Saturday, February 15, 2025

Τουρνέ στους πέρα κάμπους

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 15-16/2/20025

Η Εφη Παπαθεοδώρου ως Φροσύνη στον Φιλάργυρο του Μολιέρου, το 1987


 Οχι, αυτή δεν είναι τελικά μια στήλη κινηματογραφικής κριτικής, δεν είναι μια σελίδα για τη λογοτεχνία, το θέατρο ή τη ζωγραφική. Από τότε που δημιουργήθηκε, πριν από 25 χρόνια και μάλιστα στις σομόν οικονομικές σελίδες εφημερίδας (της «Καθημερινής»), υποτίθεται ότι αυτή η στήλη ήταν ένα υβρίδιο οικονομικού χρονογραφήματος. Αλλοτε το πετύχαινε, άλλοτε απέκλινε αρκετά, κάποτε έχανε κάθε ορατή επαφή με την οικονομία, με αποτέλεσμα ο «Ελεύθερος Σκοπευτής» να αποδεικνύεται εντελώς άστοχος. 


Ωστόσο, πολύ συχνά η πρώτη ύλη κάθε κειμένου, η αφορμή, το πρόσχημα του εβδομαδιαίου παμφλέτου, με διακηρυγμένο στόχο τον σαρκασμό στερεοτύπων του οικονομικού μας πολιτισμού ή έναν λοξό σχολιασμό της σχετικής επικαιρότητας, είναι μια ταινία, μια παράσταση, ένα βιβλίο. Σήμερα, η αφορμή και το πρόσχημα είναι ένα βιβλίο για μια θεατρική παράσταση. Μια παράσταση που πριν από 38 χρόνια διέσχιζε επί δύο και πλέον μήνες τους κάμπους της Αιτωλοακαρνανίας και των όμορων νομών.


Η Εφη Παπαθεοδώρου, ηθοποιός που έγινε ευρύτερα γνωστή πριν από 20 χρόνια στον ρόλο της «Θεοπούλας» στην τηλεοπτική σειρά «Στο παρά πέντε» (σ.σ. αναγκαία και ευπρόσδεκτη η επιτυχία, αλλά συχνά αδικεί τις πολύ βαθύτερες και πιο περίπλοκες δεξιότητες των ανθρώπων), μας παραδίδει ένα μικρό, αληθινά γοητευτικό βιβλίο που αφιερώνει στους θεατρίνους του κόσμου. 


«Θεατρίνος», αυτή είναι η λέξη, με όλες τις αμφισημίες της, ευρύχωρη για να περιλαμβάνει από τα μπουλούκια, που για δεκαετίες ήταν η μόνη επαφή της επαρχιακής Ελλάδας με την έννοια θέατρο, μέχρι τα δημοφιλή ονόματα των μεγάλων σκηνών, με τις βαρύγδουπες υπογραφές στη σκηνοθεσία που ανταγωνίζονται σε καινοτομίες και αισθητικές προβοκάτσιες. «Το ημερολόγιο μιας τουρνέ» είναι η αφήγηση της περιοδείας των θεατρίνων του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου το καλοκαίρι του 1987 με την παράσταση του «Φιλάργυρου» του Μολιέρου. 


Ισως πρέπει να αρχίσει κανείς την ανάγνωση των μόλις 80 σελίδων του βιβλίου από το τελευταίο δισέλιδό του, για να καταλάβει ότι το να περιοδεύει ένας θίασος επί εξήντα και πλέον μέρες και να δίνει παραστάσεις σχεδόν κάθε μέρα σε άλλο χωριό ή συνοικία είναι μια πραγματική Οδύσσεια. Στον χάρτη που παραθέτει η Ε. Παπαθεοδώρου σημειώνονται 36 σταθμοί που αντιστοιχούν σε ισάριθμες παραστάσεις. Αγρίνιο, Παραβόλα, Κατούνα, Θέρμο, Καρπενήσι, Αρτα, Βλυχό Λευκάδας… Αλλά κυρίως τα καμποχώρια της Αιτωλοακαρνανίας, που το 1987 ζούσαν ακόμη κυρίως από και για τον καπνό, εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα σπαρμένα κυρίως με «Βιρτζίνια», την ποικιλία που περισσότερο ζητούσαν τότε οι καπνοβιομηχανίες, στην ακμή τους ακόμη. Το Αγρίνιο ήταν ακόμη τότε η «Παπαστρατούπολη» και η Ελλάδα η μεγαλύτερη παραγωγός καπνού στην Ευρώπη. 


