Sunday, July 28, 2024

Η μεταπολίτευσή μου

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 27-28/7/2024



Τι σημασία έχουν τα μηδενικά στις χρονολογίες; Γιατί οι στρογγυλές επέτειοι είναι σημαντικότερες από τις άλλες; Γιατί τα 202 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση είναι πιο αδιάφορα από τα 200; Γιατί οι εξηντάρηδες και βάλε θα πρέπει να ζήσουν τουλάχιστον άλλα 50 χρόνια για να γιορτάσουν μια βαρβάτη στρογγυλή επέτειο, τα 250 χρόνια ή τα 300, πράγμα αδύνατο; Κι επομένως, γιατί ήταν τόσο σημαντική η 50ή επέτειος της μεταπολίτευσης; Ησσονος σημασίας απορία: Γιατί ο χρόνος στο ανθρώπινο μυαλό κυλάει καλύτερα σε δεκάδες, πενηντάδες ή εκατοντάδες;

 

Οποια κι αν είναι η εξήγηση, για κάποιους αυτός ο μισός αιώνας είχε μια βαρύτητα. Οπωσδήποτε για τους εξήντα πλας, το 25% του πληθυσμού της χώρας, αφού ακόμη κι ένας δεκάχρονος του 1974 έχει κάποια αμυδρή μνήμη από εκείνον τον φοβερό Ιούλιο κι όσα ακολούθησαν. Οχι, ο Πορτοκάλογλου δεν έχει δίκιο. Αν κι έχει γράψει το πιο εμβληματικό τραγούδι για τη γενιά -«της μεταπολίτευσης καημένη γενιά, άχρωμα όλα και λειψά…»-, αυτή η γενιά έχει στην πραγματικότητα ζήσει μια πολύχρωμη και γεμάτη εντάσεις εποχή. 


Δεν ήταν ακριβώς και «τα καλύτερά μας χρόνια», ή μπορεί να ήταν γιατί ήμασταν έφηβοι, νέοι, με την προσδοκία ενός μέλλοντος λαμπερού και ανατρεπτικού. Ολα άλλαζαν γύρω μας και εντός μας. Και η αλλαγή ήταν τεράστια, σχεδόν σωματική. Κατά κάποιο τρόπο, ενώ με τη μεταπολίτευση εννοούμε την πολιτική μεταβολή από τη δικτατορία στη δημοκρατία, ο καθένας μας έζησε μια μεταπολίτευση Ι.Χ. Εκανε ένα άλμα από τη σιωπή και την ιδιώτευση στην παρρησία και στον δημόσιο χώρο, στην αγορά του δήμου, όπου κι αν ήταν αυτή: στη στάση ενός λεωφορείου, στο περίπτερο με τις κρεμασμένες εφημερίδες, στο τραπέζι με τους ετερόκλητους συγγενείς, στη σχολική αίθουσα, στο αμφιθέατρο, στο γραφείο, στο εργοστάσιο, στο καφενείο του χωριού. Ξαφνικά, η πολιτική έγινε σημαντική για όλους, ο καθένας έμπαινε στο δίλημμα να πάρει θέση, να επιλέξει «στρατόπεδο», να ενταχθεί, να μιλήσει, να τσακωθεί, ακόμη και να πλακωθεί. 


Η δική μου μεταπολίτευση έχει τα κοινότοπα υλικά που έχει η μεταπολίτευση των περισσοτέρων: το αφυπνιστικό σοκ του Νοέμβρη του 1973, τα παράνομα διαβάσματα της εφηβείας, την αποκάλυψη του διχασμού στο ευρύτερο σόι, τον μπαμπά να ανασύρει από τα βάθη ενός συρταριού την καρφίτσα με τη φάτσα του Καραμανλή, τη μαμά να αποκαλύπτει δειλά την πολιτική ταυτότητα του δικού της μπαμπά, τη συμμετοχή σχεδόν σε όλες τις προεκλογικές συγκεντρώσεις των πρώτων εκλογών, «ενωμένη Αριστερά, η Ελλάδα πάει μπροστά», ή «στις 18 σοσιαλισμό», ένα κασετόφωνο στο οποίο πρωτάκουσα τα «Τραγούδια του αγώνα», διάβασμα σε βαθμό ολικής σύγχυσης, από Μαρξ μέχρι Μαρκούζε, από Νίτσε μέχρι Φρομ, από Μαντέλ μέχρι Γκαλμπρέιθ. Και σινεμά, πολύ σινεμά, μέχρι τελικής πτώσεως, από Αϊζενστάιν μέχρι Μπουνιουέλ, από Φελίνι μέχρι Αγγελόπουλο. Και διάβασμα για το σινεμά, μέγας ανταγωνισμός για τους καλύτερους κριτικούς, η κριτική ήταν σοβαρή υπόθεση, τα προγράμματα κινηματογράφων θύμιζαν ιδεολογικές μπροσούρες. Η μεταπολίτευσή μου έχει Μίκη και Μάνο, μεγάλες ανοιχτές συναυλίες, έχει Τρίτο Πρόγραμμα, ερασιτεχνικούς σταθμούς, μπουάτ στην τελευταία τους αναλαμπή, μεταχρονολογημένη γνωριμία με αστερισμούς του ροκ. 

