Φανταστείτε ότι μια μέρα, μετά το υπουργικό συμβούλιο ή την κυβερνητική επιτροπή, στη νεραντζιά του Μαξίμου δεν περιμένει κανείς εκτός από τους ενστόλους. Ούτε δημοσιογράφος, ούτε καμεραμάν, ούτε ηχολήπτης. Ότι στην καθημερινή ενημέρωση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μιλάει σε κενή αίθουσα. Ότι στο περιστύλιο της Βουλής κανείς δεν κυνηγά «μούρες» για τα δελτία των 8. Ότι στις προγραμματισμένες συνεντεύξεις των υπουργών δεν πατάει ψυχή. Ότι ακόμη κι οι «ρουφιάνοι» και τα «παπαγαλάκια» των υπουργικών γραφείων δεν βρίσκουν κανέναν για να διοχετεύσουν τις ελεγχόμενες «διαρροές» τους. Δεν περιγράφω μια κατάσταση απεργίας. Αλλά ένα εμπάργκο στις επίσημες και ημιεπίσημες πηγές ενημέρωσης. Με τι θα γέμιζαν, άραγε, τα πρωτοσέλιδα, τα τηλεοπτικά δελτία, οι ραδιοφωνικές συχνότητες; Το πιθανότερο είναι ότι θα μεσολαβούσαν μερικά εικοσιτετράωρα αμηχανίας, αλλά σιγά σιγά η μαύρη τρύπα της πληροφόρησης θα γέμιζε από χίλιες δυο αποχρώσεις της αγνοημένης πραγματικότητας, η οποία δεν εξαντλείται στις μαυρόασπρες εικόνες της εξουσίας. Θα μαθαίναμε πράγματα που τώρα εκτοπίζονται από το ενημερωτικό μονοπώλιο: Άνθρωπος δάγκωσε σκύλο. Αλλά και ο σκύλος ανταπέδωσε. Στο ενημερωτικό μας σύμπαν έχουν σχεδόν αποκλειστεί αυτές οι δύο παραδοσιακές σχολές ειδησεογραφίας, που παραπέμπουν στην κανονικότητα της ζωής και στις ηχηρές αποκλίσεις της. Η ενημέρωση έχει εξελιχθεί σε μια σχεδόν αποκλειστική σχέση με την εξουσία. Καθώς η πολιτική συρρικνώνεται όλο και περισσότερο σε επικοινωνία του τίποτα, η δημοσιογραφία γίνεται μελαγχολική αντανάκλασή της. Αυτή, όμως, η αναπηρία της καταρρίπτει και τη βασική μυθολογία της εποχής για την ισχύ της λεγόμενης τέταρτης εξουσίας, που έχει αναχθεί σε πρώτη. Πρόκειται για θεμελιώδη αυταπάτη, που ενδεχομένως τρέφει τον ναρκισσισμό πολλών δημοσιογράφων, αλλά δεν έχει υπόσταση. Η εξουσία των ΜΜΕ είναι μια ετερόφωτη, υπερεκτιμημένη δύναμη. Η μιντιοκρατία έχει ισχύ μόνο στον βαθμό που αναπαράγει τις βασικές αξίες και κοινοτοπίες της ολιγαρχίας της πολιτικής και του χρήματος. Ένα εμπάργκο στα μονοπώλια της πληροφορίας θα μπορούσε να το αποδείξει και πρακτικά.
Φυσικά, δεν ελπίζω σε θαύματα. Χάρη σ’ αυτήν την αυταπάτη, εκτράφηκε και στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας η ενημερωτική φούσκα, της οποίας ζούμε την ηχηρή εξαέρωση. Μέσα σε μια εικοσαετία περάσαμε από το κρατικό μονοπώλιο της ενημέρωσης στην πλημμυρίδα της πληροφορίας. Γίναμε, με καθυστέρηση μισού αιώνα, ο νεοφώτιστος λαός της υπερπληροφόρησης. Κάθε μπακάλης, καραβοκύρης, εργολάβος οικοδομών και βιοτέχνης-προμηθευτής αναλωσίμων για δημόσιες υπηρεσίες αποφάσισε να γίνει μιντιάρχης. Όχι ντε και καλά για να βγάλει λεφτά από το ενημερωτικό προϊόν – παρ’ ότι ήρθαν κι αυτά, και δη σε αφθονία. Αλλά κυρίως για να αναβαθμίσει τις σχέσεις του με την πολιτική εξουσία, χάρη στην αίσθηση πως, ό,τι παίξει στο γυαλί, ό,τι ακουστεί στο ραδιόφωνο, ό,τι τυπωθεί -αλήθεια, ψέμα, δεν έχει σημασία- μπορεί να το χρησιμοποιήσει σαν διαπραγματευτικό χαρτί. Ο Τύπος των ήλων εξελίχθηκε σε Τύπο των φίλων (όταν τους γλείφουμε) ή των σκύλων (όταν τους δαγκώνουμε).
