Saturday, August 31, 2024

Η αριστερή απόγνωση

Η Εφημερίδα των Συνακτών, 31/8 -1/9/2024


Απο την απαισιοδοξία της σκέψης στην απελπισία της βούλησης. 


Απόγνωση. Δεν βρίσκω πιο κατάλληλη λέξη για να χαρακτηρίσω την ψυχολογία χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια ανέβηκαν πάνω στο κύμα της μεγάλης προσδοκίας και προσπάθησαν να ισορροπήσουν όσο γίνεται περισσότερο όρθιοι πάνω στη σανίδα, το κύμα τούς έριχνε, τους κατάπινε, τους τσάκιζε, αλλά αυτοί ξανά και ξανά εκεί, σαν σέρφερ με τη λαχτάρα του αρχάριου να φτάσει όρθιος στην ακτή. 


Απόγνωση είναι η μόνη λέξη που ταιριάζει σ’ αυτό που νιώθουν για τις εξελίξεις, κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τελικά σε όλο τον αστερισμό της Αριστεράς, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια πίστεψαν στην ευκαιρία και στη δυνατότητα μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Απόγνωση νιώθουν οι αριστεροί άνθρωποι, ή τουλάχιστον όσοι εμπιστεύτηκαν την Αριστερά με μια αξιοσημείωτη για τα δεδομένα της μετεμφυλιακής και της μεταπολιτευτικής περιόδου διάρκεια. Εστω κι αν η διαρκώς μεταλλασσόμενη ηγεσία αυτής της Αριστεράς έκανε τα πάντα για να διαψεύσει αυτή την εμπιστοσύνη. 


Ανεξάρτητα από το τι ψήφισαν στις τελευταίες ευρωεκλογές ή στις εθνικές εκλογές του 2023, ανεξάρτητα από το αν συμμετείχαν ή όχι στις ενδοκομματικές κάλπες για τη διαδοχή Τσίπρα, ανεξάρτητα από το πόσο συμμετείχαν ή παρακολούθησαν τους σεισμούς, τις αντιπαραθέσεις, τις διασπάσεις, τις ανθρωποφαγίες του τελευταίου χρόνου, ακόμη κι άνθρωποι που ήταν αφοσιωμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα κλείνουν τ’ αυτιά τους, σφαλίζουν τα μάτια τους και λένε: «Δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να μαθαίνω, μη μου λες τίποτα». Δεν ξέρω αν κι εσείς συναντάτε στον περίγυρό σας αυτή τη στάση, εγώ έχω την αίσθηση ότι είναι κυρίαρχη. Αυτό είναι το βασικό σύμπτωμα της απόγνωσης των αριστερών ανθρώπων, της αριστερής απόγνωσης, που είναι ένα βήμα πιο πέρα από την απελπισία, στην απελπισία κάπως διασώζονται τα ένστικτα επιβίωσης κι αυτοσυντήρησης, στην απόγνωση χάνονται κι αυτά, υπάρχει μια ολική παραίτηση και άρνηση. (Ο Γκράμσι, που πέρασε μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του στη φυλακή, σύστηνε την απαισιοδοξία της σκέψης και την αισιοδοξία της βούλησης ως συνταγή επιβίωσης των αριστερών στις αλλεπάλληλες ήττες που τους περίμεναν, τώρα η απαισιοδοξία έχει καταλάβει όχι μόνο τη σκέψη και τη βούληση, αλλά και την πράξη, μετατρέπεται σε μια τρομακτική πολιτική και κοινωνική παραλυσία.) 


Συνέδρια, πλατφόρμες, διασπάσεις, συνεδριάσεις οργάνων, δημοψηφίσματα, διαγραφές, προγραφές, γάμοι, γαμήλια πάρτι, ξεκατινιάσματα στο Χ και στο Φου Μπου, εξώδικα, αγωγές, μηνύσεις, βρισίδια, απειλές, προειδοποιήσεις για αποκαλύψεις, μανιφέστα μέσω TikTok, ένα κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα σχεδόν πέντε χρόνια και που πρωταγωνίστησε στο πολιτικό σκηνικό για δεκαπέντε χρόνια, ένα κόμμα που θα άλλαζε την Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά μετάλλαξε μόνο τον εαυτό του, περιδινείται εδώ κι έναν χρόνο γύρω από έναν ναρκισσευόμενο, μαθητευόμενο μάγο της πολιτικής, χωρίς να παράγει ίχνος πολιτικής, πόσο μάλλον αριστερής πολιτικής. 


Αναρωτιέται κανείς αν αυτή η αυτοκραταστροφική εξέλιξη, που ενσπείρει την αριστερή απόγνωση, είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας ή ενός καλά οργανωμένου σχεδίου. Μια σπιθαμή απέχουμε από το να πιστέψουμε την πιο ευφάνταστη θεωρία συνωμοσίας για τους σεναριογράφους και σκηνοθέτες αυτής της α-πολιτικής οπερέτας που εξαχρειώνει ό,τι αριστερό δοκιμάστηκε (έστω κι αν απέτυχε) την τελευταία δεκαπενταετία. Αλλά, όταν παρατηρεί κανείς ότι πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και κομπάρσοι αυτής της θλιβερής οπερέτας, στο πλευρό ή απέναντι από τον φιλόδοξο νέο ιδιοκτήτη του περιδινούμενου ΣΥΡΙΖΑ, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που στα χρόνια των μνημονίων ανταγωνίζονταν σε ριζοσπαστισμό, που στα χρόνια της διακυβέρνησης διαχειρίστηκαν θέσεις ευθύνης και διαπραγματεύτηκαν με την τρόικα κρίσιμες επιλογές και στα χρόνια της αντιπολίτευσης αναλώνονταν περισσότερο στη νομή της εσωκομματικής εξουσίας, παρά στη διαμόρφωση μιας αξιόπιστης και λαϊκά κατανοητής εναλλακτικής πολιτικής, αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα αυτού του χώρου είναι βαθύτατα ανθρωπολογικό. 


