Saturday, December 14, 2024

Σβηστά Χριστούγεννα

Η Εφημερίδα των Συντακτών 14-15/12/2024


Αν σας έλεγα πως σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα, πως με αηδιάζει η τελετουργία προπαρασκευής από τις αρχές του Νοέμβρη, με τα καταστήματα εποχικών ειδών να πουλάνε τη χριστουγεννιάτικη πραμάτεια τους δυο μήνες πριν από το 12ήμερο, τους δήμους που βιάζονται να κρεμάσουν γιρλάντες και φωτεινές τρέσες, το Jumbo να διαφημίζει επί 50 μέρες την αντίστροφη μέτρηση μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων; Αν σας έλεγα πως όλα αυτά με ανακατεύουν, με στρεσάρουν, με τσατίζουν, θα λέγατε ασφαλώς –και θα είχατε δίκιο– πως είμαι για τα σίδερα, περνάω απλώς ένα βαρύ καταθλιπτικό περιστατικό, δεν μου έχουν δώσει τα κατάλληλα χάπια, ή ότι απλώς έχω γίνει μισάνθρωπος. Εχω σκοτώσει μέσα μου την τελευταία υποψία παιδιού που ήμουν κάποτε και λαχταρούσε την ολοφώτιστη ψευδαίσθηση προσδοκίας, δώρου και αντίδωρου. Η αντίστροφη μέτρηση του Jumbo άλλωστε κλεμμένη είναι, τη θυμάμαι ως καθιερωμένη παιδική πρακτική ήδη από τα δικά μου σίξτις, γιατί μεταξύ άλλων υπήρχε η άκρως ανταγωνιστική αγορά καλάντων, με κύρια αυτήν της παραμονής των Χριστουγέννων, οπότε το χρήμα του 13ου μισθού και οι έξτρα εορταστικοί τζίροι των εμπόρων ήταν ακόμη ζεστά στις τσέπες των μεροκαματιάρηδων, των μισθωτών, των νοικοκυραίων της Αθήνας.

Πράγματι, ίσως έχουν συμβεί όσα θα μου καταλογίζατε, έχω γίνει πολύ Σκρουτζ πριν δει το φως το αληθινό, τη χαρά της συντροφιάς και της προσφοράς, και τα φαντάσματα των περασμένων Χριστουγέννων μου απλώς εντείνουν την απέχθειά μου για τα τωρινά και τα μελλούμενα. Ισως όμως έχει συμβεί και κάτι άλλο: ίσως έχουν αλλάξει τα ίδια τα Χριστούγεννα.

Το ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι απλώς υπόθεση της χριστιανικής Δύσης, αλλά μια παγκοσμιοποιημένη και «ανεξίθρησκη» αγορά είναι γεγονός τετελεσμένο εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα. Οσα καταναλώνουμε κυρίως αυτή την περίοδο στη Δύση, όπως παιχνίδια ή ρούχα, καλύπτουν μέχρι και το 1/3 του ετήσιου τζίρου των κλάδων και παράγονται κυρίως στη βουδιστική, ινδουιστική, ισλαμική Ανατολή. Φυσικά κυρίως στην Κίνα.

Αλλά, από τα εκατομμύρια προϊόντα που ταξιδεύουν όλο τον χρόνο κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας των Χριστουγέννων, ένα θαρρώ πως κάνει τη διαφορά σε σχέση με τις περασμένες δεκαετίες: τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια.

Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια πόσο πολύτιμο ήταν κάθε λαμπιόνι που βιδωνόταν στις παροχές κατά μήκος του καλωδίου με τα φωτάκια που θα τυλιγόταν γύρω από το δέντρο. Οταν καιγόταν κάποιο έπρεπε να πας στον ηλεκτρολόγο να σου δώσει μια σειρά από ανταλλακτικά φωτάκια. Αν κοβόταν το καλώδιο έπρεπε να το επισκευάσεις, το να πετάξεις τα φωτάκια και να πάρεις άλλη σειρά ήταν αδιανόητο. Η δε τελετουργία στολισμού του δέντρου περιλάμβανε εκτός από τα στολίδια –εύθραυστα, λεπτεπίλεπτα, «από υαλί χρωματιστό»– την τοποθέτησή του όσο πιο κοντά σε παράθυρο, ώστε το βράδυ τα αναμμένα φωτάκια να φαίνονται στους περαστικούς. Η ποσότητα και η λάμψη τους ίσως ήταν μια ένδειξη και επίδειξη ευμάρειας. Η πολυτιμότητα των λαμπιονιών απαιτούσε, άλλωστε, και μια προσεκτική διαδικασία αποκαθήλωσης και φύλαξης. (Πώς τα κατάφερναν στην προ εξηλεκτρισμού εποχή, με τα κεριά, δεν μπορώ να το καταλάβω. Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους...)

