Saturday, May 14, 2011

Μηδενίζοντας το κοντέρ (14/5/2011)

Πέφτουμε στο κενό χωρίς φρένο. Και είναι άγνωστο πότε θα πιάσουμε πάτο. Η πιο φαντεζί ένδειξη αυτής της εξέλιξης είναι οι δημόσιες ομολογίες ευρωκρατών, επιτηρητών, αναλυτών, κυβερνητικών ότι η συνταγή δεν βγαίνει. Ωστόσο, το ουσιαστικότερο σύμπτωμα είναι η προϊούσα κοινωνική αποσύνθεση, άκρως επικίνδυνη, που εκδηλώνεται όχι απαραίτητα στο κεντρικό σήμερα πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, την κρίση χρέους, αλλά σε παρεμπίπτοντα πεδία. Ένας ειδεχθής φόνος, για παράδειγμα, στο παρηκμασμένο κέντρο της Αθήνας γίνεται αφορμή και πρόσχημα για να βγουν τα τρωκτικά στο φως, ανάγοντας σε κεντρική αντίθεση της κοινωνίας το δίπολο «Έλληνες- αλλοδαποί». Ένας φόνος ανυποψίαστου μετανάστη φέρει τη σφραγίδα της ρατσιστικής αντεκδίκησης. Στην Αθήνα, περνούν «μέρες και νύχτες των κρυστάλλων», με πρωτοφανές πογκρόμ των φασιστοειδών εις βάρος κάθε μετανάστη με σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Μια απεργιακή διαδήλωση μετατρέπεται σε μάχη, με παρ’ ολίγον νεκρούς και σοβαρά τραυματίες. Αυτά τα διάχυτα συμπτώματα κοινωνικής απονομιμοποίησης έρχονται να συμπληρώσουν την ήδη καταγεγραμμένη απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Μια ακόμη δημοσκόπηση εμφανίζει τους πολίτες να συσσωρεύονται στον «κανένα» και στο «τίποτα». Σ’ αυτή την εξέλιξη, οι διαμεσολαβητές της «λαϊκής βούλησης» αντιδρούν με τον τρόπο που σάρκαζε ο Μπρεχτ: «Αφού ο λαός έχασε την εμπιστοσύνη του στους πολιτικούς, γιατί δεν τον διαλύουν για να εκλέξουν έναν άλλο;». Αυτό περίπου δεν εκφράζει η φιλολογία περί αναγκαστικής διακομματικής συναίνεσης που με τόση αγωνία ζητούν πλέον επίσημα οι επιτηρητές-δανειστές μας, ακόμη και μέσα στην ελληνική Βουλή;

Εδώ που φτάσαμε η λύση είναι μία: να μηδενίσουμε το κοντέρ. Έτσι κι αλλιώς, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από την προ «μνημονιακής σωτηρίας» περίοδο. Και ο μηδενισμός του κοντέρ, δηλαδή η συζήτηση από το μηδέν όλων των εναλλακτικών λύσεων, με τα ρίσκα τους και τις αβεβαιότητές τους, είναι πράξη αυτοσυντήρησης και ευθύνης. Το ψεύδος του μονόδρομου έχει καταρρεύσει. Και στα μάτια της κοινωνίας και στις ομολογίες των επιτηρητών, «σωτήρων» και πιστωτών. Αυτοί αλληλοσπαράσσονται για τη συνταγή καταστροφής, αλλά ο πραγματικός κίνδυνος είναι να μετατρέψουν τον δικό τους αλληλοσπαραγμό σε δικό μας εμφύλιο.

Το πρώτο που πρέπει να επιβάλουμε ως κοινωνία είναι ένα φρένο. Φρένο στην επιδείνωση της κρίσης χρέους, φρένο και στις πολιτικές που υποδύονται τη θεραπεία, αν και αποτελούν συνταγή επιτάχυνσης του πιστοληπτικού θανάτου της χώρας. Το δεύτερο είναι να ιεραρχήσουμε προτεραιότητες. Στο δικό μου, ΙΧ μανιφέστο, οι προτεραιότητες είναι οι εξής:

Πρώτον. Το πρόβλημά μας είναι πρωτίστως πρόβλημα δημοκρατίας, εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Δεν νοείται, ακόμη και στο πλαίσιο της ανάπηρης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, να θεωρείς αποδεκτό το εξωθεσμικό κονκλάβιο του Λουξεμβούργου, όπου άνθρωποι που δεν εκπροσωπούν τίποτα και κανέναν συζητούν εναλλακτικές «θεραπείες» για το πειραματόζωο Ελλάδα, αλλά να θεωρείς καταστροφική την έκφραση της λαϊκής βούλησης, με εκλογές, με δημοψήφισμα ή με όποιον άλλο συντεταγμένο τρόπο. Θα προκύψει χάος και ακυβερνησία; Πιθανώς, για κάποια περίοδο. Αλλά είναι προτιμότερο ένα διαρκές κοινωνικό χάος, προϊόν των νεοφιλελεύθερων συνταγών; Είναι προτιμότερη η μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο των πιστωτών;

Δεύτερον. Να εντοπίσουμε το πρόβλημα. Και το πρόβλημα δεν είναι η κρίση χρέους. Αυτή είναι το θανάσιμο σύμπτωμα. Το πρόβλημα είναι το οικονομικό μοντέλο που μετατρέπει συστηματικά κοινωνίες, έθνη και οικονομικές ενώσεις σε υποχείρια των άναρχων και αρρύθμιστων αγορών. Είτε μιλούμε για τις αγορές ομολόγων είτε για τα CDS που στοιχηματίζουν στις χρεοκοπίες χωρών είτε για τους οίκους αξιολόγησης, το δεδομένο είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες έχουν παραδώσει άνευ όρων στη διεθνή της τοκογλυφίας τη διαχείριση της χρηματοδότησης και του χρέους των χωρών. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης να ανακτήσουν τον έλεγχο του χρήματος και των μηχανισμών δημιουργίας του.

Τρίτον. Ο έλεγχος του χρήματος και των πηγών του, είτε μιλούμε για μεμονωμένη χώρα είτε για νομισματική ένωση, φέρνει στο προσκήνιο τη νοσηρή σχέση κράτους και τραπεζικής πίστης. Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. με μεγάλη άνεση αποφάσισαν να αποδεσμεύσουν άφθονο χρήμα των φορολογουμένων για διασώσουν τις τράπεζες, θύτες και «θύματα» της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008. Έτσι παρήγαγαν μια ευρωπαϊκή (και παγκόσμια) κρίση χρέους. Τώρα, εμφανίζονται απρόθυμες να διαθέσουν τα ανάλογα για τη διάσωση των υπερχρεωμένων χωρών, επικαλούμενες πάλι τον τραπεζικό κίνδυνο. «Θα καταρρεύσουν οι τράπεζες», είναι το επιχείρημα με το οποίο αποκρούουν την πίεση για ανάκτηση του χρέους. Και είναι προτιμότερο να καταρρεύσουν οι κοινωνίες υπό την πίεση μιας ύφεσης χωρίς ημερομηνία λήξης;