Πού φώλιαζαν τόσος πολιτικός εγωισμός, όλη η αλαζονεία, η αμοιβαία απέχθεια, ακόμη και το μίσος ανάμεσα σε ανθρώπους που υπόσχονταν να υπηρετήσουν συλλογικά συμφέροντα και οράματα, που έθεταν τη διαφωνία τους στην υπηρεσία της σύνθεσης κι όχι της καρεκλομαχίας; Αν υπάρχουν έστω και λίγοι μέσα σε αυτό το σπαρασσόμενο πολιτικό δυναμικό που αντιλαμβάνονται τι ζημιά, πόση καταρράκωση προκαλεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας αυτή η εικόνα, ίσως υπάρχει κάποια ελπίδα. 


Με ορόσημο τον Δεκέμβρη του 2008 -αυτό το απρόβλεπτο, εκρηκτικό προανάκρουσμα της μεγάλης κρίσης-, η ελληνική κοινωνία μπήκε σε μια περίοδο τεράστιας πολιτικής και ιδεολογικής κινητικότητας. Εκανε άλματα, βγήκε κατά εκατομμύρια στους δρόμους και στις πλατείες, για μια περίοδο κατέστησε τη χώρα υπερδύναμη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έκανε την ελίτ της χώρας να τρέμει από φόβο, αποδόμησε το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, ανάγκασε τους δανειστές και εταίρους να αφήσουν στην άκρη τα δημοκρατικά προσχήματα και να μεθοδεύσουν κανονικότατα οικονομικά και θεσμικά πραξικοπήματα και ανέδειξε τη μικρή, αριστερή «συνομοσπονδία» του ΣΥΡΙΖΑ σε όχημα ελπίδας και κόμμα εξουσίας. Για κάποιο διάστημα η Αριστερά απέκτησε μια αδιανόητη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ακτινοβολία, τόση που ίσως τύφλωσε πολλούς από τους χαρισματικούς ή τους άπειρους κι αδέξιους διαχειριστές της, με τα πλούσια ακαδημαϊκά και τεχνοκρατικά προσόντα, αλλά και με τρομακτικό έλλειμμα επαφής με την κοινωνία. Η συμβολή τους στην εξοικείωση της κοινωνικής πλειονότητας με τις αριστερές αξίες και την ιδέα της ριζικής κοινωνικής αλλαγής υπέρ των αδυνάτων ήταν τεράστια. Αλλά εξίσου τεράστια είναι η ευθύνη τους για την καταρράκωση αυτών των αξιών και ιδεών, για την εγκατάλειψη χιλιάδων ανθρώπων σ’ αυτό που αποκαλώ αριστερή απόγνωση. Είναι μια συντριβή ανάλογη με αυτήν του 1989, όταν οι καρικατούρες σοσιαλισμού στην Ευρώπη κατέρρεαν σαν πύργοι τραπουλόχαρτων και απανταχού κομμουνιστές βρέθηκαν να απολογούνται για εγκλήματα, αντί να υπερασπίζονται οράματα κι επιτεύγματα. 


Το χειρότερο για την ελληνική πολιτική συγκυρία είναι ότι η αριστερή απόγνωση και το έλλειμμα ιδεών, πολιτικής, προγραμμάτων, προσώπων, φορέων, σκέψης και βούλησης για πολιτική και κοινωνική αλλαγή καταγράφεται την ώρα που αρχίζει για τον Μητσοτάκη το μεγάλο τσαλάκωμα. Κι έρχεται από τα κάτω. Γιατί απ’ τα πάνω συνεχίζεται το μεγάλο σιδέρωμα. Και δη με την ευγενική χορηγία της αντιπολίτευσης. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Τώρα που πέφτει πάνω μας άλλη μια άγρια μπόρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Κι αν φλέγεται τριγύρω μας του τίποτα η χώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Τώρα που όλοι συμφωνούν πως είν' κακιά η ώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Κι ώς που να συναντήσουμε της δίψας μας τα δώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Γιάννη Αγγελάκα, «Η γελαστή ανηφόρα» (2013) 


Sunday, August 25, 2024

Τραπεζικές ψηφιακές (αυτ)απάτες

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-25/8/2024

Ζούμε σε έναν ψηφιακό παράδεισο και δεν το εκτιμάμε καθόλου. Αχάριστοι άνθρωποι είμαστε. Ολο το κράτος και όλο το παρα-κράτος μπορούμε να το παίξουμε στα δάχτυλα του ενός χεριού, «κλικάροντας» πάνω σε πλατφόρμες και εφαρμογές που έχουν κατασκευαστεί για να κάνουν τη ζωή μας εύκολη, με λιγότερη αν όχι και χωρίς καθόλου γραφειοκρατία.

