Saturday, March 9, 2024

Ο Τύπος επί των ήλων

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8-9/3/2024


Μυρωδιά φρεσκοτυπωμένου χαρτιού. Τα μελάνια πάνω στις πορώδεις σελίδες δεν έχουν ακόμη προλάβει να στεγνώσουν, το πολύ δέκα ώρες από τη στιγμή που βγήκαν από τα πιεστήρια, έγιναν δέματα, φορτώθηκαν στα φορτηγά και πήραν τον δρόμο της διανομής με κάθε μέσο, σε κάθε σημείο της ελληνικής επικράτειας. Ακόμη και σε απομακρυσμένα χωριά που τα έχει ήδη συρρικνώσει η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση. Οι εφημερίδες φτάνουν, αφήνονται πάνω στα τραπέζια καφενείων για κοινή χρήση και ανάγνωση, μπαίνουν στα σπίτια μαζί με το φρέσκο ψωμί, κυκλοφορούν σε τσάντες ή φοιτητικές κωλότσεπες, ανοίγονται σε λεωφορεία, κρεμιούνται σε περίπτερα με την προειδοποιητική πινακίδα «Απαγορεύεται η λαθρανάγνωση». Που σήμαινε απλώς «αν θες να διαβάσεις, αγόρασε». 


Και πολλοί αγόραζαν. Το 1974, μετά την πτώση της χούντας, έγινε ένα αξιοσημείωτο άλμα στις κυκλοφορίες των εφημερίδων. Πωλούνταν περίπου 600.000 φύλλα τη μέρα, που σημαίνει ότι τουλάχιστον 1,5 εκατ. πολίτες διάβαζαν ή έστω ξεφύλλιζαν μια εφημερίδα. Οταν μετά το 1982 προστέθηκαν και οι παχουλές κυριακάτικες εκδόσεις, η μέση ημερήσια κυκλοφορία εφημερίδων εκτοξεύτηκε πάνω από το 1 εκατ. φύλλα. Το «πικ» καταγράφεται το 2007, οπότε οι μεταλλαγμένες σε μίνι μάρκετ προσφορών κυριακάτικες εκδόσεις πουλούσαν 1,2 εκατ. φύλλα κάθε φορά. Ενας στους τέσσερις κατοίκους αυτής της χώρας έπαιρνε κάτι από την εφημερίδα. Το σώμα με την αρθρογραφία, το σομόν ένθετο, το περιοδικό ποικίλης ύλης, το CD, το DVD, το βιβλίο, το εκπτωτικό κουπόνι, το κραγιόν. Για τους μεσοαστούς και διαβαστερούς μικροαστούς η αγορά και ανάγνωση 3-4 εφημερίδων την Κυριακή μετέτρεπε την κατά Μαρξ «πρωινή προσευχή του αστού» σε μια ολική μαγνητική της πάλης των τάξεων και των τάσεων στην Ελλάδα και στον κόσμο. Οι μιντιάρχες έβαζαν τον τομογράφο και οι δημοσιογράφοι ήταν ακτινοδιαγνώστες. 


Επειτα άρχισε η κατάρρευση. Μέχρι το τέλος των μνημονίων, η μέση κυκλοφορία των καθημερινών πολιτικών εφημερίδων έπεσε κάτω από τα 70.000 φύλλα τη μέρα και των εβδομαδιαίων Σαββάτου και Κυριακής κάτω από τα 200.000 φύλλα. Ετσι, το ενημερωτικό Βig Βang της μεταπολίτευσης, αυτή η έκρηξη ενημέρωσης, ελευθερίας έκφρασης, διακίνησης ιδεών, ανταγωνισμού επιρροής, συγκρούσεων για τον έλεγχο της διακυβέρνησης, της εξουσίας και του δημόσιου χρήματος, κιτρινισμού και διαπλοκής με μικρά και μεγάλα επιχειρηματικά τζάκια, προσγειώθηκε σε ένα μιντιακό limbo: τα μεγάλα εγχώρια ΜΜΕ είναι συγκεντροποιημένα σε λιγότερα χέρια από ποτέ, αλλά η επιρροή τους είναι συρρικνωμένη και αντισταθμίζεται από μια πανσπερμία πηγών πληροφόρησης, υπερπληροφόρησης, παραπληροφόρησης και αποπληροφόρησης, που ελέγχονται από πολυεθνικές πλατφόρμες με έδρα τη Silicon Valley ή την Ιρλανδία. Με λίγα λόγια, οι Ελληνες μιντιάρχες του 2024 λογικά έχουν συναίσθηση ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν την αλγοριθμική πλημμυρίδα των Μασκ, Γκέιτς και Ζούκερμπεργκ. 


Παρ' όλα αυτά το προσπαθούν. Δεν πρόκειται να ξαναδούμε έναν Λαμπράκη σε ρόλο ρυθμιστή του συστήματος, ούτε τους Μπόμπολα, Κόκκαλη, Τεγόπουλο σε ολική επαναφορά, θα πορευτούμε μάλλον με το υπάρχον δυναμικό. Με Αλαφούζους, Βαρδινογιάννη, Κυριακού, σε ελεγχόμενες δόσεις μιντιακής επιρροής, αλλά χωρίς τις επεκτατικές διαθέσεις της δεκαετίας του ’90. Με Μελισσανίδη, Γιαννακόπουλο, Μάρη, Μπακοκαϋμενάκηδες, Φιλιππόπουλο και άλλους να συγκεντρώνουν μικρότερους, αλλά διόλου αμελητέους αστερισμούς μέσων. Αλλά και με το πρωτοφανές για τα δεδομένα της πεντηκονταετίας από τη μεταπολίτευση φαινόμενο ενός τεράστιου ενημερωτικού μονοπωλίου που σε μέγεθος και δυνατότητα επιρροής αντισταθμίζει όλους τους άλλους μαζί. Φυσικά μιλάω για τον Ομιλο του Βαγγέλη Μαρινάκη. 