Η αφήγηση ξεκινά από τις 22 Ιουλίου και τελειώνει στις 25 Σεπτεμβρίου του 1987. Κάθε μέρα και μια διαδρομή, μια στάση, μια παράσταση σε ένα χωριό, μια συνοικία. Μπορεί σε κάποια χωριά να βλέπουν πρώτη φορά θίασο, έστω ενός δημοτικού θεάτρου, θεατρίνους, κοστούμια, σκηνικά, Μολιέρο. Φυσικά, ούτε λόγος για θεατρική αίθουσα ή κάτι παρεμφερές, σκηνή μπορεί να είναι μια πλατεία, μια αλάνα, ένα σταυροδρόμι, η αυλή ενός σχολείου, ένα γήπεδο στο οποίο έχει απλώς αφεθεί η ξύλινη εξέδρα που την προηγούμενη μέρα φιλοξενούσε το μεγάλο πανηγύρι, με κλαρίνα, τσάμικα και τα σχετικά. Κάθε σταθμός και μια σύντομη αφήγηση. 


Ο χαρακτηρισμός «ημερολόγιο» στον τίτλο του βιβλίου είναι εντελώς ακριβής. Η γραφή της Εφης Παπαθεοδώρου είναι αποσπασματική, σαν σημειώσεις που ανασύρθηκαν από παλιό, χειρόγραφο ημερολόγιο και καθαρογράφτηκαν. Σύντομες, καίριες φράσεις, στις οποίες εναλλάσσονται περιγραφές τοπίων, κτιρίων, ανθρώπων, σχόλια της συγγραφέα, στιγμιότυπα, συζητήσεις με χωριανούς που συναντά πριν ή μετά κάθε παράσταση, ιστορικές σημειώσεις για κάθε τόπο, οξυδερκείς παρατηρήσεις για τις ιδιαίτερες κουλτούρες και ιδιοσυγκρασίες που μπορούν να αλλάζουν ριζικά σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων. Φυσικά, οι τόποι που εναλλάσσονται από μέρα σε μέρα και από παράσταση σε παράσταση είναι οικείοι στη συγγραφέα -είναι κι αυτή Αγρινιώτισσα (από τα Σιταράλωνα Τριχωνίδας)- αλλά το μάτι της θεατρίνας ανακαλύπτει πράγματα που ίσως δεν είχε ξαναδεί, ενώ το χέρι της συγγραφέα προσθέτει πληροφορίες για το παρόν και το παρελθόν κάθε τόπου, κρυμμένες πίσω από αντιαισθητικούς «νεωτερισμούς», ιστορική λογοκρισία, πολιτικό εκμαυλισμό. 


Ο σαρκασμός και αυτοσαρκασμός, άφθονος και πηγαίος. «Παίζομε με μικρόφωνα. Παράσταση χάλια - ακούγονται τα ποδοκροτήματα». «Χειροκροτούν θερμά. Η εκτίμησή μου για τους Τσιγγάνους επιβεβαιώνεται γι’ άλλη μια φορά». «Παράσταση φιάσκο». «Ο δόλιος Αρπαγκόν θρηνεί για τον χαμένο του θησαυρό ενώ οι χασάπηδες απέναντι λιανίζουν μεγαλοπρεπώς παϊδάκια»… Μεταξύ του θεατρικού μαραθώνιου του θιάσου και της καθημερινότητας των «ρυπαρών και φθειραπόγονων Αιτωλοακαρνάνων» (αλλά και των Λευκαδιτών ή Αρτινών) παρεισφρέουν κρίσιμες παρατηρήσεις για το παρελθόν και το παρόν. «Ο αδερφός μου σκοτώθηκε στο δεύτερο αντάρτικο». «Το χωριό είναι όλο αμπέλια… Η ΕΟΚ θέλει να τα ξεκωλώσουν τώρα». «…Τα παρασκήνιά μας δίπλα σε ρίζες ξερών καλαμποκιών και καπνόριζες»… 