Τέταρτον. Να μετρήσουμε το «σύμπτωμα». Τι χρωστάμε, σε ποιους το χρωστάμε, με ποιους όρους το δανειστήκαμε. Ποιο μέρος του υπηρετούσε πραγματικές δανειακές ανάγκες και ποιο στην πραγματικότητα υπηρετούσε ανάγκες των ίδιων των πιστωτών ή των προμηθευτών της χώρας. Το να ισχυρίζεται κανείς ότι αυτό είναι πολυτέλεια αποτελεί εθελοτυφλία. Η ιστορία του ελληνικού χρέους έχει δύο διαστάσεις: τη διάσταση της εξάρτησης της χώρας από τις «πολυτελείς» ή υπερτιμολογημένες προμήθειες (όπως καταδεικνύουν και τα διερευνώμενα σκάνδαλα μίζας) Ευρωπαίων ή υπερατλαντικών «συμμάχων», και τη διάσταση της εκρηκτικής επέκτασης του πιστωτικού συστήματος την τελευταία εικοσιπενταετία. Το κρατικό χρέος εξέθρεψε τις σχέσεις διαπλοκής των κομμάτων εξουσίας με τους προμηθευτές και, μαζί με το υπερτροφικό ιδιωτικό χρέος, έθρεψε και τις σημερινές ιδιωτικές τράπεζες, που τη δεκαετία του ’80 ή δεν υπήρχαν ή ήσαν ασήμαντες. Οι τράπεζες αυτές είναι στην ουσία κρατικές. Το να πληρώσουν μέρος του χρέους είναι στοιχειώδες. Σαν να επιστρέφουν δανεικά, και μάλιστα καθυστερημένα. Θα αντέξουν; Θα καταρρεύσουν κάποιες; Πιθανό. Αλλά, είναι προτιμότερο να καταρρεύσουν οι άνθρωποι;

Πέμπτον. Η μέτρηση του χρέους είναι η «απογραφή» ή «καταγραφή» που πραγματικά χρειαζόμαστε εδώ και τώρα. Και πρέπει να γίνει με συντεταγμένο, διαφανή τρόπο, και μάλιστα με το κύρος της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Και καθώς η ιστορία του κρατικού χρέους είναι εν μέρει και η ιστορία του πολιτικού συστήματος, των πολιτικών που μετέτρεψαν τη χώρα σε χωματερή χρεογράφων, η «απογραφή» αυτή μπορεί να λειτουργήσει αποκαλυπτικά για τις σχέσεις διαπλοκής και εξάρτησης και τελικά λυτρωτικά και καθαρτικά για τα κόμματα εξουσίας που τις ανέπτυξαν.

Έκτον. Όταν βρεθούμε μπροστά στο πρόβλημα, μετρημένο και κοστολογημένο με σχετική ακρίβεια, μπορούμε να περάσουμε στις εναλλακτικές λύσεις. Να επιλέξουμε, δηλαδή, ποιο μέρος του είναι διαπραγματεύσιμο με όρους ηθικούς και πολιτικούς και ποιο αδιαπραγμάτευτο. Αυτό θα απαιτούσε μια αναστολή πληρωμής του χρέους, με αναντίρρητα ρίσκα εγχώρια και διεθνή, αλλά πόσο μεγαλύτερα είναι τα ρίσκα αυτά από τα καταστροφικά αποτελέσματα του μνημονιακού μονόδρομου; Υπάρχει, άλλωστε, η εμπειρία δεκάδων χωρών που έχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναδιαπραγματευτεί μικρό ή μεγάλο μέρος του χρέους τους. Ποιος από τους υπερκινητικούς τεχνοκράτες μπήκε στον κόπο να ψάξει αν η εμπειρία τους μας είναι σε κάτι χρήσιμη;

Έβδομο. Το βασικό επιχείρημα όσων αρνούνται να κουβεντιάσουν έστω και φιλολογικά εμπειρίες αναδιαπραγμάτευσης και διαγραφής κρατικών χρεών είναι ότι βρισκόμαστε προ του ιστορικά πρωτότυπου δεδομένου μιας κρίσης χρέους στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης. Άρα, μια «αναδιάρθρωση» θα είχε χαοτικά αποτελέσματα σε όλη την Ευρώπη και παγκόσμια. Η διαπίστωση είναι σωστή, το συμπέρασμα, όμως, συζητήσιμο. Χαοτικά θα είναι τα αποτελέσματα αν οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης αφήσουν τη διαχείριση και «αξιολόγηση» της αναδιαπραγμάτευσης αυτής στις χαοτικές αγορές, όπου δρουν αντίρροπες, ανταγωνιστικές δυνάμεις. Αλλά, τι εμποδίζει τις κυβερνήσεις να «παγώσουν» την καταστροφική επίδραση των αγορών μέχρι να επέλθει η κατάσταση της νέας ισορροπίας;

Όγδοο. Επειδή, όμως, η Ε.Ε. έχει τις κυβερνήσεις και ηγεσίες που έχει, αυτές εξακολουθούν να δρουν ασύνταχτα και ανταγωνιστικά και έχουν μετατρέψει τη «σωτηρία» σε μια τιμωρία χωρίς τέλος, τι μπορεί να κάνει μια μεμονωμένη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης; Η μία εναλλακτική είναι να επιλέξει συμμάχους μεταξύ των ανταγωνιζόμενων «ηγεμόνων» της Ε.Ε. και τελικά το είδος υποτέλειας που θα της επιβάλουν. Μνημόνιο επιμήκυνσης ή μνημόνιο νέου δανεισμού; Τι δίλημμα κι αυτό! Υπάρχει άλλη εναλλακτική; Βεβαίως. Η αδιανόητη: εθνικό νόμισμα, μια γερή δόση προστατευτισμού και, κυρίως, ένα στέρεο πρόγραμμα παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της χώρας. Που πρέπει να αποφασίσει αν θα παραμείνει σούπερ μάρκετ γερμανικών προϊόντων και ξενοδοχείο Γάλλων τουριστών ή θα αποκτήσει μια παραγωγική ταυτότητα που θα εξασφαλίζει πρώτα επάρκεια αγαθών και υπηρεσιών για την εγχώρια αγορά κι έπειτα ένα αξιοπρεπές, διακριτό στίγμα στη διεθνή αγορά. Έχει ρίσκα αυτή η εναλλακτική; Πολλά! Αλλά, πόσο πιο ακίνδυνη έχει αποδειχτεί μέχρι σήμερα η επιλογή που βυθίζει την οικονομία σε μακρόχρονη ύφεση, τη χώρα σε ανυποληψία, την εργασία σε μαζική ανεργία, την Ευρώπη σε οριζόντια λιτότητα και τις κοινωνίες της σε επικίνδυνα φλερτ με τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον βίαιο κοινωνικό αυτοματισμό;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (14/5/2011)

Το μηδέν θα κάνω κύκλο
κι εκεί μέσα θα χορεύω
κι ας μην ξέρω πού πηγαίνω
κι ας μην ξέρω τι γυρεύω

Τη ζωή μου μηδενίζω
πάει να πει πως ξαναρχίζω
Τη ζωή μου μηδενίζω
Πίσω δεν ξαναγυρίζω

Βάλαμε φωτιά στα φρένα
Και μας έμεινε το γκάζι
Με ταχύτητες μεγάλες
Μοναχά η γη αλλάζει.
Έτσι μόνο η γη αλλάζει
Με ταχύτητες μεγάλες
Βάλαμε φωτιά στα φρένα
Και μας έμεινε το γκάζι.

