Sunday, August 18, 2024

Η κρυφή γοητεία του εγκλήματος


Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17-18/8/2024


Ο Ρίπλεϊ εισάγει τον Τσίμερμαν στην γοητεία του εγκλήματος. Ντένις Χόπερ, Μπρούνο Γκαντς στην καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά ιστορίας της Χάισμιθ από την τριλογία του Ρίπλει. "Ενας Αμερικανικός φίλος", Βίμ Βέντερς, 1977. 

 Γιατί το καλοκαίρι διαβάζουμε κυρίως αστυνομικά μυθιστορήματα; Γιατί γενικώς μας γοητεύουν οι περίπλοκες αστυνομικές ιστορίες, τα θρίλερ, οι εξιχνιάσεις μυστηρίων ή οι αφηγήσεις εγκλημάτων που μένουν ανεξιχνίαστα και ατιμώρητα; Γιατί μας συγκινεί η παρατηρητικότητα του Ηρακλή Πουαρό, η ηθική ακαμψία του Φίλιπ Μάρλοου, αλλά και ο ψυχωτικός αμοραλισμός του Τομ Ρίπλεϊ; Με ποια πλευρά είμαστε κάθε φορά; Γιατί άλλοτε μας συναρπάζει το έγκλημα και άλλοτε η τιμωρία του;

Κανείς δεν κάθεται σ’ έναν καλοκαιρινό ίσκιο ή στο σπίτι για μεσημεριάτικη σιέστα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι έχοντας απαντήσει σε αυτά ή παρόμοια ερωτήματα. Απλώς, παίρνει μια παλιά Αγκαθα Κρίστι, έναν Τσέιζ, έναν Χάμετ, έναν Τσάντλερ, μια Χάισμιθ, ή έναν καινούργιο Νέσμπο, μια Λάκμπεργκ, κάποιον από τους Σκανδιναβούς, τους Γάλλους ή τους Ελληνες λογοτέχνες που εξελίσσουν το είδος με ή χωρίς πρόθεση, με μοναδική επιδίωξη να μπει στην ατμόσφαιρα του μυστηρίου, του παράδοξου, του απροσδόκητου, του «δεν είναι αυτό που φαίνεται». Δηλαδή, να νιώσει στη διάρκεια της ανάγνωσης την επίδραση των αυξομειούμενων ποσοτήτων αδρεναλίνης που εκκρίνονται στο σώμα ενώ κάποιος απειλείται ή διασώζεται από έναν θανάσιμο κίνδυνο.

Ωστόσο, πέραν του ψυχαγωγικού του πράγματος, υπάρχει μια βαθύτερη σχέση μας με τις αναπαραστάσεις του εγκλήματος, που ξεκινά από την ίδια τη συγκρότηση των κοινωνιών, των «πολιτειών» και των κανόνων τους. Στον πυρήνα των οποίων βρίσκονται οι απαγορεύσεις, δηλαδή το τι ορίζεται ως έγκλημα. Στα ποινικά δίκαια του κατά συνθήκη πολιτισμένου κόσμου ο ορισμός του εγκλήματος είναι εξοργιστικά απλός: «Εγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη της, η οποία τιμωρείται από τον νόμο», λέει το σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα. Ναι, αλλά ποιος αποφασίζει ποια πράξη είναι άδικη και ποια όχι; Αρα, πώς είμαστε σίγουροι ότι μια πράξη είναι έγκλημα και ο αυτουργός της είναι εγκληματίας;