Αυτό που γινόταν σε κάθε σπίτι, στην Αθήνα και στις μεγαλουπόλεις γινόταν σε μεγάλη κλίμακα. Επί χούντας, θαρρώ, άρχισε ο μικροανταγωνισμός ανάμεσα στους φυτευτούς δημάρχους Αθήνας και Πειραιά, ο Σκυλίτσης είχε ανεβάσει την υπόθεση του χριστουγεννιάτικου στολισμού σε χολιγουντιανά επίπεδα. Αστέρια, καμπάνες, φάτνες, Αϊ-Βασίληδες, τάρανδοι, όλα σε φωτεινές, υπέρλαμπρες εκδοχές που εισάγονταν από κάπου στην Ευρώπη. Κι έπειτα το δέντρο, το δέντρο στο Σύνταγμα, ψηλό, φορτωμένο με λαμπάκια ευρωπαϊκής κατασκευής, αλλά σε μετρήσιμες ποσότητες, μη φανταστείτε χιλιάδες, αλλά δεκάδες, το πολύ εκατοντάδες λαμπάκια περικύκλωναν τα κλαδιά του (έχω μια φωτογραφία, κάπου στο 1964-1965, εγώ έκθαμβο νήπιο, ανάμεσα στον χαμογελαστό πατέρα μου κι έναν θείο μου στη βάση του δέντρου, η χαρά και η τσέπη του πλανόδιου φωτογράφου).

Πότε άλλαξε αυτό με τα λαμπιόνια; Πότε τα βιδωτά λαμπάκια πυρακτώσεως, οι ογκώδεις κατασκευές στους κεντρικούς δρόμους με τις μεγάλες χρωματιστές λάμπες αντικαταστάθηκαν από τα εκατομμύρια, δισεκατομμύρια, τρισεκατομμύρια λαμπάκια λεντ, φωτεινές κουρτίνες που γεμίζουν δρόμους, μπαλκόνια, ταράτσες, τις περίπλοκες φωτεινές συνθέσεις σε στύλους της ΔΕΗ, στα κάγκελα, στις προσόψεις κτιρίων, στις βιτρίνες καταστημάτων; Πότε ακριβώς τα λαμπιόνια των Χριστουγέννων έγιναν διαθέσιμα σε τέτοια αφθονία (και τόσο φτηνά) ώστε όταν ανάβουν όλα μαζί να κάνουν τις πόλεις τόσο αστραφτερές, που ακόμη και το άστρο των μάγων να φαίνεται χλομό, ανεπαίσθητο κι αδύναμο για να τους οδηγήσει στον μυθικό προορισμό του; «1.000 Χριστουγεννιάτικα LED λαμπάκια θερμό λευκό 100 m. σε καρούλι με τηλεχειριστήριο, 27,59 ευρώ, Χριστουγεννιάτικη κουρτίνα 300 λαμπάκια Led, 3x3 m. θερμό λευκό, 10,99 ευρώ»...

Η απάντηση στα ρητορικά ερωτήματα δεν έχει σχέση με Χριστούγεννα, αλλά με τη θυελλώδη εισβολή της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Υπολογίστε πόσα τρισεκατομμύρια σώματα έχει ο γαλαξίας των χριστουγεννιάτικων λαμπιονιών σε σπίτια, δρόμους, πλατείες της Δύσης. Και αναρωτηθείτε: Τι θα συμβεί αν ξαφνικά η άπληστη αλλά και πάμφθηνη φωταψία σταματήσει εντελώς;

Φανταστείτε τα πρώτα σβηστά και αφώτιστα Χριστούγεννα στις κοινωνίες της Δύσης αν το εργοστάσιο του κόσμου και ακατάπαυστης παραγωγής λαμπιονιών, η Κίνα, αποφασίσει κάποιου άλλου είδους αντίποινα στον εμπορικό πόλεμο που της κήρυξαν Ε.Ε. και ΗΠΑ. Αν αποφασίσει όχι δασμούς στις δυτικές εισαγωγές στην κινεζική αγορά, όχι περιορισμούς στις εξαγωγές κινεζικών σπάνιων γαιών, αλλά πάγωμα της παραγωγής κι εξαγωγής λαμπιονιών.

Σβηστά κι αφώτιστα Χριστούγεννα. Τα αντέχει άραγε η παγκόσμια αγορά της ευφορίας;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.

Κ. Π. Καβάφη, «Κεριά»