Στάχτη γίνανε τα πάντα
Κάηκε το παρελθόν μου
Όλη μου η περιουσία
Στην καρδιά και στο μυαλό μου.
Τη ζωή μου μηδενίζω,
Πάει να πει πως ξαναρχίζω,
Τη ζωή μου μηδενίζω,
Πίσω δεν ξαναγυρίζω...

«Το μηδέν», στίχοι Λάκη Λαζόπουλου, σύνθεση Θάνου Μικρούτσικου

Saturday, May 7, 2011

ΒΛΕΠΩ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΟΥ (7/5/2011)

Ελάχιστοι άνθρωποι στη Δύση λυπήθηκαν για τη δολοφονία του Μπιν Λάντεν. Αρκετά περισσότεροι πρέπει να λυπήθηκαν στην Ανατολή, στον αραβικό και τον ισλαμικό κόσμο, όπου το αίσθημα της αδικίας που όπλισε τον ισλαμικό εξτρεμισμό είναι ίσως ακόμη πιο έντονο απ’ όσο το 2001. Ωστόσο, και αυτοί που λυπήθηκαν, και αυτοί που δεν λυπήθηκαν, και αυτοί που το καταχάρηκαν αντέδρασαν έτσι για τους λάθος λόγους. Στο θρίλερ της δολοφονίας Μπιν Λάντεν (αν υποθέσουμε ότι πράγματι έγινε, αν δούμε ντοκουμέντα της εκτέλεσης κι αν υποθέσουμε ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες δεν έχουν στήσει μία ακόμα «συνωμοσία του αιώνα») υπάρχει μια σαφής πολιτισμική εκτροπή ιστορικών διαστάσεων την οποία χωνεύουμε αμάσητη, ανυποψίαστοι για την καταστροφή που προοιωνίζεται.

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ
βρίσκεται στις φωτογραφίες που ο Λευκός Οίκος, με περισσή αλαζονεία και αμοραλισμό, έδωσε στη δημοσιότητα: ο Αμερικανός πρόεδρος, η υπουργός Εξωτερικών, οι αξιωματούχοι του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών έχουν προσηλωμένα τα βλέμματά τους σε ένα μόνιτορ στο οποίο υποτίθεται ότι παρακολουθούν live την επιχείρηση δολοφονίας του Μπιν Λάντεν. Η αμερικανική κοινωνία είναι εξοικειωμένη με live μεταδόσεις δολοφονιών, ακόμη και πρόεδροί της έχουν δολοφονεί μπροστά σε φωτογραφικές ή τηλεοπτικές κάμερες, αλλά αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Ο φωτογραφικός φακός έχει πιάσει κάποιες ανεπαίσθητες αποχρώσεις στα βλέμματα των κορυφαίων της αμερικανικής ηγεσίας που δείχνουν πιθανά αγωνία, σασπένς, νευρικότητα, πάντως όχι απέχθεια. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει πόσος ρεαλισμός και πόση σκηνοθεσία υπάρχει στις φωτογραφίες αυτές. Άλλωστε, δεν ξέρουμε καν αν πράγματι παρακολουθούν κάτι και τι είναι αυτό.

ΥΠΑΡΧΕΙ ένα σαφέστατο μήνυμα στις σκηνές αυτές. Θυμίζουν λίγο την τελετουργία εκτέλεσης μιας θανατικής καταδίκης, αλλά αποσιωπούν ότι δεν έχει παρεμβληθεί καμιά δημόσια δίκη, καμιά ακροαματική διαδικασία, καμιά απόδοση ποινής από τη θεσμοθετημένη δικαστική διαδικασία. Το μήνυμα των φωτογραφιών είναι ότι οι πρωταγωνιστές τους είναι και δικαστές, και ένορκοι, και εκτελεστές της ποινής. Η απόλυτη ώσμωση των εξουσιών. Αυτοί έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, εν ονόματι όχι μόνο 300 εκατομμυρίων Αμερικανών, αλλά 6 δισεκατομμυρίων πολιτών του κόσμου, να αποφασίσουν αν τελέστηκε ένα έγκλημα, ποιος το τέλεσε, πώς θα δικαστεί και θα καταδικαστεί, πώς θα εκτελεστεί η ποινή του. Η αμερικανική και η διεθνής κοινή γνώμη δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην τελετουργία αυτή. Τους ανακοινώνεται απλώς το αποτέλεσμα. Οι δικαστές- δήμιοι θα αποφασίσουν τι άλλο πρέπει να γνωρίζει η ανθρωπότητα για τους τίτλους τέλους στο δεκαετές θρίλερ που κόστισε δεκάδες χιλιάδες ζωές σε αρκετές χώρες, πρωτίστως στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν, στο Ιράκ. Οι δήμιοι, που αποφάσισαν ότι «έτσι απονέμεται δικαιοσύνη», αποφασίζουν και για τα τεκμήρια απονομής της που θα παρουσιάσουν. Και παρ’ ότι στις πιο πρόσφατες απόπειρες «απονομής δικαιοσύνης» άνοιγαν κι ένα παράθυρο «ζωντανής μετάδοσης» στο παγκόσμιο κοινό (με τις τηλεοπτικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη), αυτοί τη φορά κράτησαν για τον εαυτό τους την «απόλαυση» της ζωντανής παρακολούθησης. Η δολοφονία Μπιν Λάντεν πήρε έτσι τον χαρακτήρα ενός θεάματος για την ελίτ της «αυτοκρατορίας».

ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ και πολλή σκέψη το τι σημαίνει αυτή η τελετουργία για την περίφημη «διεθνή νομιμότητα», έτσι κι αλλιώς προ πολλού πουκάμισο αδειανό. Καθώς η στρατιωτική και οικονομικής ισχύς γίνεται πλέον το μοναδικό κριτήριο για να συγκεντρώσει μια χούφτα ανθρώπων στα χέρια της «όλες τις εξουσίες που πηγάζουν από τον λαό», αλλά και αυτές που πηγάζουν από τις διεθνείς σχέσεις, από άποψη νομικού πολιτισμού επιστρέφουμε περίπου στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τους Ναζί να «απονέμουν δικαιοσύνη» σε όλη την Ευρώπη για τις αδικίες που υπέστησαν μετά τον Α΄ Πόλεμο.

Η «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» αυτού του είδους απονέμεται σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Στη Λιβύη, αίφνης, οι ηγέτες της αυτοκρατορίας αποφασίζουν ποιος θα πεθάνει και ποιος θα ζήσει εν ονόματι της προστασίας των αμάχων, των οποίων οι «τυχαίοι θάνατοι» αποτελούν, υποτίθεται, την εξαίρεση των χειρουργικής ακριβείας βομβαρδισμών. Αλλά, το αν ισχύει πράγματι αυτό το ξέρουν μόνο οι ίδιοι. Ποιων τον θάνατο έχουν παρακολουθήσει live το ξέρουν πάλι οι ίδιοι και οι ίδιοι θα αποφασίσουν, με μια «ανεξάρτητη επιτροπή έρευνας» που θα συγκροτήσουν, για ποιους ακριβώς θανάτους θα μας ενημερώσουν εκ των υστέρων.