Η πρωταρχική αμφιβολία γι’ αυτά τα ερωτήματα είναι το ίδιο παλιά με το προπατορικό αμάρτημα, την παραβίαση ενός κανόνα που δεν τον όρισε η κατά Βίβλο πρώτη, πυρηνική κοινωνία των πρωτοπλάστων, αλλά μια εξωγενής δύναμη: ο θεός τους, έστω κι αν ήταν ο δημιουργός τους. Αν το δίκαιο ήταν η ολική άγνοια και το έγκλημα ήταν η γνώση, αν η ανταμοιβή για την τήρηση του κανόνα ήταν η καταναλωτική αμεριμνησία στον παράδεισο και η τιμωρία η ίδια η ανθρώπινη φύση όπως την ξέρουμε σήμερα, τότε πρέπει να ευγνωμονούμε την πρώτη εγκληματία στη βιβλική ιστορία της ανθρωπότητας, την Εύα και τον συνεργό της Αδάμ. Διότι ακόμη και κατά τον βιβλικό μύθο, που παρουσιάζει την επίγεια ζωή περίπου σαν τιμωρία, το ανθρώπινο είδος έκανε όλα τα παραγωγικά και τεχνολογικά άλματά του χάρη σε αυτό το πρώτο και τα άλλα πρωταρχικά εγκλήματα.

Η ταλάντευσή μας ανάμεσα στους εγκληματίες και τους διώκτες τους, στο έγκλημα και στην τιμωρία του, η αμφιβολία μας μεταξύ του αδικημένου Κάιν και του ευνοημένου Αβελ, η σαφής συμπάθειά μας στους Μπόνι και Κλάιντ, η προσπάθεια του Τρούμαν Καπότε να κατανοήσει τους δολοφόνους τού «Εν Ψυχρώ», το «μικροσκόπιο» της Χάισμιθ στην εγκληματική ιδιοσυγκρασία του Ρίπλεϊ ή του Ευριπίδη πάνω στα κίνητρα της παιδοκτόνου Μήδειας, εν ολίγοις όλα αυτά τα οποία από την εποχή του Μωυσή και των αρχαίων τραγικών μέχρι τον Στίβεν Κινγκ ή τον Τζο Νέσμπο τροφοδοτούν μικρές και μεγάλες σκοτεινές αφηγήσεις, έχουν στον πυρήνα τους τη θεμελιώδη αμφιβολία: μήπως η διαχωριστική γραμμή δικαίου και αδίκου έχει χαραχτεί λάθος και από τους λάθος ανθρώπους; Τι θα γινόταν αν, για παράδειγμα, είχε υιοθετηθεί ο «κανόνας» του Προυντόν πως «η ιδιοκτησία είναι κλοπή»; Προφανώς, σχεδόν όλοι θα ήμασταν εγκληματίες. Και τι θα γινόταν αν η επαναστατική γαλλική Εθνοσυνέλευση είχε υιοθετήσει την πρόταση του Ντε Σαντ να αποποινικοποιηθεί η κλοπή ως μια αποτελεσματική μορφή της αναγκαίας αναδιανομής πλούτου υπέρ των φτωχών;

Διαβάζουμε, λοιπόν, αστυνομικά μυθιστορήματα γιατί ποθούμε την απόδοση δικαιοσύνης, τελικά γιατί μας πνίγει το δίκιο, χωρίς να είμαστε βέβαιοι σε ποια πλευρά είναι, ποιος το έχει κάθε φορά. Το έγκλημα είναι η απόκλιση από τον κανόνα, αλλά όταν ο κανόνας είναι προβληματικός και ακόμη πιο προβληματικό είναι το καθεστώς που επέβαλε τον κανόνα, σχεδόν αυτονόητα παίρνουμε την πλευρά του «εγκληματία», έστω κι αν από φόβο δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ κάτι παραπάνω από κρυφοί θαυμαστές του.

