Η Εφημερίδα των Συντακτών, 1-2/3/2025
Οσες μολότοφ, όσα δακρυγόνα, όσοι κλεφτοπόλεμοι μπαχαλάκηδων-αστυνομίας κι αν στήθηκαν –ή απλώς εξελίχθηκαν λόγω συσσωρευμένης νεανικής οργής– για να γεμίσει η τηλεοπτική εικόνα και ν’ αντισταθμίσει τη συγκλονιστική εισβολή της κοινωνίας, της τεράστιας πλειονότητας της κοινωνίας, στον δημόσιο χώρο, στο προσκήνιο της δημόσιας, της πολιτικής, της οικονομικής, της κοινωνικής ζωής, δεν μπορούν να αλλάξουν τη ριζική στροφή που έγινε την Παρασκευή, 28/2/2025, δεύτερη επέτειο από το έγκλημα των Τεμπών. Το πλήθος των ανθρώπων που βγαίνουν κατά εκατομμύρια στους δρόμους και τις πλατείες για να πενθήσουν, να θυμώσουν, να κραυγάσουν, να απαιτήσουν τα αλλάζει όλα.
Ποιοι συνθέτουν αυτό το πλήθος που έχει ξαφνιάσει –προφανώς και φοβίσει– την κυβέρνηση, αλλά και όλο το πολιτικό σύστημα; Ποιοι είναι αυτοί και αυτές, από οκτώ έως ογδόντα οκτώ ετών, που συγκινούνται από απλές λέξεις, οι οποίες όμως σηκώνουν όλο το βάρος της ανθρώπινης ιστορίας; Εννοιες όπως «αλήθεια», «οξυγόνο», «δικαιοσύνη», «κάθαρση»; Μπορούμε σαφώς να πούμε ότι όλα τα κοινωνικά στρώματα από τη βάση της ταξικής πυραμίδας μέχρι λίγο πάνω από το μέσον της βλέπουν στην υπόθεση των Τεμπών τη συμπύκνωση μιας μακρόχρονης κακοποίησης ολόκληρης της χώρας και των υποτελών κατοίκων της. Κι αυτό δεν είναι μια «θεωρία συνωμοσίας». Είναι η διάχυτη αίσθηση, αλλά κυρίως τα απτά αποτελέσματα, ότι έπειτα από δεκαετίες ευρωπαϊκής και εκσυγχρονιστικής εκπαίδευσής της, η «κακιά η χώρα» παραμένει ό,τι πιο κοντά στον ορισμό του αποτυχημένου κράτους.
Ισως κανείς από τα εκατομμύρια που δεν χώρεσαν την Παρασκευή στο κέντρο της Αθήνας, στους δρόμους και στις πλατείες όλων των πόλεων της χώρας δεν θα χρησιμοποιήσει αυτές τις λέξεις, αυτές τις αφηρημένες έννοιες. Αλλά καθένας τους μπορεί να πει απλά: Είναι δυνατό στην εποχή των bullet trains να μην έχουμε ασφαλή σιδηρόδρομο; Είναι δυνατό η πρώτη έγνοια μιας κυβέρνησης ύστερα από ένα τραγικό δυστύχημα να είναι η αλλοίωση του χώρου και η συγκάλυψη των συνυπεύθυνων; Πώς στερείς από έναν χαροκαμένο γονιό το δικαίωμα να θάψει έστω κι ένα ελάχιστο μέλος του παιδιού του; Πού πηγαίνουν τα δισεκατομμύρια των κρατικών και ευρωπαϊκών επιδοτήσεων για τους σιδηροδρόμους; Τι νόημα έχουν οι λεπτομερείς ευρωπαϊκές οδηγίες αν δεν εφαρμόζονται; Γιατί οι κυβερνήσεις είναι πρόθυμες να δώσουν δεκάδες δισεκατομμύρια σε εξοπλισμούς, αλλά όχι για ασφαλείς δημόσιες υποδομές; Γιατί δεν αφήνουν τη Δικαιοσύνη ανεπηρέαστη να λειτουργήσει ως ύστατο καταφύγιο των αδικημένων και των αδυνάτων; Γιατί πίσω από κάθε μεγάλο έργο υπάρχει ένα τεράστιο σκάνδαλο ή ένα μεγάλο ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας; Γιατί οι κρατικές μυστικές υπηρεσίες να παρακολουθούν πολίτες, πολιτικούς, δημοσιογράφους, ακτιβιστές; Γιατί τα ισχνά εισοδήματα των πολιτών αφήνονται βορά στην «ελεύθερη αγορά»; Γιατί θεωρούνται αδιανόητα ο έλεγχος στις ανατιμήσεις ή η φορολόγηση των υπερκερδών της «απληστίας»; Πότε θα γίνει επιτέλους εφικτό ο υποψήφιος συνταξιούχος να παίρνει σε προβλέψιμο χρόνο τη σύνταξή του; Πότε θα σταματήσουν η υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου και ο μονόδρομος της ακριβής παραπαιδείας;
Μπορεί να προσθέσει κανείς δεκάδες ερωτήματα στα παραπάνω, να στήσει ένα βουνό ερωτημάτων που αν απαντηθούν με διαφάνεια και ειλικρίνεια ένα προς ένα ελάχιστες από τις συνιστώσες του πολιτικού συστήματος θα μπορούν να σταθούν απέναντι στο θυμωμένο και απαιτητικό πλήθος. Αλλά σίγουρα αυτό που δεν μπορεί να σταθεί πια απέναντι στο πλήθος είναι το σύστημα Μητσοτάκη. Η «Μητσοτάκης Α.Ε.» έχει καταγραφεί πλέον στη μέση αντίληψη της κοινής γνώμης ως η χειρότερη συνεκδοχή της «κακιάς χώρας», ως επιτομή ενός «αποτυχημένου κράτους» με δυσαρεστημένους, μονίμως ριγμένους, σταθερά παραπλανημένους και απελπισμένους υπηκόους.