ΥΠΑΡΧΕΙ μια ανατριχιαστική αναλογία ανάμεσα στο «Βλέπω τον θάνατό σου Νο 40» που παίζεται στο Πακιστάν, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, ανάμεσα στο θέαμα της πειρατικής εκτέλεσης ενός ανθρώπου, έστω κι αν πρόκειται για τον χειρότερο εγκληματία όλων των εποχών, και στον τρόπο που «απονέμεται δικαιοσύνη» στην παγκόσμια κοινωνία των αγορών. Αν στη θέση του «τρομοκράτη» μπει η χώρα που «εγκληματεί» ενάντια στη δημοσιονομική ορθοδοξία των χαμηλών ελλειμμάτων και του ελεγχόμενου χρέους, αν στη θέση των δικαστών-δημίων μπουν οι ευρωκράτες, οι αλαζονικοί ηγεμόνες της Ευρωζώνης και οι χρυσοκάνθαροι των αγορών και της τραπεζοκρατίας που αποφασίζουν πώς τιμολογείται -σε spreads και σε αποδόσεις CDS- το δημοσιονομικό «έγκλημα» κάθε χώρας, κι αν στη θέση της εκτέλεσης του «εγκληματία» τεθεί ο αργός πιστοληπτικός θάνατος της χώρας, τι έχουμε; Το κουίζ δεν θέλει καν απάντηση. Ίσως χρειάζεται μόνο μια διαφορετική σκηνοθεσία κι ένα διαφορετικό casting στους ρόλους των αυτόκλητων δικαστών- δημίων που υποβάλλουν την ελληνική, την ιρλανδική και την πορτογαλική κοινωνία σε διπλή τιμωρία, ηθική και οικονομική. Ηθική, από τη στιγμή που στήθηκαν στο εδώλιο της διαπόμπευσης ως PIGS, «γουρούνια» της κατά τα λοιπά ενάρετης και καθαρής Ευρώπης και με συνοπτικές διαδικασίες, με μόνους ενόρκους τους κατεξοχήν ενόχους της ευρωπαϊκής κρίσης κρατικού χρέους, τους οίκους της τραπεζικής πίστης και τους συναυτουργούς τους, τους κερδοσκόπους, αποφάνθηκαν για την ενοχή των κοινωνιών, δηλαδή για την πιστωτική τους αφερεγγυότητα. Και οικονομική τιμωρία, από τη στιγμή που οι δήμιοι άρχισαν να εφαρμόζουν τη θανατική καταδίκη των κοινωνιών πριν καν αυτή αποφασιστεί. Αποδοκιμάζοντας μέσω των ιερών αγορών ακόμα και τα πιο σκληρά μέτρα λιτότητας, συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους και εκποίησης του δημόσιου πλούτου. Κραυγάζοντας ύστερα από κάθε κύμα κυβερνητικών ανακοινώσεων: «Κι άλλα, κι άλλα!». Σαν το αιμοδιψές πλήθος του Κολοσσαίου που απαιτούσε μονομαχίες μέχρι τελικής πτώσεως και δεν συγχωρούσε τον ελάχιστο οίκτο στον νικητή.

ΣΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ υπερβολική η αναλογία ανάμεσα στην εκτέλεση Οσάμα και στον πιστοληπτικό θάνατο των υπερχρεωμένων χωρών της Ε.Ε.; Κι όμως, η τελετουργία της οικονομικής εξόντωσης της ελληνικής κοινωνίας εδώ και έναν χρόνο δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει την αμερικανική πειρατεία στο Πακιστάν. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, ιδιαίτερα αυτοί του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης, παρακολουθούν σχεδόν με χαιρεκακία την Ελλάδα να βυθίζεται στην ύφεση και την ανεργία, και τις αγορές να την απομακρύνουν όλο και περισσότερο από το μέλι του δανεισμού. Ακριβώς όπως οι ένοικοι του Λευκού Οίκου, με νευρικά αλλά συναισθηματικά αμέτοχα πρόσωπα, παρακολουθούν όσα η κάμερα του εκτελεστή του Μπιν Λάντεν καταγράφει. Κι όμως, είναι στο χέρι τους να σταματήσουν τους εκτελεστές. Μια πολιτική τους απόφαση μπορεί να ακυρώσει το παιχνίδι των οίκων αξιολόγησης, το διπλό παιχνίδι των τραπεζών με τα CDS, τα στοιχήματα της διεθνούς κερδοσκοπίας πάνω στην ελληνική χρεοκοπία, τα ομόλογα και τα spreads. Αν μάλιστα είχαν την παραμικρή διάθεση να αποκαταστήσουν την «οικονομική δικαιοσύνη», θα έπρεπε να έχουν προ πολλού αντιστρέψει τους ρόλους μεταξύ ενόχων και ενόρκων αυτού του ιδιότυπου έκτακτου πιστωτικού στρατοδικείου που έχουν στήσει. Στο εδώλιο των κατηγορουμένων θα έπρεπε να κάθονται αυτοί που αποδεδειγμένα προκάλεσαν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, την ίδια που μέσα από τις αλλεπάλληλες μεταλλάξεις της κατέληξε σαν ελληνική κρίση. Θα έπρεπε επίσης να κάθονται αυτοί που μετέτρεψαν το ευρώ και τους κανόνες του σε μηχανισμό παραγωγικής αφαίμαξης των ασθενών κρίκων της ΟΝΕ και μεταφοράς πλεονασμάτων στις ηγεμονεύουσες χώρες. Κι αν θέλουμε να μετατρέψουμε τη μεταφορά σε κυριολεξία, θα έπρεπε να απονείμουν «δικαιοσύνη» με την ταχύτητα και την ψυχρότητα με την οποία σχεδίασαν και εκτέλεσαν τον «άρχοντα του τρόμου». Με μια εισβολή κομάντος στα άδυτα του δημοσιονομικού τρόμου, στα dealing rooms μερικών από τις έγκριτες ευρωτράπεζες που πουλάνε στοιχήματα ελληνικής χρεοκοπίας, την ώρα που οι διοικήσεις τους κλαίγονται για το πόσο θα τους κοστίσει ένα «κούρεμα».
Αλλά τι να περιμένει κανείς από ηγεσίες τόσο ταγμένες στη «δικαιοσύνη» της αυτοκρατορίας του χρήματος; Άλλωστε, ακούγοντας την κ. Μέρκελ να δηλώνει «ευτυχής για την εν ψυχρώ εκτέλεση του Μπιν Λάντεν», δεν σας θύμισε πόσο ευτυχής δήλωνε για τα «αποφασιστικά μέτρα που παίρνει η ελληνική κυβέρνηση»; Δηλαδή, τα μέτρα μας…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (7/5/2011)

