Friday, July 4, 2014

Ένας απλός θάνατος

(5/7/2014)




Σαν να τους ακούω κιόλας να μουρμουρίζουν, να σχολιάζουν χαμηλόφωνα, να σφίγγουν τα χείλη με συγκατάβαση τους φίλους, τους συγγενείς, τους συναδέλφους κι όσους περνούν απ’ αυτήν εδώ τη γωνιά – όλο και αραιότερα τελευταία-. Ο τίτλος και μόνο τους νομιμοποιεί να πουν: «Α, πάει, ο Κίμπι έχει πέσει σε βαριά (ή βαθιά;) κατάθλιψη. Η ανεργία τον έχει ρίξει επικίνδυνα». Φέρτε τα ζάναξ, πλακώστε τον στα λαντόζ , κάντε και μια μήνυση στην τρόικα και στην κυβέρνηση που ρίχνουν τον κόσμο στα χάπια κι εξαφάνισαν το χιούμορ, έστω και το μακάβριο.
Δεν είναι όπως φαίνεται. Μπορεί να μού είναι δύσκολο έως αδύνατο να δω αυτή την περίοδο τη «φωτεινή πλευρά της ζωής», αλλά ακόμη κι ένας θάνατος μπορεί με έναν τρόπο να ρίξει κι άλλο φως σ’ αυτή την ήδη «φωτεινή πλευρά». Θα μου πείτε: τι σημασία έχει ένας ακόμη θάνατος ανάμεσα στους χιλιάδες που επέρχονται το κάθε λεπτό και δευτερόλεπτο, όλοι τους αδόκητοι, απρόσκλητοι, αιφνίδιοι ή βασανιστικοί, ήρεμοι ή τραγικοί, πρόωροι ή στο πλήρωμα του χρόνου, απίστευτοι ή φυσικοί; Ο θάνατος υπάρχει σε τόση αφθονία, άνισα κατανεμημένη κι αυτή, που περνά σχεδόν απαρατήρητος μέχρι να χτυπήσει την πόρτα, τη δική σου, του σπιτιού σου, του διπλανού σου.

                            ****
Βρέθηκα σε κάμποσες κηδείες τον τελευταίο καιρό, δεν ξέρω αν επιβεβαιώνουν τη στατιστική επιδείνωση στο ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων, σίγουρα όμως το γεγονός προδίδει πως η γενιά μου, οι μεσήλικες εκδρομείς του ’60, έχουμε μπει στον φυσιολογικό κύκλο του θανάτου. Ξεπροβοδίσαμε ήδη τη γενιά των γονιών μας, υφιστάμεθα και μια αραίωση μεταξύ μας μάλλον αναμενόμενη στατιστικά, σπανιότερα κλέβουμε τη σειρά κι από μερικούς νεότερους, έως και πολύ νεότερους, που η αιφνίδια φυγή τους προκαλεί σοκ (o Ν. Ρ., συνάδελφος, έφυγε πάνω στον ανθό του, ο Λ. Μ., φίλος, έχασε το γιό του, αυτό κι αν ήταν απίστευτο, ασήκωτο, ανείπωτο, αφύσικο…)

Το τελευταίο ξόδι που έγινα σιωπηλός του μάρτυρας ήταν του Νίκου Ζ. Φίλος, δεν έχει σημασία «πόσο φίλος», είχε πολλούς πιο φίλους από μένα, είδα μια μεγάλη, παχιά, όμορφη σκιά αγάπης από πολλούς φίλους και οικείους να κόβει τον καυτό, σκληρό ήλιο του αιφνίδιου θανάτου του, στην Αίγινα, σε ένα λευκό σπίτι πάνω από τη θάλασσα, εκεί που διάλεξε ν’ απλώσει τις τελευταίες του ρίζες. Ο Νίκος ήταν ναυτικός, κοντά σαράντα χρόνια περιπλανήθηκε στις θάλασσες του κόσμου, μεταφέροντας τον πλούτο των εθνών από τη μια ακτή στην άλλη, από τον ένα ωκεανό στον άλλο. Κυβερνούσε αυτά τα τεράστια φορτηγά με το υγρό ή ξηρό φορτίο τους, ή με κείνα τα γεωμετρικά στοιβαγμένα κοντέινερς, εκατοντάδες, χιλιάδες πια, που σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι πώς ισορροπούν στις φουρτούνες. Υποθέτω ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε περιστοιχισμένος από θάλασσα, πρέπει να την αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, αλλιώς δεν αντέχεται, γίνεται φυλακή, κι ίσως γι’ αυτό είχε εγκαίρως διαλέξει το χώρο που θα ρίζωνε, όταν θα ’ρχόταν ο χρόνος να ριζώσει, ένα νησί, μια γη περικυκλωμένη από θάλασσα.

                                                ****
Έγινε στην Αίγινα. Πάνω που είχε αρχίσει να απολαμβάνει τη ζωή σαν καπετάνιος της στεριάς, κυβερνήτης της οικογενειακής, μικρής κιβωτού, με τις κόρες, τους γαμπρούς, τα εγγόνια, τους παλιούς και τους καινούργιους φίλους του, το νήμα κόπηκε. Σε μια ώρα το πολύ, με ένα έμφραγμα που επέπρωτο να το διαχειριστεί ένα κέντρο υγείας, σε ένα νησί μια ανάσα από την Αθήνα των δεκάδων νοσοκομείων, αλλά που ήταν το ίδιο σαν να βρισκόταν στο μέσο του Ειρηνικού ή του Ατλαντικού. Μένουν οι ζωντανοί οικείοι με την απορία: «τι θα γινόταν, αν…». Η απορία εξελίσσεται σε βασανιστική ενοχή, αλλά αν είναι να ’χουν οι πενθούντες ενοχές, τότε οι άλλοι, οι νεκροθάφτες του συστήματος υγείας, θα έπρεπε να ’χαν προ πολλού αυτοκτονήσει.

Το «σύστημα» λύνει τα πράγματα με διαδικασίες συνοπτικές. Ο γιατρός γράφει στο πιστοποιητικό μια «αιτία θανάτου», που στην πραγματικότητα δεν είναι αιτία, αλλά αιτιατό, ο ληξίαρχος περνάει το συμβάν στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου, με την ψυχρότητα ενός πίνακα αεροδρομίου που αναγγέλλει αφίξεις και αναχωρήσεις, κι οι άνθρωποι που έμειναν ξαφνικά με άδεια αγκαλιά ανεβαίνουν στο όχημα του θρήνου.

                           *****
«Αχ, γράψε κάτι ωραίο», μού είπε η Ελένη, η γυναίκα του Νίκου, στο μέσο του θρήνου της, όταν ο ένας μετά τον άλλο αρχίσαμε να αποχωρούμε από το οικόπεδο της θλίψης. Τι ωραίο να γράψεις για το πιο άσχημο της ζωής; Κατάπια την αμηχανία μου, συναίνεσα, τον λόγο μου τον τηρώ, ας είναι αυτό το μικρό πιάτο λέξεων η συμμετοχή μου στην «παρηγοριά» των συγγενών, των φίλων και των γειτόνων, που ήρθαν στο άσπρο σπίτι πάνω από τη θάλασσα, άλλος με το καλοψημένο ψητό, άλλος με τους ωραίους γίγαντες, άλλη με τα πλυμένα πιάτα και ποτήρια, άλλη με τα τραγούδια. Ένας πλήρης αποχαιρετισμός γίνεται με όλες τις αισθήσεις.

                            *****
Απ’ όλες τις αισθήσεις, σ’ ένα ξόδι η πιο ευαίσθητη είναι η ακοή. Είτε συλλαμβάνει τη σιωπή, είτε τους λυγμούς, είτε τον θρήνο. Ο θρήνος της Ελένης ήταν ένα σοκ, εφάμιλλο με το σοκ του θανάτου του Νίκου, ίσως και ισχυρότερο. Τρεις ώρες, δέκα ώρες, είκοσι, σαράντα, πενήντα ώρες, ένας άγρυπνος θρήνος, απόλυτα εκτεθειμένος, τη μέρα βραχνός σαν το άγριο κύμα, τη νύχτα ήρεμος σαν τον φλοίσβο της θάλασσας. Αλλά αδιάκοπος. «Γιατί, ρε Νίκο, γιατί τώρα, γιατί Χριστέ μου, γιατί Θεέ μου, τι σκατά λέω, ποιος Χριστός και ποια Παναγία… Νίκο μου, χρυσέ μου Νίκο, καλέ μου Νίκο, γλυκέ μου Νίκο… Πού πήγες Νίκο, μια ζωή έφευγες Νίκο, αλλά ήξερα ότι θα γυρίσεις, πού πήγες τώρα, κανέναν άλλο δεν θέλω, τον Νίκο μου μόνο, όλα τα μοιραζόμασταν με το Νίκο…» Θρήνος ή ερωτική εξομολόγηση; «Το να ερωτεύεσαι είναι εύκολο, το να αγαπάς είναι το δύσκολο», είπε η Δώρα στον δικό της αποχαιρετισμό. Σαρανταέξι χρόνια μαζί και ταυτόχρονα χώρια, ο Νίκος καπετάνιος της θάλασσας, η Ελένη ναυτικός της στεριάς, καπετάνισσα της Ιουλιανού, της Αχαρνών, της Πατησίων, της πλατείας Βικτωρίας, καραβοκύρισσα και του άσπρου σπιτιού στην Αίγινα που φιλοξένησε κόσμο, πέτρες, κούτσουρα ξεβρασμένα από τη θάλασσα, δέντρα και λουλούδια, παιδιά ξεκίνησαν, παππούς και γιαγιά κατέληξαν να ξαναγίνονται παιδιά με τα παιδιά των παιδιών τους. Εξοικονόμησαν με κόπο κι επιμέλεια τον χρόνο της κοινής τους ζωής, αυτόν που δεν θα τον διέκοπταν πια οι πολύμηνες απουσίες στους ωκεανούς, παρά μόνο οι λιγόλεπτες φυγές, «πάω μέχρι το φούρνο», «πετάγομαι μέχρι το σούπερ μάρκετ», «λέω να πάω δυο μέρες στην Αίγινα», το πολύ, παρά μόνο η τέλεια και τελική διακοπή, αλλά κι αυτή στην ώρα της, όχι τώρα. «Γιατί Νίκο, γιατί τώρα…» Δεν ξέρω τι δηλώνει αυτό το «τώρα», ποιο μικρό, ταπεινό σχέδιο ζωής ανατρέπει, ξεσκίζει, τσαλαπατάει, ρημάζει.

