Εκατομμύρια σελίδες, δισεκατομμύρια λέξεις σε εκατοντάδες γλώσσες, σε πρόζα και σε ποίηση, μετά μουσικής ή άνευ, εικονογραφημένες ή σε πυκνογραμμένες σελίδες, έχουν συνδυαστεί σε άπειρες εκδοχές για να διατυπώσουν, άλλοτε σεμνά και αβέβαια κι άλλοτε με υπερβολική αλαζονεία και αυτοπεποίθηση, το περίφημο νόημα της ύπαρξης. Της ύπαρξης γενικώς και της ύπαρξής μας ειδικώς, ως θνητών πλασμάτων που κυνηγούν την αθανασία. Κι αυτό, παρ’ ότι δεν είναι αποδεδειγμένο ότι πράγματι έχει κάποιο νόημα η ύπαρξή μας, κάποιο νόημα έξω από τις κατασκευές και τα σχήματα του ανθρώπινου εγκεφάλου, κάποιο νόημα που να έχει υπόσταση όχι μόνο εδώ, άλλα και στον γαλαξία Μ31 και στον αστερισμό Ανδρομέδα, ή σε κάποιο από τα δισεκατομμύρια παράλληλα σύμπαντα που πολλοί επιστήμονες υποθέτουν ότι υπάρχουν, κάνοντας ακόμα πιο απίθανη και ασήμαντη τη μοναδικότητά μας.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ, πλεγμένα με εκατομμύρια λέξεις και αριθμούς, τα οργανώνουμε συχνά σε σφιχτές, συγκροτημένες θεωρίες που ερμηνεύουν εκείνο ή το άλλο φαινόμενο, για το πώς εξελίσσεται η Ιστορία, πώς η ανθρωπότητα κυλά πάνω στις ράγες της προόδου ή της οπισθοδρόμησης, πώς οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις αντιγράφουν σχήματα της φύσης ή τα υπερβαίνουν, για το ποια είναι η φύση του ανθρώπου, πώς αντιμετωπίζει το μυστήριο της ζωής και του θανάτου και γιατί o άνθρωπος, αν και ξέρει πως ό,τι χτίζει στη διάρκεια του σύντομου βίου του στο τέλος θα το αποχωριστεί, επιμένει να το χτίζει, να το γκρεμίζει, να το ανοικοδομεί, να το αναδιαρθρώνει, να το εξωραΐζει και να το υπερασπίζεται. Λέξεις, λέξεις, εκατομμύρια λέξεις διατυπωμένες σε κλειστά ή ανοικτά φιλοσοφικά συστήματα, προϊόντα μεγαλοφυών ανθρώπων από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ντεριντά και από τους Στωικούς μέχρι τον Χόμπς ή τον Ρουσό.
ΚΙ ΟΜΩΣ, μερικές φορές αρκεί μια φράση, μικρή, με ελάχιστες λέξεις, για να τα περικλείσει όλα αυτά σ’ ένα νόημα πυκνό και ταυτόχρονα λαϊκό, κατανοητό ακόμα κι απ’ τον άνθρωπο που βγάζει φλύκταινες στην ιδέα της φιλοσοφίας.
ΑΙΦΝΗΣ, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, αυτός ο μεγαλοφυής Σουηδός σκηνοθέτης που μετέτρεψε τον υπαρξισμό, τη φιλοσοφία, τη θεολογία, την ψυχανάλυση σε χιλιάδες μέτρα σελουλόιντ, μέσα σε σκοτεινές κινηματογραφικές ιστορίες που απαιτούν την προσήλωση, την αφοσίωση, πολλές φορές και την υπομονή του θεατή, αυτός ο φιλόσοφος του σινεμά, αποδομεί και τη φιλοσοφία και το σινεμά και τον ίδιο του τον εαυτό, με μία και μόνη φράση που του αποδίδεται: «Ολόκληρη τη φιλοσοφία την περικλείω σε ένα ρέψιμο». Οποία χυδαιότης… θα πει κανείς. Ίσως πρόκειται, όμως, για μεγαλοφυή αποτύπωση της πραγματικότητας ότι τα ανθρώπινα πλάσματα με τις λαμπερές ιδέες, την εκρηκτική δημιουργικότητα, την ικανότητα ν’ αλλάζουν τον κόσμο και να επιδρούν δημιουργικά ή καταστροφικά στη φύση και στους ίδιους τους εαυτούς τους, είναι ταυτόχρονα ένα σύνολο λειτουργιών που περιλαμβάνουν δυσώδη εκκρίματα και εξαερώσεις, απαραίτητα για να υπάρχει και σκέψη και δημιουργικότητα. Εν ολίγοις, για να το κάνω ακόμη χυδαιότερο κι απ’ τον Μπέργκμαν, χωρίς ρέψιμο δεν υπάρχει ούτε φιλοσοφία.
