Δύο ειδήσεις που πέρασαν στα ψιλά, αλλά αξίζουν την προσοχή μας. Η πρώτη: στην Ινδία, ένας γιόγκι ηλικίας σχεδόν 90 ετών, εξετάζεται από γιατρούς και ειδικούς ως θαύμα της φύσης μιας και ισχυρίζεται ότι παραμένει άσιτος (και απότιστος) εδώ και 70 χρόνια, από τότε που μυήθηκε στον ασκητισμό. Η δεύτερη: έρευνα Βρετανών επιστημόνων εντόπισε ισχυρές ενδείξεις ότι… η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη. Θα μου πείτε, δεν χρειαζόταν μια έρευνα γι’ αυτό, έχει όμως την αξία του το γεγονός ότι οι επιστήμονες συνδέουν ευθέως τις πολλές ώρες εργασίας με την αύξηση των καρδιοπαθειών και των εμφραγμάτων. Η έρευνα έγινε μεταξύ 6.000 δημοσίων υπαλλήλων (ξέρετε, αυτών των τεμπέληδων που πρέπει να τους κόψουμε και τον 12ο μισθό, που λέει και ο Πάσχος) και μάλιστα για διάστημα 11 ετών.
Τις ειδήσεις αυτές τις σημειώνω επειδή προφανώς η κυβέρνηση (των Αθηνών, των Βρυξελών, της Ουάσιγκτον, δεν έχει και τόση σημασία) έχει μια άλλου είδους αντίληψη για τις βλαβερές συνέπειες της εργασίας (με όλα της τα παρελκόμενα, συμπεριλαμβανομένης της ανεργίας) στην υγεία και στον κύκλο ζωής του ανθρώπου. Για παράδειγμα, η πιο ευφάνταστη πρόβλεψη της ασφαλιστικής απορρύθμισης είναι η σύνδεση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο επιβιώσεως. Η πρόβλεψη αυτή εστιάζεται προφανώς στην πεποίθηση ότι ο μέσος όρος ζωής των ανθρώπων αυξάνεται γραμμικά, δεν έχει ιστορικές παλινδρομήσεις, είναι απλώς μια διαρκής αναμέτρηση του ανθρώπινου είδους με το ίδιο το γενετικό του υλικό και διόλου με τις κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες. Η καλύτερη εκδοχή για την κυβερνητική επιλογή (που είναι άλλωστε και πανευρωπαϊκή) είναι να πιστέψουμε ότι οι εμπειρογνώμονες και οι «τεχνικοί σύμβουλοι» του ΔΝΤ, της Κομισιόν και της Ε.Ε. έχουν ήδη σπεύσει στην Ινδία και έχουν πάρει τη συνταγή επιβίωσης από τον άσιτο εδώ και 70 χρόνια γιόγκι (ο οποίος, προφανώς, δεν έχει και καμία αγωνία να πάρει σύνταξη). Ωστόσο, υποθέτω ότι υπάρχει μια ενοχλητική λεπτομέρειά στο παράδειγμά του: το γεγονός ότι, εκτός από το φαγητό, απέχει απόλυτα και από την εργασία. Εκτός κι αν θεωρήσουμε εργασία τον διαλογισμό.
Πέρα από την πλάκα, θα πρέπει πραγματικά οι μεταρρυθμιστές των συστημάτων συνταξιοδότησης να μας εξηγήσουν από πού τεκμαίρεται η πρόβλεψη ότι από το 2018 και μετά το προσδόκιμο ζωής θα αυξηθεί. Αυτό θα ήταν πολύ πιθανό αν το επίπεδο ευημερίας των κοινωνιών ανέβαινε, αν οι συνθήκες ζωής βελτιώνονταν, αν το ημιθανές κοινωνικό κράτος βελτίωνε τις παροχές του, αν η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας διευκολυνόταν, αν παραγωγικός βίος των ανθρώπων δεν μετατρεπόταν σ’ έναν αγχωτικό μαραθώνιο, πρώτον, για να διατηρήσεις τη δουλειά σου και, δεύτερον, για να αντεπεξέλθεις στο νέο εργασιακό (δηλαδή, εργοδοτικό) όραμα ευελιξίας και παραγωγικότητας.