                                         ****
 
Δεν έχει τίποτε παράδοξο, ανατρεπτικό, δραματικό αυτή η ιστορία, δεν έχει σύνθετη πλοκή κι ανατροπές, δεν έχει το σασπένς μιας «Μικράς Αγγλίας», δεν είναι θαλασσινή περιπέτεια ούτε ανταρσία του Μπάουντι, είναι μια ιστορία σχεδόν κοινότοπη, χωρίς SOS, χωρίς ναυάγιο, έχει μόνο αγώνα επιβίωσης, χωρισμούς, σμιξίματα, οικογενειακές μαζώξεις, φιλικές συναθροίσεις, αγωνίες για τα παιδιά που μεγαλώνουν, έχει το σοκ της κρίσης, τον ανασχεδιασμό της ζωής, την προσαρμογή στα νέα δεδομένα που διαταράσσει τα σχέδια για ήσυχα συντάξιμα χρόνια, έχει τη νέα κοινωνικότητα που προκαλεί η ζωή του ναυτικού στη στεριά, έχει νέους φίλους, έχει μια νέα πολιτικοποίηση. Και στο τέλος έχει ένα έμφραγμα. Αλλά έχει και αγάπη, τόσο πολύτιμη και σπάνια, τόσο δύσκολα βιώσιμη στον αφρό της καθημερινότητας. Είναι η ιστορία του καθενός μας, είναι η ιστορία της διάσωσης του κοινωνικού μας ήθους μέσα στον ωκεανό της σκληρότητας και της εξατομίκευσης, είναι η ιστορία του Αδάμ και της Εύας, του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, είναι η ιστορία του Ζορζ και της Αν, των ηρώων της «Αγάπης» του Χάνεκε, που έπειτα από δεκαετίες κοινής ζωής, προσπαθούν να διασώσουν τη σχέση τους από τον απρόσμενο «εισβολέα», το εγκεφαλικό. Όσοι έχουν δει την ταινία ίσως έχουν πειστεί γιατί ακόμη και μια δολοφονία μπορεί να είναι πράξη βαθιάς αγάπης.

                                   ****
Μια πράξη βαθιάς αγάπης αναζήτησε η Ελένη στον ακατάπαυστο θρήνο της για τον Νίκο. «Όχι στο χώμα, όχι στο παλιοχώμα, όχι στο βρομοχώμα, να τον ρίξουμε στη θάλασσα που λάτρευε, με τα ψαράκια. Στη θάλασσα…». Παράξενα πράγματα, την αγαπάει τη θάλασσα κι η Ελένη, κι ας την χώριζε από τον άντρα της το μεγαλύτερο διάστημα της κοινής του ζωής. Το παρατηρείς και στους τοίχους του σπιτιού, και στην αυλή, ένα σωρό καράβια, άλλα από ξύλα, άλλα από κομμάτια λαμαρίνας. «Στη θάλασσα με τα ψαράκια…» Ένας κλοιός ορθολογιστών, με καλές, φιλικές προθέσεις, αποκρούει δια της σιωπής του την έκκληση, η Σοφία κι η Δώρα, ανήσυχες για την αδελφή τους, ταλαντεύονται, «τι είν’ αυτά, να μη μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις με τον άνθρωπό σου, να πάμε να τον βγάλουμε τη νύχτα, να τον πάμε στη θάλασσα», ψιθυρίζει η Δώρα, αλλά όλοι κατά βάθος ξέρουν ότι δεν θα γίνει τίποτα, «ίσως αργότερα μια αποτέφρωση, ένα σκόρπισμα στη θάλασσα…», πετάει κάποιος, κάτι να λέμε τώρα, κανείς δεν μοιάζει να κυριολεκτεί, εκτός ίσως από την Ελένη. «Στη θάλασσα, με τα ψάρια».

                                      ****
Ο ορθολογισμός λέει ότι τον νεκρό δεν τον ενδιαφέρει διόλου πού θα τον βάλουν, στο χώμα, στη θάλασσα, στο βουνό, κάτω από ένα δέντρο, ολόκληρο ή στα εξ ων συνετέθη. Αλλά είναι η μικρή, η ελάχιστη ματαιοδοξία του ζωντανού να επιλέξει αν θα εναποθέσει το κουφάρι του στη δοξασία της μετά θάνατον ζωής, ή στη συμπαντική αρχή της διατήρησης της υλοενέργειας. «Άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μεσ’ στον γυαλό, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό». Υποθέτω πως αυτό το μικρασιάτικο εκφράζει την ειδική επιλογή των ανθρώπων της θάλασσας για την τύχη του σώματός τους, είναι η μουσική εκδοχή της τελευταίας τους βούλησης. Ούτε αυτή η ελευθερία είναι αυτονόητη. Τόσο που το σκέφτεσαι να δεσμεύσεις τους δικούς σου με κάποια μακάβρια εντολή, αν και όταν προκύψει η ανάγκη.

Ζηλεύω εκείνη την ινδική φυλή που τρέφεται με νεκρούς, πιστεύοντας ότι αντλεί δύναμη απ’ αυτούς, αλλά δεν θα το συμβούλευα για λόγους υγείας. Σκέφτομαι σαν εναλλακτική να μαγειρευτεί καλά η σάρκα μου και να ταϊστεί στ’ αδέσποτα σκυλιά- δεν θα έχουν καμιά αντίρρηση ή αποστροφή, η Δέσπω είπε πως κάτι ανάλογο ζητούσε ο πατέρας της-, αλλά δεν θα ήθελα να υποβάλω κανένα στην οδυνηρή διαδικασία, ούτε εγώ με τον υποκριτικό μου κυνισμό θα τ’ άντεχα. Μένει η καύση- καθαρή δουλειά, δεν αφήνει ίχνη, αλλά ακριβή ακόμη. Αλλά, αν το καλοσκεφτείς, όλα είναι μια οδυνηρή τελετουργία, ανούσια για τον νεκρό, βασανιστική για τους ζωντανούς. Οπότε, αδιάφορο μ’ αφήνει τι θα γίνει με το σώμα μου, κάνετέ το ό,τι θέλετε αν παραστεί ανάγκη ( εδώ,  φτύνω τον κόρφο μου κρυφά, άπιστη κι η απιστία μπροστά στον φόβο του θανάτου). Αλλά ύστερα, μαζευτείτε κάπου, φάτε καλομαγειρεμένα φαγητά, πιείτε κρασιά και μπίρες, πείτε όμορφα τραγούδια, κάντε το ξόδι σαν εκδρομή στη θάλασσα, θυμηθείτε τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, τα σοβαρά και τα αστεία, τα καλά και τ’ άσχημα γιατί η μόνη κληρονομιά των νεκρών είναι η ανάμνησή τους, η μόνη περιουσία των ζωντανών είναι η μνήμη τους. Απλά πράγματα.

                             *****
Άρχισα απ’ τον εαυτό μου και σ’ αυτόν πάλι κατέληξα. Συγνώμη Ελένη, συγνώμη Νίκο, συγνώμη σ’ όλους αν σας μετέτρεψα σε αντικείμενο παρατήρησης, συγνώμη αν σας χρησιμοποίησα σαν πρόσχημα για να φλυαρήσω, για να ομφαλοσκοπήσω, για να παίξω με τις λέξεις, για να ψευτολογοτεχνίσω, δεν είχα πρόθεση, δεν είχα σκοπιμότητα. Και δεν έχω κατάθλιψη, απλώς επεξεργάζομαι τη θλίψη… Η διαχείριση των συναισθημάτων είναι η γυμναστική της σκέψης.
ΚΙΜΠΙ

Tuesday, June 17, 2014

Ο εξαρθρωμένος χρόνος

(Πώς είναι να είσαι άνεργος, 16/6/2014)

Ο πραγματικός ήρωας του περιστατικού που ενέπνευσε την ταινία «Ελεύθερος ωραρίου», όταν αποκαλύπτεται το ψέμα του, σκοτώνει όλη την οικογένειά του. Θού Κύριε φυλακήν εν τω πνεύματί μου...
 

Μια φράση μου ’χει σφηνωθεί εδώ και μερικά χρόνια στο μυαλό. Την έχω κλέψει κάμποσες φορές, την έχω καταχραστεί, αλλά μάλλον δεν είχα μπει μέχρι τώρα στο μεδούλι της. «Το να χάνεις τη δουλειά σου είναι σαν κάταγμα». Αν θυμάμαι καλά, το ’λεγε στον εαυτό του ένας από τους ήρωες των διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου, στη συλλογή «Κάτι θα γίνει, θα δεις». Το βιβλίο έχει φύγει από τη βιβλιοθήκη μου, κάπου το δάνεισα, καλώς το δάνεισα, τα βιβλία είναι για να διαβάζονται κι όχι για να κοιμούνται στα ράφια, αλλά και κακώς, γιατί τώρα που το αναζήτησα για να τσεκάρω τη φράση δεν το ’χω. Ας εμπιστευτώ την αβέβαιη μνήμη μου.

Προσπαθώ να φανταστώ τον συνειρμό που οδήγησε στο «κάταγμα». Όταν σπας χέρι, πόδι, λεκάνη, σπόνδυλο υποχρεώνεσαι σε μερική ακινητοποίηση, ενίοτε και ολική. Ξέρεις ότι το ίδιο το οστό δεν κινείται, ο μυς το κινητοποιεί, αλλά μαζί με το ακινητοποιημένο οστό ακινητοποιείται αναγκαστικά και ο μυς. Του «απαγορεύεται» να κινηθεί, με ένα νάρθηκα ή με γύψο ή με εκείνους τους φρικτούς μεταλλικούς συνδέσμους που τοποθετούνται μετά την επέμβαση, αν το κάταγμα είναι σοβαρό. Εν μέρει γίνεσαι ένα ασπόνδυλο, ένα μαλάκιο, ένας γαιοσκώληκας.

                                      ****

Τα οστά αρθρώνουν το σώμα στην πολύπλοκη μηχανή του σώματος που συνδυάζει την ευελιξία με τη σταθερότητα, την τρυφερότητα με τη σκληρότητα, την αβεβαιότητα με την ασφάλεια. Κάτι τέτοιο πρέπει να συμβαίνει και με τη δουλειά. Αρθρώνει τον χρόνο σου. Χωρίς το απεχθές, αλλοτριωτικό, αποξενωτικό, εξουθενωτικό, εκμεταλλευτικό, ψυχοφθόρο, κακοπληρωμένο οκτάωρο της δουλειάς – αλλά και τετράωρο ή δεκάωρο- το 24ωρο γίνεται μια άμορφη μάζα, χωρίς αρχή, μέση, τέλος. Το να χάνεις τη δουλειά σου είναι σαν να εξαρθρώνεται ο χρόνος σου.

