Saturday, May 14, 2022

Η μεταφυσική του κέρδους

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15/5/2022


Εχουμε φτάσει σε σημείο καμπής για τον οικονομικό πολιτισμό μας. Διακυβεύονται αξίες και σταθερές αιώνων. Πρέπει να αποφασίσουμε: Το κέρδος είναι καλό πράγμα και αξίζει να το υπερασπίσουμε ως υπέρτατο υπαρξιακό κίνητρο της παραγωγικής μας δραστηριότητας ή το αντίθετο; Το κέρδος είναι η δίκαιη επιβράβευση της επιχειρηματικότητας και οι διεκδικητές του πρέπει να υπερηφανεύονται γι’ αυτό ή αντιθέτως είναι προϊόν μιας ανήθικης, σκοτεινής και αντικοινωνικής συμπεριφοράς και πρέπει να το κρύβουν κάτω από το χαλί, στα ψιλά γράμματα των ισολογισμών ή σε μια τροπική οφσόρ στον Ειρηνικό; Μήπως υπάρχει κάποιο όριο ηθικής, πολιτικής και κοινωνικής ανοχής του κέρδους και πρέπει απλώς να το βάλουμε κι αυτό στη διατίμηση; 

Οι αποσαφηνίσεις είναι απαραίτητες καθώς φαίνεται ότι με τη μεγαλοθυμία και την πυγμή του Μωυσέως η Ελλάδα θα γίνει πιθανότατα η πρώτη πραγματικά κομμουνιστική κοινωνία στην ιστορία της ανθρωπότητας, αφού προτίθεται να φορολογήσει με το ιλιγγιώδες 90% τα υπερκέρδη των ηλεκτροπαραγωγών, άρα να προβεί στη σχεδόν ολοσχερή απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, υποχρεώνοντας τα αποκαΐδια της ουτοπίας να σκίσουν τις επαναστατικές περγαμηνές τους. Να τα απαλλοτριώσει, εφόσον βέβαια μετρηθούν, ζυγιστούν και ευρεθούν επαρκή. Διότι ακούμε ακόμη στ’ αυτιά μας την αγωνιώδη ανάσα του Αδώνιδος και τελικώς τον ανακουφιστικό αναστεναγμό του πριν κραυγάσει στεντορείως «Να, είδατε, δεν υπάρχουν υπερκέρδη!». 

Μισό, δεν έχουμε καταλάβει, θέτε ή δεν θέτε να υπάρχουν υπερκέρδη στην ενέργεια; Θέτε ή δεν θέτε να αποδώσει το ενεργειακό καζίνο, όπως έχει γίνει σε πολλές καθωσπρέπει μη κομμουνιστικές, εντελώς καπιταλιστικές χώρες της Ε.Ε, κατιτίς από τα δισεκατομμύρια που ενθυλάκωσε από την απογείωση των τιμών στο ρεύμα, στο αέριο, στο πετρέλαιο, ακόμη και στον αέρα τον κοπανιστό (αιολικά) και στον τζάμπα ήλιο (φωτοβολταϊκά); Διότι, έτσι όπως εξελίσσεται το πράγμα, αν πάρουμε τοις μετρητοίς και τις αγωνιώδεις προσπάθειες των καλών συναδέλφων του σχετικού ρεπορτάζ να μας πείσουν πόσο έξω έχει πέσει ακόμη και στους ισχνούς υπολογισμούς της η ΡΑΕ και πόσο μέσα έχουν μπει οι καημένες οι εταιρείες για να δώσουν εκπτώσεις στους πελάτες τους, τη βλέπω τη δουλειά: θα κάνουμε έρανο υπέρ παρόχων και, αντί φορολόγησης των υπερκερδών τους, μάλλον θα φορολογηθούμε εμείς για την κάλυψη των υπερ-ζημιών τους. Τι νομίζετε, εκκλησία κλέβουμε με όσα πληρώνουμε στους λογαριασμούς ρεύματος. 

