2013)
Πρωθυστερόγραφον: Το παρόν πόνημα έχει νόημα κυρίως εφόσον διαβαστεί στην έντυπη εκδοχή του. Αν το διαβάσετε εκ των υστέρων, στην ψηφιακή βερσιόν, προσπαθήστε να φανταστείτε πως έχετε μπροστά σας την προτελευταία σελίδα του πολιτικού τμήματος εφημερίδας, σχήματος 29,5Χ42,5 (μακρόταλο ταμπλόιντ), χρώματος υπολεύκου και βάρους χαρτιού που αγνοώ.
Πρωθυστερόγραφον: Το παρόν πόνημα έχει νόημα κυρίως εφόσον διαβαστεί στην έντυπη εκδοχή του. Αν το διαβάσετε εκ των υστέρων, στην ψηφιακή βερσιόν, προσπαθήστε να φανταστείτε πως έχετε μπροστά σας την προτελευταία σελίδα του πολιτικού τμήματος εφημερίδας, σχήματος 29,5Χ42,5 (μακρόταλο ταμπλόιντ), χρώματος υπολεύκου και βάρους χαρτιού που αγνοώ.
Με τον κίνδυνο να θεωρηθώ
ναρκισσιστής, επιτρέψτε μου μια μικρή ανασκόπηση της διαδρομής αυτής της
στήλης, πριν καταλήξει εδώ. Πριν από περίπου 14 χρόνια ήμουν σομόν. Δεν ήταν το χρώμα νεογέννητου με ίκτερο.
Ήμουν στη δεύτερη σελίδα σομόν οικονομικού ενθέτου κυριακάτικης εφημερίδας
μεγάλου σχήματος και καταλάμβανα -αυτάρεσκα και με το θράσος της αγνοίας μου,
ομολογώ- αρχικά έναν ταπεινό κι αργότερα
έναν διόλου ευκαταφρόνητο χώρο. Για λίγο καιρό μετακινούμουν από τα αριστερά
στο κάτω μισό και τελικά στο πάνω μισό της σελίδας. Εκεί απάγκιασα.
Μετά επτά χρόνια
ξαναμετακόμισα. Δεν άλλαξα σελίδα, αλλά εφημερίδα. Έγινα λευκός και κατέκλυσα,
με τα ίδια ασαφή στοιχεία ταυτότητας, τη δεύτερη σελίδα (λευκού αυτή τη φορά)
οικονομικού της ενθέτου – το θράσος της θεμελιώδους άγνοιάς μου παρέμεινε μόνος
μπούσουλας επιβίωσης της αντι-οικονομικής μου ματιάς σ’ ένα περιβάλλον τίγκα
στην οικονομία. Η τρίτη μετακόμιση ήταν κυριολεκτική. Δεν μετακινήθηκα εγώ,
μετακινήθηκε η εφημερίδα, ιδιοκτησιακά και οικιστικά, κι εγώ με τους λοιπούς
συγκατοίκους ακολουθήσαμε ως παρελκόμενα τις προσδοκίες της νέας
ευκαιρίας.
Αυτή είναι η τέταρτη
μετακόμιση. Εσωτερική. Από την τραπεζαρία στο σαλόνι, ας πούμε. Μόνο της
στήλης. Σελίδα δεξιά, σχήμα, χρώμα, χαρτί τα αυτά. Αλλά με νέους γείτονες.
Καλώς να με δεχτούνε, καλώς να τους δεχτώ. Όσοι παλαιοί πιστοί, συνηθίστε το.
Όσοι νέοι περίεργοι, καλωσορίσατε. Σ’ έναν κόσμο που κινείται με ταχύτητες
ασύλληπτες από το ανθρώπινο μάτι, οι εφημερίδες δεν μπορούν να μένουν ασάλευτες.
Ούτε οι συντελεστές τους. Το αποτέλεσμα της κινητικότητας, βεβαίως, το κρίνετε
εσείς. Είμαστε απολύτως στο έλεός σας.
Η κινητικότητα είναι η
συνθήκη της νέας εποχής. Πυρ και κίνηση, για όσους το αντιλαμβάνονται σαν
κατάσταση πολέμου. Τα πάντα ρει, για όσους έχουν συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η
κίνηση και η αλλαγή είναι οι μόνοι όροι ύπαρξης του κόσμου. Άρα, και ημών των
απειροελάχιστων συστατικών του.