Λέτε να βρήκα πού κολλάει το «κάταγμα» του Χ. Οικονόμου; Δεν έχει τόση σημασία, όμως, τίποτε δεν μπορεί να υποκαταστήσει το πρωτότυπο μιας σύλληψης, ούτε τη μοναδικότητα ενός βιώματος. Πιθανότατα κάθε άνεργος, μετά λίγους μήνες «προσαρμογής» στη νέα κατάσταση, έχει ένα μοναδικό μίγμα συναισθημάτων, μια ιδιαίτερη ποσόστωση «αχρηστίας», «τεμπελιάς», αδυναμίας, απομόνωσης, αποκλεισμού, αυτοαποκλεισμού, ματαίωσης, διάψευσης,  που τελικά αποκρυσταλλώνονται σε μια αίσθηση προσωπικής αποτυχίας. Ωστόσο, το κοινό χαρακτηριστικό κάθε ανέργου, κάθε ανέργου που έχει πίσω του πολλά χρόνια δουλειάς, ενδεχομένως και δεκαετίες, είναι η αδυναμία να ξαναοργανώσει τον «απελευθερωμένο» χρόνο του.

                                      ****

Ό,τι κι αν καταλογίσει κανείς στη δουλειά σε συνθήκες καπιταλισμού, ό,τι αρνητικό κι αν της αποδώσει- την αποξένωση, την εκμετάλλευση, τη μισθωτή σκλαβιά, τον εξευτελισμό, την ταπείνωση, την καταπίεση της δημιουργικότητας, την έλλειψη ικανοποίησης, την εξουθενωτική ρουτίνα, τη σωματική καταπόνηση, την καταρράκωση της προσωπικότητας, τον ελεεινό ανταγωνισμό-, αυτός ο κακός, φρικτός κι ανάποδος καταναγκασμός, αυτό το βαρύ οκτάωρο που σου το τρώει τ’ αφεντικό, τελικά σού οργανώνει τη μέρα, το 24ωρο, την εβδομάδα, τους μήνες, τον χρόνο.

Όταν έχεις δουλειά, πολύ απλά η μέρα σου έχει ώρες πριν και μετά απ’ αυτήν. Θέλεις δεν θέλεις, πρέπει να κάνεις επιλογές και ιεραρχήσεις για τις υπόλοιπες 12-15 ώρες που σού απομένουν. Κάποιες είναι ύπνος, κάποιες άραγμα, κάποιες δουλειές για το σπίτι, την οικογένεια, κοινωνικές σχέσεις με συγγενείς, φίλους, συναδέλφους, συντρόφους. Πρακτικά, αυτός ο κατ’ επίφαση ελεύθερος, εκτός δουλειάς χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο παρά χρόνος για να αναπληρώσεις τις δυνάμεις που σε καταστούν ικανό να πας και την άλλη μέρα στη δουλειά. Ο θείος Κάρολος το έχει αναλύσει επαρκώς αυτό εδώ κι ενάμιση αιώνα, ας μην το ζαλίζουμε περαιτέρω. Αλλά αυτή η σχέση εργάσιμου και υποταγμένου στον εργάσιμο «ελεύθερου» χρόνου σε απαλλάσσει από την βάσανο να οργανώσεις εσύ ο ίδιος το 24ωρό σου, από την αυγή της μέρας μέχρι τα μεσάνυχτα, τουλάχιστον μέχρις ότου εσύ και αρκετά εκατομμύρια σαν εσένα αποφασίσουν ότι ήρθε η ώρα να απαλλαγούν από τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς. Μέχρι τότε, για τη βασική δομή του 24ώρου σου αποφασίζει ο εργοδότης σου, ο συγκεκριμένος ή ο αφηρημένος συλλογικός εργοδότης σου. Αυτός παρέχει τον σκελετό στο σώμα του χρόνου σου.

                                      ****

Συμπληρώνοντας μερικούς μήνες πραγματικής ανεργίας, διαπιστώνω ότι έχω περάσει ήδη το όριο της πλήρους εξάρθρωσης του χρόνου μου. Τώρα καταλαβαίνω κάπως καλύτερα τον συνάδελφό που είχε επισημάνει πως χειρότερο από το να δουλεύεις και να μην πληρώνεσαι είναι να σηκώνεσαι το πρωί και να μην έχεις τι να κάνεις και πού να πας, γιατί απλώς δεν έχεις δουλειά. Τώρα καταλαβαίνω και το σοκ του συνταξιούχου που έπειτα από 35 χρόνια δουλειάς αντιμετωπίζει με δέος το «ελεύθερο» 24ωρό του και το γεμίζει ή με κατάθλιψη ή με ένα επινοημένο υποκατάστατο πλήρους απασχόλησης. Τώρα καταλαβαίνω και τη νευρική αμηχανία του 26χρονου ανιψιού μου που, με ένα πτυχίο μηχανικού υπό μάλης, δηλώνει διαθέσιμος για «ό,τι να ’ναι», «όσο να ’ναι». Τώρα καταλαβαίνω τον ήρωα της ταινίας του Λοράν Καντέ «Ελεύθερος ωραρίου», τον άνεργο Βενσάν που αποκρύπτει από τους πάντες την απόλυσή του και επινοεί μια φανταστική εργασία, περνώντας τις μέρες του στους δρόμους, κοιμώμενος στο αυτοκίνητο, τρώγοντας τις οικονομίες του και παραμυθιάζοντας την οικογένειά του κάθε σαββατοκύριακο για τη συναρπαστική δουλειά του στον ΟΗΕ.

Θεωρητικά, η ανεργία μπορεί για κάποιο διάστημα να είναι μια δημιουργική περίοδος. Οι φίλοι κι οι δικοί σου σε συμβουλεύουν «να κάνεις πράγματα για τον εαυτό σου»: γράψει ποίηση, γράψε λογοτεχνία, ζωγράφισε, διάβασε, δες παλιούς φίλους, κάνε μικροεπισκευές στο σπίτι, φύτεψε λουλούδια, κάνε το νοικοκυριό του σπιτιού, μαγείρεψε, βοήθησε το παιδί στο διάβασμα, κάνε πράγματα που δεν έκανες πριν μαζί του, πήγαινε στο χωριό σου, κάνε τον ερασιτέχνη αγρότη αν έχεις λίγη γη, έλεγξε την υγεία σου, πήγαινε στους γιατρούς όσο υπάρχει ασφάλιση, δες τι γίνεται με το συνταξιοδοτικό σου, κάνε εθελοντισμό. Υπάρχουν χίλια δυο πράγματα που δεν απαιτούν χρήματα ή απαιτούν λίγα, και μάλιστα μπορεί και να σου γλιτώνουν χρήματα. Φυσικά, μέσα σ’ όλα κάπου πρέπει να βρεις χρόνο και για το «ψάξε για δουλειά», αλλά επειδή αυτό αποκλείεται να έχει άμεσο αποτέλεσμα με 1,5 εκατ. ανέργους, είναι δεδομένο πως για αρκετούς μήνες θα έχεις άφθονο «ελεύθερο» χρόνο, για να κάνεις «πράγματα για τον εαυτό σου».

‘Όμως, όταν κάθε πρωί είσαι αντιμέτωπος μ’ αυτόν τον άχρονο, άρρυθμο, εξαρθρωμένο «ελεύθερο» χρόνο, έχεις πρόβλημα. Πώς ξεκινάς; Από τι; Εντάξει, φτιάχνεις τον πρώτο καφέ της μέρας, κάνεις και το πρώτο τσιγάρο, αποχαιρετάς τη γυναίκα σου που πάει στη δουλειά (ναι, υπάρχει τουλάχιστον κάποιος που δουλεύει), αποχαιρετάς και το παιδί που πάει σχολείο. Μετά; Κάνεις δυο τρία στοιχειώδη πράγματα στο σπίτι- μην είσαι γαϊδούρι, θα έρθει η άλλη σκοτωμένη απ’ τη δουλειά και θα τα βρει όλα στη μέση;-, ετοιμάζεις το μεσημεριανό, εξαντλώντας τους μαγειρικούς πειραματισμούς, ποτίζεις τις γλάστρες, πληρώνεις λογαριασμούς που λήγουν, ψωνίζεις στο σούπερ μάρκετ… Και μετά; Αυτά γίνονταν και πριν, δεν δικαιολογούν την παρουσία σου και, προ παντός, δεν γεμίζουν το 24ωρό σου. Παίρνεις κανένα τηλέφωνο, ενημερώνεσαι αποσπασματικά στο ίντερνετ, διαβάζεις ένα βιβλίο που το σέρνεις για εβδομάδες, κοιτάζεις την ατζέντα μήπως υπάρχει κανένα ραντεβού, οι περισσότερες ημερομηνίες είναι κενές σημειώσεων, αποφασίζεις κάτι να κάνεις, θυμάσαι ή επινοείς εκκρεμότητες, φτιάχνεις λίστες «καθηκόντων» στον εαυτό σου, ανακαλύπτεις ότι έχουν δίκιο όσοι σε συμβουλεύουν «πόσα πράγματα έχεις να κάνεις για τον εαυτό σου», αλλά όταν αυτά τα «πολλά πράγματα» επιχειρείς να τα οργανώσεις, να τα ιεραρχήσεις, να τα ταξινομήσεις, αδυνατείς. Τα αναβάλλεις, τα μετακινείς, καταστρατηγείς τα χρονοδιαγράμματα, κολλάς σ’ έναν βάλτο αδράνειας. Όταν επιχειρείς έναν απολογισμό των εβδομάδων και των μηνών που πέρασαν, αναρωτιέσαι πότε ήταν Χριστούγεννα, πότε Απόκριες, Πάσχα, πού πήγαν οι αργίες, πότε έφτασε καλοκαίρι. Οι εποχές, το ημερολόγιο και τα ορόσημά του γλιστρούν και χάνονται μέσα από το σουρωτήρι του εξαρθρωμένου «ελεύθερου» χρόνου της ανεργίας.

                                      ****

Από μια άποψη είναι λυπηρό. Είναι ένα τεκμήριο της θλιβερής μας αλλοτρίωσης από τον «αρθρωμένο χρόνο» της μισθωτής σκλαβιάς. Φαίνεται ότι αυτός ο εξαρτημένος χρόνος έχει την ικανότητα να ιδιοποιείται όλο τον χρόνο μας, να καταλύει την ικανότητά μας να αυτοργανωθούμε, να επαναδιοποιηθούμε τον απελευθερωμένο χρόνο μας. Είναι σχεδόν κάτι αφύσικο, ή για την ακρίβεια είναι μια δεύτερη, κεκτημένη «φύση» στην οποία μας εκπαιδεύει ο οργανωμένος εργάσιμος χρόνος (είτε είναι ευέλικτος και ελαστικοποιημένος είτε είναι σταθερός, ο πρώτος απλώς απογειώνει την εξάρτηση του «ελεύθερου» χρόνου, σε σημείο εκμηδενισμού του). Ας μην ξεχνάμε, η «εκπαίδευση» ξεκινά από νωρίς, το σχολείο είναι και μια προσομοίωση του εργάσιμου χρόνου, μάταια αντιστέκονται τα βλαστάρια μας που αρνούνται να ξυπνήσουν το πρωί, στο τέλος εμείς οι ίδιοι καταστέλλουμε τη φυσική τους αντίσταση...

