(Επενδυτής, 27/7/2013)
Έχουμε
ανακαλύψει έναν ιδιότυπο τρόπο να αποτιμούμε τα πράγματα, ν’ ανησυχούμε ή να
αισιοδοξούμε για την κατάστασή μας. Κάποιοι επιμένουν να βλέπουν το ποτήρι
μισογεμάτο, άλλοι το βλέπουν μισοάδειο. Αλλά σε τελική ανάλυση, μαθηματικά, το
αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό: από το ποτήρι εξακολουθεί να λείπει
τουλάχιστον το μισό του περιεχόμενο. Οι αισιόδοξοι (συγχαρητήρια στους
αισιόδοξους!) θέλουν να πιστεύουν ότι είμαστε στη διαδικασία πλήρωσης του
ποτηρίου, οι απαισιόδοξοι βλέπουν μια ταχεία διαδικασία εξάτμισης του
περιεχομένου του. Δεν πρόκειται για τρικυμία εν ποτηρίω, περισσότερο είναι
τρικυμία εν κρανίω, που σχετίζεται με το απλούστατο γεγονός ότι καθένας
αντιλαμβάνεται την αντικειμενική κατάσταση μέσα από την υποκειμενική του
πραγματικότητα, μετρημένη κι αυτή σε μισοάδεια και μισογεμάτα ποτήρια. Για
κάποιους εντελώς άδεια. Και για άλλους χωρίς καν ποτήρια.
Οι έμποροι της
αισιοδοξίας αναρωτιούνται γιατί το εμπόρευμά τους έχει τόση λίγη πέραση, ώστε
στις δημοσκοπήσεις οι απαισιόδοξοι να εμφανίζονται ως συντριπτική πλειοψηφία
που δηλώνει με βεβαιότητα ότι η κατάσταση της οικονομίας φέτος είναι χειρότερη
από πέρυσι και του χρόνου θα είναι χειρότερη από φέτος. Ούτε περνά από το μυαλό
των αισιόδοξων -ή, αν τους περνά, κάνουν τους Αλέκους- ότι το θηριώδες έλλειμμα
αισιοδοξίας δεν είναι παρά απλή αποτύπωση της πραγματικότητας. Η τεράστια
πλειοψηφία των Ελλήνων έχει χάσει χρήματα, έχει χάσει τη δουλειά της, έχει χάσει
περιουσιακά στοιχεία, έχει χάσει την ικανότητα να προγραμματίζει όχι το μέλλον
γενικώς, αλλά τον ερχόμενο μήνα ή την ερχόμενη εβδομάδα. Και θα χάσει κι άλλα,
γιατί έτσι έχει προγραμματίσει το σύστημα της φορολογικής αρπαχτής, το σχέδιο
της εσωτερικής υποτίμησης και το μνημονιακό «όραμα» ενίσχυσης της
ανταγωνιστικότητας. Εν ολίγοις, το δικό τους κενό στο ποτήρι της αισιοδοξίας
είναι μετρήσιμο.
Οι αισιόδοξοι -τα
συγχαρητήριά μας και πάλι!- αντιτείνουν ότι εξίσου μετρήσιμη είναι η προσδοκία
για βελτίωση. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουμε φάει τον γάιδαρο, ας μην
κωλώσουμε στην ουρά του. Και αναλώνουν φαιά ουσία στην ακριβή μέτρηση της ουράς
(όπως διαπιστώνετε, έχουμε φύγει από τη μέτρηση του όγκου των υγρών, και
ασχολούμεθα με μήκη). Η ουρά του γαϊδάρου -σιγά μη στάξει…- μετριέται άλλοτε ως δημοσιονομικό κενό και
άλλοτε ως χρηματοδοτικό κενό. Σε αδρές γραμμές, το πρώτο αφορά τις χρηματοδοτικές
ανάγκες του κράτους για να πληρώνει τις υποχρεώσεις του και το δεύτερο τις
ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, ώστε να εξακολουθεί να παράγει το έστω
συρρικνωμένο ετήσιο ΑΕΠ των 200 δισ. ευρώ. Οι αισιόδοξοι λένε, λοιπόν, ότι το
δημοσιονομικό κενό μέχρι το 2016 είναι καμιά δεκαριά δισεκατομμύρια και το
χρηματοδοτικό κενό της οικονομίας καμιά εικοσαριά. Δεν ξέρω πώς και με τι
κριτήρια τα μετρούν, αλλά, επειδή εδώ και τριάμισι χρόνια τα πάντα μετριούνται
με γνώμονα τα μνημόνια, υποθέτω ότι το υποδεκάμετρο των αισιόδοξων δεν είναι
άλλο από αυτό της τρόικας. Δηλαδή η απλή υποχρέωση της κοινωνίας να ξεπληρώνει
τους γαλαντόμους δανειστές.