(Ο Γκούντερ Φρανκ) υπολόγισε τι σημαίνει για μια χιλιανή οικογένεια να προσπαθεί να επιβιώσει με αυτό που ο Πινοτσέτ θεωρούσε «επαρκή μισθό διαβίωσης». Περίπου το 74% του μισθού διοχετευόταν μόνο στην αγορά ψωμιού, με αποτέλεσμα οι οικογένειες να περικόπτουν «πολυτέλειες όπως το γάλα και τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών για να πηγαίνουν στη δουλειά τους… Επιπλέον, πολλά παιδιά δεν είχαν τη δυνατότητα να πίνουν γάλα στο σχολείο, καθώς μία από τις πρώτες ενέργειες της χούντας ήταν να καταργήσει το πρόγραμμα διανομής γάλακτος στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτό, σε συνδυασμό με την οικογενειακή οικονομική ανέχεια, είχε σαν αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερα παιδιά να λιποθυμούν στις τάξεις, ενώ πολλά σταμάτησαν να πηγαίνουν στο σχολείο. Ο Γκούντερ Φρανκ θεώρησε ότι υπήρχε άμεση σχέση ανάμεσα στις βάναυσες οικονομικές πολιτικές που είχαν επιβληθεί από τους πρώην συμφοιτητές του και στη βία που είχε εξαπολύσει ο Πινοτσέτ. Οι συνταγές του Φρίντμαν ήταν τόσο στραγγαλιστικές, ώστε ο αποστάτης του Σικάγου να γράψει πως δεν μπορούσαν «να υλοποιηθούν ή να επιβληθούν, χωρίς τα δύο στοιχεία στα οποία βασίζονταν: τη στρατιωτική ισχύ και την πολιτική τρομοκρατία».

Ναόμι Κλάιν, «Το δόγμα του σοκ»

Friday, April 29, 2011

ΜΑΗΔΕΣ ΚΑΙ ΜΑΓΙΟΞΥΛΑ (29/4/2011)

Όλοι μαδάνε τη μαργαρίτα της αναδιάρθρωσης -θα γίνει, δεν θα γίνει, θα γίνει, δεν θα γίνει, αλλά το δίλημμα δεν περιέχει ούτε ίχνος αγάπης, ούτε σπέρμα επιθυμίας, ούτε καν μια στοιχειώδη αγωνία για το πώς θα ελαχιστοποιηθεί το κόστος της καταστροφής που επιβάλλεται ως λύση στην κοινωνία. Και, καθώς μαδάνε αυτή την ειδικών προδιαγραφών μαργαρίτα, αναρωτιέται κανείς τι είδους μαγιάτικο στεφάνι θα πλέξουν μεθαύριο και τι θα κρεμάσουν στο μαγιόξυλο; Spreads, CDS, επιτόκια, ομόλογα, έντοκα γραμμάτια, παράγωγα κι όλα τα άνθη του κακού;

ΔΙΟΤΙ, το μαγιόξυλο, σύμφωνα με την καπιταλιστική παράδοση των τελευταίων τριών αιώνων, είναι το μόνο που απομένει για τον κόσμο της εργασίας – όλα τα άνθη και οι καρποί που προκύπτουν απ’ αυτούς θερίζονται άπληστα από τον κόσμο του πλούτου. Και ναι μεν η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο, αλλά προηγουμένως πρέπει να περάσει απ’ την κόλαση, είτε αυτή έχει την όψη της απόλυτης στέρησης είτε παίρνει τη μορφή της επίπλαστης και προσωρινής ευημερίας, σκληρά τιμωρούμενης στις περιόδους κρίσης, όπως αυτή που ζει ο κόσμος της Δύσης σήμερα ως κρίση κρατικού χρέους.

ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ, στις Πρωτομαγιές του μακρινού παρελθόντος, στην Πρωτομαγιά του Σικάγο ή στην εποχή της βικτοριανής Αγγλίας, όταν το προλεταριάτο διεκδικούσε απλώς όρους επιβίωσης στο θαύμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης κι εκείνου του πρώτου μεγάλου κύματος παγκοσμιοποίησης, αναρωτιέται κανείς αν αυτά που περιγράφηκαν με μελανά χρώματα ως άγος του καπιταλισμού -η παιδική εργασία, οι καθημερινοί θάνατοι στις στοές των ορυχείων, τα ατέλειωτα ωράρια μπροστά στις μηχανές, η απίστευτη σκληρότητα των εργοδοτών, η αστυνομική βία εις βάρος όσων τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, η άγρια καταστολή των απεργιακών κινημάτων, η απαγόρευση των συνδικάτων- ήταν μια απόκλιση, μια εξαίρεση από τον κανόνα της «καπιταλιστικής νομιμότητας». Ή μήπως η εξαίρεση είναι αυτό που έζησε και απόλαυσε ως κοινωνικό κράτος ο κόσμος της εργασίας κατά τα μεταπολεμικά χρόνια της «κεϊνσιανής συναίνεσης». Σύμφωνα με την οποία ένας μικρός, ελεγχόμενος βαθμός ανακατανομής του πλούτου υπέρ των ασθενέστερων, ένα ελάχιστο δικαιωμάτων, αμοιβής, ασφάλισης πρόνοιας για τον κόσμο της εργασίας και ένα σταθερό πλαίσιο κοινωνικής διαπραγμάτευσης για τον μισθό, το ωράριο εργασίας, την ασφάλεια απέναντι στην ανεργία και στα γηρατειά ήταν απαραίτητα για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος.

ΚΑΙ, ΠΡΑΓΜΑΤΙ, για τις τέσσερις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η συνταγή φάνηκε να δικαιώνει τους εμπνευστές της. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και τα εξίσου υψηλά ποσοστά κέρδους αποτέλεσαν τεκμήρια ότι ο καπιταλισμός καταστάλαξε πια στη φυσική του κατάσταση, βρήκε τη χρυσή ισορροπία στον βαθμό ικανοποίησης που προσέφερε σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.

ΉΤΑΝ, ΛΟΙΠΟΝ, η εξαίρεση ή ο κανόνας η «κεϊνσιανή παρένθεση» που κατέστησε τις Πρωτομαγιές των μεταπολεμικών γενιών ανοιξιάτικους περιπάτους για τον Μάη και το μαγιόξυλο; Μπορούμε να βρούμε την απάντηση και σε όσα συντελούνται γύρω μας, στις μέρες μας στις γονατισμένες από την κρίση οικονομίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Θαρρεί κανείς ότι ο καπιταλισμός βρήκε στο χρέος το ιδεώδες πρόσχημα για να πάρει μια ιστορική ρεβάνς και να βάλει την «κεϊνσιανή συναίνεση» στο αρχείο της Ιστορίας. Πετάει τα φτιασίδια και τα ψιμύθια και επικεντρώνεται στην ουσία: συρρίκνωση του κόστους εργασίας, απορρύθμιση της απασχόλησης, περιστολή κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποίηση κάθε εκδοχής δημόσιου αγαθού. Και, φυσικά, τέτοιου είδους ταξικές επιλογές είναι αδύνατο να αφήσουν ανεπηρέαστη τη δημοκρατία. Τα δημοκρατικά δικαιώματα, που αποτέλεσαν φυσικό συμπλήρωμα της επέκτασης του κοινωνικού κράτους, γίνονται το επόμενο θύμα, όπως καταδεικνύει η πανσπερμία νομοθετημάτων που προωθούνται σε ΗΠΑ και Ευρώπη κατά των συνδικάτων και του δικαιώματός τους να οργανώσουν μια στοιχειώδη άμυνα για τον κόσμο της εργασίας. Βρίσκουν και τα κάνουν, βέβαια, αφού η «παράδοση» εκμαυλισμού και εξαρτήσεων (εργοδοτικών ή κρατικών) στέρησε από τα συνδικάτα το τεκμήριο της αυτονομίας και τα απαξίωσε στα μάτια της κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν καταργεί τον ταξικό και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της πάση θυσία συντριβής και ηθικής εξόντωσής τους (τι πιο χαρακτηριστικό από την περίπτωση της ΓΕΝΟΠ;).