Φεύγεις διακοπές, ρίχνεις πίσω σου μια μαύρη πέτρα να, αλλά δεν χάνεις ούτε λεπτό την επαφή σου με τον ψηφιακό πολιτισμό. Στο κινητό και στο λάπτοπ σου έχεις κουβαλήσει τον Πιτσιλή, τον Αδωνη, τον Πιερρακάκη, τον Χατζηδάκη, όλο το υπουργικό συμβούλιο μαζί, όλο το gov.gr, και μαζί τον Μεγάλου, τον Καραβία, τον Μυλωνά κι όλο το τραπεζικό σύστημα, μαζί με τους υπαλλήλους και τα στελέχη του. Εννοείται ότι στις ψηφιακές εκδοχές της ύπαρξής σου έχεις πάντα στα τρίσβαθα της καρδιάς σου τον Μασκ, τον Ζούκεμπεργκ κι όλους τους θεούς του αλγοριθμικού σύμπαντος που φροντίζουν την ενημέρωση, την ψυχαγωγία, την εκτόνωση και την αποχαύνωσή μας. 

Τέλος πάντων, αυτές οι διαστάσεις του ψηφιακού παραδείσου που ανεπιτυχώς προσπάθησα να ειρωνευτώ στην προηγούμενη παράγραφο, τεχνικά και θεωρητικά είναι υπαρκτές, πιθανά να υπάρχουν πολλές χώρες του υπεραναπτυγμένου καπιταλισμού που έχουν δώσει υλική υπόσταση στην ψηφιοποίηση του κράτους, του επιχειρηματικού παρα-κράτους και του παγκόσμιου οικονομικού υπερ-κράτους, υπεραπλουστεύοντας συναλλαγές που άλλοτε θα απαιτούσαν μέρες και μήνες και θα ενέπλεκαν δεκάδες υπαλλήλους και υπηρεσίες. 

Το κίνητρο της ραγδαία και γεωμετρικά επεκτεινόμενης ψηφιοποίησης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής δεν είναι άλλο από το κέρδος, χαζοί δεν είμαστε. Η τεχνολογία από μόνη της δεν έχει κανένα κίνητρο και καμιά βούληση, αυτά είναι ιδιότητες των εμπνευστών, των κατόχων και των χρηστών της. Αλλά το ποια ψηφιακή εφαρμογή και υπηρεσία θα μπει σε λειτουργία κάθε φορά και ποια θα μπει στη βαθιά κατάψυξη είναι επιλογή των κατόχων της. Γι’ αυτό και κάθε εφαρμογή μπορεί να μας πηγαίνει μπροστά (πρόοδος) και ταυτόχρονα να μας πηγαίνει πίσω (συντήρηση ή οπισθοδρόμηση). Για παράδειγμα, μια τεχνολογική καινοτομία μπορεί να καταργεί μια γραφειοκρατική και περιττή συναλλαγή, αλλά ταυτόχρονα να δημιουργεί μια νέα, χρονοβόρα και βασανιστική ψηφιακή γραφειοκρατία. 

Οι τράπεζες, τουλάχιστον οι ελληνικές τράπεζες, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντιφατικής κίνησης προς δυο κατευθύνσεις, της υποτιθέμενης προόδου και της πραγματικής οπισθοδρόμησης. Τουλάχιστον για τους φτωχούς συγγενείς του ψηφιακού εκσυγχρονισμού. Η ψηφιοποίηση των περισσότερων συναλλαγών μας γλίτωσε από χρόνο (αλλά όχι και από χρήμα, αν υπολογίσουμε τις προμήθειες, από τις οποίες οι τράπεζες φουσκώνουν την κερδοφορία τους), αλλά κυρίως γλίτωσε τις ίδιες και από χρόνο, από χρήμα και από προσωπικό. Τα φυσικά καταστήματα μειώνονται, οι φυσικές συναλλαγές σχεδόν απαγορεύονται, τα απομακρυσμένα χωριά υποβάλλονται σε τιμωρητική στέρηση χρήματος κι εμείς, οι πελάτες των τραπεζών, μετατρεπόμαστε σε ακούσιους και απλήρωτους ψηφιακούς υπαλλήλους τους. Η τραπεζική πίστη γίνεται σελφ σέρβις. 

Ουδέν κακόν αμιγές καλού, θα πει κανείς, δεν είναι και το πιο αγαπημένο μέρος του κόσμου μια τράπεζα να περάσεις την ώρα σου, αλλά ιδού ένα μικρό καλοκαιρινό δείγμα του φιάσκου που υπάρχει πίσω από τον ψηφιακό άθλο τους: η αγαπημένη σου τράπεζα σου στέλνει μια νέα χρεωστική ή πιστωτική κάρτα σε αντικατάσταση της παλιάς, γιατί (ερήμην σου) άλλαξε πλατφόρμα και εταίρο στις συναλλαγές με πλαστικό χρήμα. Με ένα ευγενικό γράμμα σε πληροφορεί για την αλλαγή και σε προειδοποιεί ότι η παλιά κάρτα θα λήξει σε ένα με δυο μήνες, γι’ αυτό πρέπει εγκαίρως να ενεργοποιήσεις την καινούργια. Εύκολα, απλά, ψηφιακά, ανέπαφα. Μέσω web banking ή μέσω ATM ή με ένα τηλεφώνημα στο τηλεφωνικό κέντρο της. Ως ψηφιακά ημιαναλφάβητος αρχίζεις από το τελευταίο, στο οποίο μια ψηφιακή περσόνα σε ρωτάει πράγματα, δεν κατανοεί τι της απαντάς, αρνείται πεισματικά να σε συνδέσει με αντιπρόσωπο και στο τέλος σε ευχαριστεί και σε στέλνει στην ευχή του θεού (ή του διαβόλου).