Αλλά αυτή η
υποχρέωση ελάχιστη σχέση έχει με το πραγματικό κενό της κοινωνίας. Το κριτήριο
ενός κράτους θα έπρεπε να είναι πώς θα λειτουργήσουν οι υπηρεσίες του, το
σύστημα υγείας, τα σχολεία, πώς θα συντηρούνται και θα εκσυγχρονίζονται οι
υποδομές, πώς θα πληρώνονται οι συντάξεις και οι μισθοί. Και το κριτήριο
χρηματοδότησης μιας οικονομίας, που αναπαράγει τουλάχιστον μια φορά τον εαυτό
της κάθε χρόνο σε ΑΕΠ, θα έπρεπε να είναι το πόσα χρήματα χρειάζονται για να
συντηρηθούν και να εκσυγχρονιστούν οι παραγωγικές υποδομές, για να
δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, πόσα χρήματα απαιτούνται για να υπάρχει
ισοζύγιο πληρωμών στις συναλλαγές ανάμεσα στις επιχειρήσεις ή μεταξύ
επιχειρήσεων και κράτους. Αυτά τα κριτήρια έχουν εξαφανιστεί από τον ορίζοντα
των αισιόδοξων, που επιμένουν να κάνουν την τρίχα τριχιά και να εννοούν πως με
30 δισ. ευρώ θα επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα η οποία υπάρχει μόνο στη
φαντασία τους.
Οι απαισιόδοξοι,
πάλι, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν τη μόνη ρεαλιστική μέτρηση του κενού: μετρά
ο καθένας το δικό του. Κι εγώ αυτό κάνω. Κι όπως κι αν το μετρήσω, ο
λογαριασμός δεν βγαίνει. Να τα βγάλω στη φόρα; Τα βγάζω! Έχουμε και λέμε,
λοιπόν: αυτή τη στιγμή το χρηματοδοτικό μου κενό μετριέται σε 350 ευρώ
απλήρωτων λογαριασμών για τα πάγια, συν 1.000 ευρώ ρυθμισμένης φορολογικής
οφειλής κι άλλα τόσα αρρύθμιστης. Το φθινόπωρο θα προστεθούν δυο χιλιάρικα νέου
φόρου εισοδήματος, συν μια πεντακοσάρα χαράτσι για το ακίνητο, το οποίο
πάντως ανήκει στην τράπεζα, η οποία με
τη σειρά της θα πάρει άλλο ένα διχίλιαρο μέχρι τέλος του έτους. Το φθινόπωρο
έρχεται και το επόμενο κύμα λογαριασμών για τα πάγια (+ 400), συν ένα 200άρι
για την εκκίνηση της δωρεάν εκπαίδευσης της κόρης μου κι άλλο ένα 800άρι για τα
παρελκόμενά της – γλώσσες, φροντιστήρια. Βάλτε κι ένα χιλιάρικο για ασφάλιστρα
και τέλη κυκλοφορίας δύο αυτοκινήτων – τι σπατάλη κι αυτή, να μη δουλεύουν οι
δυο μισθωτοί μιας οικογένειας στην ίδια περιοχή, στην ίδια δουλειά, τις ίδιες
ώρες! Περίπου 800 ευρώ, επίσης, για κοινόχρηστα μέχρι τέλος του χρόνου, εφόσον
δεν χρειαστεί ν’ ανάψουμε καλοριφέρ πολλές φορές. Τα έβαλα όλα; Δεν μιλάμε για
δαπάνες σίτισης, για βενζίνη, για έξοδο Σαββατοκύριακου ή για τις διακοπές που
όλοι δικαιούνται, αλλά τις κατάπιε ένα χρηματοδοτικό κενό 2.000 ευρώ ανά
τριμελή οικογένεια. Μιλούμε απλώς για το ποσό με το οποίο εξαγοράζεις το
δικαίωμα να υπάρχεις έναντι του κράτους, χωρίς να κινδυνεύεις να πας φυλακή ή
να σου κατασχέσουν το περιουσιακό σου σύμπαν. Άθροιση: το χρηματοδοτικό μου
κενό για τους επόμενους πέντε μήνες είναι 10.000 με 12.000 ευρώ. Κι αυτό υπό
την προϋπόθεση ότι δεν θα συμβεί τίποτα έκτακτο, ότι θα εξακολουθήσουμε να έχουμε
δουλειά εγώ κι η σύζυγος και θα συνεχίσουμε να αμειβόμαστε γι’ αυτήν, πράγμα
διόλου δεδομένο για μια ευρεία μειοψηφία μισθωτών σκλάβων (αν δεν είναι και
πλειοψηφία).
