ΕφΣυν, 4-5/1/2020
Οταν βρέχει δυνατά, η παλιά
Εθνική Οδός Αθηνών - Κορίνθου, στο ρεύμα προς Αθήνα, στο ύψος της
«Χαλυβουργικής» στην Ελευσίνα, γίνεται κανονική λίμνη. Τα αυτοκίνητα
μποτιλιάρουν κατά μήκος της μάντρας που περιβάλλει για εκατοντάδες μέτρα
την τεράστια βιομηχανική εγκατάσταση, κόβοντας τη δίοδο του νερού προς
τη θάλασσα. Αυτό συμβαίνει εδώ και δεκαετίες. Αλλά ουδείς διανοήθηκε
ποτέ να διαταράξει τον πάλαι ποτέ παραγωγικό οργασμό της μονάδας που
σήμερα πλέον είναι μνημείο βιομηχανικής παρακμής. Οπως, άλλωστε, οι
περισσότερες χαλυβουργίες, μεταλλουργίες, τσιμεντοβιομηχανίες που κάποτε
προβάλλονταν ως πρέσβεις του ελληνικού μικροϊμπεριαλισμού.
Η «Χαλυβουργική» έχει πεθάνει προ πολλού, πολύ πριν ξαποστείλει με μερικούς μισθούς αποζημίωσης τους τελευταίους εργαζόμενους. Το μόνο που εκκρεμεί είναι η ληξιαρχική πράξη θανάτου της. Η οποία μπορεί να αργήσει πολύ, καθώς ακόμη και το κουφάρι της ίσως αποδειχτεί προσοδοφόρο για τους ιδιοκτήτες της. Ως οικόπεδο, ως σκραπ, ποιος ξέρει, ακόμη και ως κανονικό μνημείο. Ενδεχομένως να «πουλήσουν» στους βιομηχανικούς αρχαιολόγους την πρώτη υψικάμινο που απέκτησε η Ελλάδα μόλις το 1961, σηματοδοτώντας την καθυστερημένη είσοδό της στον βιομηχανικό καπιταλισμό κι αυτή με τεράστιες αναπηρίες και ελλείψεις. Την πρώτη υψικάμινο που υψώθηκε δύο δεκαετίες και βάλε μετά την έκδοση της ομότιτλης συλλογής του Εμπειρίκου.
Η ιστορία της «Χαλυβουργικής» αποτελεί τη συμβολική συμπύκνωση της διαδρομής του εγχωρίου καπιταλισμού μέσα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό με το κράτος, τον παρασιτισμό εις βάρος του δημόσιου πλούτου, τις σκανδαλώδεις συναλλαγές με το πολιτικό σύστημα, τις καιροσκοπικές τράμπες με το ξένο κεφάλαιο, τους αριβισμούς, τους μικρομεγαλισμούς, τους κανιβαλικούς ανταγωνισμούς, τις ανελέητες οικογενειακές διαμάχες, τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα εις βάρος του κόσμου της εργασίας και του περιβάλλοντος. Στη θέση της θα μπορούσε να είναι η ιστορία των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, της ΑΓΕΤ Ηρακλής, της Εμπορικής Τράπεζας, της «Πετρόλα» ή της «Ολυμπιακής». Και στη θέση της δυναστείας Αγγελόπουλου να είναι οι δυναστείες Νιάρχου, Τσάτσου, Ανδρεάδη, Λάτση ή Ωνάση. Κάθε μια από τις αυτές τις παρηκμασμένες ή εξαφανισμένες πια επιχειρηματικές αυτοκρατορίες, κάθε ένα από αυτά τα ισχυρά brand names της Ιστορίας, θα μπορούσε να εκπροσωπήσει επάξια την παταγώδη συλλογική αποτυχία μιας ιθύνουσα τάξης ανίκανης να ηγηθεί πραγματικά της χώρας σε κάθε δύσκολη στιγμή, απρόθυμης να διασώσει οτιδήποτε άλλο εκτός από το τομάρι της.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ο αφρός αυτής της επηρμένης τάξης σε κάθε εθνική κρίση, σε κάθε κοινωνική και οικονομική δοκιμασία ήταν πάντα στη λάθος πλευρά. Για την ακρίβεια, μάλλον ήταν στη σωστή για την πάρτη της πλευρά, αλλά απέναντι στα συμφέροντα και τις ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Κρατικά προνόμια, αρπαχτές, σκιώδεις συναλλαγές με τα κατοχικά στρατεύματα, με το μετεμφυλιακό καθεστώς, με τους πόρους του σχεδίου Μάρσαλ ή με τη χούντα, μεταφυσικοί έρωτες με το Πατριαρχείο, σκάνδαλα υπερτιμολογήσεων πολλών δισεκατομμυρίων, αχυράνθρωποι και χάρτινες εταιρείες για την παροχέτευση κεφαλαίων και για τη φοροκλοπή, ανελέητοι οικογενειακοί εμφύλιοι, μακρόχρονες δικαστικές διαμάχες, αδελφός εναντίον αδελφού, πατέρες που αποκληρώνουν τα τέκνα τους, τέκνα που βγάζουν τους γονείς τους τρελούς, τύφλα να ’χει η «Δυναστεία» της δεκαετίας του ’80 ή η «Λάμψη» του Φώσκολου. Αυτός ο θλιβερός θίασος της επιχειρηματικής μας πραγματικότητας μετέτρεψε την οικονομία της χώρας σε παραγωγική έρημο.