Αυτή η αέναη κινητικότητα
υπόκειται, βέβαια, σε κάποιους φραγμούς. Οι αλλαγές, οι μετακινήσεις, οι μετακομίσεις
συναρπάζουν τους ανθρώπους που δείχνουν αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα. Όμως,
ταυτόχρονα, κάποιας μορφής σταθερότητα, κάποια διαλείμματα ευχάριστης ή
στοχαστικής στασιμότητας, κάποια ρουτίνα την έχουν ανάγκη. Ωστόσο, ο κυριότερος
φραγμός, ακόμη και στον ανυπότακτο χώρο του σύμπαντος, είναι πως σε κάθε
κίνηση, σε κάθε μεταμόρφωση και αλλαγή της ύλης, τίποτα δεν χάνεται. Η αρχή
διατήρησης της υλοενέργειας, που έλεγε και ο Λαβουαζιέ. Είναι από τα ελάχιστα
πράγματα που έχω συγκρατήσει από την ταλαίπωρη σχέση μου με τις θετικές
επιστήμες και τη Φυσική. Και ανακάλυψα με τρόμο πως το ίδιο πράγμα ταλαιπώρησε
την κόρη μου στο ετήσιο εξεταστικό βασανιστήριο του γυμνασίου. «Κλέβω» από το
σχολικό της βιβλίο: «Η ενέργεια εμφανίζεται με διάφορες μορφές, μετατρέπεται
από τη μια μορφή σε άλλη, αλλά κατά τις μετατροπές της η συνολική ενέργεια
διατηρείται». Ως εδώ το καταλαβαίνω κι εγώ, ο άσχετος. Στις λεπτομέρειες το
χάνω.
Ύλη, ενέργεια, έργο. Όλα σε κίνηση. Κάθε έργο
που καταβάλλουμε για να μετακινήσουμε ένα σώμα
ή να μεταβάλουμε τη μορφή μιας ποσότητας ύλης ή ενέργειας καταλήγει
πάντα σε ένα ισοσκελισμένο ισοζύγιο. Η συνολική υλοενέργεια παραμένει
αμετάβλητη. Αλλά, ισχύει παντού και πάντα αυτό; Δηλαδή, οφείλω να αισιοδοξώ
ότι, από όλο αυτό το «έργο» που εδώ και τέσσερα χρόνια καταβάλλεται για να
κινηθεί η ασάλευτη πραγματικότητά μας, δεν θα πάει χαμένο τίποτα και κανείς;
Από πουθενά δεν
αποδεικνύεται αυτό. Ίσα ίσα, υπάρχουν όλες οι ενδείξεις ότι το ελληνικό πείραμα
«κινητικότητας και αλλαγής» τείνει να εξελιχθεί σε εξαίρεση του συμπαντικού
κανόνα για διατήρηση της υλοενέργειας. Δηλαδή, να γίνει η «μαύρη τρύπα» της
ευρωπαϊκής γεωγραφίας -και ίσως όχι η μοναδική-, όπου μια τεράστια ποσότητα
ύλης και ενέργειας απλώς εξαφανίζεται. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τις εκθέσεις
που σαν ρουκέτες της Χεζμπολάχ εκτόξευσε το ΔΝΤ, διαπιστώνει ότι η Ελλάδα
κυριολεκτικά επελέγη ως η μαύρη τρύπα της Ευρωζώνης για να διασωθεί το υπόλοιπο
σύμπαν της.
