Τα περισσότερα μεγάλα έπη, από καταβολής λογοτεχνίας, περιγράφουν καταστάσεις δράσης, κίνησης, δημιουργίας ή καταστροφής. Οι ήρωές τους είναι άνθρωποι ακαταπόνητοι, ακατάπαυστα δραστήριοι, παραγωγικοί με τη στενή και την ευρεία έννοια του όρου. Με όρους οικονομίας ξεπερνούν τη μέση παραγωγικότητα κάθε ιστορικής περιόδου, είναι οι Σταχάνοφ της εποχής τους.
Κανένα έπος, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν έχει τολμήσει να περιγράψει καταστάσεις ακινησίας, με ήρωες παραδομένους στη νάρκη της αδράνειας, περιορισμένους στην απόλαυση της στιγμής, πιστούς στο ζεν και στη φιλοσοφία «το τώρα είναι το μόνο που έχουμε» (αν τυχόν κάνω λάθος και εκλαμβάνω την άγνοιά μου ως βεβαιότητα, ενημερώστε με σχετικά).
Θα πείτε: αυτή είναι η φύση του έπους. Είναι προορισμένο να περιγράψει τα μεγάλα και τα σημαντικά. Αλλά και στους συντομότατους, εμβληματικούς μύθους που αποτυπώνουν οικουμενικούς ηθικούς κώδικες, σπάνια οι ήρωες είναι στην κυριολεξία τεμπέληδες. Και, ακόμη κι όταν είναι, όπως ο λαγός ή ο τζίτζικας του Αισώπου, είναι καταδικασμένοι στην ήττα ή στον θάνατο.
Η επιλογή αυτή υπονοεί ότι η ανθρωπότητα, από καταβολής της, απαρτίζεται από υπερδραστήρια, παραγωγικά μέλη που εκχωρούν με αυτοθυσία το παρόν τους στο μέλλον, το οποίο δεν είναι βέβαιο ότι τους ανήκει. Τα μεγάλα έπη, από την Οδύσσεια έως το Γκιλγκαμές και από τη Μαχαμπαράτα μέχρι το Μπούντεμπροκ, μας λένε ότι όλη η πρόοδος, η οποία συντελέστηκε από τότε που ο άνθρωπος έγινε το έλλογο δίποδο που γνωρίζουμε, οφείλεται ακριβώς στην ακάματη δραστηριότητά του. Αυτός είναι ο θεμελιώδης μύθος της ανθρώπινης εξέλιξης που συναρτά τη διαρκώς εξελισσόμενη ευφυΐα του είδους με την εργασία και τη βραδύνοια (ή την άνοια) με την αεργία.
Προσωπικά, παρ’ ότι αντικειμενικά βρίσκομαι στην πλευρά εκείνων που επιδίδονται συστηματικά στη ληστρική εκμετάλλευση του εαυτού τους, δεν έχω πειστεί ότι ως είδος-κυρίαρχος του πλανήτη, είμαστε αποκλειστικά προϊόν της εργασίας. Κι ας διατρέχω τον κίνδυνο να εξοκείλω από την ιδεολογική κοιτίδα των θείων Καρόλου και Φρίντριχ, των αειμνήστων και αξιομακάριστων. Υπάρχει η παρέκκλιση του Πολ Λαφάργκ, που αποκατέστησε κάπως τα πράγματα με το εμβληματικό «Δικαίωμα στην τεμπελιά» όπου χαρακτηρίζει την αεργία μητέρα όλων των τεχνών και των αρετών. Αλλά ο Λαφάργκ, αιωνία του η μνήμη, δεν είναι και τόσο αξιόπιστος, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος. Ως γνωστόν, αυτοκτόνησε, πιθανότατα από αδυναμία να πείσει έστω και λίγους μισθωτούς σκλάβους της εποχής του για την απελευθερωτική δύναμη της κατάργησης της εργασίας.
