…Το δε τρίτο έτος του αιώνα των ομιλουσών κεφαλών, όταν πια ο ζόφος και η αποφορά είχαν εκτοπίσει κάθε μόριο οξυγόνου από την ατμόσφαιρα και οι άνθρωποι κρατούσαν την ανάσα τους αλλά δεν έσκαγαν, η AGB ανακοίνωσε ότι σταμάτησε πια τις μετρήσεις τηλεθέασης. Γιατί οι τηλεθεατές είχαν τρελάνει τα μηχανάκια της, αχόρταγοι και για το τελευταίο δευτερόλεπτο λογοδιάρροιας από τις οθόνες με τις 25 αναλαμπές ανά δευτερόλεπτο και με τις εκατό λέξεις ανά λεπτό. Τα δάκτυλά τους έσφιγγαν άπληστα τα τηλεκοντρόλ, οι αντίχειρές κινούνταν αστραπιαία στα πλήκτρα, αλλά αυτές ήταν σχεδόν οι μόνες κινήσεις που έκαναν στη διάρκεια της μέρας, εκτός ίσως από το να φάνε και να κατουρήσουν.
Οι φορείς της νέας εξουσίας που κατέλαβε και το τελευταίο δευτερόλεπτο του ανθρώπινου χρόνου, αποφάσισαν ότι δεν υπήρχε πια πεδίο ανταγωνισμού, δεν είχαν να μοιράσουν τίποτε εκτός από το βλέμμα του μέσου ανθρώπου, έχοντας καταστήσει κυριολεξία το απόφθεγμα του Μακ Λούαν ότι το μήνυμα είναι το μέσο. Και για να μη χάνουν οι τηλεθεατές στιγμή από τις αναμετρήσεις των νάρκισσων της ενημέρωσης (καταδοτών και αλητάκων, ρουφιάνων και καραγκιόζηδων), οι μιντιοκράτες αποφάσισαν να συνδιαχειριστούν το μικρό πεδίο εξουσίας που τους απέμεινε με μια διακαναλική Γιάλτα. Χώρισαν την οθόνη σε μικρά τετράγωνα, έκαστο των οποίων χωρούσε όσο το δυνατό περισσότερες ομιλούσες κεφαλές. Και ο ήχος των τουλάχιστον 16 ανθρώπων που μιλούσαν ταυτόχρονα γέμιζε τα σαλόνια των μικροαστών και των προλετάριων που παρακολουθούσαν με δέος το εθνικό ξεκατίνιασμα κι έπειτα έβγαινε στους δρόμους και κάλυπτε την καταθλιπτική σιωπή των λεωφόρων όπου δεν κυκλοφορούσαν παρά μόνο ταξί.
Και οι άνθρωποι, όσοι τουλάχιστον αποτολμούσαν να αποκολληθούν από τους καναπέδες τους, κυκλοφορούσαν τα πρωινά σαν ζόμπι, με μαύρα γυαλιά, ανίκανοι να αντικρίσουν το φως του ήλιου, καταπονημένοι από τις τηλεοπτικές ολονυκτίες. Δεν μιλούσαν ποτέ μεταξύ τους, κι αν παρίστατο απόλυτη ανάγκη ν’ ανταλλάξουν λίγες λέξεις δεν το έκαναν πριν ενεργοποιήσουν τα μαγνητόφωνα και τις κρυφές κάμερες που είχαν στις τσάντες τους, στα πέτα των σακακιών τους ή στα γυαλιά τους.
Ελάχιστοι είχαν αντιληφθεί ότι εν τω μεταξύ είχαν μεσολαβήσει τρία κραχ, ότι η παγκόσμια οικονομία είχε περιέλθει εδώ και δύο χρόνια σε ύφεση, ότι ένα τεράστιος τεκτονικός σεισμός είχε προκαλέσει την ανάδυση της Ατλαντίδας κι ένα ηφαίστειο είχε εξαφανίσει τη μισή Ινδονησία. Ότι η χώρα είχε σχεδόν πτωχεύσει, ότι η παραγωγική της δομή είχε διαλυθεί, ότι τα ελάχιστα εργοστάσιά της είχαν μετατραπεί σε νεκροταφεία μηχανών, ότι οι αλυσίδες παραγωγής είχαν σκουριάσει και ότι τα τελευταία αγαθά που είχαν κατασκευαστεί σάπιζαν στις αποθήκες καθώς κανείς δεν υπήρχε να τα διακινήσει. Αλλά δεν υπήρχε χρόνος για να μεταδοθούν τέτοιες λεπτομέρειες, δεν έμενε χώρος για οτιδήποτε άλλο εκτός από διαρροές και ανακοινώσεις ανακριτών, αποκαλύψεις για δημόσιους λειτουργούς που τα έπαιρναν, δημοσιογράφους που εκβίαζαν, διαψεύσεις και επιβεβαιώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου.