Παρ’ όλα αυτά, μού λείπει. Μού λείπει ο αρθρωμένος, εξαρτημένος, ιδιοποιημένος, ο κλεμμένος από τον εργοδότη και την αγορά εργάσιμος χρόνος, που καταλαμβάνει και δίνει υπόσταση σε όλο τον χρόνο μου. Προφανώς το σώμα μου αντιλαμβάνεται ότι αυτού του είδους η βίαιη «απελευθέρωση» του ανθρώπινου χρόνου από την εργασία δεν είναι παρά μια εναλλακτική στρατηγική υποδούλωσής του. Με χαμηλότερο κόστος, λιγότερα παζάρια, χαμηλές απαιτήσεις. Το επόμενο στάδιο είναι το «ό,τι να ’ναι, όσο να ’ναι» - τίποτα δεν είναι τυχαίο στο άναρχο σχέδιο της μνημονιακής μας πραγματικότητας. Μακρύς ο δρόμος της απελευθέρωσης του χρόνου μας, κι ακόμη πιο μακρύς ο δρόμος της χειραφέτησης του είδους μας…

ΚΙΜΠΙ

 

 

Monday, May 26, 2014

Το «ουφ!» και το «ωχ!»

(26/05/2014, ένα ποστ μετεκλογικών επιφωνημάτων)

 
Τι πιο απλό, πιο εύγλωττο, πιο πειστικό από ένα "'όχι στις Βρυξέλλες";

Και πρώτα το «ουφ!»

Όσοι είχαν την υπομονή, το βράδυ της Κυριακής, να παρακολουθήσουν ή να κάνουν ζάπινγκ στους μετεκλογικούς τηλεοπτικούς μαραθωνίους της ακατάσχετης φλυαρίας θα παρατήρησαν την ανακούφιση στα βλέμματα των άνκορμαν και των ομιλουσών κεφαλών που από νωρίς είχαν πιάσει στασίδι στα πάνελ. Τα βλέμματα έλεγαν: «το χειρότερο απετράπη, έστω κι αν το κακό έγινε». Τα υπόλοιπα ήταν εύκολα. Peanuts. Ολίγη ανησυχία για την άνοδο της ΧΑ, μερικές φιλοφρονήσεις στον νικητή ΣΥΡΙΖΑ, καλές πάσες στους πασόκους, που έμπλεοι χαράς θριαμβολογούσαν για την «έκπληξη»  της πράσινης «Ελιάς»,  κι ένα γερό «σέρβις» στον Σαμαρά, του οποίου την εκλογική συντριβή παρουσίασαν ως απολύτως διαχειρίσιμη κατάσταση που του δίνει τη δυνατότητα να εξαντλήσει την τετραετία. Όλες, και οι τουλάχιστον 35 ώρες φλυαρίας που καταγράφηκαν στα πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικά κανάλια, οι χιλιάδες λέξεις που εκτοξεύτηκαν στον τηλεοπτικό αέρα, θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν σε έναν αχό, μια συλλαβή, τρία γράμματα: ένα εκτονωτικό, λυτρωτικό «ουφ!».

Το γεγονός ότι η πολιτική επιρροή του κυβερνητικού συνασπισμού περιορίστηκε σε μόλις 31% του εκλογικού σώματος, το ότι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχασαν περίπου 800.000 ψηφοφόρους από τον Ιούνιο του 2012, το ότι το 17% των ψηφοφόρων δεν εκπροσωπούνται καν στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το ότι η ΧΑ κέρδισε άλλους 100.000 ψηφοφόρους, που είτε επιδοκιμάζουν τη νεοναζιστική φυσιογνωμία της, είτε δεν έχουν πιστέψει λέξη από όσα έχουν αποκαλυφθεί σε βάρος της στην επιχείρηση εξουδετέρωσής της, το γεγονός ότι η όψιμη αντιναζιστική στροφή της κυβέρνησης οδηγήθηκε σε παταγώδη πολιτική αποτυχία, αυτά κι άλλα πολλά δεν απασχόλησαν και δεν απασχολούν. Αρκεί που τα αποτελέσματα επέτρεψαν αυτό το «ουφ!» της ανακούφισης.

Το καθεστώς είχε τους λόγους του και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η αντίδρασή του. Παρά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ότι μπορούσε για να στρογγυλέψει κάθε οξεία γωνία στον δημόσιο λόγο του, επιλέγοντας μια απολύτως καθησυχαστική πολιτική, το καθεστώς συμπεριφέρθηκε αυτή τη φορά αληθινά ως καθεστώς και έκανε το καθήκον του απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Του επιτέθηκε λυσσωδώς, υιοθετώντας ανοικτά και χονδροειδώς τη ρητορική του Μαξίμου περί της «επερχομένης αποσταθεροποίησης αν…» και του «ατυχήματος Τσίπρα». Τα editorial, τα επιθετικά άρθρα, σχόλια και ρεπορτάζ που γράφτηκαν και υπογράφτηκαν από το μιντιακό λόμπι, ιδιαίτερα την τελευταία εβδομάδα, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο σε γραφικότητα. Σε βαθμό που να διακινδυνεύεται και να θυσιάζεται ακόμη και η εμπορική φήμη συγκεκριμένων ΜΜΕ, ο «επαγγελματισμός» των λειτουργών τους και η σχέση τους με το κοινό τους. Όσοι είχαν το μεράκι – ή τη διαστροφή- να διαβάσουν τα σχόλια των αναγνωστών κάτω από τα πιο εμβληματικά άρθρα αντισυριζικής υστερίας, εκτός του ότι θα διασκέδασαν με το χοντρό δούλεμα που έπεφτε, θα καταλαβαίνουν τι εννοώ.

Ωστόσο, και η ανάγνωση των αποτελεσμάτων από τον ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύτηκε από ένα ανάλογο «ουφ!» ανακούφισης. Τη διαφορά την κάνει η πρωτιά και οι σχεδόν τέσσερις μονάδες απόσταση από τη ΝΔ, αλλά δυστυχώς το μέγεθος εξακολουθεί να μετράει. Η νίκη είναι κυρίως συμβολική, αλλά μέχρι εκεί.  Ο ΣΥΡΙΖΑ μετράει κι αυτός τις απώλειές του- περίπου 130.000 ψηφοφόροι του 2012 αποδείχθηκαν «περαστικοί»-, ο νέος διπολισμός που έχει επιβάλει η άνοδός του παραμένει ατελής, μια τεράστια δεξαμενή πολιτών (όπως, για παράδειγμα, το 20% και πλέον των εκτός ευρωβουλής κομμάτων, συν τους «άκυρους» και «λευκούς» που αντιστοιχούν σε 1,5 εκατ. ψηφοφόρους) παραμένει σκορπισμένη σε ανίσχυρες, σοβαρές ή γραφικές, δεξιόστροφες ή αριστερόστροφες επιλογές.  Πάντως, το ελληνικό «ουφ!» δεν κατάφερε να γίνει το μεγάλο «ωχ!» της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας.

Κι όμως, αυτή η αναίσθητη νομενκλατούρα έχει κάθε λόγο να αφήσει ένα απεγνωσμένο και πανικόβλητο «ωχ!». Ο Γιούνκερ κι ο Σουλτς βιάστηκαν να κάνουν την άθροιση και να υπολογίσουν ότι, παρά τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν οι «δεινόσαυροι» του ευρωπαϊκού Λεβιάθαν, δεξιοί, σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι, τα κουκιά τους βγαίνουν άνετα. Μαζί με τους «εύκολους» Πράσινους συγκεντρώνουν πάνω από 500 στους 751 ευρωβουλευτές. «Ο πρόεδρος βγαίνει. Ουφ!». Ναι, αλλά μπορεί να είναι πρόεδρος μιας Κομισιόν σε μια ΕΕ υπό διάλυση. Το μεγάλο «ωχ!», που το έπνιξαν με γραφειοκρατικό σιγαστήρα, προέρχεται από τους σεισμούς που προκάλεσαν ο θρίαμβος της Λεπέν και του Φάραζ στη Γαλλία και στη Βρετανία, η πρωτιά του εθνικιστικού, αντιμεταναστευτικού κόμματος στη Δανία, κι οι πολλές ρωγμές που υπέστη το ευρωπαϊκό συνονθύλευμα στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, ή στις «νέες χώρες» της ΕΕ, όπου ο ενθουσιασμός της ένταξης έχει εξαφανιστεί κι έχει δώσει τη θέση του σε μια μοιρολατρική δυσπιστία ή απάθεια, αποτυπωμένη σε ποσοστά συμμετοχής στις ευρωεκλογές μεταξύ 13% και 35%.

Αν οι ευρωδεινόσαυροι είχαν έναν στοιχειώδη ρεαλισμό και επίγνωση, θα έπρεπε όχι απλώς να φωνάζουν «ωχ!» και να εκδηλώνουν υποκριτικές ανησυχίες περί της ανόδου της ακροδεξιάς, αλλά να έχουν ήδη συγκαλέσει σύνοδο κορυφής για «επανίδρυση» της ΕΕ. Τα πράγματα είναι απλά: ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Βρετανοί έγιναν ξαφνικά φασίστες. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι κοινωνίες σε δύο κεντρικές χώρες της Ευρώπης αμφισβητούν εκ βάθρων το «ευρωπαϊκό σχέδιο». Αν βγάλει κανείς τη Γαλλία από τον ευρωπαϊκό χάρτη, όλο το οικοδόμημα- ιστορικά «γαλλικό», παρά τη γερμανοποίησή του- καταρρέει. Αν η Βρετανία στο δημοψήφισμα του 2017 αποφασίσει να χωρίσει τα τσανάκια της με την ηπειρωτική Ευρώπη ή να διαμορφώσει από το μηδέν την «ειδική σχέση» της, οι παρενέργειες είναι ανυπολόγιστες. Το γερμανικό «ευρωπαϊκό σχέδιο» βάλλεται πανταχόθεν, υπάρχουν τόσοι ιδιαίτεροι, «εθνικοί ευρωσκεπτικισμοί» όσες και οι χώρες, άλλα είναι τα κίνητρα και τα αίτια του γαλλικού ευρωσκεπτικισμού, άλλα του βρετανικού, του ελληνικού ή του σκανδιναβικού, αλλά υπάρχει μια κοινή βάση: το «ευρωπαϊκό σχέδιο» έχει πλημμυρίσει δυσφορία τις κοινωνίες της Γηραιάς Ηπείρου και αμφισβητείται στον σκληρό του πυρήνα. Αργά ή γρήγορα, οι πολιτικές ελίτ πολλών χωρών, κατ’ αρχάς για να σώσουν τα τομάρια τους, θα πλημμυρίσουν τα ευρωπαϊκά fora με αιτήματα «ειδικής σχέσης» και «αυτοεξαίρεσης» από τους σιδερένιους κανόνες της λιτότητας, της δημοσιονομικής πειθαρχίας, της τραπεζικής ενοποίησης, της εξίσωσης των μισθών προς τα κάτω, της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών κι όλης της νεοφιλελεύθερης «εργαλειοθήκης». Η ΕΕ και η Ευρωζώνη, ανά πάσα στιγμή, μπορούν να εξελιχθούν σε πεδία εθνικών ανταγωνισμών, να χαθούν σε διαλυτικές διαδικασίες διμερών αναδιαπραγματεύσεων. Η γερμανική ηγεσία και οι στενοί της σύμμαχοι, που προς το παρόν παρακολουθούν απαθώς τα τεκταινόμενα, έχουν δύο επιλογές: ή να ετοιμάσουν τον επόμενο «ευρωπαϊκό συμβιβασμό», με μικροπαραχωρήσεις που θα αναστηλώνουν το γαλλικό, το βρετανικό και άλλα πληγωμένα εθνικά γόητρα, ή να ετοιμάσουν το αληθινό «Plan z», για μια ΕΕ άνευ Γαλλίας και άλλων χωρών.