ΠΩΣ ΜΟΥ ’ΡΘΕ όλη αυτή η αμπελοφιλοσοφία, και σε τόσο ακατάλληλο χώρο; Πού είναι η δική μου φλυαρία για την αναδιάρθρωση; Δεν φταίει η Μεγάλη Εβδομάδα, δεν φταίνε τα πάθη. Φταίει ο Ρασούλης, φταίει κι ο Παπάζογλου που έφυγαν άρον άρον, θυμίζοντάς μας κυρίως πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια από τότε που οι σημερινοί πενηντάρηδες κι εξηντάρηδες, οι γενιές της χούντας και της Μεταπολίτευσης, ήσαν έφηβοι ή νέοι και νόμιζαν ότι είχαν ένα αλάθητο σχέδιο για τη ζωή και για την αλλαγή του κόσμου, χανόντουσαν σε διαβάσματα χιλιάδων σελίδων, κι έψαχναν τη μουσική και την ποίηση της γενιάς τους. Και τη βρήκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, στην «Εκδίκηση της γυφτιάς», εκείνο το «κροσέ» στον μουσικό καθωσπρεπισμό και στη σοβαροφάνεια της γλώσσας που απαγορευόταν να εκφραστεί με μη λόγιο τρόπο, έστω κι αν επρόκειτο να πει μπούρδες. Μέχρι που πλάκωσε η «Γυφτιά», κι άλλαξε το ηχόχρωμα της εποχής, που κινούνταν ανάμεσα σε μεγαλοπρεπή έπη και σε σουξεδάκια των μπουζουκλερί ή των ντίσκο, και μας προσγείωσε όλους στο έπος μιας καθημερινότητας που ντρεπόμασταν μέχρι τότε να την τραγουδήσουμε, παρ’ ότι εξέφραζε πολύ πιο γνήσια τη μεγάλη αντίφαση, αυτή την πάλη ανάμεσα σε παράδοση και εκμοντερνισμό, Ανατολή και Δύση.
ΜΕΓΑΛΟ ΣΟΥΞΕ, η «Γυφτιά» μπήκε στα σαλόνια των δισκογραφικών, ο Ρασούλης και ο πολιτικά πανούργος στίχος του άλωσαν τον επίσημο λόγο, ο Παπάζογλου κι ο Ξυδάκης έβαλαν φωτιά στα όργανα και να που τελικά ακόμη και το τσιφτετέλι ή το ζεϊμπέκικο μπορεί να κάνουν φιλοσοφία (και ποιος τους το απαγόρευσε, θα μου πείτε; Κι όμως…). Γιατί, μέσα σ’ όλο τον νταλκά, τον καημό, τη μοιρολατρία, την αισιοδοξία και τη χαρά που εναλλάσσονται στη «Γυφτιά», και σε πολλά άλλα που ακολούθησαν, πέρασε ανυποψίαστα άλλη μια φράση, σαν αυτές που απαντούν πυκνά και σύντομα στα μεγάλα ερωτήματα για το νόημα της ύπαρξης: «Από περιέργεια υπάρχω κι από καραγκιοζιλίκι».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ τους στίχους του Ρασούλη, προσπαθήστε να ξεχάσετε για λίγο τη μουσική, δέστε τη φιλοσοφική τους συνοχή και την μποέμ κουλτούρα που αναδύουν, αλλά επικεντρωθείτε πάλι στο «μότο»: «Από περιέργεια υπάρχω…» Η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα, βεβαίως, και όχι μόνο αυτή, αλλά η περιέργεια είναι που κάνει τη διαφορά στο είδος μας. Στην πραγματικότητα, όλοι είμαστε συμφιλιωμένοι με τον θάνατο, το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο, είναι σαν να διαβάζουμε βιβλίο ή να βλέπουμε φιλμ νουάρ με την κατάληξή του γνωστή, ωστόσο προσπαθούμε να αντλήσουμε απόλαυση από την πλοκή. Κι η ζωή είναι ένα φιλμ νουάρ, αλλά διαδραστικό, οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι μπορεί να έχουν αποφασίσει μια συγκεκριμένη τροπή των πραγμάτων, κατά κανόνα καταθλιπτική και συντριπτική για τις επιθυμίες των πολλών. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη δυνατή πλοκή. Ο καθένας από μας, και κυρίως η συλλογικότητά μας, μπορεί να δημιουργήσει μια άλλη πλοκή που δεν ανατρέπει το τέλος, αλλά μπορεί να ανατρέψει το ισοζύγιο ευτυχίας και δυστυχίας, απόλαυσης και δυσφορίας που έχουν αποφασίσει οι «σχεδιαστές» της ζωής μας.
ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ για να αρπάξουμε το κοντρόλ που μας δίνει τη δυνατότητα να επιλέξουμε την πλοκή της ζωής είναι η περιέργεια. Υπάρχουμε, και κυρίως δρούμε, από περιέργεια. Και η περιέργεια ήταν, ενδεχομένως, και το κίνητρο του Ναζωραίου που, με προδιαγεγραμμένο το τέλος του, μπήκε σ’ αυτή την απίστευτη περιπέτεια του χριστιανικού έπους, τεστάροντας τη δεκτικότητα εκατομμυρίων ανθρώπων και εκατοντάδων διαδοχικών γενιών σε ένα αμφιλεγόμενο μήνυμα που υπόσχεται τα πάντα για τη μέλλουσα ζωή, αλλά τίποτα για τη μόνη βεβαιότητα που έχουμε στα χέρια μας. Η περιέργεια αυτή, οφείλουμε να ομολογήσουμε, επιβραβεύτηκε με την πιο ανθεκτική ιδεολογία της ανθρώπινης ιστορίας.
ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ υπάρχουμε (την περιέργεια των γεννητόρων μας), από περιέργεια ζούμε, δουλεύουμε, αγοράζουμε αγαθά, στερούμαστε, επιλέγουμε τους πολιτικούς που θα μας κυβερνήσουν, ανεχόμαστε τα συστήματα εξουσίας που αποφασίζουν πώς θα είναι η ζωή μας σήμερα, αύριο ή σε δέκα χρόνια. Και από περιέργεια, συχνά- πυκνά, επιχειρούμε ν’ αλλάξουμε τον σχεδιασμό, ανατρέπουμε τις συνήθειές μας, αλλάζουμε τις επιλογές μας, εξεγειρόμαστε, επαναστατούμε κι επιχειρούμε να επιβάλουμε μια νέα τάξη πραγμάτων.
ΜΙΑ ΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑΣ – πέρα απ’ τον φόβο, τη συνενοχή- ώθησε μια μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων να ανεχτεί, μέχρι στιγμής, το σχέδιο «διάσωσης» της χώρας από την απίστευτη περιπέτεια του χρέους. «Από περιέργεια και από καραγκιοζιλίκι» αποδεχθήκαμε όλους τους μονόδρομους που σήμερα αποδεικνύονται αδιέξοδοι, με κατάληξη στον γκρεμό της αναδιάρθρωσης (αυτής της αγαπημένης λέξης των ημερών που για το 90% των ανθρώπων είναι άγνωστη…) ή στο βάραθρο της χρεοκοπίας. Αυτή η περιέργεια ικανοποιήθηκε καταστροφικά. Game over. Πάμε γι’ άλλα. Οφείλουμε τώρα να δοκιμάσουμε την περιέργειά μας στις αδιανόητες εναλλακτικές λύσεις. Τίποτα και κανείς δεν εγγυώνται βέβαιο αποτέλεσμα, το ρίσκο είναι δεδομένο, οι συγκρούσεις που συνεπάγεται μεγάλες, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο που σώζει τη χώρα, το τραπεζικό σύστημα, τους πιστωτές, τα δημοσιονομικά στοιχεία, τα συστήματα εξουσίας, την ευρωπαϊκή νομενκλατούρα, τις αγορές, τα λαμόγια, τους κερδοσκόπους, τους αεριτζήδες, τους «επενδυτές», τους εκκαθαριστές, τους «μεταρρυθμιστές», τους γραφειοκράτες, τους αποικιοκράτες, τους στρατοκράτες. Δεν έχετε την περιέργεια να δείτε τι θα γίνει χωρίς αυτούς; Ή προτιμάτε να μείνετε στο καραγκιοζιλίκι;
ΚΟΙΤΑ ΠΟΥ Μ’ ΕΦΤΑΣΑΝ ο Παπάζογλου κι ο Ρασούλης. Ακόμη κι εγώ είχα την περιέργεια πού θα καταλήξω…
Μεγάλη περιέργεια! Είναι όπως όταν ήμουν παιδί, που έβλεπα Χίτσκοκ κλείνοντας από φόβο το ένα μάτι. Ήξερα πως κάτι κακό θα συνέβαινε, φοβόμουν, αλλά δεν έφευγα...
ReplyDeleteΚαλά να περάσετε τις γιορτές.
Σας διαβαζω παντοτε και καθε φορα με γοητευει, με συγκινει, με διασκεδαζει και με προβληματιζει ο ιδιαιτερος και τοσο ουσιαστικος τροπος της σκεψης σας. Να εισαστε καλα. Καποια στιγμη θα αξιζε ισως να εκδοσετε ενα βιβλιο με επιλογες των μικρων αυτων φιλοσοφικων δοκιμιων.
ReplyDelete