Τα καύσιμα της παραπλάνησης, της ευφορίας και της προσδοκίας εξαντλήθηκαν. Η «μεγάλη συναίνεση» που είχε πετύχει η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, εισπράττοντας τη συσσωρευμένη δυσφορία από το δεκαετές μνημονιακό βασανιστήριο, έχει πλέον διαλυθεί. Το ίδιο και η ετερόκλητη κοινωνική συμμαχία που τον έφερε στην εξουσία το 2019 και τον διατήρησε το 2023, παρότι είχε προηγηθεί το έγκλημα στα Τέμπη. Μια συγκυριακή συμμαχία που περιλάμβανε από αποζημιωμένους αγρότες και ικανοποιημένους από την κρατική «στοργή» της πανδημίας μικρομεσαίους, μέχρι την αφρόκρεμα της επιχειρηματικότητας με την προνομιακή πρόσβαση στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το πρώτο λάθος της «Μητσοτάκης Α.Ε.» στη διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών ήταν ότι υπερεκτίμησε την υπεροχή της έναντι των πολιτικών αντιπάλων της, το γεγονός δηλαδή ότι δεν έχει απειλητικό αντίπαλο εντός του Κοινοβουλίου που μπορεί με αξιώσεις να αμφισβητήσει την κυριαρχία της. Το δεύτερο μέγα λάθος είναι ότι υπερεκτίμησε τη συμμαχία και την υποστήριξη της οικονομικής ελίτ, που η αλήθεια είναι ότι περνά την καλύτερή της περίοδο εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια από άποψη ευκαιριών, πρόσβασης στον δημόσιο πλούτο και κερδοφορίας.
Ακόμη κι απ’ αυτή τη συμμαχία υπάρχουν πια ορατές και ηχηρές αποσκιρτήσεις. Το τρίτο μεγάλο λάθος, ίσως το πιο σημαντικό, του καθεστώτος Μητσοτάκη είναι ότι υποτίμησε τη δύναμη του μεγάλου πλήθους, την καταλυτική πολιτική επίδραση του πάθους του. Στην αρχή επιχείρησε να το φοβίσει, χαρακτηρίζοντάς το παράγοντα εκτροπής, αλλά το μόνο που κατάφερε είναι να το πεισμώσει και να το πολλαπλασιάσει ποσοτικά και ποιοτικά. Τελικά, το καθεστώς Μητσοτάκη έμεινε άφωνο, αμήχανο, βίαιο, σκατόψυχο απέναντι στο πλήθος, στο πάθος του και στο ισχυρό πολιτικό μήνυμά του. Γιατί αυτό το πλήθος είναι βαθιά πολιτικό, ακόμη κι όταν διεκδικεί το δικαίωμα της Αντιγόνης απέναντι στον σκληρό Κρέοντα.
Τι να σου κάνουν τώρα οι πέτρες, οι κρότου-λάμψης, οι μολότοφ και οι αύρες;
ΚΙΜΠΙ
kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο,
η οργή του λαού,
κυλάει πάνω απ’ τα χωράφια,
ποιος τη σταματάει, ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει.
Κοιλάδα της Φουέντε Οβεχούνα,
το χέρι που σ’ έσπερνε,
τον κεραυνό τώρα κρατάει,
ποιος το σταματάει, ποιος το σταματάει,
ποιος, ποιος το σταματάει.
Αιώνες γονατισμένη από την πίκρα,
η ψυχή του λαού,
φτερούγες τώρα βγάζει κι ανεβαίνει,
ποιος τη σταματάει, ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει.
Γιώργος Μιχαηλίδης, Θάνος Μικρούτσικος, «Φουέντε Οβεχούνα» (πάνω στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Λόπε ντε Βέγκα)