ΑΛΛΑ, ΚΑΙ ΠΑΛΙ, η ευκολία με την οποία επιλέγεται ποιος θα πληρώσει την κρίση χρέους, ο δογματισμός των συνταγών που εκφράζουν πολιτικές τύπου «Σύμφωνο για το ευρώ» και οι «υποσχέσεις» για δεκαετίες μονομερούς λιτότητας που θα απαιτήσει η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας των οικονομιών της Ε.Ε. εξακολουθούν και κρύβονται πίσω από το «έκτακτο» και το «εξαιρετικό» της κατάστασης. Επιχειρούν να πείσουν ότι, ακόμη κι αν χρειαστεί η θυσία μιας ολόκληρης γενιάς, με ακρωτηριασμένα δικαιώματα και εξευτελιστικό κόστος εργασίας, αυτό θα αποτελεί μια εξαίρεση, μια απόκλιση, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ένα αναπόφευκτο καθαρτήριο πριν από την επιστροφή στον καπιταλιστικό παράδεισο.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΚΡΑΥΓΑΛΕΟ, ξεδιάντροπο ψέμα σ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Υπάρχει μια προκλητική αποσιώπηση των λεπτομερειών, των υποσημειώσεων της μεταπολεμικής ευημερίας στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Μπορεί το «θηρίο» να συμπεριφερόταν σαν άκακο αρνί στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη, αλλά στις εκτός έδρας εξορμήσεις του δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τα αιμοβόρα ένστικτά του. Μπορεί οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί εργαζόμενοι να απολάμβαναν ένα αξιοπρεπές επίπεδο μισθών, παροχών και δικαιωμάτων, αλλά ήταν οι ίδιοι οι εργοδότες τους που στις επενδυτικές εξορμήσεις τους στην Ασία, στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική επεδίωκαν κι εξασφάλιζαν τις πιο απάνθρωπες, τις πιο άγριες και ληστρικές συνθήκες εκμετάλλευσης της εργασίας. Η «κεϊνσιανή συναίνεση» στην Ευρώπη έβρισκε το αποκρουστικό alter ego της στην αποικιακού τύπου καπιταλιστική επέκταση σε όλες τις ηπείρους. Ο καπιταλισμός ξανάβρισκε τη «φύση» του στις χώρες όπου ο αυταρχισμός, οι στρατιωτικές δικτατορίες, η καταστολή, η απουσία εργασιακών δικαιωμάτων, τα ημερομίσθια πείνας, η παιδική εργασία, η ευτελής αξία της ανθρώπινης ζωής αποτελούσαν «ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα» για τα μικρά και μεγάλα αναπτυξιακά «θαύματα» που συντελούνταν στην καπιταλιστική περιφέρεια. Άλλωστε, τι πιο χαρακτηριστικό από την εντός απείρων εισαγωγικών «κομμουνιστική» Κίνα, που αποτέλεσε επενδυτικό Ελντοράντο για τη Δύση ακριβώς χάρη σ’ αυτά τα «πλεονεκτήματα»; Και τι ακόμη πιο χαρακτηριστικό από την κοινωνική έκρηξη στις χώρες του Μαγκρέμπ, που εκφράζει υπόρρητα την προσπάθεια να απεξαρτηθούν οι αραβικές κοινωνίες από τους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς όρους αποικιακής εκμετάλλευσης που επέβαλε ή ανέχτηκε η καθωσπρέπει δημοκρατική Δύση;

ΕΠΟΜΕΝΩΣ, οι Πρωτομαγιές του παρόντος και του μέλλοντός μας επιστρέφουν αναπόφευκτα στα fundamentals, που λένε και οι απόφοιτοι του London School of Economics, είτε πήραν το πτυχίο με το σπαθί τους είτε το εξαγόρασαν σαν τον υιό Καντάφι. Επιστρέφουν στο Σικάγο, στη βικτοριανή Αγγλία, στην Αμερική της φυλετικής εκμετάλλευσης όχι μόνο γιατί τα μέχρι χθες αυτονόητα – το οκτάωρο, η προστασία της απασχόλησης, η αμοιβή της εργασίας, η πρόνοια, το κοινωνικό κράτος- αναιρούνται ως βαρίδια της «ανταγωνιστικότητας». Αλλά γιατί ο καπιταλισμός επιστρέφει στον αυταρχικό, απάνθρωπο, καταστροφικό πυρήνα της φύσης του, που στην ουσία δεν απεμπόλησε ποτέ. Αντιθέτως, έπειτα από τρεις δεκαετίες νεοφιλελεύθερης διαπαιδαγώγησης του πολιτικού προσωπικού και της επιστημονικής γραφειοκρατίας, έχει καταφέρει να αναγάγει αυτή τη φύση σε καταθλιπτικό μονόλογο, άκαμπτο δογματισμό της πλειοψηφίας των πολιτικών διαμεσολαβητών και όσων διαχειρίζονται τους όρους αναπαραγωγής του. Δηλαδή, των συστημάτων εξουσίας -σοσιαλδημοκρατικής, συντηρητικής ή ακροδεξιάς εκδοχής- που φλερτάρουν επικίνδυνα με την ιδέα, αν και όποτε χρειαστεί, ν’ απαλλαγούν ακόμη και από την περιττή πατίνα της δημοκρατίας. Μερικές φορές καθίσταται κι αυτή ανταγωνιστικό μειονέκτημα…

ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, για τον κόσμο της εργασίας, πράγματα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν «πασέ», «ντεμοντέ» και γραφικότητες θα αποκτήσουν πιθανότατα μια νέα αίγλη, ίσως με άλλες μορφές. Οι Πρωτομαγιές του μέλλοντός μας επιφυλάσσουν κάποιο νέο Σικάγο, θερμούς Μάηδες, ολάνθιστα μαγιάτικα στεφάνια και, φυσικά, το μαγιόξυλο. Το οποίο, πέρα από τον παγανιστικό, φαλλικό συμβολισμό του, είναι και χρήσιμο ως αμυντικό όπλο. Για ν’ ανοίγει κεφάλια, για παράδειγμα...

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (29/4/2011)

Ποιος έχτισε τη Θήβα την επτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά μόνο βασιλιάδων ονόματα.
Οι βασιλιάδες είχανε τις πέτρες κουβαλήσει;
Και τη Βαβυλώνα που την κατέστρεψαν
πολλές φορές
ποιος τόσο πολλές φορές την έχτισε πάλι;
Της χρυσόλαμπρης Λίμα οι οικοδόμοι
σε ποια σπίτια κατοικούσαν;
Σε ποιο μέρος γύρισαν το βράδυ,
που το Σινικό Τείχος έτοιμο ήταν,
οι χτίστες;

Η μεγάλη Ρώμη γεμάτη ήταν
από αψίδες θριάμβων.
Ποιοι τις είχανε υψώσει;

Πάνω σε ποιους θριάμβευσαν οι Καίσαρες;
Το ξακουστό Βυζάντιο είχε για τους
κατοίκους του παλάτια μόνο;
Ακόμη και στη μυθική Ατλαντίδα,
τη νυχτιά που καταποντιζόταν,
τους σκλάβους τους φωνάζαν οι πνιγμένοι.