Σ’ αυτή την ιλαροτραγωδία που εκτυλίσσεται εδώ και μήνες για το αν υπάρχουν ή όχι υπερ-κέρδη (ή υπερ-έσοδα, όπως κατ’ ευφημισμόν βαφτίζεται η απροσδιόριστης πηγής υπεραξία που καταλήγει στα ταμεία των ενεργειακών εταιρειών), αποκαλύπτεται η μυστικιστική, μεταφυσική και τελικά σχιζοειδής σχέση των επιχειρήσεων με το κέρδος. Αν και το κέρδος είναι το απόλυτο κίνητρο της επιχειρηματικότητας, η λογιστική και δημόσια αποτύπωσή του, η κοινωνικοποίησή του τελικά περνάει από άλλα φίλτρα. 

Οταν οι επιχειρηματικοί κολοσσοί απευθύνονται στις αγορές, στους επενδυτές, στους παίκτες των χρηματιστηρίων, στις τράπεζες, στα επενδυτικά κεφάλαια, στους μετόχους, τότε το κέρδος είναι μια αυταξία προς προβολή, επίδειξη, συχνά και προς τεχνητή μεγέθυνση, δηλαδή παραφούσκωμα. Εκεί και τότε υλοποιείται η οξυδερκής παρατήρηση του Ανταμ Σμιθ ότι για τους πλουσίους η κυριότερη ψυχολογική λειτουργία του πλούτου έγκειται στην επίδειξή του. Λειτουργικά κέρδη, οργανικά κέρδη, κέρδη EBITDA, p/e, μηνιαία, τριμηνιαία, ετήσια, όσα μυστικιστικά και δυσανάγνωστα ονόματα κι αν τους δώσουμε, τα κέρδη πρέπει να προβάλλονται, να γαργαλάνε προσδοκίες υπεραποδόσεων, ανόδου των μετοχών και δελεαστικών μερισμάτων σε επενδυτές και μετόχους. Ο κανόνας είναι πως το κέρδος φέρνει κέρδος, κι εδώ δεν χρειάζεται καμιά πρόθεση «υπέρ» ή «υπό», δεν υπάρχει διατίμηση και όριο, τα κέρδη μπορούν να αυξάνονται 10%, 100%, 1000%, 10.000%, απεριόριστα. 

Αλλά όταν το κέρδος πρέπει να εμφανιστεί ενώπιον της κοινωνίας, μπροστά στον μισθωτό της επιχείρησης που ζητάει αύξηση για τη σκληρή δουλειά του, μπροστά στον καταναλωτή που απορεί για την αύξηση της τιμής του προϊόντος ή της υπηρεσίας που του παρέχει η επιχείρηση, μπροστά στον προμηθευτή που ζητάει την εξόφλησή του για πρώτες ύλες και υλικά, στην τράπεζα, που ζητάει τα δόση των δανείων που παρέχει και, κυρίως, μπροστά στη φορολογική Αρχή, δηλαδή στο κράτος που καλείται να παίξει στοιχειωδώς τον ρόλο του ως μέγα αναδιανεμητή του πλούτου, τότε μυστηριωδώς το κέρδος εξαφανίζεται. Συρρικνώνεται ψοφοδεές και ασήμαντο στο μικρότερο δυνατό μέγεθος. Πετά από πάνω του κάθε τι περιττό και επιβαρυντικό –τόκους, φόρους, αποσβέσεις, έξοδα, αμοιβές διοίκησης, απαλλαγές, αναβαλλόμενες φορολογίες– κρύβεται σε περίεργους κωδικούς, σε ακατάληπτους ισολογισμούς, σε βολικές νομοθετικές ρυθμίσεις, ταξιδεύει σε θυγατρικές του εξωτερικού, διακτινίζεται σε υπεράκτιους τραπεζικούς λογαριασμούς, αλλάζει φορολογική πατρίδα, κυνηγώντας τον χαμηλότερο ή μηδενικό συντελεστή. Ιδεωδώς, το κέρδος, η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού, το κατά τεκμήριο κίνητρο οικονομικής «προόδου», μεταμορφώνεται σε μια ξεγυρισμένη ζημιά, μια μαύρη τρύπα την οποία το κράτος –άρα οι φορολογούμενοι– συχνά οφείλουν να καλύψουν σε χρήμα ή σε είδος. Γιατί τι θα γενούμε αν καταρρεύσουν τα επιχειρηματικά βάθρα της κοινωνίας; 