Οι άνθρωποι δεν είχαν αντιληφθεί την ένδεια πόρων στην οποία είχε περιέλθει η χώρα, καθώς είχαν μάθει πια να τρέφονται αποκλειστικά με τα φωτόνια της τηλεοπτικής ακτινοβολίας. Είχαν πειστεί ότι η ένδεια ήταν η μόνη ηθικά αποδεκτή μορφή επιβίωσης, καθώς ούτε ο αλητάκος ούτε ο καταδότης απολάμβαναν έστω κι ένα ευρώ από τις τεράστιες υπεραξίες που είχαν στη διάθεσή τους, σε μια δημόσια απόδειξη θυσίας και εγκράτειας. Ζούσαν ως Πτωχοπρόδρομοι, ανέστιοι και πένητες, έχοντας παραιτηθεί από τις παχυλές αμοιβές τους, έχοντας εγκαταλείψει τις επαύλεις τους στα αστικά προάστια, τα σκάφη τους στις μαρίνες και τα εξοχικά τους στη Μύκονο. Και είχαν δημιουργήσει ένα νέο πρότυπο ζωής για όλους τους αστούς της χώρας, τους σελέμπριτι, τα παλαιά τζάκια και τους νεόπλουτους, που είχαν παραχωρήσει τις βίλες τους στην Εκάλη, στην Κηφισιά και στη Γλυφάδα σε αστέγους και μετανάστες, ενώ οι ίδιοι είχαν μετακομίσει σε στενόχωρα διαμερίσματα στα Πατήσια, στο Παγκράτι και στο Μενίδι.
Και όλες οι κυρίες των άλλοτε κατάφωτων επαύλεων είχαν διώξει τις Φιλιππινέζες τους και σφόγγιζαν πεσμένες στα γόνατα τα πατώματα νεόπτωχων νοικοκυριών, σε μιαν ένδειξη άκρας ταπείνωσης και ταξικής απάρνησης, διότι δεν υπήρχε χειρότερη απαξία από το να διαθέτει κανείς πλούτο και ευημερία, σπίτι και εξοχικό, σκάφος και τραπεζικό λογαριασμό, γκόμενα και παιδιά που πάνε σε ιδιωτικό σχολείο. Ήταν η μεγαλύτερη ανατροπή αξιών που είχε συμβεί ποτέ, χωρίς καν να μεσολαβήσει επανάσταση.
Και όλοι οι επιχειρηματικοί αστέρες που άλλοτε διαχειρίζονταν το μισό ΑΕΠ της χώρας, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προλεταριοποιηθούν οικειοθελώς ή να πάρουν των οματιών τους και να φύγουν στα ξένα. Χάρισαν τις μετοχές τους στους υπαλλήλους τους, έδωσαν τις επιχειρήσεις τους στο κράτος, δήλωσαν όλο το μαύρο χρήμα που διέθεταν, πλήρωσαν αδιαμαρτύρητα τα πρόστιμα, εξέτισαν αγόγγυστα τις ποινές που τους επιβλήθηκαν και διέκοψαν κάθε οικονομική δραστηριότητα, επιταχύνοντας τη βύθιση όλης της χώρας στην παραγωγική απραξία.
Και όλοι οι εθισμένοι σε ατέλειωτες ώρες τηλοψίας και δημόσιας ρουφιανιάς πολίτες, περιμένοντας με αγωνία την επόμενη αποκάλυψη, την επόμενη καταγγελία, το επόμενο DVD, την επόμενη απολογία, την επόμενη δίωξη, έπεφταν σαν κοτόπουλα στους δρόμους, χτυπιόντουσαν με επιληπτικούς σπασμούς κάθε φορά που εμφάνιζαν στερητικό σύνδρομο. Και τα νοσοκομεία ήταν κατάμεστα από τηλεοπτικά τζάνκι, και η μόνη ανακούφιση που μπορούσαν να τους παρέχουν οι γιατροί ήταν DVD με ατέλειωτες ώρες εκπομπών σε επανάληψη.