Ο νεαρός Αλέξανδρος κατέκτησε τις Ινδίες.
Μόνος αυτός;
Ο Καίσαρ τους Γαλάτες κατενίκησε.
Δεν είχε ουτ’ ένα μάγειρο μαζί του;

Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε,
όταν ο στόλος του βυθίστηκε.
Δεν έκλαψε άλλος κανείς;
Ο Φρειδερίκος ο Β΄ νίκησε στον Επταετή Πόλεμο.
Και ποιος άλλος νίκησε, εκτός από αυτόν;
Κάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος ετοίμαζε τα επινίκια φαγοπότια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας.
Ποιος πλήρωνε τα έξοδά του;

Πόσα πολλά ιστορήματα!
Πόσα πολλά ερωτήματα!

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει», 1935, μετάφραση Μάριου Πλωρίτη.

Thursday, April 21, 2011

Από περιέργεια υπάρχω…(21/4/2011)

Εκατομμύρια σελίδες, δισεκατομμύρια λέξεις σε εκατοντάδες γλώσσες, σε πρόζα και σε ποίηση, μετά μουσικής ή άνευ, εικονογραφημένες ή σε πυκνογραμμένες σελίδες, έχουν συνδυαστεί σε άπειρες εκδοχές για να διατυπώσουν, άλλοτε σεμνά και αβέβαια κι άλλοτε με υπερβολική αλαζονεία και αυτοπεποίθηση, το περίφημο νόημα της ύπαρξης. Της ύπαρξης γενικώς και της ύπαρξής μας ειδικώς, ως θνητών πλασμάτων που κυνηγούν την αθανασία. Κι αυτό, παρ’ ότι δεν είναι αποδεδειγμένο ότι πράγματι έχει κάποιο νόημα η ύπαρξή μας, κάποιο νόημα έξω από τις κατασκευές και τα σχήματα του ανθρώπινου εγκεφάλου, κάποιο νόημα που να έχει υπόσταση όχι μόνο εδώ, άλλα και στον γαλαξία Μ31 και στον αστερισμό Ανδρομέδα, ή σε κάποιο από τα δισεκατομμύρια παράλληλα σύμπαντα που πολλοί επιστήμονες υποθέτουν ότι υπάρχουν, κάνοντας ακόμα πιο απίθανη και ασήμαντη τη μοναδικότητά μας.


ΟΛΑ ΑΥΤΑ,
πλεγμένα με εκατομμύρια λέξεις και αριθμούς, τα οργανώνουμε συχνά σε σφιχτές, συγκροτημένες θεωρίες που ερμηνεύουν εκείνο ή το άλλο φαινόμενο, για το πώς εξελίσσεται η Ιστορία, πώς η ανθρωπότητα κυλά πάνω στις ράγες της προόδου ή της οπισθοδρόμησης, πώς οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις αντιγράφουν σχήματα της φύσης ή τα υπερβαίνουν, για το ποια είναι η φύση του ανθρώπου, πώς αντιμετωπίζει το μυστήριο της ζωής και του θανάτου και γιατί o άνθρωπος, αν και ξέρει πως ό,τι χτίζει στη διάρκεια του σύντομου βίου του στο τέλος θα το αποχωριστεί, επιμένει να το χτίζει, να το γκρεμίζει, να το ανοικοδομεί, να το αναδιαρθρώνει, να το εξωραΐζει και να το υπερασπίζεται. Λέξεις, λέξεις, εκατομμύρια λέξεις διατυπωμένες σε κλειστά ή ανοικτά φιλοσοφικά συστήματα, προϊόντα μεγαλοφυών ανθρώπων από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ντεριντά και από τους Στωικούς μέχρι τον Χόμπς ή τον Ρουσό.

ΚΙ ΟΜΩΣ, μερικές φορές αρκεί μια φράση, μικρή, με ελάχιστες λέξεις, για να τα περικλείσει όλα αυτά σ’ ένα νόημα πυκνό και ταυτόχρονα λαϊκό, κατανοητό ακόμα κι απ’ τον άνθρωπο που βγάζει φλύκταινες στην ιδέα της φιλοσοφίας.

ΑΙΦΝΗΣ, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, αυτός ο μεγαλοφυής Σουηδός σκηνοθέτης που μετέτρεψε τον υπαρξισμό, τη φιλοσοφία, τη θεολογία, την ψυχανάλυση σε χιλιάδες μέτρα σελουλόιντ, μέσα σε σκοτεινές κινηματογραφικές ιστορίες που απαιτούν την προσήλωση, την αφοσίωση, πολλές φορές και την υπομονή του θεατή, αυτός ο φιλόσοφος του σινεμά, αποδομεί και τη φιλοσοφία και το σινεμά και τον ίδιο του τον εαυτό, με μία και μόνη φράση που του αποδίδεται: «Ολόκληρη τη φιλοσοφία την περικλείω σε ένα ρέψιμο». Οποία χυδαιότης… θα πει κανείς. Ίσως πρόκειται, όμως, για μεγαλοφυή αποτύπωση της πραγματικότητας ότι τα ανθρώπινα πλάσματα με τις λαμπερές ιδέες, την εκρηκτική δημιουργικότητα, την ικανότητα ν’ αλλάζουν τον κόσμο και να επιδρούν δημιουργικά ή καταστροφικά στη φύση και στους ίδιους τους εαυτούς τους, είναι ταυτόχρονα ένα σύνολο λειτουργιών που περιλαμβάνουν δυσώδη εκκρίματα και εξαερώσεις, απαραίτητα για να υπάρχει και σκέψη και δημιουργικότητα. Εν ολίγοις, για να το κάνω ακόμη χυδαιότερο κι απ’ τον Μπέργκμαν, χωρίς ρέψιμο δεν υπάρχει ούτε φιλοσοφία.

ΠΩΣ ΜΟΥ ’ΡΘΕ όλη αυτή η αμπελοφιλοσοφία, και σε τόσο ακατάλληλο χώρο; Πού είναι η δική μου φλυαρία για την αναδιάρθρωση; Δεν φταίει η Μεγάλη Εβδομάδα, δεν φταίνε τα πάθη. Φταίει ο Ρασούλης, φταίει κι ο Παπάζογλου που έφυγαν άρον άρον, θυμίζοντάς μας κυρίως πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια από τότε που οι σημερινοί πενηντάρηδες κι εξηντάρηδες, οι γενιές της χούντας και της Μεταπολίτευσης, ήσαν έφηβοι ή νέοι και νόμιζαν ότι είχαν ένα αλάθητο σχέδιο για τη ζωή και για την αλλαγή του κόσμου, χανόντουσαν σε διαβάσματα χιλιάδων σελίδων, κι έψαχναν τη μουσική και την ποίηση της γενιάς τους. Και τη βρήκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, στην «Εκδίκηση της γυφτιάς», εκείνο το «κροσέ» στον μουσικό καθωσπρεπισμό και στη σοβαροφάνεια της γλώσσας που απαγορευόταν να εκφραστεί με μη λόγιο τρόπο, έστω κι αν επρόκειτο να πει μπούρδες. Μέχρι που πλάκωσε η «Γυφτιά», κι άλλαξε το ηχόχρωμα της εποχής, που κινούνταν ανάμεσα σε μεγαλοπρεπή έπη και σε σουξεδάκια των μπουζουκλερί ή των ντίσκο, και μας προσγείωσε όλους στο έπος μιας καθημερινότητας που ντρεπόμασταν μέχρι τότε να την τραγουδήσουμε, παρ’ ότι εξέφραζε πολύ πιο γνήσια τη μεγάλη αντίφαση, αυτή την πάλη ανάμεσα σε παράδοση και εκμοντερνισμό, Ανατολή και Δύση.