Υποθέτοντας ότι
είμαι αρκετά πάνω από το μέσο των μνημονιακών υποζυγίων, πολύ πάνω από τους 1,5
εκατ. ανέργους και από τους 2 εκατ. νεόπτωχους συνταξιούχους, είμαι
διατεθειμένος να δεχθώ πως το μέσο χρηματοδοτικό κενό ανά νοικοκυριό είναι
περίπου το μισό δικό μου. Ήτοι, 6 χιλιάρικα. Επί 4 εκατ. νοικοκυριά, το
συνολικό κενό ανέρχεται στα 24 δισ. Αν, λοιπόν, σ’ αυτό το κενό αθροίσει κανείς
τους μετριοπαθείς υπολογισμούς των αισιόδοξων για τα κενά κράτους και
οικονομίας, φτάνουμε αισίως -αλλά διόλου αισιόδοξα- τα 54 δισ. ευρώ. Κι αυτό
απλώς για να μηδενιστεί το κοντέρ. Επιστροφή σε μια κάποια κανονικότητα, όμως,
θα σήμαινε επαναφορά σε ένα ΑΕΠ τουλάχιστον 300 δισ. (του 2008), που σε
σημερινές ονομαστικές τιμές θα ήταν περίπου 340 δισ.
Καταλήγουμε σε
ένα κενό 140 + 54 δισ. ευρώ. Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό δεν είναι κενό. Είναι η
άβυσσος. Που θα καταπιεί και τους αισιόδοξους και την αβυσσαλέα, πλην εντελώς
ιδιοτελή, αισιοδοξία τους. Συλλυπητήρια, λοιπόν, στους αισιόδοξους!
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Μανολίτο: Ξέρεις γιατί τα χαρτονομίσματα είναι έτσι ατσαλάκωτα τώρα
τελευταία; Γιατί είναι «wash and wear»!
Φελίπε: «Wash and wear»; Τα χαρτονομίσματα δεν είναι
wash and wear, είναι «best sellers».
Μανολίτο: «Best sellers» είναι τα βιβλία, ανόητε!
Φελίπε: Και γιατί όχι τα χαρτονομίσματα; Έχουν μεγαλύτερο τιράζ και
εξαντλούνται γρηγορότερα.
Μανολίτο (στη Μαφάλντα): Ξέρεις τι τυπώνεται περισσότερο από
οτιδήποτε άλλο; Τα χαρτονομίσματα!
Μαφάλντα: Έλα!
Μανολίτο: Μάλιστα. Tα χαρτονομίσματα είναι πάντα best seller.
Μαφάλντα: Να, λοιπόν, ποιος σχεδιάζει εκείνους τους κυρίους πάνω στα
χαρτονομίσματα.
Μανολίτο:……
Μαφάλντα: Ο Γουόλτ Ντίσνεϋ!!
Quino, «Μαφάλντα, Συγχαρητήρια
στους αισιόδοξους».
No comments:
Post a Comment