Και οι τηλεοπτικοί παραγωγοί, εφηύραν την επιτομή του ριάλιτι, οργανώνοντας μαραθώνιους τηλοψίας. Τις ώρες του live, που τοποθετήθηκε στην prime time ζώνη, στη θέση των δελτίων, το τηλεοπτικό θέαμα ήταν άνθρωποι να παρακολουθούν στην τηλεόραση τους εαυτούς τους που παρακολουθούσαν στην τηλεόραση τους εαυτούς τους, σε μια κατάσταση απόλυτου τηλεοπτικού εγκιβωτισμού.
Και στους δρόμους των πόλεων η κατάσταση ήταν πλέον αφόρητη από τα εκατοντάδες πτώματα αυτοχείρων που υπέκυπταν στην απειλή του διασυρμού, καθώς οι κρυφές κάμερες είχαν διεισδύσει πια ακόμη και στις τουαλέτες των σπιτιών τους και τους απαθανάτιζαν στις ελάχιστες στιγμές απόλαυσης που τους επέτρεπε η ιδιωτικότητα μιας απλής αφόδευσης ή ενός εκτονωτικού αυνανισμού. Και ο κόσμος δεν ενοχλούνταν πια από την αποφορά των σηπόμενων πτωμάτων, καθώς η αυτοχειρία δεν θεωρούνταν πια μια επαρκής τιμωρία για όσους έπεφταν θύματα εκβιασμού των γειτόνων, των συγγενών, των φίλων, των συνεταίρων ή των συναδέλφων τους. Το αίσθημα της κοινής γνώμης και των τηλεοπτικών τιμητών ικανοποιούνταν μόνον από τον μεταθανάτιο διασυρμό της δημόσιας σήψης. Και ανατράπηκε ριζικά η οικολογική ισορροπία των πόλεων που γέμισαν όρνια και κοράκια και θαλασσοπούλια τα οποία τρέφονταν αποκλειστικά από ανθρώπινη σάρκα.
Και καθώς η κοινωνία είχε ακυρώσει όλες τις άλλες αντιθέσεις που κάποτε την διέκριναν σε πλούσιους, φτωχούς και μικρομεσαίους, σε διαχειριστές εξουσίας και υποζύγιά της, διατηρούσε ως μόνη ζωογόνα διάκριση το χωρισμό της σε οπαδούς των αλητών και των ρουφιάνων, των εκβιαστών και των εκβιαζόμενων, των δικαζόμενων και των δικαστών (που ήσαν άλλωστε οι μόνοι ακατάπαυστα εργαζόμενοι δημόσιοι λειτουργοί). Και οι μόνες ενδείξεις πολιτικής ικμάδας της κοινωνίας ήταν τα πλήθη που επευφημούσαν τους νάρκισσους της ενημέρωσης έξω από τα στούντιο ή τα ανακριτικά γραφεία (όπου διαγκωνίζονταν να βρεθούν είτε ως κατήγοροι είτε ως κατηγορούμενοι), και ο εκρηκτικός ακτιβισμός των αναρχικών που βρήκαν ανέλπιστη δικαίωση του συνθήματός τους «αλήτες, ρουφιάνοι δημοσιογράφοι», σε μια εποχή, όμως, που η αλητεία και η ρουφιανιά είχαν καθιερωθεί ως οι μόνες παραγωγικές δραστηριότητες.
Κι όταν ο πλούτος της χώρας εκμηδενίστηκε, όταν οι παραγωγικοί δείκτες έφτασαν στον πάτο, εξαντλήθηκαν και τα τελευταία ενεργειακά αποθέματα που επέτρεπαν να μένουν ανοικτοί τουλάχιστον οι τηλεοπτικοί δέκτες. Το μπλακ άουτ επέβαλε σκοτάδι, οι οθόνες έσβησαν και απέμειναν οι ομιλούσες κεφαλές μόνες, χωρίς θεατές, να βλέπουν τα είδωλα τους σε καθρέφτες κάτω από το χλωμό φως των κεριών, μικρή παρηγοριά στον ναρκισσισμό της 4ης εξουσίας που απολάμβανε να καταβροχθίζει μέχρι τελευταίου κυττάρου τον εαυτό της.
Και μόνο τότε, μέσα στο πηχτό σκοτάδι και στην απόλυτη σιγή, ακούστηκε από το πρωθυπουργικό μέγαρο το δειλό αλλά εναγώνιο ερώτημα: «Μα, ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;» «Άσε, δεν θες να ξέρεις», ακούστηκε η απάντηση από τον προθάλαμο το πρωθυπουργικού γραφείου.
Θερμα συγχαρητηρια!:-)) Πολυ καλοοο
ReplyDeleteΚαυστικός, καταλυτικός, καταβολικός και ρηξικέλευθρος.!
ReplyDelete