ΜΕΓΑΛΟ ΣΟΥΞΕ, η «Γυφτιά» μπήκε στα σαλόνια των δισκογραφικών, ο Ρασούλης και ο πολιτικά πανούργος στίχος του άλωσαν τον επίσημο λόγο, ο Παπάζογλου κι ο Ξυδάκης έβαλαν φωτιά στα όργανα και να που τελικά ακόμη και το τσιφτετέλι ή το ζεϊμπέκικο μπορεί να κάνουν φιλοσοφία (και ποιος τους το απαγόρευσε, θα μου πείτε; Κι όμως…). Γιατί, μέσα σ’ όλο τον νταλκά, τον καημό, τη μοιρολατρία, την αισιοδοξία και τη χαρά που εναλλάσσονται στη «Γυφτιά», και σε πολλά άλλα που ακολούθησαν, πέρασε ανυποψίαστα άλλη μια φράση, σαν αυτές που απαντούν πυκνά και σύντομα στα μεγάλα ερωτήματα για το νόημα της ύπαρξης: «Από περιέργεια υπάρχω κι από καραγκιοζιλίκι».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ τους στίχους του Ρασούλη, προσπαθήστε να ξεχάσετε για λίγο τη μουσική, δέστε τη φιλοσοφική τους συνοχή και την μποέμ κουλτούρα που αναδύουν, αλλά επικεντρωθείτε πάλι στο «μότο»: «Από περιέργεια υπάρχω…» Η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα, βεβαίως, και όχι μόνο αυτή, αλλά η περιέργεια είναι που κάνει τη διαφορά στο είδος μας. Στην πραγματικότητα, όλοι είμαστε συμφιλιωμένοι με τον θάνατο, το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο, είναι σαν να διαβάζουμε βιβλίο ή να βλέπουμε φιλμ νουάρ με την κατάληξή του γνωστή, ωστόσο προσπαθούμε να αντλήσουμε απόλαυση από την πλοκή. Κι η ζωή είναι ένα φιλμ νουάρ, αλλά διαδραστικό, οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι μπορεί να έχουν αποφασίσει μια συγκεκριμένη τροπή των πραγμάτων, κατά κανόνα καταθλιπτική και συντριπτική για τις επιθυμίες των πολλών. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη δυνατή πλοκή. Ο καθένας από μας, και κυρίως η συλλογικότητά μας, μπορεί να δημιουργήσει μια άλλη πλοκή που δεν ανατρέπει το τέλος, αλλά μπορεί να ανατρέψει το ισοζύγιο ευτυχίας και δυστυχίας, απόλαυσης και δυσφορίας που έχουν αποφασίσει οι «σχεδιαστές» της ζωής μας.

ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ για να αρπάξουμε το κοντρόλ που μας δίνει τη δυνατότητα να επιλέξουμε την πλοκή της ζωής είναι η περιέργεια. Υπάρχουμε, και κυρίως δρούμε, από περιέργεια. Και η περιέργεια ήταν, ενδεχομένως, και το κίνητρο του Ναζωραίου που, με προδιαγεγραμμένο το τέλος του, μπήκε σ’ αυτή την απίστευτη περιπέτεια του χριστιανικού έπους, τεστάροντας τη δεκτικότητα εκατομμυρίων ανθρώπων και εκατοντάδων διαδοχικών γενιών σε ένα αμφιλεγόμενο μήνυμα που υπόσχεται τα πάντα για τη μέλλουσα ζωή, αλλά τίποτα για τη μόνη βεβαιότητα που έχουμε στα χέρια μας. Η περιέργεια αυτή, οφείλουμε να ομολογήσουμε, επιβραβεύτηκε με την πιο ανθεκτική ιδεολογία της ανθρώπινης ιστορίας.

ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ υπάρχουμε (την περιέργεια των γεννητόρων μας), από περιέργεια ζούμε, δουλεύουμε, αγοράζουμε αγαθά, στερούμαστε, επιλέγουμε τους πολιτικούς που θα μας κυβερνήσουν, ανεχόμαστε τα συστήματα εξουσίας που αποφασίζουν πώς θα είναι η ζωή μας σήμερα, αύριο ή σε δέκα χρόνια. Και από περιέργεια, συχνά- πυκνά, επιχειρούμε ν’ αλλάξουμε τον σχεδιασμό, ανατρέπουμε τις συνήθειές μας, αλλάζουμε τις επιλογές μας, εξεγειρόμαστε, επαναστατούμε κι επιχειρούμε να επιβάλουμε μια νέα τάξη πραγμάτων.

ΜΙΑ ΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑΣ – πέρα απ’ τον φόβο, τη συνενοχή- ώθησε μια μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων να ανεχτεί, μέχρι στιγμής, το σχέδιο «διάσωσης» της χώρας από την απίστευτη περιπέτεια του χρέους. «Από περιέργεια και από καραγκιοζιλίκι» αποδεχθήκαμε όλους τους μονόδρομους που σήμερα αποδεικνύονται αδιέξοδοι, με κατάληξη στον γκρεμό της αναδιάρθρωσης (αυτής της αγαπημένης λέξης των ημερών που για το 90% των ανθρώπων είναι άγνωστη…) ή στο βάραθρο της χρεοκοπίας. Αυτή η περιέργεια ικανοποιήθηκε καταστροφικά. Game over. Πάμε γι’ άλλα. Οφείλουμε τώρα να δοκιμάσουμε την περιέργειά μας στις αδιανόητες εναλλακτικές λύσεις. Τίποτα και κανείς δεν εγγυώνται βέβαιο αποτέλεσμα, το ρίσκο είναι δεδομένο, οι συγκρούσεις που συνεπάγεται μεγάλες, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο που σώζει τη χώρα, το τραπεζικό σύστημα, τους πιστωτές, τα δημοσιονομικά στοιχεία, τα συστήματα εξουσίας, την ευρωπαϊκή νομενκλατούρα, τις αγορές, τα λαμόγια, τους κερδοσκόπους, τους αεριτζήδες, τους «επενδυτές», τους εκκαθαριστές, τους «μεταρρυθμιστές», τους γραφειοκράτες, τους αποικιοκράτες, τους στρατοκράτες. Δεν έχετε την περιέργεια να δείτε τι θα γίνει χωρίς αυτούς; Ή προτιμάτε να μείνετε στο καραγκιοζιλίκι;

ΚΟΙΤΑ ΠΟΥ Μ’ ΕΦΤΑΣΑΝ ο Παπάζογλου κι ο Ρασούλης. Ακόμη κι εγώ είχα την περιέργεια πού θα καταλήξω…