Αυτή η οδυνηρή εξαίρεση
ισχύει για τα ελάχιστα, ισχύει και για τα μείζονα της μνημονιακής μας
πραγματικότητας. Για παράδειγμα, στο μνημονιακό λεξικό μετωνυμιών και
ευφημισμών, ονομάζεται «κινητικότητα» το πρόγραμμα μετακινήσεων δημοσίων
υπαλλήλων. Θεωρητικά, πρέπει να καταλήγει σε ένα ισοζύγιο. Αλλά ξέρουμε εκ των
προτέρων ότι οι πονηροί φυσικοί της «μεταρρύθμισης» θέλουν να περισσέψει ένας
διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων. Αν μας ενοχλεί η παρασιτική
υποαπασχόλησή τους, γιατί δεν τους διοχετεύουμε σε κάτι παραγωγικότερο και
κοινωνικά αναγκαίο; Πώς θα διατηρηθεί αμετάβλητη η υλοενέργεια αυτής της
κοινωνίας, εφόσον τόσο διακαώς επιθυμούμε την επιστροφή της στην ανάκαμψη;
Στο ίδιο νεοφιλελεύθερο
λεξικό, καταγράφονται επίσης ως «κινητικότητα» η απελευθέρωση των απολύσεων, τα
προγράμματα κατάρτισης και η επιδότηση της προσωρινής απασχόλησης νέων ανθρώπων
που υποχρεούνται να παρακολουθούν τις χαοτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και
τις εξίσου χαοτικές μετακινήσεις του κεφαλαίου, όπου υπάρχουν φθηνότεροι
φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι. Ας υποθέσουμε ότι αυτό έχει κάποια αποτελεσματικότητα
από τη σκοπιά του κεφαλαίου – και αποδεδειγμένα έχει κάποια βραχυχρόνια
αποτελέσματα για τα κέρδη του, αλλά ως εκεί. Έχει υπολογίσει κανείς πόση
ανθρώπινη υλοενέργεια εξαφανίζεται διά παντός, όταν νέοι άνθρωποι χάνουν τις
δεξιότητές τους, τις γνώσεις τους, τις επιστημονικές και τεχνολογικές σταθερές
τους σε αναλώσιμες και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας; Εξάλλου, μια δεκαετία
πειραματισμών κινητικότητας και ευελιξίας στην Ευρωζώνη δεν απέτρεψε το
αρνητικό ρεκόρ ανεργίας, την εξ ορισμού μαύρη τρύπα του οικονομικού μας
σύμπαντος.
Αλλά, ως απόλυτη εξαίρεση
των νόμων της Φυσικής καταγράφεται η ιστορία διαχείρισης του ελληνικού χρέους.
Οι δανειστές έχουν διαθέσει από το 2010 περίπου 220 δισ. ευρώ για να μειωθεί
χρέος 300 δισ. Στα τέλη του χρόνου το χρέος
θα βρίσκεται στα 347 δισ., έπειτα από μια τετραετία «προσαρμογής» -άλλος ένας
ευφημισμός για τη «κινητικότητα» του πλούτου- που έχει κοστίσει 40 δισ.
δημόσιας δαπάνης που περικόπηκε, 80 δισ. ιδιωτικού εισοδήματος που χάθηκε στην
τρύπα της εσωτερικής υποτίμησης και 80 ακόμη δισ. που μετακόμισαν στις «λευκές
τρύπες» των ευρωπαϊκών τραπεζών. Σωρευτικά, επίσης, στην τετραετία του
μνημονίου θα έχει εξανεμιστεί διά της ύφεσης πλούτος ύψους ίσος με το 25% του
ετήσιου ΑΕΠ, ήτοι περίπου 60 δισ. ευρώ. Με τα κολυβογράμματα που ξέρω,
δικαιούμαι να υπολογίσω το ισοζύγιο της υλοενέργειας: θυσιάστηκαν 480 δισ.
κοινωνικού πλούτου για να μείνει το χρέος στο ύψος του, και λίγο παραπάνω.
Τόση κινητικότητα, τόσο
πηγαινέλα δισεκατομμυρίων, τόση χαμένη υλοενέργεια, αλλά για ποιον σκοπό και
ποιο «σχέδιο»; Όλα μοιάζουν να επιβεβαιώνουν το παραφρασμένο δόγμα του
Μπερνστάιν – «η κίνηση είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα». Εγώ
πάλι -για να επιστρέψουμε στη Φυσική- βρίσκω πιο ορθολογική την πρόταση του
Αρχιμήδη: «Δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω». Ακόμη κι αν ο σκοπός είναι να
μετακινήσουμε τη Γη, είναι αδύνατο να το πετύχουμε αιωρούμενοι στο χάος.
Χρειαζόμαστε κάτι σταθερό κάτω από τα πόδια μας.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η «ευελιξία» περιγράφει την
ικανότητα του δένδρου τόσο να κάμπτεται όσο και να επανέρχεται στην αρχική του
θέση, τη δοκιμασία και την αποκατάσταση της μορφής του. Στην ιδανική περίπτωση,
η ευέλικτη ανθρώπινη συμπεριφορά οφείλει να έχει την ίδια ελαστικότητα: να
μπορεί να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, αλλά να μη σπάζει από
αυτές. Σήμερα, η κοινωνά αναζητά τρόπους για να καταστρέψει τις αρνητικές
πλευρές της ρουτίνας, δημιουργώντας πιο ευέλικτους θεσμούς. Ωστόσο οι πρακτικές
της ευελιξίας εστιάζονται κυρίως στις δυνάμεις που κάνουν τους ανθρώπους να
λυγίζουν.
Richard Sennett, «Ο ελαστικοποιημένος άνθρωπος»
No comments:
Post a Comment