Βήμα δεύτερο, αναγκαστικό. Πηγαίνεις στο ΑΤΜ να ενεργοποιήσεις τη νέα κάρτα και έχοντας πιστέψει τη γραπτή διαβεβαίωση της πιστής σου φίλης ότι δεν χρειάζεται αλλαγή PIN, βάζεις αμέριμνος το παλιό συνθηματικό, αλλά και το μηχάνημα σου βγάζει τη γλώσσα και σου λέει «λάθος PIN»! Αποφασίζεις να κάνεις την ψηφιακή αποκοτιά: ενεργοποίηση της κάρτας μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής. Απλούστατο, τελειώνεις τσακ μπαμ, πόσο χαζός ήσουν να επιμένεις στα απομεινάρια της αναλογικής προϊστορίας! Αλλά όταν πας στο ΑΤΜ να βγάλεις κανένα εικοσάρι, το μηχάνημα επιμένει: «λάθος password». 

Βήμα τρίτο. Η επίσκεψη στην τράπεζα είναι μονόδρομος, αλλά χρειάζεται ραντεβού, το κάνεις -τι να κάνεις;- κι όταν έρχεται η ώρα οι πρόθυμοι υπάλληλοι δεν μπορούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει, προτείνουν να δοκιμάσεις αλλαγή PIN. Το κάνεις κι αυτό στο ΑΤΜ, «επιτυχία!», αλλά και μια δυσοίωνη παρατήρηση την οθόνη: «Τα προσωπικά στοιχεία σας χρειάζονται επικαιροποίηση, αν δεν γίνει άμεσα δεν θα μπορείτε να προχωρήσετε σε συναλλαγές». Ενας μικρός πανικός, επιστροφή στο φυσικό κατάστημα και στον υπάλληλο, που δεν μπορεί να εντοπίσει ποιο ακριβώς δεδομένο σου χρειάζεται επικαιροποίηση, αλλά για να αποτραπούν τα χειρότερα πρέπει να καταθέσεις κανονικά, απτά, χάρτινα αντίγραφα ταυτότητας, εκκαθαριστικού Εφορίας, λογαριασμού μισθοδοσίας, λογαριασμού ρεύματος, κινητής, κι αν τυχόν οι λογαριασμοί δεν είναι στο όνομά σου, να βάλεις και τις σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις, συμπληρωμένες ψηφιακά στον μεγάλο κρατικό αδελφό gov.gr και εκτυπωμένες σε κανονικό χαρτί. 

Κάπως έτσι, κάτω από αυτή τη μικρή στοίβα χαρτιών που πρέπει να καταθέσεις για να επικαιροποιήσεις τα στοιχεία σου, θάβεται ο ψηφιακός άθλος των εγχωρίων τραπεζών. Ο βιαστικός, σχεδόν βίαιος ψηφιακός εκσυγχρονισμός τους με μοναδικό κριτήριο να απαλλαγούν από κόστη που τα μετακύλησαν στους πελάτες τους είναι στην πραγματικότητα η υποκατάσταση της παλιάς χάρτινης γραφειοκρατίας από μιαν εξίσου βασανιστική ψηφιακή γραφειοκρατία. 

Ελληνική ιδιαιτερότητα (πιθανώς παγκόσμια) είναι ότι δίπλα στη νέα ψηφιακή γραφειοκρατία διατηρείται μια χαρά και η παραδοσιακή, χάρτινη. 

ΥΓ. Μόνος ανταγωνιστής των τραπεζών σε αυτό το διπολικό επίτευγμα είναι η ΑΑΔΕ. Για τους δικούς της ψηφιακούς άθλους επιφυλάσσομαι...


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

ΚΟΣΜΟΣ: Αστυνομία, αστυνομία!

ΚΛΕΩΝ: Αστυνομία; Καλώς ορίσατε. Καθήστε παρακαλώ.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Είστε ο ταμίας της Εμποροπιστωτικής Τραπέζης;

ΚΛΕΩΝ: Είμαι και φαίνομαι. Και βούτηξα και το ταμείο. Μια ζωή την έχουμε. Αυτό με πήρε στον λαιμό του. Ηθελα κι εγώ να ζήσω τη ζωή μου. Να γλεντήσω. Να πετάξω κι εγώ. Αλλά δεν τη χάρηκα. Δεν είχα φτερά.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Πουλάκι μου! Ηθελες να πετάξεις, ε; Ωραία. Πάμε τώρα, να σε κλείσουμε στο κλουβάκι σου.

Γιώργου Τζαβέλλα, «Μία ζωή την έχουμε» (1958)


Sunday, August 18, 2024

Η κρυφή γοητεία του εγκλήματος


Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17-18/8/2024


Ο Ρίπλεϊ εισάγει τον Τσίμερμαν στην γοητεία του εγκλήματος. Ντένις Χόπερ, Μπρούνο Γκαντς στην καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά ιστορίας της Χάισμιθ από την τριλογία του Ρίπλει. "Ενας Αμερικανικός φίλος", Βίμ Βέντερς, 1977. 