Αποφασίστε, φίλοι μου, γιατί έχουμε ζαλιστεί: Είναι καλό καγαθό πράγμα το κέρδος ή είναι έγκλημα καθοσιώσεως; Θα το διατυμπανίζετε ή θα το εξαφανίζετε; Θα αποδίδετε το ελάχιστο που σας αναλογεί στα φορολογικά έσοδα του κράτους ή θα συνεχιστεί επ’ άπειρον ο αναγκαστικός «έρανος» των υποτελών προς τους επιτελείς, των κάτω προς τους πάνω, των φτωχών προς τους πλούσιους; Μάλλον το δεύτερο, ε; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Πιττακός Υρραδίου Λέσβιος έφη· παρακαταθήκας απόδος. Ανέχου υπό των πλησίον μικρά ελαττούμενος. Τον φίλον κακώς μη λέγε, μηδ᾽ ευ τον εχθρόν· ασυλλόγιστον γαρ το τοιούτον. Δεινόν συνιδείν το μέλλον, ασφαλές το γενόμενον. Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα. Απληστον κέρδος. Κτήσαι αίδια· ευσέβειαν, παιδείαν, σωφροσύνην, φρόνησιν, αλήθειαν, πίστιν, εμπειρίαν, επιδεξιότητα, εταιρείαν, επιμέλειαν, οικονομίαν, τέχνην.

Δημητρίου Φαληρέως, «Των Επτά Σοφών Αποφθέγματα» 


Tuesday, May 10, 2022

Ιστορίες του κ. Κ

 Εφημερίδα των Συντακτών (στήλη ΑΝΩ ΚΑΤΩ), 10/5/2022

Ο κ. Κ αυτού του πονήματος δεν είναι ο Κόινερ του Μπρεχτ, το διαλεκτικό alter ego του κορυφαίου δραματουργού. Ο κ. Κ της δικής μου ιστορίας είναι ένας ευαίσθητος γείτονας που, ενώ διανύει τη δέκατη δεκαετία της ζωής του, δίνει αγώνα με την παράξενη διαλεκτική της μνήμης, που καίει τα πρόσφατα και συντηρεί τα απώτατα. Ανθρωπος που μόλις μετά τα 90 άρχισε να παραπονείται πως δυσκολεύεται στο αγαπημένο του διάβασμα, κυρίως της Ιστορίας, προχθές ανέσυρε κάτι όχι από τα βιβλία, αλλά από τη βαθιά παιδική μνήμη: καλοκαίρι του 1943, μετά το αιματηρό πογκρόμ των Ιταλών στον Αλμυρό, λίγο πριν η ξεχασμένη στη Θεσσαλία ιταλική μεραρχία του Πινερόλο παραδοθεί στους αντάρτες, τα γυναικόπαιδα αναζητούσαν καταφύγιο στα χωράφια για να γλιτώσουν από σφαγή. Η μητέρα του κ. Κ πήρε τον ίδιο, τα δυο αδέλφια του και το πολύτιμο για την επιβίωση άλογό τους για να κρυφτούν σ’ ένα αυτοσχέδιο κατάλυμα στους αγρούς. Ομως, ένα ιταλικό αεροπλάνο περιπολούσε πάνω από τους κάμπους και πολυβολούσε ό,τι κινούνταν. Στο άκουσμα της μηχανής του, η μάνα του κ. Κ άρπαξε τ’ άλογο και τα παιδιά κι έτρεξαν να κρυφτούν κάτω από ένα δασύφυλλο δέντρο. Εριξε τα τρία παιδιά καταγής κι έπεσε πάνω τους, να τα προστατέψει με το σώμα της. Το αεροπλάνο απομακρύνθηκε, κι όταν ένιωσαν κάπως ασφαλείς συνέχισαν τον δρόμο για τον αγρό, που έγινε για κάμποσο καιρό το σχετικά ασφαλές ενδιαίτημά τους. Ο κ. Κ θυμήθηκε ότι μια σχεδόν πανομοιότυπη σκηνή είδε σε κάποια από τις πάμπολλες ευρωπαϊκές ταινίες που διασώζουν τη μνήμη της φασιστικής θηριωδίας. Γιατί εκατομμύρια μητέρες εκείνα τα ζοφερά χρόνια έσωζαν τα παιδιά τους με τα ίδια τα σώματά τους. Αλλες τα κατάφερναν κι άλλες όχι.
Αυτό το θραύσμα παιδικής μνήμης ανέσυρε ο κ. Κ προχθές, Ημέρα της Μητέρας, μ’ έναν ανεπαίσθητο λυγμό στη φωνή, αλλά χωρίς δάκρυ γιατί η ξηροφθαλμία της ηλικίας τα έχει στερέψει γρηγορότερα από τη μνήμη. 