Είναι επίτευγμα πώς μέσα σε τόσο λίγες σελίδες ξετυλίγεται μια πυκνή κοινωνιολογική και ανθρωπολογική τοιχογραφία μιας περιοχής της Ελλάδας με μεγάλο πολιτικό και οικονομικό ειδικό βάρος. Εχω κι εγώ μια οικειότητα με την περιοχή, που κατά σύμπτωση άρχισα να τη γνωρίζω ακριβώς την ίδια χρονιά. Αν και βαρύς καπνιστής, πρώτη φορά το 1987 ερχόμουν σ’ επαφή με τον πρώτο κρίκο της εφοδιαστικής του καπνού: να πέσει ο σπόρος, να γίνουν τα φιντάνια, να φυλαχτούν από το κρύο, να μεταφυτευτούν στο χωράφι, να ποτιστούν μέχρι να γίνουν δίμετρα φυτά, να μαζευτούν με τη δροσιά της νύχτας προς ξημέρωμα, να αρμαθιαστούν, να ξεραθούν, να περάσει ο έμπορας να τ’ αξιολογήσει και να τα τιμολογήσει. Οι περισσότεροι άνθρωποι του καπνού μάλλον δεν θα είχαν κουράγιο να πάνε σε παράσταση, ακόμη κι αν παιζόταν έξω από την πόρτα τους. Ισως τον Σεπτέμβριο, όταν είχε μαζευτεί και το τελευταίο πατόφυλλο. Οι άνθρωποι του καπνού δούλευαν ακατάπαυστα, δεν χαίρονταν ποτέ το καλοκαίρι, έχτιζαν σπίτια, σπούδαζαν παιδιά, αγόραζαν ακίνητο στην πόλη, έπαιρναν αυτοκίνητα, κι έβλεπαν τις βαντούλες του καπνού να ξεραίνονται κρεμασμένες από τα ταβάνια υπόστεγων και ημιτελών ισογείων σαν τον θησαυρό του Φιλάργυρου του Μολιέρου. 


Ισως, αν ήξεραν την καταστροφή που θα ερχόταν και θα αφάνιζε κάθε υποψία καπνόφυλλου στον μεγαλύτερο σε έκταση και πιο ευεργετημένο σε νερά και καλλιεργητικές εκτάσεις νομό της χώρας, ίσως ξέκλεβαν δυο ώρες για να δουν την παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, τους θεατρίνους, τον Αρπαγκόν, τη Φροσύνη (Εφη Παπαθεοδώρου), τον Βαλέριο. Αλλωστε, ο Μολιέρος έχει αντέξει περισσότερο από τον ιστορικό κύκλο της βιομηχανίας του καπνού. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ενας γέρος έχει πιάσει κουβέντα με τον Αρπαγκόν, στο δίλημμα του γερο-φιλάργυρου για το αν θα προτιμήσει τη νεαρή νύφη από την κασελίτσα του με τα λεφτά του. 

«Παρ’ τα λιφτά σ’ κι άσ' την να πάει στο καλό της». 

Οσο για τη νύφη, τη συμβουλεύει: 

«Δώστ’ μια σπρουξά να πάει στα κομμάτια».

Στη δε προξενήτρα: 

«Εσύ τα ‘φτιαξις ούλα» 

Εφη Παπαθεοδώρου, «Το ημερολόγιο μιας τουρνέ» (εκδόσεις Αίολος)


No comments:

Post a Comment