 Γιατί το καλοκαίρι διαβάζουμε κυρίως αστυνομικά μυθιστορήματα; Γιατί γενικώς μας γοητεύουν οι περίπλοκες αστυνομικές ιστορίες, τα θρίλερ, οι εξιχνιάσεις μυστηρίων ή οι αφηγήσεις εγκλημάτων που μένουν ανεξιχνίαστα και ατιμώρητα; Γιατί μας συγκινεί η παρατηρητικότητα του Ηρακλή Πουαρό, η ηθική ακαμψία του Φίλιπ Μάρλοου, αλλά και ο ψυχωτικός αμοραλισμός του Τομ Ρίπλεϊ; Με ποια πλευρά είμαστε κάθε φορά; Γιατί άλλοτε μας συναρπάζει το έγκλημα και άλλοτε η τιμωρία του;

Κανείς δεν κάθεται σ’ έναν καλοκαιρινό ίσκιο ή στο σπίτι για μεσημεριάτικη σιέστα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι έχοντας απαντήσει σε αυτά ή παρόμοια ερωτήματα. Απλώς, παίρνει μια παλιά Αγκαθα Κρίστι, έναν Τσέιζ, έναν Χάμετ, έναν Τσάντλερ, μια Χάισμιθ, ή έναν καινούργιο Νέσμπο, μια Λάκμπεργκ, κάποιον από τους Σκανδιναβούς, τους Γάλλους ή τους Ελληνες λογοτέχνες που εξελίσσουν το είδος με ή χωρίς πρόθεση, με μοναδική επιδίωξη να μπει στην ατμόσφαιρα του μυστηρίου, του παράδοξου, του απροσδόκητου, του «δεν είναι αυτό που φαίνεται». Δηλαδή, να νιώσει στη διάρκεια της ανάγνωσης την επίδραση των αυξομειούμενων ποσοτήτων αδρεναλίνης που εκκρίνονται στο σώμα ενώ κάποιος απειλείται ή διασώζεται από έναν θανάσιμο κίνδυνο.

Ωστόσο, πέραν του ψυχαγωγικού του πράγματος, υπάρχει μια βαθύτερη σχέση μας με τις αναπαραστάσεις του εγκλήματος, που ξεκινά από την ίδια τη συγκρότηση των κοινωνιών, των «πολιτειών» και των κανόνων τους. Στον πυρήνα των οποίων βρίσκονται οι απαγορεύσεις, δηλαδή το τι ορίζεται ως έγκλημα. Στα ποινικά δίκαια του κατά συνθήκη πολιτισμένου κόσμου ο ορισμός του εγκλήματος είναι εξοργιστικά απλός: «Εγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη της, η οποία τιμωρείται από τον νόμο», λέει το σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα. Ναι, αλλά ποιος αποφασίζει ποια πράξη είναι άδικη και ποια όχι; Αρα, πώς είμαστε σίγουροι ότι μια πράξη είναι έγκλημα και ο αυτουργός της είναι εγκληματίας;

Η πρωταρχική αμφιβολία γι’ αυτά τα ερωτήματα είναι το ίδιο παλιά με το προπατορικό αμάρτημα, την παραβίαση ενός κανόνα που δεν τον όρισε η κατά Βίβλο πρώτη, πυρηνική κοινωνία των πρωτοπλάστων, αλλά μια εξωγενής δύναμη: ο θεός τους, έστω κι αν ήταν ο δημιουργός τους. Αν το δίκαιο ήταν η ολική άγνοια και το έγκλημα ήταν η γνώση, αν η ανταμοιβή για την τήρηση του κανόνα ήταν η καταναλωτική αμεριμνησία στον παράδεισο και η τιμωρία η ίδια η ανθρώπινη φύση όπως την ξέρουμε σήμερα, τότε πρέπει να ευγνωμονούμε την πρώτη εγκληματία στη βιβλική ιστορία της ανθρωπότητας, την Εύα και τον συνεργό της Αδάμ. Διότι ακόμη και κατά τον βιβλικό μύθο, που παρουσιάζει την επίγεια ζωή περίπου σαν τιμωρία, το ανθρώπινο είδος έκανε όλα τα παραγωγικά και τεχνολογικά άλματά του χάρη σε αυτό το πρώτο και τα άλλα πρωταρχικά εγκλήματα.

Η ταλάντευσή μας ανάμεσα στους εγκληματίες και τους διώκτες τους, στο έγκλημα και στην τιμωρία του, η αμφιβολία μας μεταξύ του αδικημένου Κάιν και του ευνοημένου Αβελ, η σαφής συμπάθειά μας στους Μπόνι και Κλάιντ, η προσπάθεια του Τρούμαν Καπότε να κατανοήσει τους δολοφόνους τού «Εν Ψυχρώ», το «μικροσκόπιο» της Χάισμιθ στην εγκληματική ιδιοσυγκρασία του Ρίπλεϊ ή του Ευριπίδη πάνω στα κίνητρα της παιδοκτόνου Μήδειας, εν ολίγοις όλα αυτά τα οποία από την εποχή του Μωυσή και των αρχαίων τραγικών μέχρι τον Στίβεν Κινγκ ή τον Τζο Νέσμπο τροφοδοτούν μικρές και μεγάλες σκοτεινές αφηγήσεις, έχουν στον πυρήνα τους τη θεμελιώδη αμφιβολία: μήπως η διαχωριστική γραμμή δικαίου και αδίκου έχει χαραχτεί λάθος και από τους λάθος ανθρώπους; Τι θα γινόταν αν, για παράδειγμα, είχε υιοθετηθεί ο «κανόνας» του Προυντόν πως «η ιδιοκτησία είναι κλοπή»; Προφανώς, σχεδόν όλοι θα ήμασταν εγκληματίες. Και τι θα γινόταν αν η επαναστατική γαλλική Εθνοσυνέλευση είχε υιοθετήσει την πρόταση του Ντε Σαντ να αποποινικοποιηθεί η κλοπή ως μια αποτελεσματική μορφή της αναγκαίας αναδιανομής πλούτου υπέρ των φτωχών;

