ΜΑΚΥ: Όχι… όχι… όχι ακόμα. Ξεχάστηκα. Αγαπητοί θεατές, είναι έθιμο να λέει ο καταδικασμένος σε θάνατο δυο-τρεις τελευταίες κουβέντες, έτσι για να λευτερώσει την ψυχή του και να ταξιδέψει λαφριά στους ουρανούς. Λοιπόν, αξιότιμες κυρίες και δεσποινίδες και κύριοι, όσο και να σας φαίνεται περίεργο, είμαι αθώος. Γιατί τι κακό μπορεί να κάνει σε τούτο τον κόσμο ένας φουκαράς κατεργάρης μπροστά στους μεγαλοκατεργάρηδες της γης; Πάω στην κρεμάλα επειδή έκλεψα δυο δεκάρες, κι αυτοί που κλέβουν τον ιδρώτα του κοσμάκη θα πεθάνουν στα κρεβάτια τους. Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή μιας τράπεζας; Σκότωσα για να μη με σκοτώσουν, κι αυτοί που σκοτώνουν για να κερδίσουν έχουν αγάλματα στις πλατείες. Με πνίγει το δίκιο μου, μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είμαι μικρός και μ’ έφαγε το ανάστημά μου. Καλή καρδιά λοιπόν, που θα ’λεγε κι ο Μαθιός. Γεια σου κόσμε… Πόλυ… να ξαναπαντρευτείς… Τζένυ… θάνατέ μου, καλή αντάμωση, Ορχήστρα!!!
Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η όπερα της πεντάρας»
No comments:
Post a Comment