Υπάρχει σ’ όλα αυτά,  βεβαίως, κι ένα χρήσιμο συμπέρασμα για την ευρωπαϊκή Αριστερά κι όσους επένδυσαν πολλά στο σενάριο ενός «αριστερού σεισμού» στην Ευρώπη. Ο σεισμός αποδείχθηκε κυρίως ακροδεξιός. Γιατί άραγε; Μονοσήμαντη απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει. Αλλά η ευελιξία με την οποία η Λεπέν ή ο Φαράζ αμφισβήτησαν ριζικά και ριζοσπαστικά το αυτονόητο της θέσης των χωρών τους στην ΕΕ επιβραβεύτηκε. Έστω κι αν οι ψηφοφόροι τους χρησιμοποιούν διαπραγματευτικά την απειλή της εξόδου, έστω κι αν μαζί με το ευρωδίλημμα «ψωνίζουν» κι όλα τα ιδεολογικά σκουπίδια της ακροδεξιάς και του εθνικισμού, καταφέρνουν να προκαλέσουν μια υπαρξιακή κρίση στον ευρωπαϊκό Λεβιάθαν. Πράγμα που η ευρωπαϊκή αριστερά απετάξατο με δέος, από τον φόβο μην και παρασυρθεί από το θολό ποτάμι του ευρωσκεπτικισμού. Κι όμως, ένας αριστερός, ριζοσπαστικός ευρωσκεπτικισμός είναι ό,τι έχουν περισσότερο ανάγκη οι ευρωπαϊκές κοινωνίες...

ΚΙΜΠΙ

 

 

Monday, May 19, 2014

Το γλυκό πουλί της κάλπης

(20/05/2014, μετεκλογικό σποτ του Α΄ γύρου)



Την Πέμπτη, τρεις μέρες πριν τον Α’ γύρο των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, δέχομαι ένα τηλεφώνημα στο σπίτι. Ήταν ο πρόεδρος του συλλόγου γονέων του σχολείου της κόρης μου. Είχε την ευγένεια να μού κάνει έναν εκτενή απολογισμό της δράσης του συλλόγου τη χρονιά που κλείνει, να μου προαναγγείλει ότι θα είναι και πάλι υποψήφιος, να μου εκθέσει ένα ειδικό πρόβλημα του σχολείου για του οποίου τη λύση ο αρμόδιος δήμαρχος έδειξε χαρακτηριστική απροθυμία, σε αντίθεση με έναν δημοτικό σύμβουλο που συνέβαλε στην προώθησή του. Κατά σύμπτωση, αυτός ο πρόθυμος δημοτικός σύμβουλος ήταν τώρα υποψήφιος δήμαρχος- «ανεξάρτητος, δεν κάνω προεκλογική εκστρατεία», έσπευσε να μού διευκρινίσει ο πρόεδρος του συλλόγου, συμπληρώνοντας ωστόσο άλλη μία σύμπτωση, το γεγονός ότι στον συνδυασμό του προθύμου υποψηφίου δημάρχου ήταν υποψήφια και η σύζυγός του. Ούτε αυτό ήταν «προεκλογική εκστρατεία», «μα και να ήταν δεν υπάρχει πρόβλημα, ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε, είναι απολύτως θεμιτό να υποστηρίζεις μια υποψηφιότητα, έτσι λειτουργεί η δημοκρατία», καθησύχασα τις τύψεις και την επιφυλακτικότητα του προέδρου. Εκ των υστέρων έμαθα ότι αυτό το αθώο προεκλογικό τηλεφώνημα έγινε στα σπίτια δεκάδων γονέων.
Πόσα τέτοια αθώα τηλεφωνήματα μπορεί να έγιναν τις παραμονές του Α΄ γύρου των εκλογών από προέδρους συλλόγων γονέων, προέδρους και μέλη ΔΣ σωματείων, επιχειρηματίες και παράγοντες των τοπικών κοινωνιών που εμπλέκονταν άμεσα ή έμμεσα στην εκλογική διαδικασία; Εκατομμύρια. Πολλά εκατομμύρια. Όπως εκατομμύρια ήταν τα φλαϊεράκια που γλίστρησαν κάτω από τις πόρτες ή τοποθετήθηκαν στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, κάτω από τους υαλοκαθαριστήρες, τα κουδούνια που κτυπήθηκαν για να μοιραστούν στους ενοίκους τους φυλλάδια των υποψηφίων. Χιλιάδες ήταν τα «μπανεράκια» που κοσμούσαν εκατοντάδες και χιλιάδες ιστοσελίδες και μπλογκ ενημερωτικού και μη ενδιαφέροντος, χιλιάδες ήταν και οι τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εμφανίσεις υποψηφίων ιδιαίτερα στα τοπικά τηλεοπτικά κανάλια και ραδιόφωνα, που είδαν στις εκλογές μια θεόσταλτη (για την ακριβεια: Μιχελακόσταλτη) ευκαιρία ενίσχυσης των εσόδων τους με έκτακτους πόρους, και δη μαύρους και αφορολόγητους. Ο άδηλος τζίρος αυτών των εκλογών πρέπει να αποτελεί ρεκόρ στα εκλογικά χρονικά της χώρας, παρά τους τυπικά αυστηρούς περιορισμούς δαπανών. Ακόμη και οι παραπαίουσες εταιρείες δημοσκοπήσεων πρέπει να έβγαλαν αρκετά από τα σπασμένα των τελευταίων ετών, έχοντας να υπηρετήσουν τις εκλογικές αγωνίες εκατοντάδων υποψηφίων, πέρα από τις κεντρικές αγωνίες των κομμάτων. Μήπως έχετε παρατηρήσει ότι καταγράφεται κι ένα μικρό big bang στον κλάδο, όπου φύτρωσαν αρκετές νέες εταιρείες μετρήσεων;
******
Το φαινόμενο είναι παράδοξο για εποχή γενικευμένης λιτότητας και περικοπής «μη παραγωγικών δαπανών»- και η εκλογική διαδικασία είναι μια εξ ορισμού «μη παραγωγική δαπάνη», ή έτσι φαίνεται εκ πρώτης όψεως, μέχρις ότου αποδειχθεί ότι για μερικούς από τους διεκδικητές των δημοτικών και περιφερειακών θώκων είναι μια «παραγωγική επένδυση». Δεν είναι μόνο τα λιμάνια του Μαρινάκη και του Μπέου, που είναι οι πιο εμβληματικές περιπτώσεις της αδιαμεσολάβητης εμπλοκής των επιχειρηματικών λόμπι στην προσπάθεια άμεσου ελέγχου των αυτοδιοικητικών εξουσιών. Είναι και πολλά μικρά, μεσαία και μεγάλα επενδυτικά πρότζεκτ, από τα σκουπίδια μέχρι τα χιλιάδες υπό ιδιωτικοποίηση ακίνητα του ΤΑΙΠΕΔ, και από τις γεωτρήσεις των υδρογονανθράκων μέχρι τις τουριστικές «Ντίσνειλαντ» και τα mall που κινητοποίησαν ένα σημαντικό αριθμό «ανεξάρτητων» υποψηφιοτήτων επιχειρηματικής κοπής  σ’ αυτές τις εκλογές.
Αλλά αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Ο όγκος όλου του παγόβουνου μπορεί να κατανοηθεί κυρίως από το γεγονός ότι ένας αριθμός υποψηφίων δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων που προσεγγίζει τις 300.000 κινητοποιήθηκε σ’ αυτές τις εκλογές. Τόσοι αντιστοιχούν στους 1441 συνδυασμούς που διεκδίκησαν τους 325 δήμους και στους 104 συνδυασμούς που διαγκωνίστηκαν για τις 13 περιφέρειες. Ο αριθμός είναι ιλιγγιώδης για ένα εκλογικό σώμα που στην πραγματικότητα προσεγγίζει τα 7 εκατομμύρια ενεργούς ψηφοφόρους, στην καλύτερη περίπτωση. Αντιστοιχεί ένας υποψήφιος σε 25 ψηφοφόρους και η στατιστική αυτή μπορεί να αναγνωσθεί ως διεύρυνση της δημοκρατικής διαδικασίας, αλλά μπορεί να ειδωθεί και ως το αντίθετο: μια γραφειοκρατική δυσχέρανσή της. Ίσως αυτή τη φορά κατανοήθηκε καλύτερα από τους κομματικούς μηχανισμούς και από άλλους διεκδικητές της αυτοδιοικητικής εξουσίας ότι ο Καλλικράτης, πέρα από την αυταρχική συγκεντροποίηση της τοπικής διοίκησης που προκαλεί, ταυτόχρονα επιβάλλει μια πολυπρόσωπη και δαπανηρή προεκλογική δραστηριότητα. Στους μεγάλους δήμους η πληρότητα ενός συνδυασμού προϋποθέτει την εξασφάλιση εκατοντάδων υποψηφιοτήτων, ώστε να καλυφθούν όλες οι μικρότερες διοικητικές ενότητες (δημοτική ενότητα, κοινότητα, τοπικό συμβούλιο), γεγονός που, μαζί με τις δαπάνες (παράβολα, ψηφοδέλτια, καμπάνια) μπορεί να λειτουργεί και ως όρος αποκλεισμού για τις μικρότερες δυνάμεις ή για τοπικές κινήσεις και συσπειρώσεις.
                                 *******
Παρ’ όλα αυτά, σ’ αυτές τις αυτοδιοικητικές εκλογές κάθε άλλο παρά έλειψαν οι υποψηφιότητες. Τουναντίον, εντυπωσιάζει ο πληθωρισμός υποψηφιοτήτων όχι μόνο από κάθε κοινοβουλευτικό κόμμα, αλλά ακόμη και διπλές, ανταγωνιστικές υποψηφιότητες από κάθε πολιτικό χώρο κα πλάι σ’ αυτές αρκετές «ανεξάρτητες», ανάμεσά τους κι αυτές με σαφές επιχειρηματικό, μικρο-μπερλουσκονικό πρόσημο. Κι όλοι αυτοί οι υποψήφιοι δημαρχαίοι και περιφερειάρχες κατάφεραν να βρουν και τις χιλιάδες προθύμων που απαιτούνταν για να πλαισιώσουν τον αναγκαίο αριθμό υποψηφίων συμβούλων.
Αυτός ο στρατός των δεκάδων χιλιάδων υποψηφίων συμβούλων αποτέλεσε το ιδεώδες υποκατάστατο των ημιπαράλυτων κομματικών μηχανισμών που συνήθως σήκωναν το βάρος της προεκλογικής εκστρατείας. Αυτή τη στιγμή, με εξαίρεση ίσως το ΚΚΕ και σε ένα μικρότερο βαθμό τη Χρυσή Αυγή, κανένα κόμμα, ούτε η ΝΔ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε πολύ περισσότερο το διαλυμένο ΠΑΣΟΚ και τα άλλα κόμματα διαθέτουν συντεταγμένους μηχανισμούς για να στηρίξουν με ομοιόμορφο, ισόρροπο τρόπο τις ανάγκες μιας πανελλαδικής καμπάνιας, αλλά με διαφοροποιημένη ατζέντα και ανθρωπογεωγραφία από περιφέρεια σε περιφέρεια και από δήμο σε δήμο. Αυτό, λοιπόν, το κενό το κάλυψε στον πρώτο γύρο των εκλογών ο ετερόκλητος στρατός των υποψηφίων συμβούλων. Είναι απλά μαθηματικά: εάν καθένας από τους 300.000 υποψηφίους απευθύνθηκε με μερικά απλά τηλεφωνήματα στον κύκλο των συγγενών και φίλων για να τους γνωστοποιήσει και μόνο την υποψηφιότητά του, χωρίς φορτίσεις, χωρίς ιδεολογικά πρόσημα, μακριά από τα συνθήματα της κεντρικής πολιτικής, το αθώο, απολιτίκ, άχρωμο και άοσμο μήνυμά φτάνει σε μερικές δεκάδες πρόθυμων ακροατών. Ο πολλαπλασιασμός μας δίνει ένα ακροατήριο αρκετών εκατομμυρίων ψηφοφόρων, που είναι αδιανόητο ακόμη και για τον πιο ακριβό και πολυάνθρωπο μηχανισμό εκλογικής προπαγάνδας.
                                ********
Αυτή η εμπειρική στατιστική ίσως φωτίζει, χωρίς να ελαφραίνει κιόλας, την πολιτικά συγκεχυμένη εικόνα των εκλογικών αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου. Συνυπήρξαν σ’ αυτήν, εν ολίγοις, τα απροσδιόριστα προσωπικά (ιδιοτελή ή όχι) κίνητρα των χιλιάδων υποψηφίων συμβούλων που κατάφεραν να φέρουν στην κάλπη τους «δικούς τους», τα προφανέστερα κίνητρα των επιχειρηματικών λόμπι που επιδίωξαν αδιαμεσολάβητη εκπροσώπηση, τα «συνωμοτικά» ιδεολογικά κίνητρα της Χ.Α. που μετέτρεψε τη δημοσκοπική σιωπή των ψηφοφόρων της σε μια αριθμητική έκρηξη εντός της κάλπης, η εξαιρετική αντοχή των παραδοσιακών, οικογενειακών, κληρονομικών πολιτικών τιμαρίων (Μπακογιάννης, Τζιτζικώστας κ.α.) και φυσικά οι κεντρικές πολιτικές των κομμάτων, ιδιαίτερα της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, μια και το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να δοξαστεί κρυπτόμενο, δια να μη εξευτελιστεί εμφανιζόμενο. Σε ποια ποσόστωση αποτυπώνεται καθένας από αυτούς τους παράγοντες στα εκλογικά αποτελέσματα δεν είναι σαφές. Ωστόσο, η συνισταμένη όλων αυτών καταλήγει να είναι μια βαθιά συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος ή ένα αλλόκοτο άθροισμα από συντηρητικές επιλογές. Συντελεστές του αθροίσματος ο επιβραβευμένος νεοναζισμός της Χ.Α., η αναβίωση της πελατειακής δύναμης παλιών πολιτικών τζακιών, η καταγραφή της πελατειακής ισχύος των επιχειρηματικών λόμπι και η ανάδειξη της «απολίτικης» πελατειακής επιρροής των χιλιάδων υποψηφίων συμβούλων.
Έτσι σκορπίστηκε ο «μεγάλος θυμός».
Υ.Γ. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για την αληθινή- και εφιαλτική- αριθμητική του πρώτου γύρου, καλύτερα να αφήσουμε στην άκρη τα τρικ των ποσοστών και της κατάταξης στο νήμα του δεύτερου γύρου και να μιλήσουμε με απόλυτους αριθμούς: σε σχέση με τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, σε επίπεδο περιφερειών η ΝΔ έχασε τουλάχιστον 200.000 ψήφους, ο ΣΥΡΙΖΑ περίπου 400.000, το ΠΑΣΟΚ απείχε της καταγραφής, το ΚΚΕ ανέκτησε πάνω από 200.000 ψήφους που είχε χάσει μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 2012, αλλά ο πραγματικά μεγάλος κερδισμένος είναι η με τη βούλα νεοναζιστική Χ,Α., που κέρδισε 30.000 ψήφους πανελλαδικά, 36.000 στην Αττική και 13.000 ψήφους στην Αθήνα. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω γιατί αυτά τα τρία τελευταία νούμερα έχουν τη μεγαλύτερη σημασία απ’ όλα τ’ άλλα.
ΚΙΜΠΙ
 