Φυσικά, παίζει ρόλο και η ψυχολογία. «Δια να απολαύσωμεν της εκτιμήσεως του πλήθους…». Το «μέσον» είναι για τον ιδιοκτήτη του πραγματικά το μήνυμα που τον εκτοξεύει από τον μικρόκοσμο της επιχειρηματικής ελίτ στη σκηνή της δημόσιας αναγνώρισης και επιρροής. Τελικά, στην εγχώρια φούσκα της επικοινωνίας προβλήθηκαν τρία παράλληλα και απολύτως συμπληρωματικά φαινόμενα: Το εύκολο χρήμα που εγγυήθηκε η εκρηκτικά αναδυθείσα διαφημιστική αγορά, το επίσης εύκολο χρήμα που εγγυήθηκε το κράτος και η πολιτική εξουσία είτε ως διαφημιστικό χρήμα ή ως εργοληπτική αντιπαροχή για τις επικοινωνιακές «υπηρεσίες» και η ματαιοδοξία του μέσου μιντιάρχη. Ίσχυσε και εδώ η καίρια ψυχολογική παρατήρηση του Άνταμ Σμιθ πως «για τους πλούσιους η κυριότερη λειτουργία του πλούτου τους έγκειται στην επίδειξή του». Και ένα «πριβέ» μέσο εξασφαλίζει τη λειτουργία αυτή.
Και πάλι, όμως, η ισχύς των μιντιοκρατών στην οποία έχουν αποδοθεί χαρακτηριστικά μεταφυσικά, δαιμονικά, είναι σχετική. Δεν είναι η φούσκα των ΜΜΕ που κατέλυσε την αυτονομία της πολιτικής και των πολιτικών, που τους κατέστησε ομήρους ενός ιδιόμορφου συνονθυλεύματος συμφερόντων και ευάλωτους στις δημόσιες και παρασκηνιακές πιέσεις του. Η αυτονομία αυτή έχει προ πολλού καταλυθεί, πολύ πριν η τηλεόραση μπει σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού και καταλάβει κάθε περίσσευμα ελεύθερου χρόνου. Αυτό που σήμερα εικάζουμε ότι συντελείται μέσω του πολυσύνθετου μηχανισμού της επικοινωνίας -με την οθόνη των ομιλουσών κεφαλών, τη διαφήμιση, τις δημοσκοπήσεις, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης- πώς γινόταν πριν από τριάντα-σαράντα χρόνια; Με ραντεβού σε κλειστά γραφεία, με κινητοποιήσεις παρακρατικών μηχανισμών και μυστικών υπηρεσιών, με απευθείας χρηματικές συναλλαγές, με στεγνά πραξικοπήματα ή ωμές ξένες επεμβάσεις. Άρα, οι σχέσεις διαπλοκής της πολιτικής εξουσίας με την επιχειρηματική ελίτ, με την παρακρατική νομενκλατούρα ή τον ξένο παράγοντα προϋπάρχουν. Τα μέσα απλώς παρεμβάλλονται για να τις διαμεσολαβήσουν γλυκά, εύπεπτα, με μια πατίνα διαφάνειας και δημοκρατίας.
Αυτά για να εξισορροπήσουμε τους θεμελιώδεις μύθους της μιντιοκρατίας. Η οποία φαίνεται ότι περνά από τις εκρηκτικές εφηβικές ονειρώξεις στη δημιουργική καταστροφή της ωρίμανσης. Ξέσπασε, λοιπόν, η κρίση των ΜΜΕ. Καιρός ήταν, θα πουν αρκετοί. Αλλά, για ποια κρίση μιλάμε; Υπάρχει η προφανής κρίση της τεχνολογικής μετάβασης. Δεν είναι η πρώτη και, προφανώς, δεν θα είναι η τελευταία. Το ότι το έντυπο μέσο χάνει ιστορικά την αίγλη του θα ήταν βλακεία να μην το δει κανείς. Το νέο ψηφιακό σύμπαν «τρώει» κυκλοφορίες, ροκανίζει έσοδα. Αλλά, αυτό είναι απλώς οι ωδίνες ενός τοκετού που μετατρέπει το χαρτί σε οθόνη υπολογιστή ή εύχρηστο φορητό e-book. Υπάρχει η κρίση της συγκυρίας. Η ύφεση, που ρίχνει την κατανάλωση, μειώνει τις παραγγελίες και βάζει λουκέτα, θα ήταν παράδοξο να μην αποτυπωθεί ανάλογα στα ΜΜΕ. Και υπάρχει η θεσμική κρίση του κλάδου, το σχεδόν υπαρξιακό, διαρθρωτικό πρόβλημα των εγχώριων μιντιαρχών. Θα πρέπει ν’ αποφασίσουν με τι θ’ ασχοληθούν. Με τα καράβια ή με τα μελάνια; Με τις μπουλντόζες ή με τις κάμερες; Με τα κομπιούτερ ή με τα μικρόφωνα; Αν θυμηθούμε όλες τις μικρές και μεγάλες κρίσεις που έχει περάσει το ελληνικό μιντιακό σύμπαν, θα καταλάβουμε την υπαρξιακή διάσταση του προβλήματος (Ποιους αγοράζει σήμερα ο Κοσκωτάς; Πώς ήταν οι τελευταίες εξετάσεις του κυρ-Χρήστου; Ξύπνησε καλά σήμερα ο κυρ-Αριστείδης; Είχε τσαντίλες χθες ο κυρ-Γιώργος; Γιατί; Μήπως χτύπησε αρχαία κανένας εκσκαφέας; Βρε, μπας και τέλειωσε το χαρτζιλίκι της αυτοκράτειρας Γιάννας;).