Υπάρχουν επίσης οι έρευνες των ανθρωπολόγων, που αμφισβητούν τη μονοδιάστατη επίδραση της εργασίας και του ανεξάντλητου καταμερισμού της στην εξέλιξη του είδους. Ακόμη και σήμερα, λένε, υπάρχουν μικρές κοινωνίες που αρνούνται τα αγαθά του εργασιακού πολιτισμού, ζουν σε κατάσταση παραγωγικής αδράνειας, λεηλατώντας με σοφή φειδώ τη φύση και απολαμβάνουν τα αγαθά της τεμπελιάς. Για λίγο ακόμη, βεβαίως, μέχρι να αφανιστούν κάτω από το επίμονο βλέμμα της επιστημονικής παρατήρησης ή με τη μετατροπή τους σε τουριστική ατραξιόν.
Θα ήταν ενδιαφέρον να μπορούσαμε να εκτιμήσουμε με σχετική ακρίβεια ποια θα ήταν η εξέλιξη του είδους, αν δεν είχε μεσολαβήσει η γραμμική μας συνάρτηση με την εργασία. Κατά μία εκδοχή θα ήμασταν ακόμη τετράποδα- δεν την πολυπιστεύω- κατά μία άλλη, πιο ρεαλιστική, προσέγγιση δεν θα απολαμβάναμε παρά το 1% των τεχνολογικών επιτευγμάτων που σήμερα μας εξασφαλίζουν ακόμη κι αυτό το μικρό ετήσιο διάλειμμα τεμπελιάς, που αποκαλείται «διακοπές». Κι αυτό δεν είναι τόσο πειστικό. Τα ίχνη όλων των πολιτισμών, από τους προϊστορικούς μέχρι τους πιο πρόσφατους, είναι τόσο προϊόντα παραγωγικής εργασίας όσο και αποτελέσματα δημιουργικής τεμπελιάς. Ούτε οι βραχογραφίες και σπηλαιογραφίες των προϊστορικών προγόνων μας που μας αφήνουν άναυδους, ούτε η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είχαν κάποιον σαφή παραγωγικό προορισμό, με τη στενή έννοια του όρου. Μπορεί, μάλιστα, να πει κανείς ότι χιλιάδες, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια μεγαλοφυείς τεμπέληδες αφιέρωσαν τον ελεύθερο από τους καταναγκασμούς της αγοράς και της εμπορευματικής κοινωνίας χρόνο τους στη δημιουργία καλλιτεχνικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων, που αποτελούν τα κρηπιδώματα του σημερινού ψηφιακού πολιτισμού.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι στράβωσε στο γενετικό μας υλικό και η φυσική ροπή του ανθρωποπίθηκου στην τεμπελιά εξετράπη σε εργασιομανία. Τι ακριβώς συνέβη και ο ασύλληπτος χρόνος διχοτομήθηκε βίαια σε ελεύθερο και σκλαβωμένο, σε παραγωγικό και μη. Ενδεχομένως, ποτέ δεν έλειψε αυτή η υπαρξιακή και κοινωνική διαπάλη ανάμεσα στον «ορθολογισμό» της εργασίας και τον «ανορθολογισμό» της αεργίας. Οι αρχαίοι Έλληνες φρόντισαν, πάντως, να απονείμουν μιαν ισότιμη θέση σ’ αυτές τις δύο διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, αφήνοντας μάλλον αναπάντητο το δίλημμα: Απόλλωνας ή Διόνυσος; Όπου, ο πρώτος ενσαρκώνει την έννοια της ορθολογικής δημιουργίας, της «παραγωγικής» εργασίας, με την πολύ ευρεία έννοια, κι ο δεύτερος το ελευθεριακό πνεύμα της «αντιπαραγωγικής» απόλαυσης. Αυτό που λέμε απλά: Ξυπνάς το ζώο μέσα μου…Ο Νίτσε, που κανείς δεν μπορεί να τον επικρίνει για αντιπνευματικότητα, έριξε σαφώς το βάρος του στον Διόνυσο, αυτοπεριορισμένος ο ίδιος στον προορισμό που του έθεσε ο Απόλλωνας.