Είχε ήδη πάρει όλο το βαρύ πυροβολικό του ΔΟΛ, «Βήμα», «Νέα», in.gr, ανάστησε ακόμη και ξεχασμένους τίτλους όπως ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος», ελέγχει τη διανομή μέσω του Αργους, κατέστησε το Mega ένα πλήρως ανταγωνιστικό κανάλι, έχει και το ONE, είναι «μεσοτοιχία» και με έναν μικρότερο μιντιακό όμιλο με δύο τίτλους εφημερίδων, ραδιόφωνο, ιστοσελίδες. Αλλά η αγορά των τίτλων της πτωχευμένης «Ελευθεροτυπίας» κάνει τη μεγάλη διαφορά. Γιατί άραγε θέλει να ενισχύσει την παρουσία του στο πεδίο τής κατά τα λοιπά συρρικνούμενης έντυπης ενημέρωσης με τους τρεις πιο βαρείς τίτλους εφημερίδων της μεταπολίτευσης, που από το 1975 και για τρεις δεκαετίες διαγκωνίζονταν σκληρά στη διεκδίκηση του αντιδεξιού κοινού; Πώς θα συνυπάρξουν τα «ορφανά» του ΔΟΛ, που ακροβατούν κυρίως δίπλα και σπανίως απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, με μια «Ελευθεροτυπία» που φιλοξενούσε τις πιο ριζοσπαστικές διαστάσεις της μεταπολίτευσης και συνομιλούσε με μια Αριστερά που εκτεινόταν από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τις παρυφές της «ένοπλης ανυπακοής»; Και τι αξιοπιστία θα είχε μια «Ελευθεροτυπία» χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά που την έκαναν και οικονομικά ισχυρό πόλο, και ισότιμο συνομιλητή του μιντιακού και πολιτικού συστήματος; 


Προφανώς για τον Β. Μαρινάκη το διακύβευμα μόνο οικονομικό δεν είναι. Ολα όσα έχει δώσει μέχρι σήμερα για τη μιντιακή συλλογή του και τα άλλα αποκτήματά του πέραν της ναυτιλίας είναι τα ναύλα μερικών φορτίων πετρελαίου ή LNG, ακόμη κι αν δεν πρέπει να διασχίσει την επικίνδυνη Ερυθρά. Προφανώς η πρόθεση, έστω κι αν δεν έχει πάρει ακόμη τον χαρακτήρα μιας πλήρως διαμορφωμένης στρατηγικής, είναι να παίξει ρόλο στην ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα στο πεδίο της κατακερματισμένης και αποδυναμωμένης Αριστεράς και Κεντροαριστεράς. 


Ομως, η προσομοίωση της μεταπολίτευσης είναι πρακτικά αδύνατη. Η ελληνική κοινωνία και οικονομία έχουν ριζικά μετασχηματιστεί. Από τα παλιά επιχειρηματικά τζάκια ελάχιστα απομένουν ενεργά, κυρίως στο Ελντοράντο των δημόσιων έργων και της ενέργειας, τα περισσότερα έχουν υποκατασταθεί από επενδυτικά funds που ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα και ό,τι έχει απομείνει ως παραγωγική δραστηριότητα στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Ο Τύπος έπεσε κι αυτός θύμα αυτού του μετασχηματισμού, πληρώνει ακόμη τις χρεοκοπίες και τα φιάσκα των παλιών ιδιοκτητών του. Επομένως, η ανασύσταση του ρόλου του ως μοχλού διαμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, ως κυρίαρχου πόλου στην αγορά πολιτικής επιρροής φαίνεται από δύσκολη έως αδύνατη. Τι νόημα έχει να ελέγχεις πέντε ή δέκα εφημερίδες, όταν δεν μπορείς να εξασφαλίσεις μέσω του δικού σου δικτύου διανομής να φτάνουν έστω στο 50% της επικράτειας; Εκτός αν πίσω από την υπερσυγκέντρωση κρύβονται άλλες υψηλές, μπερλουσκονικές φιλοδοξίες. Θα δείξει. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο κ. Κ. αντάμωσε τον κ. Βιρ που έκανε πόλεμο στις εφημερίδες. Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων, είπε ο κ. Βιρ, δεν θέλω εφημερίδες. Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Εγώ είμαι ακόμη μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες.

Γράψτε μου σ’ ένα χαρτί, είπε ο κ. Κ. στον κ. Βιρ, τι ζητάτε για να μπορούν να εκδίδονται εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες δεν θα πάψουν να εκδίδονται. Ζητήστε όμως το ελάχιστο. Αν για παράδειγμα ζητούσατε να τις εκδίδουν άνθρωποι που εξαγοράζονται, αυτό θα μου ήταν πιο ευχάριστο από το να ζητάτε αδέκαστους, γιατί αυτούς που εξαγοράζονται θα τους δωροδοκούσα για να βελτιώσουν τις εφημερίδες. Μα κι αν ακόμα ζητάτε αδέκαστους ας αρχίσουμε να ψάχνουμε μπας και τους βρούμε, κι αν πάλι δεν τους βρούμε ας δοκιμάσουμε να τους φτιάξουμε.

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κόινερ»


No comments:

Post a Comment