Saturday, May 7, 2022

Οι πλατείες της αυτοκρατορίας

Εφημερίδα των Συντακτών 8-9/5/2022


Το καλύτερο με το Πάσχα και την Πρωτομαγιά και τα όμορφα, ηλιόλουστα τετραήμερα που προέκυψαν ήταν που ξαναγέμισαν οι πλατείες. Γέμισαν οι πλατείες των χωριών, των κωμοπόλεων, των πόλεων. Μετά δυο χρόνια αγχωτικών, διακεκομμένων, κλεφτών και αποσπασματικών λόγω πανδημίας και περιορισμών επαφών, ξανασυναντήθηκαν στις πλατείες σε απαρτία γενιές, παρέες, ομάδες, συντοπίτες, ξενομερίτες, περαστικοί. Λιάστηκαν, χάζεψαν, κουτσομπόλεψαν, κουβέντιασαν, συζήτησαν, γέλασαν, διαπληκτίστηκαν γύρω από κούπες καφέ ή ποτήρια τσίπουρου, ουίσκι, κρασιού ή μπίρας. Ο νεκρός, χαμένος χρόνος της πανδημίας, που γέμισε με θάνατο, αγωνία και ανατροπές τις ζωές μας, έδωσε άφθονη ύλη γι’ αυτή τη χαλαρή, αυθόρμητη, ανεπιτήδευτη άσκηση δημοκρατίας μετά μουσικής. 

Δεν είναι σαφές αν το κυρίαρχο «τρεντ» στις πλατείες της ελληνικής περιφέρειας ήταν η ρήτρα αναπροσαρμογής, ο πόλεμος στην Ουκρανία ή η οικογενειακή τραγωδία της Πάτρας. Υποθέτω ότι η ημερήσια διάταξη είναι συνάρτηση ηλικίας, ώρας, διάθεσης, τσέπης, ποσότητας αλκοόλ και βαθμού έκθεσης στην τοξικότητα των συστημικών (και κυριακούλειων) ΜΜΕ. Εχω όμως την αίσθηση ότι αυτές οι σύντομες επανασυγκολλήσεις, αυτές οι μεταξύ ποτού και καφέ ζυμώσεις στις πλατείες της φυσικής, σωματικής, οπτικής και ακουστικής δημοκρατίας αποτέλεσαν σημείο καμπής για το παγωμένο και σαστισμένο από τα αλλεπάλληλα σοκ της τελευταίας διετίας κοινωνικό σώμα. Καμιά δημοσκόπηση δεν μπορεί να καταγράψει αυτήν την καμπή, καμιά κοινωνική μηχανική δεν μπορεί να τη μεταστρέψει, καμιά ψυχολογική τεχνική δεν μπορεί να αποτυπώσει με ακρίβεια την ετυμηγορία της. Το καλό με τη δημοκρατία της πλατείας είναι ότι παρά την εκτυφλωτική διαφάνειά της κρατάει έναν μυστικό, σχεδόν συνωμοτικό χαρακτήρα που συχνά αιφνιδιάζει τα συστήματα εξουσίας. Μετά την απομάκρυνση εκ της πλατείας, όλα είναι πιθανά. Η ζύμωση της πλατείας εξελίσσεται σε μια δημοκρατία τσέπης και ατομικής σκέψης που καταλήγει σε ψήφο, συμπεριφορά, επιλογές ζωής, κοινωνική στάση. 