Tuesday, May 13, 2014

Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση


(13/5/2014, ένα τρόπον τινά προεκλογικό ποστ)



Το σύστημα λατρεύει τα προσχήματα, τις προφάσεις, τα πρωτόκολλα, τους κώδικες δεοντολογίας. Όσοι για διάφορους λόγους είναι καθηλωμένοι στα σπίτια τους, κατ’ επιλογήν ή αναγκαστικά, και το βασικό μέσο πρόσληψης της πραγματικότητας (ή ενός παραμορφωμένου ειδώλου της) είναι γι’ αυτούς η τηλεόραση, παρηγορητικά ανοικτή τις περισσότερες ώρες τις μέρες, παίρνουν μια ισχυρή δόση απ’ τα προσχήματα αυτά. Ο τηλεοπτικός χρόνος είναι τετμημένος σε περίπου τρία ίσα μέρη. Το ένα τρίτο είναι πρόγραμμα, ψυχαγωγικό ή ενημερωτικό, φρέσκο ή επανάληψη. Το δεύτερο τρίτο είναι αυτοδιαφήμιση. Και το τρίτο τρίτο είναι καθαρή διαφήμιση. Το ΕΣΡ είναι αλλού, είναι διακοπές, είναι σε αγρανάπαυση, γενικώς δεν είδε και δεν ξέρει τίποτα για τον καταστρατηγούμενο κανόνα δεοντολογίας περί αναλογίας προγράμματος και διαφήμισης.

Ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στ’ αλεύρι, πάντως, οι υπεύθυνοι ροής των καναλιών τηρούν απαρέγκλιτα τον προεκλογικό κανόνα. Όταν πρόκειται να πέσουν τα διαφημιστικά σποτ των κομμάτων για τις εκλογές, προηγείται αυστηρά η προειδοποίηση: «Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση». Λες και οι τηλεθεατές είναι τόσο μαλάκες, ώστε υπάρχει περίπτωση να νομίσουν ότι το σποτ της Ν.Δ. περί «νέας Ελλάδας» διαφημίζει το θρυλικό pretty bra, ότι το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ που δηλώνει πως «η υπομονή μας τελείωσε» προβάλλει τη μαγική σίτα και ότι το σποτ της «Ελιάς» που αυτοπροβάλλεται ως μοναδικός παράγοντας σταθερότητας δεν μιλάει παρά για το pretty pants, που μαζεύει και σταθεροποιεί τις πατσοκοιλιές. «Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση» επιμένουν οι βράχοι της δεοντολογίας, λες και δεν είναι αρκετή η διαφήμιση των άθλων του Σαμαρά και των ανδραγαθημάτων του Βενιζέλου που προηγείται στα δελτία ειδήσεων και στις από-ενημερωτικές εκπομπές, λες και οι άλλες διαφημίσεις, οι κατ’ ευφημισμόν εμπορικές, που προηγούνται ή ακολουθούν είναι λιγότερο πολιτικές από τις κατ’ όνομα πολιτικές διαφημίσεις.

Στην πραγματικότητα υπάρχει ελάχιστη πολιτική στα προεκλογικά σποτάκια των κομμάτων και των υποψηφίων, ή τουλάχιστον πολύ λιγότερη από τις μη πολιτικές, εμπορικές διαφημίσεις. Αντιθέτως, η βαθιά πολιτική υπάρχει κυρίως σ’ αυτές τις φαινομενικά αθώες και πολιτικά απαθείς διαφημίσεις προϊόντων, υπηρεσιών και εταιρικών φιρμών, οι οποίες αφηγούνται το success story της εσωτερικής υποτίμησης και της εξόδου από την κρίση με μεγαλύτερη πανουργία από την κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της. Δεν μιλώ τόσο για το colossal mascara της Max Factor που υπόσχεται να μετατρέψει όλες τις γυναίκες σε βοώπεις Αθηνάς, ούτε για τη διαφήμιση του Jacobs, ούτε για τα τσιπς του Ρουβά και την αγελαδίτσα του Παπακαλιάτη, όσο για τα σποτ των τραπεζών, του ΟΠΑΠ, των λαχείων, των υπό ιδιωτικοποίηση ή ήδη ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ, των αλυσίδων λιανικής, των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, των ασφαλιστικών.