Στην ακμή της η «Χαλυβουργική» απασχολούσε 2.500 εργαζόμενους και παρήγε 2,5 εκατομμύρια τόνους προϊόντων, τα μισά «έχτιζαν» την Ελλάδα της αντιπαροχής και τ’ άλλα μισά εξάγονταν σ’ όλο τον κόσμο. Κάτι αντίστοιχο έκαναν οι τσιμεντοβιομηχανίες, οι εξορυκτικές βιομηχανίες, οι κατασκευαστικές που «φούσκωσαν» χάρη στα εκατοντάδες χιλιόμετρα εθνικών αυτοκινητοδρόμων που σήμερα τους έχουν εκχωρηθεί ως ιδιωτικές οδοί, οι τράπεζες που πριν δεκαπέντε χρόνια πίστεψαν –και κόντεψαν να κάνουν κι εμάς να το πιστέψουμε– πως έχουν στο τσεπάκι τους όλα τα Βαλκάνια, τη μισή Τουρκία κι ένα σεβαστό τμήμα της Ρωσίας. Θυμηθείτε την απίστευτη αμετροέπεια, την υπερφίαλη μπουρδολογία με την οποία κορδώνονταν ιδιοκτήτες, μεγαλομέτοχοι και διευθύνοντες σύμβουλοι στα ΜΜΕ· τη μια στιγμή στα σοβαροφανή πρωτοσέλιδα –κατά προτίμηση σομόν– με βαρυσήμαντες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία· την άλλη στα λάιφ στάιλ περιοδικά, απαθανατισμένοι με την ίδια άνεση τόσο στα φιλανθρωπικά γκαλά του Μεγάρου Μουσικής και άλλων ευαγών ιδρυμάτων όσο και στις μεταμεσονύχτιες κραιπάλες σε κλαμπ και μπουζουκλερί της παραλιακής.
Με τον κίνδυνο να με πιάσει το αντιτρομοκρατικό μόνιτορ του υπουργείου ΠΡΟ.ΠΟ., τολμώ να πω ότι ο χαρακτηρισμός «λματ», ήτοι «λούμπεν μεγαλοαστική τάξη», που χρησιμοποιούσε για την εγχώρια ελίτ η έγκλειστη 17Ν –εξαιρώντας τις λοιπές απλοϊκότητες– είναι ό,τι πιο εύστοχο έχει διατυπωθεί (τι λες και συ, Τάσο;) μεταπολιτευτικά για να αποδώσει το ήθος μιας κοινωνικής ομάδας που η απληστία της έχει καταστρέψει ή ξεπουλήσει φτηνά το μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Τελικά, θα ήταν αστείο -αν δεν θα ήταν επικίνδυνο- να εμπιστευτεί κανείς (σύμφωνα με τα αγωνιώδη και επικά προσκλητήρια του ΣΕΒ) τη λεγόμενη «4η Βιομηχανική Επανάσταση» στην ίδια τάξη που έχει μετατρέψει τη χώρα σε ερειπιώνα των τριών προηγούμενων.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η «Χαλυβουργική» έχει πεθάνει προ πολλού, πολύ πριν ξαποστείλει με μερικούς μισθούς αποζημίωσης τους τελευταίους εργαζόμενους. Το μόνο που εκκρεμεί είναι η ληξιαρχική πράξη θανάτου της. Η οποία μπορεί να αργήσει πολύ, καθώς ακόμη και το κουφάρι της ίσως αποδειχτεί προσοδοφόρο για τους ιδιοκτήτες της. Ως οικόπεδο, ως σκραπ, ποιος ξέρει, ακόμη και ως κανονικό μνημείο. Ενδεχομένως να «πουλήσουν» στους βιομηχανικούς αρχαιολόγους την πρώτη υψικάμινο που απέκτησε η Ελλάδα μόλις το 1961, σηματοδοτώντας την καθυστερημένη είσοδό της στον βιομηχανικό καπιταλισμό κι αυτή με τεράστιες αναπηρίες και ελλείψεις. Την πρώτη υψικάμινο που υψώθηκε δύο δεκαετίες και βάλε μετά την έκδοση της ομότιτλης συλλογής του Εμπειρίκου.