Ξέρουμε πως η θέσμιση ενός εγκλήματος και της ποινής που του αναλογεί δεν σημαίνει απαραίτητα αποκατάσταση δικαίου, αλλά νομιμοποίηση ήδη συντελεσμένων εγκλημάτων. Πάρτε το κατά συνθήκη πιο αθώο παράδειγμα της περιόδου: τη νέα νομοθεσία για την παράνομη κατάληψη παραλίας από τους επιχειρηματίες της ομπρελοξαπλώστρας και του μπιτσόμπαρου, που διαφημίζει καταιγιστικά το ΥΠΟΙΚ με την καμπάνια «Επ-app»! Η μαζική, μακρόχρονη και προσοδοφόρα καταπάτηση του δημόσιου χώρου καθαγιάζεται μέσα από την παραχώρηση μιας μικρής και καθυστερημένης ελευθερίας των πολιτών να καταγγέλλουν υπερβάσεις ορίων. Κι όλα καλώς καμωμένα. Ετσι, ακόμη και μια δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή μπορεί να παράγει μαζικά εγκλήματα. Μια δημοκρατία, επίσης, μπορεί να συγκαλύπτει εγκλήματα. Μια δικτατορία μπορεί να είναι ολόκληρη ένα έγκλημα, που όμως έχει παραγάγει «δίκαιο» κι έχει απονείμει «δικαιοσύνη».

Ο Μπρεχτ έχει συμπυκνώσει αυτή την αντίφαση στην περίφημη φράση από την Οπερα της Πεντάρας: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Το υπονοούμενο είναι πως το μείζον έγκλημα, η εκχώρηση στο πιστωτικό σύστημα του «δικαιώματος» να παράγει απεριόριστα χρήματα από χρήματα των άλλων, εξαφανίστηκε πίσω από το μικρό έγκλημα, που στο μεταξύ παρήγαγε, τη ληστεία ενός μικρού μικρού μέρους αυτών των χρημάτων.

Με τον κίνδυνο να αδικήσουμε και τους πολλούς καλούς κανόνες που μας έχουν ως είδος σώσει από τον κανιβαλισμό, θα μπορούσαμε να παραφράσουμε τον Μπρεχτ ως εξής: «Τι είναι η τέλεση ενός εγκλήματος μπροστά στη θέσπιση του ποινικού νόμου που το τιμωρεί;».

Κι ύστερα να παρασυρθούμε από την κρυφή γοητεία του εγκλήματος. Προς το παρόν, ως αναγνώστες, βεβαίως.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Ενας φιλόσοφος παράγει ιδέες, ένας ποιητής ποιήματα, ένας παπάς κηρύγματα και εξομολογήσεις, ένας καθηγητής θεωρίες και αναμασημένες στερεότυπες γνώσεις, ένας δημοσιογράφος ειδήσεις (συχνά κατασκευασμένες), ένας σχολιαστής κατευθυνόμενη γνώμη και ούτω καθεξής. Ενας εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Μια εγκληματική οργάνωση, που συγκροτείται από τρεις εγκληματίες και πάνω, παράγει προσχεδιασμένα εγκλήματα σε μεγάλη κλίμακα, προκειμένου να ικανοποιήσει τη ζήτηση παράνομων αγαθών και υπηρεσιών. Για τον σκοπό αυτόν εφαρμόζει ωμή βία ή άλλα κατάλληλα προς εκφοβισμό μέσα, ενεργώντας μέσω επιρροών που διαθέτει, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, στο πολιτικό σύστημα, στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στην οικονομία, στα ΜΜΕ.

Αν καταπιαστούμε ενδελεχώς με τη συνάρτηση του εγκληματικού κλάδου παραγωγής με το σύνολο της κοινωνίας, θα απαλλαχτούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας και οι εγκληματικές οργανώσεις δεν παράγουν μόνο εγκλήματα και εγκληματικές θέσεις εργασίας. Παράγουν και πλούτο που ξεπλένεται και ενσωματώνεται στη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα και, επομένως, δημιουργεί νέες, καθ’ όλα νόμιμες θέσεις εργασίας».


Ιερώνυμος Λύκαρης, «Ακου πτώμα να μαθαίνεις» 

(Η συμβολή του οργανωμένου εγκλήματος στην ανάπτυξη του πλούτου των εθνών: περιορισμένη παραλλαγή της γνωστής «Παρέκβασης (για την παραγωγική εργασία)», που συμπεριέλαβε ο Μαρξ στο πρώτο μέρος των Θεωριών για την Υπεραξία και αποτελεί στοιχείο της πλοκής του μυθιστορήματος). 



No comments:

Post a Comment