Επειδή η Eurobank έκανε αύξηση κεφαλαίου κι ένα βήμα στην ιδιωτικοποίησή της, ο κόσμος γίνεται απίστευτα όμορφος, πλημμυρίζει με πέταλα ροζ λουλουδιών που παρασύρει το ελαφρύ αεράκι από τις αλέες των αντίστοιχων δένδρων που κατακλύζουν μια ονειρική Αθήνα. Οι άνθρωποι χαμογελούν ευτυχισμένοι, προφανώς γιατί η τράπεζα θα μπορεί να ξαναδανείσει. Επειδή η Πειραιώς «κληρονόμησε» την Αγροτική και μονοπωλεί τη συμβολαιακή γεωργία, η τηλεοπτική οθόνη γεμίζει από ειδυλλιακές αγροτο-βουκολικές εικόνες με ακάματους πλην ευτυχισμένους αγρότες και κτηνοτρόφους. Κι επειδή ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου τύχει πηγαίνοντας να πληρώσεις έναν λογαριασμό (μπορεί να σε πάρουν για κλέφτη, να πάρει φωτιά το μανίκι σου σε ένα μπάρμπεκιου, να πάρεις σβάρνα μια απλωμένη μπουγάδα, να βρεθείς σ’ ένα ξένο σπίτι- αυτές είναι οι μόνες αναποδιές της ζωής, όχι το να μείνεις άνεργος, απλήρωτος, ή να μην έχεις καν χρήματα για τον λογαριασμό), υπάρχει η winbank. Η Alpha Bank είναι ο στυλοβάτης μιας οικογένειας με έναν χαζοχαρούμενο οικογενειάρχη που ανακαλύπτει ότι με κάθε χρήση της πιστωτικής του κερδίζει χρήματα που θα του φτάσουν μέχρι και για να ανακαινίσει το σπίτι, η Εθνική επιστρέφει μετρητά στους επίσης πανευτυχείς χρήστες των καρτών της, η Cosmote, πέρα από τα προϊόντα της, εμφανίζεται ως ακάματος χορηγός της νεανικής επιχειρηματικότητας- όλοι οι άνεργοι νέοι θα γίνουν επιχειρηματίες και start uppers, σε μια άλλη διαφήμιση κάνει πλάκα με το πρωτογενές πλεόνασμα στο χωριό Κάτω Βαρδούλι, οι εταιρείες κινητής φαντάζονται έναν κόσμο που ζει μόνο στην εικονική πραγματικότητα των smart phones και των tablets, οι ασφαλιστικές χορεύουν χαρούμενες πάνω στο πτώμα του ΕΣΥ, το ίδιο κάνουν οι πενταψήφιοι αριθμοί για τα ιατρικά ραντεβού, οι αλυσίδες λιανικής διαφημίζουν τα οφέλη της εσωτερικής υποτίμησης με ανταγωνισμό προσφορών και ισοπέδωση τιμών, ο ΟΠΑΠ υπόσχεται να κάνει έναν στους τέσσερις Έλληνες πλούσιο με το «σκρατς» και να μεταμορφώσει τη συλλογική μας κόλαση σε ένα μεγάλο, μαγικό λούνα παρκ, με τον ίδιο τρόπο που η Coca Cola επιμένει να υπόσχεται έναν καλύτερο κόσμο μέσα από τις φυσαλίδες του ανθρακικού της…

Η βαθιά πολιτική ασκείται εκεί, μέσα στις χαζοχαρούμενες, αλλά υποδορίως πανούργες αφηγήσεις που υπονοούν ή λένε ευθέως ότι ο κόσμος, κουτσά στραβά, έχει ξανασταθεί στα πόδια του. Αυτό είναι ένα προπαγανδιστικό στρατήγημα που υπερβαίνει τις προθέσεις των δημιουργών των διαφημιστικών μηνυμάτων, αν και συχνά τα ευρήματά τους είναι τόσο προφανή που τους φέρνουν σε μια ευγενή άμιλλα με τους λογογράφους του Σαμαρά. Το πώς δουλεύει αυτό το στρατήγημα στο συλλογικό ασυνείδητο δεν μού είναι απολύτως σαφές, αλλά κάποια συμβολή έχει σίγουρα στην κοινωνική ακινησία, στη συλλογική αταραξία που μας διαπερνά μέρες και ώρες πριν από τις κάλπες. Τέσσερα χρόνια μνημόνιο, χίλιες τετρακόσιες εξήντα μέρες εφιάλτες, κι ορίστε, η χώρα βρίσκεται ξανά στη θέση της, οι τράπεζες ξανάγιναν το σταθερό της θεμέλιο, οι επιχειρήσεις μας καλούν να καταναλώσουμε, η τύχη μας χαμογελά με τον ήχο ενός «σκρατς», ο λαός των ταμπλετούχων σερφάρει νυχθημερόν, η Ελλάδα θα πλημμυρίσει τουρίστες, οι νέοι θα γίνουν επιχειρηματίες, οι τολμηροί αγοράζουν και πάλι αυτοκίνητα, υπάρχουν «χιλιάδες νικητές κάθε μέρα», αν τίποτα από όλα αυτά δεν σε αφορά, εσύ είσαι ο προβληματικός, εσύ ο λούζερ, εσύ δεν έχεις πάρει πρέφα ότι η γη γυρίζει ξανά, πιες κανένα λαντόζ, κανένα ζάναξ, γιατί δεν σε βλέπω καλά. Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση.

  ΚΙΜΠΙ

Monday, May 5, 2014

Ποιος κάνει κουμάντο;


(5/5/2014, ένα αργοπορημένο ποστ) 
«Είμαστε στο πιο όμορφο τρενάκι του κόσμου, κι είναι το πιο όμορφο γιατί δεν πάει πουθενά» (Παολο Σορεντίνο, "Η Τέλεια Ομορφιά") 
 
 
Σε τοίχο του μετρό, εντός διαφημιστικού πλαισίου, μια γυναίκα με φόρμα εργασίας και γυαλιά δηλώνει την πρόθεσή της να ψηφίσει στις ευρωεκλογές. Είναι η Μαγκνταλένα, εργάτρια από τη Σλοβακία. «Δράσε, αντίδρασε, επηρέασε», είναι ο γενικός τίτλος της καμπάνιας που έχουν ξεκινήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Κομισιόν για να «θυμίσουν» στους Ευρωπαίους ότι έχουν λόγους να πάνε να ψηφίσουν στις 25 Μαΐου. «Αποφάσισε ποιος κάνει κουμάντο», είναι το ακόμη πιο φιλόδοξο σλόγκαν των σχεδιαστών της διαφημιστικής καμπάνιας που θέλει να υπερνικήσει την ακατανίκητη τάση της πανευρωπαϊκής αποχής. 43% ήταν η συμμετοχή στις προηγούμενες ευρωεκλογές, και η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα τρέμει στην ιδέα ότι αυτό το ποσοστό μπορεί να πέσει κάτω από το 40%. Γιατί άραγε; Σε τι τους εμπόδισε η ελλιπής δημοκρατική νομιμοποίηση να πάρουν όσες αποφάσεις πήραν την πενταετία που μεσολάβησε, οι οποίες έχουν φέρει τη μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων στην ευρω-δυσφορία και σχεδόν τους μισούς σε στάση που αντιστοιχεί στον λεγόμενο ευρωσκεπτικισμό;
 


Αλήθεια, ποιος κάνει κουμάντο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη; Η διαφημιστική καμπάνια των Αρχών της ΕΕ- την οποία προς το παρόν δεν βλέπω να «τρέχει» και με ιδιαίτερο ζήλο- υπονοεί ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν έχουν αντιληφθεί ότι το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο «κάνει κουμάντο», άρα εμμέσως οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι. Τεχνικά αυτό επιχειρηματολογείται με τη λεγόμενη διαδικασία της συναπόφασης, δηλαδή το «προνόμιο» του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου να συναποφασίζει με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο περίπου στο 80% των θεμάτων της ευρωπαϊκής ατζέντας. Αλλά, αφενός ισχύει μόλις τα τελευταία τέσσερα χρόνια και αφετέρου είναι μια καθαρά τεχνική προσέγγιση, αφού το ευρωκοινοβούλιο λειτουργεί περισσότερο ως forum εθνικών, διακρατικών και πολιτικών λόμπι και λιγότερο ως κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία των 400 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών. Όταν πρόκειται για μια απόφαση που ευνοεί τους «Βορείους» της ΕΕ και τους δορυφόρους τους, σχεδόν αυτομάτως οι πολιτικές και ιδεολογικές γραμμές σβήνουν και μια οριζόντια συμμαχία εξασφαλίζει τον κατάλληλο συμβιβασμό. Συνέβη πρόσφατα με την απόφαση για την τραπεζική ένωση, το πόρισμα για την τρόικα, παλιότερα με την ρήξη για τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Ποιος κάνει κουμάντο στην ΕΕ; Κάνουν οι μεγάλες και ισχυρές χώρες, κάνει η Κομισιόν που έχει την πολυτέλεια να είναι ένα υβρίδιο νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, κάνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που σπανίως αποφασίζει κάτι που δεν έχει την έγκριση του πάλαι ποτέ γαλλογερμανικού, ή νυν αποκλειστικά σχεδόν γερμανικού, άξονα, κάνει η υπεράνω οιουδήποτε ελέγχου ΕΚΤ, η οποία δεν λογοδοτεί σε κανένα, ούτε καν στην «κυβέρνηση» της Ευρωζώνης. Η «ανεξαρτησία» της είναι υπεράνω δημοκρατικών προσχημάτων.

                                               ****

Κλήθηκα πρόσφατα σε μια συζήτηση στα γραφεία της Κομισιόν στην Αθήνα. Ήταν ένας διάλογος με bloggers, κυρίως νέους, με θέμα «απειλές κατά της δημοκρατίας στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές: αναζητώντας μια νέα αφήγηση για την Ευρώπη». Το θέμα υπονοούσε κυρίως την διαφαινόμενη άνοδο της ακροδεξιάς σε διάφορες χώρες της ΕΕ, αλλά εμμέσως περιγραφόταν ως απειλή όλο το φάσμα του «ευρωσκεπτικισμού- λαϊκισμού- εθνικισμού» κάθε ιδεολογικής απόκλισης που απειλεί να διαταράξει την ισορροπία της χριστιανοδημοκρατικής-σοσιαλδημοκρατικής-φιλελεύθερης πλειοψηφίας πάνω στην οποία στηρίζεται εδώ και δεκαετίες το λεγόμενο ευρωπαϊκό «κεκτημένο».