Η αλήθεια είναι ότι ο θάνατος «αγαπάει» πολύ τα ισοπεδωτικά προγράμματα «εξυγίανσης» των οικονομιών και «εξασθένισης» των κοινωνιών από τις οποίες έχει περάσει ο ολετήρας του ΔΝΤ. Οι βαλτικές χώρες έχουν μια οδυνηρή και πολύ πρόσφατη εμπειρία για το πού οδηγεί η βίαιη μαζική πτώχευση των νοικοκυριών, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, το κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων ή πανεπιστημίων για τα οποία δεν περίσσευαν κρατικές δαπάνες: σε ένα νέο μεταναστευτικό κύμα προς Ευρώπη και ΗΠΑ, αύξηση αυτοκτονιών, μεγάλες ομάδες πληθυσμού χωρίς πρόσβαση σε γιατρούς και φάρμακα. Ίσως είναι πολύ νωρίς για να έχει καταγραφεί αυτή επιδείνωση στο προσδόκιμο ζωής, αλλά η Λατινική Αμερική, με μακρά εμπειρία στα «εξυγιαντικά» προγράμματα του ΔΝΤ, έχει ζοφερές καταγραφές και στο καθαυτό πεδίο του θανάτου.
Το πακέτο «δημοσιονομική εξυγίανση - αποπληθωρισμός μισθών - ελαστικοποίηση εργασίας - ασφαλιστική μεταρρύθμιση», που δίνεται σε δόσεις χημειοθεραπείας-σοκ στην ελληνική κοινωνία, εμπεριέχει αναπόφευκτα και μια δόση θανάτου. Όταν ακόμη και συνταξιούχοι που βρίσκονται ήδη κάτω του ορίου φτώχειας (ακριβώς τη χρονιά την οποία η Ε.Ε. έχει κηρύξει ως έτος κατά της φτώχειας! Μιλάμε, μας δουλεύουν ψιλό γαζί…) εξωθούνται προς τα όρια της πείνας, μόνο το ισχυρό γενετικό υλικό ή ένα θαύμα (ίσως και μερικές ώρες διαλογισμού τη μέρα, σαν τους γιόγκι) μπορεί να αποτρέψει μια μείωση του κύκλου ζωής. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί η φθοροποιός δύναμη της εθνικής κατάθλιψης στην οποία έχουμε περιέλθει, της ενοχοποίησης της κοινωνίας για εγκλήματα άλλων, της μειωμένης αυτοεκτίμησης που εγκαθίσταται σαν τσιμπούρι στη συλλογική συνείδηση. Αλλά, πιο χειροπιαστά αποτελέσματα θα έχει η διεύρυνση της απορρύθμισης στην αγορά εργασίας που θα επιφέρει η αύξηση του ορίου απολύσεων, η μείωση του κόστους της, η συρρίκνωση των δαπανών προς τους οργανισμούς που υποτίθεται ότι προορίζονται για να απαλύνουν τις επιπτώσεις της (παρατηρήσατε με πόση περηφάνια ο κ. Λοβέρδος ανακοίνωσε τη μείωση του ποσοστού των εισφορών που πάνε στον ΟΑΕΔ και την Εργατική Εστία;). Προαναγγέλλεται επίσης (με ανάλογη περηφάνια) η περιστολή των δαπανών περίθαλψης και φαρμακευτικής δαπάνης (υπάρχουν, βέβαια, περιθώρια για περιορισμό της σπατάλης υπέρ προμηθευτών, αλλά με τη σπουδή που υπάρχει για «μέτρα άμεσης απόδοσης» είναι μάλλον βέβαιο ότι θα την πληρώσει κυρίως η συνταγογράφηση των φαρμάκων των συνταξιούχων).