Διαβάζουμε, λοιπόν, αστυνομικά μυθιστορήματα γιατί ποθούμε την απόδοση δικαιοσύνης, τελικά γιατί μας πνίγει το δίκιο, χωρίς να είμαστε βέβαιοι σε ποια πλευρά είναι, ποιος το έχει κάθε φορά. Το έγκλημα είναι η απόκλιση από τον κανόνα, αλλά όταν ο κανόνας είναι προβληματικός και ακόμη πιο προβληματικό είναι το καθεστώς που επέβαλε τον κανόνα, σχεδόν αυτονόητα παίρνουμε την πλευρά του «εγκληματία», έστω κι αν από φόβο δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ κάτι παραπάνω από κρυφοί θαυμαστές του.

Ξέρουμε πως η θέσμιση ενός εγκλήματος και της ποινής που του αναλογεί δεν σημαίνει απαραίτητα αποκατάσταση δικαίου, αλλά νομιμοποίηση ήδη συντελεσμένων εγκλημάτων. Πάρτε το κατά συνθήκη πιο αθώο παράδειγμα της περιόδου: τη νέα νομοθεσία για την παράνομη κατάληψη παραλίας από τους επιχειρηματίες της ομπρελοξαπλώστρας και του μπιτσόμπαρου, που διαφημίζει καταιγιστικά το ΥΠΟΙΚ με την καμπάνια «Επ-app»! Η μαζική, μακρόχρονη και προσοδοφόρα καταπάτηση του δημόσιου χώρου καθαγιάζεται μέσα από την παραχώρηση μιας μικρής και καθυστερημένης ελευθερίας των πολιτών να καταγγέλλουν υπερβάσεις ορίων. Κι όλα καλώς καμωμένα. Ετσι, ακόμη και μια δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή μπορεί να παράγει μαζικά εγκλήματα. Μια δημοκρατία, επίσης, μπορεί να συγκαλύπτει εγκλήματα. Μια δικτατορία μπορεί να είναι ολόκληρη ένα έγκλημα, που όμως έχει παραγάγει «δίκαιο» κι έχει απονείμει «δικαιοσύνη».

Ο Μπρεχτ έχει συμπυκνώσει αυτή την αντίφαση στην περίφημη φράση από την Οπερα της Πεντάρας: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Το υπονοούμενο είναι πως το μείζον έγκλημα, η εκχώρηση στο πιστωτικό σύστημα του «δικαιώματος» να παράγει απεριόριστα χρήματα από χρήματα των άλλων, εξαφανίστηκε πίσω από το μικρό έγκλημα, που στο μεταξύ παρήγαγε, τη ληστεία ενός μικρού μικρού μέρους αυτών των χρημάτων.

Με τον κίνδυνο να αδικήσουμε και τους πολλούς καλούς κανόνες που μας έχουν ως είδος σώσει από τον κανιβαλισμό, θα μπορούσαμε να παραφράσουμε τον Μπρεχτ ως εξής: «Τι είναι η τέλεση ενός εγκλήματος μπροστά στη θέσπιση του ποινικού νόμου που το τιμωρεί;».

Κι ύστερα να παρασυρθούμε από την κρυφή γοητεία του εγκλήματος. Προς το παρόν, ως αναγνώστες, βεβαίως.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Ενας φιλόσοφος παράγει ιδέες, ένας ποιητής ποιήματα, ένας παπάς κηρύγματα και εξομολογήσεις, ένας καθηγητής θεωρίες και αναμασημένες στερεότυπες γνώσεις, ένας δημοσιογράφος ειδήσεις (συχνά κατασκευασμένες), ένας σχολιαστής κατευθυνόμενη γνώμη και ούτω καθεξής. Ενας εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Μια εγκληματική οργάνωση, που συγκροτείται από τρεις εγκληματίες και πάνω, παράγει προσχεδιασμένα εγκλήματα σε μεγάλη κλίμακα, προκειμένου να ικανοποιήσει τη ζήτηση παράνομων αγαθών και υπηρεσιών. Για τον σκοπό αυτόν εφαρμόζει ωμή βία ή άλλα κατάλληλα προς εκφοβισμό μέσα, ενεργώντας μέσω επιρροών που διαθέτει, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, στο πολιτικό σύστημα, στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στην οικονομία, στα ΜΜΕ.

Αν καταπιαστούμε ενδελεχώς με τη συνάρτηση του εγκληματικού κλάδου παραγωγής με το σύνολο της κοινωνίας, θα απαλλαχτούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας και οι εγκληματικές οργανώσεις δεν παράγουν μόνο εγκλήματα και εγκληματικές θέσεις εργασίας. Παράγουν και πλούτο που ξεπλένεται και ενσωματώνεται στη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα και, επομένως, δημιουργεί νέες, καθ’ όλα νόμιμες θέσεις εργασίας».


Ιερώνυμος Λύκαρης, «Ακου πτώμα να μαθαίνεις» 

(Η συμβολή του οργανωμένου εγκλήματος στην ανάπτυξη του πλούτου των εθνών: περιορισμένη παραλλαγή της γνωστής «Παρέκβασης (για την παραγωγική εργασία)», που συμπεριέλαβε ο Μαρξ στο πρώτο μέρος των Θεωριών για την Υπεραξία και αποτελεί στοιχείο της πλοκής του μυθιστορήματος). 