Οι διοργανωτές ήταν ευγενέστατοι και άψογοι στη δουλειά τους, οι συμμετέχοντες στον διάλογο bloggers ανοικτοί, κριτικοί, συχνά οξείς, αλλά εγώ αισθάνθηκα άβολα, σχεδόν παράταιρος σ’ αυτήν την ομήγυρη με τη θέση που εισέφερα στον διάλογο: είπα, εν ολίγοις, ότι η κυριότερη απειλή κατά της δημοκρατίας στην ΕΕ δεν είναι η ακροδεξιά ή οι λεγόμενοι ευρωσκεπτικιστές, αλλά η ίδια η δημοκρατία στην ΕΕ, για την ακρίβεια η επίφαση δημοκρατίας στην οποία πρώτα συγκροτείται η κεντρική εξουσία, έπειτα οι θεσμοί και τα όργανα διακυβέρνησης, ύστερα οι διαδικασίες δημοκρατικής νομιμοποίησης του υπό διαμόρφωση υπερκράτους, και τέλος επιχειρείται η συγκρότηση λαού που θα δώσει αυτή τη δημοκρατική νομιμοποίηση. Πλην, όμως, ευρωπαϊκός λαός δεν υπάρχει, όχι με την έννοια της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας, αυτό σχεδόν κανείς δεν το απαιτεί πια, αλλά με την έννοια της δημοκρατικής επιλογής κάθε κοινωνίας για το αν και σε ποιο βαθμό θέλει να εμπλακεί στη δημιουργία του ευρωπαϊκού υπερκράτους, με ποιο ρυθμό, με ποιον βηματισμό, ποια ταχύτητα και, άρα, να εκχωρήσει την κυριαρχία του σε μια ενιαία, ευρωπαϊκή κυριαρχία. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, ακόμη κι αν η ΕΕ ήταν μια ένωση που δεν ηγεμονεύεται από τις ισχυρές χώρες, που δεν παίρνει τις αποφάσεις της σε έναν περίπατο Μέρκελ- Σαρκοζί στην Ντοβίλ, που δεν κυριαρχείται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, που δεν χειραγωγείται από τις αγορές, που δεν ποδηγετείται από μια φράξια νεοφιλελεύθερων Ταλιμπάν, που δεν είναι κατακερματισμένη σε Βορρα- Νότο, Ανατολή- Δύση, πλούσιες και φτωχές χώρες, εξαγωγείς και εισαγωγείς, ακόμη κι αν δεν ίσχυαν όλα αυτά, θα ήταν αδύνατο να συμβεί με την υπάρχουσα δομή της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Επομένως- κατέληξα με το φτωχό μου μυαλό- η καλύτερη και μάλλον μοναδική λύση για να καλυφθεί το διαβόητο δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ είναι η διάλυση και η επανίδρυσή της με όσους και όσο πραγματικά θέλουν κι είναι έτοιμοι να εμπλακούν στο εγχείρημα αυτό. Κι είναι ήδη δεδομένο ότι ούτε όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θέλουν ούτε είναι στον ίδιο βαθμό έτοιμες να εμπλακούν. Και τώρα προσπαθούν να διαχειριστούν τις παρενέργειες μιας καταναγκαστικής συνένωσης. Και καταναγκασμός προκύπτει όχι μόνο γιατί, κατά κανόνα, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αποφεύγουν με κάθε τρόπο να θέσουν στην κρίση των κοινωνιών το ερώτημα, αλλά και γιατί, άπαξ και προχωρήσει η εμπλοκή, η απεμπλοκή από τον θεσμικό Λεβιάθαν είναι μια terra incognita, γεμάτη κινδύνους και παρενέργειες.

                                       ****

Άλαλα τα χείλη των ασεβών; Κάπως έτσι. Άκουσα στη συνέχεια ποικίλες «αφηγήσεις» για το δημοκρατικό πρόβλημα της ΕΕ- επιμένω, της ΕΕ, διότι η Ευρώπη είναι μια έννοια πολύ ευρύτερη, που κακώς τη μονοπωλεί η διακρατική ένωση των 28 της ΕΕ και των 18 της Ευρωζώνης-, για το πώς η ΕΕ «από εξαγωγός της δημοκρατίας έγινε πρόβλημα για την ίδια τη δημοκρατία», για το ότι το δημοκρατικό πρόβλημα της ΕΕ δεν οφείλεται στην κρίση, αλλά στο γεγονός ότι «την περίοδο της ευμάρειας συμπεριφερθήκαμε με ναρκισσιστική, εθνικιστική ή ευρωπαϊκή αυταρέσκεια», για το έλλειμμα γνώσης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης γύρω από τα τεκταινόμενα στην ΕΕ, για το αν η ΕΕ συμπεριφέρεται ως σύμμαχος ή ως τοκογλύφος και τέλος για το γεγονός ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκό σχέδιο για την ΕΕ, αλλά ένα γερμανικό σχέδιο που καταστρέφει και τη δημοκρατία και την οικονομία στην ΕΕ.

Όλα αυτά θα είχαν κάποια σημασία υπό κανονικές συνθήκες. Αυτά που είπα εγώ, αυτά που είπαν οι άλλοι, κινούμενοι ανάμεσα σε «ευρωπαϊστικά» και «ευρωσκεπτικιστικά στερεότυπα. Θα είχαν κάποια σημασία αν δεν είχαν συμβεί όσα έχουν συμβεί στην ΕΕ, αν δεν είχαν επιβληθεί αυτά που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα και στις άλλες μνημονιακές χώρες, αν δεν είχε διαμορφωθεί αυτό το ακραίο καθεστώς έκτακτης ανάγκης χωρίς ημερομηνία λήξης, αν η ίδια η δημοκρατία, αυτή η κουτσή κι ανάπηρη δημοκρατία των εκπροσώπων, δεν ήταν υπό μερική (τουλάχιστον) αναστολή. Δεν είναι δυνατό να κουβεντιάσουμε «ψύχραιμα» για το μέλλον της ΕΕ, αν έχει μέλλον, δεν είναι δυνατό να προσποιηθούμε ότι δεν έχει συμβεί τίποτα στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατό να υποδυθούμε τους χαρούμενους, επιφυλακτικούς, δύσθυμους ή οργισμένους Ευρωπαίους που απλώς θα πάνε στην κάλπη στις 25 Μαΐου για να «δράσουν, να αντιδράσουν, να επηρεάσουν», όπως λέει το σλόγκαν της διαφημιστικής καμπάνιας. Γιατί πολύ απλά στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία καταγράφηκε η πιο ευρεία δράση και αντίδραση στις ευρωπαϊκές πολιτικές, εξερράγη ο μεγάλος θυμός στην προσβλητική επίδειξη επικυριαρχίας από την ευρωπαϊκή ελίτ που συμπεριφέρθηκε ως πιστωτής- Σάιλοκ, και παρ’ όλα αυτά ο πάτερ φαμίλιας της μεγάλης «ευρωπαϊκής οικογένειας» επέβαλε τα «θέλω» του. Η δράση- αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας – όπως και της πορτογαλικής, της ισπανικής, της κυπριακής- κτύπησε πάνω σε ένα τείχος ακαμψίας και αδιαλλαξίας. Αυτό, όπως αντιλαμβάνεσθε, είναι πολύ απογοητευτικό για όσους αισιοδοξούν να επηρεάσουν μέσω της ψήφου τους.

Η ΕΕ έγινε πεδίο μιας αντιδημοκρατικής ακρότητας την τελευταία πενταετία και θα ήταν παράδοξο να μην απειλείται από τα επίχειρα αυτής της ακρότητας, είτε πάρουν τη μορφή της μεγάλης αποχής, είτε της εθνικιστικής και ακροδεξιάς αναδίπλωσης. Γιατί στην πενταετία της κρίσης ακόμη και οι πιο καλόπιστοι κατάλαβαν ποιος κάνει κουμάντο στην ΕΕ, και πάντως αυτός δεν ήταν ούτε οι εκπρόσωποι, ούτε πολύ περισσότερο οι εκπροσωπούμενοι. Το να προσπαθεί κανείς να ορθολογικοποιήσει αυτό που συνέβη στις μνημονιακές χώρες, το να προσπαθεί να δώσει δημοκρατική πατίνα  στην κατάσταση εξαίρεσης από το ήδη προβληματικό ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, το να προσπαθεί να βαφτίσει δημοκρατία τον αυταρχισμό είναι θλιβερός πολιτικός αυτισμός. Στις 26 Μαΐου θα ψάχνουν πάλι το «δημοκρατικό έλλειμμα» στην ΕΕ για μερικούς μήνες, κι ύστερα θα το ξεχάσουν για πέντε χρόνια.

                                  *****

Αυτά που στο δικό μου βλέμμα και πολλών άλλων μπορεί να φαίνονται ορατά και αυτονόητα, ίσως ακούγονται σαν κραυγές εξωτικών πλασμάτων στ’ αυτιά των ανθρώπων που πλαισιώνουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη γραφειοκρατία τους. Είναι ένας πολυάνθρωπος μηχανισμός που κινείται και βιοπορίζεται ανάμεσα στις Βρυξέλλες, το Στρασβούργο, τη Φρανκφούρτη και όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ζει σε ένα αποστειρωμένο και υπερπροστατευμένο περιβάλλον, μαθαίνει την σκληρή καθημερινότητα των πιο αδύναμων Ευρωπαίων μόνο μέσα από εκθέσεις και αριθμούς, συχνά εξωραϊσμένη ή στρογγυλεμένη, κι έχει έναν δικό κώδικα με τον οποίο νοηματοδοτεί την πραγματικότητα, όχι τόσο συμβατό με τη βιωμένη πραγματικότητα των απλών ανθρώπων. Πάνω από 40.000 άνθρωποι που απαρτίζουν τη ευρωπαϊκή διοικητική μηχανή πασχίζουν να συντηρήσουν αυτή την εικονική πραγματικότητα υπερκράτους, αλλά συχνά είναι αδύνατο να συντηρήσουν κάτι περισσότερο από τη δική τους πραγματικότητα, κατά κανόνα γενναιόδωρα αμειβόμενη, εκτός του κανόνα της γενικευμένης λιτότητας, και πάντως σε επίπεδα αξιοπρέπειας. Της ίδιας που έχουν στερηθεί οι Γερμανοί των mini jobs, οι Έλληνες νέοι εργαζόμενοι των 480 ευρώ μικτά, οι άνεργοι των 360 ευρώ, οι Βούλγαροι μισθωτοί των 150 ευρώ.

Η ΕΕ έχει κόψει τις σχέσεις της με την επαγγελία της ευημερίας, του κακού η σκάλα μοιάζει να μην έχει τελευταίο σκαλί και το ερώτημα σε λίγο δεν θα είναι ποιος κάνει κουμάντο σ’ αυτή την ένωση, αλλά αν διαθέτει προορισμό, ή έστω, μια ασφαλή έξοδο κινδύνου. Εξ ού και η φωτογραφία από την αριστουργηματική Grande Belezza του Σορεντίνο, με την απαράμιλλη ατάκα για το τρενάκι χωρίς προορισμό. Ο ήρωας της ταινίας το είπε για τη Ρώμη, ισχύει και για τη "θεσμική Ευρώπη".
ΚΙΜΠΙ