Η επιχειρηματικότητα των μίντια έχει τις αναπηρίες που περιγράψαμε. Τώρα τις λουζόμαστε και ως παραγωγοί του ενημερωτικού αγαθού και ως καταναλωτές του. Υπάρχει, βεβαίως, και το έσχατο επιχείρημα της επιχειρηματικής ελευθερίας. Είναι ζημιογόνος ο «Ελεύθερος Τύπος» και ο City, τι να κάνουμε; Δεν δικαιούται ο επιχειρηματίας να απαλλάσσεται από τα βαρίδια του; Η επιχειρηματική ελευθερία θα ήταν ένα βάσιμο επιχείρημα υπό δύο όρους: Πρώτον, αν ο επενδυτής προσερχόταν στο πεδίο των ΜΜΕ όχι από χόμπι, ούτε για να αντλήσει πολιτικές υπεραξίες για τις άλλες του δραστηριότητες. Και, δεύτερον, αν αυτή καθαυτή η ενασχόλησή του με τα μίντια δεν είχε επαφή με κρατικούς και κοινωνικούς πόρους. Η οικονομική δέσμευση έναντι της κοινωνίας είναι, λοιπόν, διπλή. Πρώτα γιατί τουλάχιστον το ένα τρίτο των διαφημιστικών εσόδων κάθε μέσου είναι καθαρό χρήμα των φορολογουμένων. Και έπειτα γιατί ο καταναλωτής της ενημέρωσης είναι ο άμεσος ή έμμεσος τελικός χρηματοδότης του, είτε όταν αγοράζει μια εφημερίδα είτε όταν διαλέγει ένα διαφημιζόμενο προϊόν από το ράφι του σούπερ μάρκετ. Επομένως, η ελευθερία να κλείνεις και ν’ ανοίγεις ένα μέσο κάμπτεται από τη νέα ανάγκη που αναδύει η κρίση. Την ανάγκη επιβολής ενός στοιχειώδους κοινωνικού ελέγχου σε όλες τις διαστάσεις της επιχειρηματικότητας των ΜΜΕ: στην κεφαλαιακή επάρκεια, στη διαχειριστική ικανότητα, στις πολυτελείς επιλογές, στη συντήρηση μιας ακριβής και εξαρτημένης επαγγελματικής αριστοκρατίας εις βάρος ενός άνεργου ή κακοπληρωμένου δημοσιογραφικού προλεταριάτου, στην ποιότητα και τη δεοντολογία του ενημερωτικού προϊόντος. Φτάσαμε στο όριο, πιάσαμε πάτο. Χωρίς αυτόν τον έλεγχο, αυτός ο δημόσιος χώρος της επικοινωνίας θα συνεχίσει να εξαρτάται από την κυκλοθυμία της αυτοκράτειρας, τα νεύρα του εθνικού εργολάβου, τα ντιλ του εθνικού διασκεδαστή, τις φιλοδοξίες του επόμενου τηλεστάρ που θα αποφασίσει (με τι χρήματα άραγε;) να προστεθεί στο πάνθεον της μιντιοκρατίας.
Να με συμπαθάς, Γιάννη, αλλά οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι είχαν υποδεχθεί "μετά βαΐων και κλάδων" την εν λόγω κυράτσα και τον ομοκρέβατο χρηματοδότη της. Για να μην επεκταθώ στην άνευ όρων στήριξη της συμμορίας των γαλάζιων τρωκτικών.
ReplyDeleteΟ Τύπος των πιστών σκύλων που αναζητούν (και θα βρουν, σύντομα) νέο αφέντη...