Αλλά, το σημαντικότερο είναι ότι η αύξηση των ορίων ηλικίας και η επιμήκυνση του ελάχιστου χρόνου ασφάλισης στα 40 χρόνια, σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη ύφεση που «εγγυάται» η «εξυγίανση» (των τραπεζικών χαρτοφυλακίων) και την ανεργία, ακυρώνουν κάθε δυνατότητα του μέσου μισθωτού να καταστρώσει ένα στοιχειώδες σχέδιο ζωής: τόσα χρόνια σπουδών, τόσα χρόνια εργασίας, τόσα για την ανάπαυση του συνταξιούχου. Στις συνθήκες της απόλυτης επισφάλειας και ευελιξίας στην αγορά εργασίας, θα είναι καθαρή τύχη να συμπληρώσει κανείς 40 χρόνια εργάσιμου (και ασφαλισμένου) βίου για να πετύχει την ήδη κουτσουρεμένη ανώτατη σύνταξη. Κι αυτό αν υποθέσουμε ότι δεν θα υπάρξει και δεύτερο κύμα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, σύμφωνα με το μνημόνιο κυβέρνησης- Ε.Ε. –ΔΝΤ. Έτσι καταλήγουμε στο ζοφερό σχέδιο ζωής των μεταρρυθμιστών: 5 χρόνια βρεφονηπιακά κι ανυποψίαστα, 25 χρόνια εκπαίδευσης και σπουδών, 40-45 χρόνια εργασίας και… πόσα για τη σύνταξη; Πέντε; Δέκα; Δέκα, βάσει του καλού σεναρίου ότι το προσδόκιμο ζωής δεν θα πέσει. Πέντε, αν μείνει ως έχει ή μειωθεί. Με βάση αυτή την εξέλιξη, τίποτε δεν αποκλείει σε μια δεκαετία τα ασφαλιστικά ταμεία να σφύζουν από πόρους που θα τροφοδοτούν αφειδώς το χρέος των πιστωτών. Οι πιθανότητες να πάρει κανείς πλήρη σύνταξη σε μια λογική ηλικία «απόσυρσης» βαίνουν μειούμενες. Όλο και περισσότεροι θα μένουν όμηροι των ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα η αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων να ανατραπεί θεαματικά υπέρ των πρώτων. Τι θα γίνει τότε; Θα επιστρέψει ο κ. Λοβέρδος ή οι διάδοχοί του τα χρόνια που «έκλεψαν» από τους ανθρώπους; Ή θα μειωθεί το όριο ηλικίας σε αντιστοιχία με ένα πιθανότατα μειωμένο προσδόκιμο επιβιώσεως;
Ο αντίλογος είναι, πέρα από τις παραμετρικές διαστάσεις του Ασφαλιστικού, ότι η διάθεση των ανθρώπων για «απόσυρση» αντιστρέφεται όταν φτάνει η ώρα της σύνταξης. Αλήθεια είναι αυτό. Οι συνταξιούχοι μελαγχολούν στο τέλος του εργασιακού βίου, πολλοί αποφασίζουν να δουλέψουν λίγο ακόμη, να νιώσουν χρήσιμοι, άλλοι διοχετεύουν τη δημιουργική τους ικμάδα σε πράγματα που δεν μετριούνται ως παραγωγικότητα: βοηθούν τα παιδιά και τα εγγόνια τους, γυρίζουν στα χωριά τους, καλλιεργούν τα μποστάνια τους, μαστορεύουν, ταξιδεύουν, προσφέρουν μια άδηλη κοινωνική εργασία που καλύπτει τις μαύρες τρύπες της κρατικής πρόνοιας. Σ’ αυτό το φαινόμενο υπάρχει μια προβολή του μέλλοντος στο οποίο ενστικτωδώς, σε πείσμα των «μεταρρυθμιστών», τείνει η ανθρωπότητα: όταν η εργασία παύει να είναι καταναγκασμός, όταν βγαίνει από το πλαίσιο της εμπορευματικής και εκμεταλλευτικής σχέσης, γίνεται πεδίο ελεύθερης έκφρασης και δημιουργικότητας του ατόμου. Έχουμε εδώ, σε κλίμακα ατομική, το σπέρμα του άλματος που -δεν μπορεί- κάποια από τις επόμενες γενιές θα το ζήσει: του άλματος από το βασίλειο της ανάγκης, στο βασίλειο της ελευθερίας. Όπου, υποθέτω, ο παραγωγικός βίος των ανθρώπων δεν θα χωρίζεται σε εργάσιμο και συντάξιμο.
Να κλείσω με μία ακόμα είδηση που πέρασε στα ψιλά, πέραν των δυο εισαγωγικών: Στη Βολιβία, μία από τις φτωχότερες χώρες της Λ. Αμερικής, την περασμένη Τρίτη ανακοινώθηκε ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, που από το 1996 ήταν τα 65 χρόνια, μειώνεται στα 58 χρόνια. Επίσης, οι ανώτατες συντάξεις (58 χρόνια με 35 χρόνια ασφάλισης) τριπλασιάζονται από τα 800 στα 2.400 μπολιβιάνος. Για την ιστορία, η Βολιβία είναι μία από τις χώρες της Λ. Αμερικής που αρνείται να πληρώσει το «κακό», φορτωμένο με τοκογλυφικά επιτόκια, χρέος της.
Συμπέρασμα; Όπως έλεγε και το τραγούδι, life is too short… Η ζωή είναι πολύ μικρή για να την εμπιστευόμαστε σε μεταρρυθμιστές.
No comments:
Post a Comment