Η ιστορία της «Χαλυβουργικής» αποτελεί τη συμβολική συμπύκνωση της διαδρομής του εγχωρίου καπιταλισμού μέσα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό με το κράτος, τον παρασιτισμό εις βάρος του δημόσιου πλούτου, τις σκανδαλώδεις συναλλαγές με το πολιτικό σύστημα, τις καιροσκοπικές τράμπες με το ξένο κεφάλαιο, τους αριβισμούς, τους μικρομεγαλισμούς, τους κανιβαλικούς ανταγωνισμούς, τις ανελέητες οικογενειακές διαμάχες, τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα εις βάρος του κόσμου της εργασίας και του περιβάλλοντος. Στη θέση της θα μπορούσε να είναι η ιστορία των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, της ΑΓΕΤ Ηρακλής, της Εμπορικής Τράπεζας, της «Πετρόλα» ή της «Ολυμπιακής». Και στη θέση της δυναστείας Αγγελόπουλου να είναι οι δυναστείες Νιάρχου, Τσάτσου, Ανδρεάδη, Λάτση ή Ωνάση. Κάθε μια από τις αυτές τις παρηκμασμένες ή εξαφανισμένες πια επιχειρηματικές αυτοκρατορίες, κάθε ένα από αυτά τα ισχυρά brand names της Ιστορίας, θα μπορούσε να εκπροσωπήσει επάξια την παταγώδη συλλογική αποτυχία μιας ιθύνουσα τάξης ανίκανης να ηγηθεί πραγματικά της χώρας σε κάθε δύσκολη στιγμή, απρόθυμης να διασώσει οτιδήποτε άλλο εκτός από το τομάρι της.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ο αφρός αυτής της επηρμένης τάξης σε κάθε εθνική κρίση, σε κάθε κοινωνική και οικονομική δοκιμασία ήταν πάντα στη λάθος πλευρά. Για την ακρίβεια, μάλλον ήταν στη σωστή για την πάρτη της πλευρά, αλλά απέναντι στα συμφέροντα και τις ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Κρατικά προνόμια, αρπαχτές, σκιώδεις συναλλαγές με τα κατοχικά στρατεύματα, με το μετεμφυλιακό καθεστώς, με τους πόρους του σχεδίου Μάρσαλ ή με τη χούντα, μεταφυσικοί έρωτες με το Πατριαρχείο, σκάνδαλα υπερτιμολογήσεων πολλών δισεκατομμυρίων, αχυράνθρωποι και χάρτινες εταιρείες για την παροχέτευση κεφαλαίων και για τη φοροκλοπή, ανελέητοι οικογενειακοί εμφύλιοι, μακρόχρονες δικαστικές διαμάχες, αδελφός εναντίον αδελφού, πατέρες που αποκληρώνουν τα τέκνα τους, τέκνα που βγάζουν τους γονείς τους τρελούς, τύφλα να ’χει η «Δυναστεία» της δεκαετίας του ’80 ή η «Λάμψη» του Φώσκολου. Αυτός ο θλιβερός θίασος της επιχειρηματικής μας πραγματικότητας μετέτρεψε την οικονομία της χώρας σε παραγωγική έρημο.