Η δική μου μεταπολίτευση ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου που δεν ξέραμε ότι υπήρχε, μια ετεροχρονισμένη εισαγωγή της «μεγάλης έκρηξης» των σίξτις, λέξεις και έννοιες καινούργιες που ενσωματώναμε στραμπουλιγμένες ή παρερμηνευμένες στους καθημερινούς διαλόγους, μια καινούργια γλώσσα, μια νέα ορθογραφία, με καταλήξεις και τονισμούς που κατέλυαν την επίσημη, καθεστωτική γλώσσα, με πολλούς «ισμούς» και πολλά αρχικά, δεκάδες, εκατοντάδες αρχικά πίσω από τα οποία δεν υπήρχαν μόνο ναρκισσισμοί ελάχιστης διαφοράς, αλλά και η διάθεση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων να εκφραστούν και να δράσουν συλλογικά. 

Η δική μου μεταπολίτευση έχει μαθητικές και φοιτητικές παρατάξεις, έχει πολιτική νεολαία, κόμμα, φεστιβάλ, συνελεύσεις, έχει καταλήψεις, τεράστιες συγκρούσεις για την ηγεμονία, αλλά έχει και αμηχανία και αμφιβολία, «είναι σωστή η γραμμή;», έχει διαγραφές, διασπάσεις, αποχωρήσεις, επανασυνδέσεις. Η μεταπολίτευσή μου είχε αφοσίωση και κομματικό πατριωτισμό, αλλά και διαψεύσεις, πολιτική μοναξιά, ατελέσφορη περιπλάνηση. Είχε αναζήτηση ταυτότητας, όχι μόνο πολιτικής, αλλά και κοινωνικής, «τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, και τι δεν θέλω να γίνω», θα ακολουθήσω τον ταξικό μου προορισμό ή θα συγκρουστώ με την ίδια την τάξη μου; Η δική μου μεταπολίτευση, θέλω να πω, όπως και η μεταπολίτευση των πολλών και των από κάτω, έβαλε ξαφνικά ένα συλλογικό φίλτρο στις κατά τα λοιπά απολύτως ατομικές επιλογές. Το τι είδους μηχανικός, τι είδους δικηγόρος, τι είδους γιατρός, χημικός, δημοσιογράφος, τεχνικός, εξειδικευμένος εργάτης ήθελε να γίνει κάποιος, για πολλά χρόνια συνδεόταν με το «αντιεπαγγελματικό» δίλημμα: «και με ποια πλευρά θα είμαι;». Οσο κι αν φαίνεται αδιανόητο σήμερα με όρους πιάτσας, οι απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτό το δίλημμα, άλλους τους εκτόξευσαν στην κορυφή της εξουσίας και της οικονομικής ισχύος κι άλλους τους κράτησαν στον πάτο ή, στην καλύτερη περίπτωση, τους ανέδειξαν σε «υπηρέτες δημοσίου συμφέροντος», έστω κι αν αυτό δηλητηριαζόταν συχνά από τοξικές δόσεις ιδιοτέλειας. 

Οπως είναι προφανές η μεταπολίτευσή μου δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο. Είναι φτιαγμένη με τα υλικά της μεταπολίτευσης των περισσοτέρων, σε διαφορετικές δόσεις και αναλογίες. Αλλά αυτό που την κάνει σημαντική είναι κυρίως ότι κάθε μας επιλογή, η πιο εύστοχη και η πιο βλακώδης, η πιο επιτυχημένη και η πιο αποτυχημένη, γινόταν με τη συλλογική αίσθηση ως άτομα και ως ομάδες ότι συμμετέχουμε στην Ιστορία, έχουμε τη φιλοδοξία να επιδράσουμε στην εξέλιξή της. Η όποια κοινωνική, πολιτική και οικονομική αλλαγή ήταν αδιανόητη χωρίς εμάς, χωρίς τα κόμματά μας, τις νεολαίες μας, τους συλλόγους μας, τις διαδηλώσεις μας, τις συγκρούσεις μας, τις ιδέες μας, τα τραγούδια μας, τις συναυλίες μας, τα σινεμά, τα θέατρά μας, τα φεστιβάλ μας, τις απεργίες μας, τα συνδικάτα μας, τις παρατάξεις μας, τις διαφωνίες μας. Είχε έναν βαθμό ψευδαίσθησης αυτό, αλλά ήταν και σε μεγάλο βαθμό απτό, υλικό.

Τώρα, οι οικονομικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί γίνονται ερήμην μας. Από δυνάμεις που φαίνεται αδύνατο να ελέγξουμε. Και, κυρίως, κανείς δεν φαίνεται να έχει διάθεση να τις φρενάρει. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Ζούμε άραγε μια απο-πολίτευση;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Σε είχα δει και σένα σαν τ’ άλλα φοιτητάκια

αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά

μίζερα όλα και λειψά, γι’ αυτό σου λέω


Πίσω μου άθλια σχολεία

κοπάνες και πορνό, αποβολές για μαλλιά

γκόμενες και κόμμα, ραντεβού στην πλατεία

τα ξέρεις όλα αυτά


Χούντα δε θυμάμαι μα ούτε ελευθερία

της μεταπολίτευσης καημένη γενιά

άχρωμα όλα και λειψά, γι’ αυτό σου λέω


Υπάρχει λόγος σοβαρός που ήμουν νέος χλιαρός

αυτά μου τύχαν δυστυχώς, μα δεν τα κρύβω ευτυχώς

και να ένας λόγος σοβαρός που είμαι ωραίος


Τώρα τα τραγούδια μας τούς πέφτουνε λίγα

και κάτω απ’ τα μουστάκια τους γελάν οι παλιοί

έχουν βλέπεις πίσω τους τη λάμψη του εξήντα

καθάρισαν αυτοί


Φατμέ, Νίκος Πορτοκάλογλου, «Υπάρχει λόγος» (Ρίσκο, 1985)


No comments:

Post a Comment