Παραδόξως, ο οικονομικός πολιτισμός μας, που αποθεώνει την εργασία και απομυζά και το τελευταίο απόθεμα παραγωγικότητας, κατά κανόνα επιβραβεύει την τεμπελιά. Τα αποτελέσματα αυτής της σχιζοφρενικής αντίφασης αποτυπώνονται στον τρόπο που κατανέμεται ο κοινωνικός, αλλά και ο φυσικός πλούτος. Αποτυπώνονται και στη θεμελιώδη προσδοκία του μέσου ανθρώπου να γίνει πλούσιος για να κάθεται. Εικονογραφούνται και στη διαφήμιση του κρατικού τζόγου, στην οποία ο τυχερός πλούσιος δεν ξέρει τι έχει ή ζει στο ιδιωτικό του νησί λύνοντας σταυρόλεξο και αδυνατώντας να βρει τη λέξη για το λήμμα «Έλληνας Κροίσος με ιδιωτικό νησί». Καταγράφονται, όμως, και στη μυθική διάσταση που έχουν πάρει οι διακοπές, η βιομηχανία της αναψυχής, του τουρισμού και της τεμπελιάς.
Το έπος που λείπει από την ιστορία της ανθρωπότητας, η Τεμπελιάδα που μένει να γραφεί, πιθανότατα γράφεται κάθε καλοκαίρι στις πλαζ των συνωθούμενων παραθεριστών, στις πολύτιμες ξαπλώστρες της Μυκόνου, για τις οποίες οι οικιακές βοηθοί φυλάνε καραούλι από πρωίας, στα πλοία της ακτοπλοϊκής ταλαιπωρίας, στις τελευταίες ερημικές παραλίες που κατακτώνται από τα σκληροτράχηλα 4Χ4, στα θορυβώδη θέρετρα που αναδύουν την τσίκνα των μαγειρείων και τα ακατάπαυστα «μπιτ» των ντι-τζέι σαν σπονδή στον Διόνυσο, στα ενοικιαζόμενα δωμάτια των Κυκλάδων, στα αντίσκηνα των φθηνών κάμπινγκ, στα χλιδάτα ξενοδοχεία των 300 ευρώ τη βραδιά, στα μελαγχολικά μουσεία της περιφέρειας, στους αρχαιολογικούς χώρους που στενάζουν κάτω από τα σανδάλια των τουριστών, στα μαρμάρινα θραύσματα που ψελλίζουν δειλά το περασμένο κοσμοπολίτικο μεγαλείο αυτού του τόπου, στα σουβλάκια, στα γκουρμέ πιάτα, στη βιομηχανοποιημένη παραδοσιακή γαστρονομία και στις εξωτικές γεύσεις, που κάθε καλοκαίρι αποκεντρώνονται, για να χορτάσουν τα παγκοσμιοποιημένα στομάχια μας.
Το έπος της Τεμπελιάδας γράφεται, ως υστερόγραφο του εργασιακού πολιτισμού, αλλά παίρνει τη διάσταση μιας νεύρωσης, μιας άνισης ανταλλαγής ανάμεσα στους έντεκα μήνες απολλώνιας παραγωγής και στον ένα (το πολύ) μήνα διονυσιακής κατανάλωσης. Το ταξίδι, οι διακοπές, γίνονται η απόλυτη νεύρωση της εποχής, συμπυκνώνοντας σε μια βαλίτσα τα απωθημένα του τζίτζικα για μια ζωή χωρίς εργασία, χωρίς την απειλή του χειμερινού ολέθρου, αλλά και χωρίς τύψεις για την επιμονή του μέρμηγκα να δουλεύει και το καλοκαίρι (αλλά πώς αλλιώς θα εξυπηρετούνταν οι διακοπές του τεμπέλη τζίτζικα; «Γκαρσόν, δυο μπύρες ακόμη», «Φέρτε μας το πρωινό στο δωμάτιο», «Παρακαλώ, αλλάξτε μας τα σεντόνια», «Ένα φρεντοτσίνο και δύο κόκα κόλες, παρακαλώ… Και η ομπρέλα μας είναι προβληματική. Κάντε κάτι…»)
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο, παρά να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε αυτήν τη μικρή αυταπάτη ακριβοπληρωμένης τεμπελιάς. Κι εγώ αυτό κάνω αυτές τις μέρες. Χωρίς ίχνος τύψης. Σπλατς...
No comments:
Post a Comment