Στην ακμή της η «Χαλυβουργική» απασχολούσε 2.500 εργαζόμενους και παρήγε 2,5 εκατομμύρια τόνους προϊόντων, τα μισά «έχτιζαν» την Ελλάδα της αντιπαροχής και τ’ άλλα μισά εξάγονταν σ’ όλο τον κόσμο. Κάτι αντίστοιχο έκαναν οι τσιμεντοβιομηχανίες, οι εξορυκτικές βιομηχανίες, οι κατασκευαστικές που «φούσκωσαν» χάρη στα εκατοντάδες χιλιόμετρα εθνικών αυτοκινητοδρόμων που σήμερα τους έχουν εκχωρηθεί ως ιδιωτικές οδοί, οι τράπεζες που πριν δεκαπέντε χρόνια πίστεψαν –και κόντεψαν να κάνουν κι εμάς να το πιστέψουμε– πως έχουν στο τσεπάκι τους όλα τα Βαλκάνια, τη μισή Τουρκία κι ένα σεβαστό τμήμα της Ρωσίας. Θυμηθείτε την απίστευτη αμετροέπεια, την υπερφίαλη μπουρδολογία με την οποία κορδώνονταν ιδιοκτήτες, μεγαλομέτοχοι και διευθύνοντες σύμβουλοι στα ΜΜΕ· τη μια στιγμή στα σοβαροφανή πρωτοσέλιδα –κατά προτίμηση σομόν– με βαρυσήμαντες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία· την άλλη στα λάιφ στάιλ περιοδικά, απαθανατισμένοι με την ίδια άνεση τόσο στα φιλανθρωπικά γκαλά του Μεγάρου Μουσικής και άλλων ευαγών ιδρυμάτων όσο και στις μεταμεσονύχτιες κραιπάλες σε κλαμπ και μπουζουκλερί της παραλιακής.
Με τον κίνδυνο να με πιάσει το αντιτρομοκρατικό μόνιτορ του υπουργείου ΠΡΟ.ΠΟ., τολμώ να πω ότι ο χαρακτηρισμός «λματ», ήτοι «λούμπεν μεγαλοαστική τάξη», που χρησιμοποιούσε για την εγχώρια ελίτ η έγκλειστη 17Ν –εξαιρώντας τις λοιπές απλοϊκότητες– είναι ό,τι πιο εύστοχο έχει διατυπωθεί (τι λες και συ, Τάσο;) μεταπολιτευτικά για να αποδώσει το ήθος μιας κοινωνικής ομάδας που η απληστία της έχει καταστρέψει ή ξεπουλήσει φτηνά το μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Τελικά, θα ήταν αστείο -αν δεν θα ήταν επικίνδυνο- να εμπιστευτεί κανείς (σύμφωνα με τα αγωνιώδη και επικά προσκλητήρια του ΣΕΒ) τη λεγόμενη «4η Βιομηχανική Επανάσταση» στην ίδια τάξη που έχει μετατρέψει τη χώρα σε ερειπιώνα των τριών προηγούμενων.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
...Οι κυρίαρχες τάξεις εξακολουθούν την προπολεμική τους τακτική, την τακτική της «αντίστασης» στις παραγωγικές επενδύσεις και τα ζητούν όλα από το ξένο κεφάλαιο. Θυσιάζουν σε αντάλλαγμα και την εθνική ανεξαρτησία και τις ίδιες τις πλουτοφόρες πηγές της χώρας. Εξακολουθούν τον παρασιτισμό, τον μεταπρατισμό και τον δρόμο των μονοπωλιακών προνομίων. Η παραγωγική ανάπτυξη γίνεται με τον ρυθμό που τους εξασφαλίζει την απόλαυση των κερδών και των προνομίων. Η βασική παραγωγική δύναμη, ο εργαζόμενος λαός, καταδυναστεύεται και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η χαμηλή αγοραστική δύναμη γίνεται παράγοντας ανασταλτικός για την οικονομική ανάπτυξη.
Δημήτρη Μπάτση, «Η βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα» (1947), από την επανέκδοση του 1977, «Κέδρος»
μπράβο πολύ κάλο άρθρο
ReplyDeleteΚλειδαράς