Saturday, August 3, 2024

Η χαμένη λαχτάρα του Αυγούστου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 3-4/8/2024

Νάτες όλες λάμπουν από τη λαχτάρα του Αυγούστου, στα νάιντις.
(Από την ταινία του Π. Βούλγαρη, "Ησυχες μέρες του Αυγούστου).


Είναι θέμα ηλικίας; Είναι θέμα συγκυρίας; Μήπως είναι θέμα Μητσοτάκη; Ε, όχι, μην τα ρίχνουμε κι όλα πάνω του, στο κάτω κάτω, βρίσκει και τα κάνει, δεν συναντά και καμιά αντίσταση, καμιά αντίδραση. Αντιπολίτευση δεν έχει, τι να λέμε τώρα, κι αυτή διακοπές θα πάει, θα σκορπίσει σε νησιά, κάμπους και κορφούλες, κι όταν επιστρέψει από Σεπτέμβρη θα αφοσιωθεί στις αγαπημένες της ομφαλοσκοπήσεις, έκαστον κόμμα προσηλωμένο στον δικό του αφαλό, κι αφήστε τον Μητσοτάκη να μας αφαλοκόβει όλους αδάπανα κι ειρηνικά. Είχαμε και μια κρυφή προσδοκία μήπως η κοινωνική αντιπολίτευση κάνει όσα αδυνατεί η πολιτική, αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε, στην κοινωνία επικρατεί μια ιδιότυπη καταστολή, μια ανεξήγητη κατατονία. Ο θρίαμβος του Μητσοτάκη και του μηχανισμού που μας κυβερνά είναι ότι μετέτρεψαν σε σιωπή την απελπισία και τον θυμό των κοινωνικών στρωμάτων που αληθινά υποφέρουν ή δεν περνάνε καθόλου καλά στην αναπτυξιακή φούσκα του Μαξίμου. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Μητσοτάκη είναι ότι ακούγονται μόνο οι κερδισμένοι και αισιόδοξοι. Οι χαμένοι κι απαισιόδοξοι λες κι έχουν βουβαθεί.

Αλλά αλλού το πήγαινα. Αναρωτιέμαι λοιπόν: είναι θέμα ηλικίας ή συγκυρίας (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής) ότι έχει χαθεί η λαχτάρα του Αυγούστου; Εντάξει, κάποιοι μπορεί να τη νιώθουν ακόμη αυτή τη λαχτάρα, τα παιδιά σίγουρα, αν είναι από τα τυχερά που οι γονείς τους ανήκουν στο «ευνοημένο» 50% που θα κάνει έστω και μια βδομάδα διακοπές, ή αν έχουν ένα χωριό, ένα νησί με γιαγιάδες, παππούδες, θείες, θείους και ξαδέλφια να εκτονώσουν όλη τη σωρευμένη ένταση των μηνών εγκλεισμού στις πόλεις και στα σπιρτόκουτα εντοιχισμένης επιβίωσης. Ποιοι άλλοι κρατάνε λίγη από αυτή τη λαχτάρα του θέρους και ειδικά του Αυγούστου; Προφανώς οι 18χρονες/οι που θα επιβραβεύσουν με ολίγες Κυκλάδες την επιτυχία εισαγωγής τους σε κάποιο ΑΕΙ, οι φοιτητές που αντέχουν ακόμη έναν μικρό γύρο νησιών, οι αρχάριοι σεζονάδες που δεν έχουν ακόμη «καεί» σερβίροντας και εξυπηρετώντας τουρίστες 12 ώρες τη μέρα. Και από τους μεγαλύτερους, όσοι έχουν φτιαγμένη «κατάσταση» (ένα εξοχικό, ένα ανακαινισμένο πατρικό με τη θάλασσα σε ανεκτή απόσταση) κι όσοι έχουν καβάτζα τουλάχιστον δύο μισθούς τον χρόνο για να χρηματοδοτήσουν ένα δεκαήμερο διακοπών. Πόσοι είναι αυτοί; Νομίζω ότι το 55%, όπως μετρήθηκε σε έρευνα, που δηλώνει ότι δεν θα κάνει καθόλου διακοπές φέτος είναι εντελώς ρεαλιστικό, μην πω και μετριοπαθές.

Οι μεσήλικες και κάτι παραπάνω, ας πούμε η γενιά της μεταπολίτευσης, ίσως έχουμε τη δυνατότητα ενός απολογισμού για την εξέλιξη της τελετουργίας των καλοκαιρινών διακοπών και της χαμένης λαχτάρας του Αυγούστου. Οι διακοπές, άλλωστε, στην Ελλάδα είναι ξεκάθαρα υπόθεση των τελευταίων πενήντα ή εξήντα ετών, πριν από τη δεκαετία του ’70 οι θερινές διακοπές αφορούσαν μια απειροελάχιστη ελίτ και η τουριστική «βιομηχανία», παρά τη νησιωτικότητα της χώρας, ήταν υποτυπώδης. Χρειάστηκε να ολοκληρωθούν η μετανάστευση του χωριού στην πόλη, η μαζική αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού και η δύσκολη προσαρμογή του, για να γίνει ανάγκη, προϊόν και υπηρεσία η ακριβώς αντίστροφη τάση: η ολιγοήμερη καλοκαιρινή φυγή από την πόλη στο χωριό. Κι όπου δεν υπήρχε «χωριό», πατρώο έδαφος και πατρικό εξοχικό, ο νόστος του Αυγούστου αφορούσε κάθε προορισμό. Στην αρχή αποκλειστικά εντός Ελλάδας, αργότερα στον κόσμο ολόκληρο.

Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, παιδί του Δημοτικού ακόμη, μετρούσα τις μέρες μέχρι να τελειώσει ο Ιούλης, να τρέξουν και λίγες του Αυγούστου, μέχρι να παραδώσει η μάνα μου τα τελευταία ρούχα στις πελάτισσές της, να μπούμε επιτέλους στο λεωφορείο ή στο «αγοραίο» που θα μας μετέφερε στο χωριό, παραθαλάσσιο της Αργολίδας, γι’ αυτή την καθημερινή αυγουστιάτικη τελετουργία: δεκαπέντε λεπτά περπάτημα ώς τη θάλασσα, με στάσεις στα περιβόλια, επιδρομές σε συκιές και καρυδιές, βουτιές σε στέρνες, ατέλειωτες ώρες στη θάλασσα, επιστροφή στο σπίτι, μπάνιο με το λάστιχο ή στη σκάφη, φαΐ στα όρθια, ντύσιμο, έξοδος στην πλατεία, παιχνίδι, γραντζουνισμένα γόνατα, σουβλάκι, επιστροφή, ύπνο βαθύ στρωματσάδα. Απόλαυση με κάθε κύτταρο.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 άρχισε η μεγάλη περιπλάνηση στην άγνωστη Ελλάδα, μια Μύκονος απίθανη ήταν η πρώτη τολμηρή έξοδος, κι έπειτα Αγκίστρι, Πόρος, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, η εγχώρια γεωγραφία της απόλαυσης δεν είχε μπάτζετ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η απόλαυση και λαχτάρα του Αυγούστου απέκτησε μπάτζετ, συχνά ενισχυόμενο από διακοποδάνεια ή καταναλωτικά δάνεια γενικώς, αλλά εμβολιάστηκε (ή δηλητηριάστηκε) με κριτήρια «ποιότητας» που περιόριζε την ποσότητα. Η τουριστική βιομηχανία επέβαλε έναν ανταγωνισμό χλιδής και ιδιωτικότητας, την ίδια ώρα που στο πόπολο άρχισε να συστήνεται το «ολ ινκλούσιβ», φάγετε, πίετε, τούτο γαρ εστί το σώμα και το αίμα μου, μέχρι σκασμού. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, η λαχτάρα του Αυγούστου είχε αναβαθμιστεί εντός συνόρων σε συνθετικά πρότζεκτ ανακάλυψης μη δημοφιλών προορισμών και ψαγμένου, εναλλακτικού τουρισμού και εκτός συνόρων σε τουρισμό πολιτισμικής εμπειρίας. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, εκτός του ότι χρεοκόπησε η χώρα, πτώχευσε και η λαχτάρα του Αυγούστου. Από το 2012 και μετά θυμάμαι τον εαυτό μου με το που αρχίζει να σκάει το καλοκαίρι και ο τζίτζικας με ένα μάγκωμα στην καρδιά και στην τσέπη. «Θα πάμε πουθενά φέτος;». Η ερώτηση άρχισε να πέφτει κατά τα τέλη Μαΐου και έμενε αναπάντητη μέχρι τα τέλη Ιουλίου, αρχές Αυγούστου. Η μεγάλη περιπλάνηση στα ελληνικά αρχιπελάγη είχε πάρει τέλος, πολύ περισσότερο στα άλλα αρχιπελάγη και στις ενδοχώρες του κόσμου. Η λαχτάρα του Αυγούστου έχει δώσει τη θέση της στο άγχος του Αυγούστου, «τι ωραία που είναι η Αθήνα τον Αύγουστο!», αλλά σιγά μην είναι ωραία η Αθήνα τον Αύγουστο, ένα τσιμεντένιο καμίνι είναι, η νοσταλγία της άδειας πρωτεύουσας είναι απομεινάρι της δεκαετίας του ’90 (τι θαυμάσια η ταινία του Βούλγαρη!).

Πού ακριβώς έχει χαθεί η λαχτάρα του Αυγούστου, στα χρόνια που πέρασαν ή στο χρήμα που δεν υπάρχει για να συνεχιστεί η θερινή περιπλάνηση; Αν τουλάχιστον, ελλείψει του δεύτερου, είχαμε τη δυνατότητα να αποταμιεύουμε λίγο από τα πρώτα, τα χρόνια ζωής και έντασης, ίσως κάτι να σωζόταν από αυτή τη λαχτάρα. Αλλά δεν αποταμιεύεται η ένταση...



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εν μέρει καλά τα λέει ο μύθος.
Επρεπε να λογικευτούν λίγο τα τζιτζίκια
να βάζουν στη μπάντα μισό τραγούδι για το κρύο
να εξοικονομούν ολίγη της ύπαρξής τους ασωτεία.

Εξω απ’ το χορό καλά τα λέει ο μύθος.
Πώς αλλιώς να κάνουν τα τζιτζίκια.
Δεν αποταμιεύεται η ένταση.
Δεν θα 'θελε κι αυτή να ζει περισσότερο;
Ομως δεν αποταμιεύεται.
Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει.
Κική Δημουλά, «Υπέρ ασωτείας» (Συλλογή «Χαίρε ποτέ», 1988)