Ισως γι’ αυτό οι επίδοξοι αυτοκράτορες του κόσμου πριν απ’ όλα βάζουν στο μάτι τις πλατείες του. Τις πλατείες κάθε εκδοχής. Τις φυσικές, τις στρωμένες με πλάκες, στολισμένες με φυτεμένα παρτέρια και σπαρμένες με παγκάκια, καρέκλες και τραπεζάκια. Και τις εικονικές. Τα fora του διαδικτύου και τις ψηφιακές πλατείες της δημόσιας έκθεσης, ζύμωσης και συναλλαγής. Αυτές που αναπόφευκτα έχουν γίνει υποκατάστατο των φυσικών, σωματικών κοινωνικών σχέσεων, σαν πλατείες 24ωρης λειτουργίας, δημοκρατίες συνεχούς πυράς. Οπως οι κατακτητές των προηγούμενων αιώνων επισφράγιζαν τις νίκες τους με τη στρατιωτική κατάληψη των πλατειών στις μεγαλουπόλεις, επισφραγίζοντας συμβολικά όχι την κατάληψη του χώρου, αλλά του κοινωνικού σώματος που του δίνει υπόσταση και ζωή, έτσι κι οι καταληψίες του ψηφιακού σύμπαντός μας θέλουν να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της ψηφιακής κοινωνικότητάς μας. Θέλουν να αποκτήσουν λαούς και δημοκρατίες ιδιωτικής χρήσεως. 

Δεν είμαι χρήστης του twitter, έχω ξεχάσει τα στοιχεία πρόσβασης ενός λογαριασμού που απέτυχα προ ετών να υπηρετήσω με στοιχειώδη συνέπεια. Και με το fb η σχέση μου είναι υποτυπώδης και ασταθής. Αλλά για εκατοντάδες εκατομμύρια και τελικώς μερικά δισεκατομμύρια ανθρώπους τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Τα σόσιαλ μίντια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας και της κοινωνικότητάς τους. Είναι η πλατεία τους, η αγορά του δήμου, το παγκάκι που ψιλοκουβεντιάζουν, το τραπεζάκι γύρω απ’ το οποίο πίνουν τον καφέ τους σιωπώντας, μιλώντας, συμφωνώντας ή διαφωνώντας επί παντός επιστητού. Ορθά ο κατακτητής Ιλον Μασκ υποστηρίζει ότι το twitter των 300 εκατομμυρίων χρηστών «είναι η ψηφιακή πλατεία της πόλης όπου συζητιούνται ζητήματα ζωτικής σημασίας για το μέλλον της ανθρωπότητας». Και τι είναι τα 44 δισ. δολάρια που θα του κοστίσει η αγορά του twitter μπροστά στο να αποκτήσεις έναν λαό 300 εκατ. ακολούθων, πιστών ή πολιτών; Ξαφνικά γίνεσαι όχι απλά ένας Πούτιν, επικεφαλής της ρωσικής αυτοκρατορίας, ένας Μπάιντεν, πρόεδρος της αμερικανικής αυτοκρατορίας. Γίνεσαι αποκλειστικός ιδιοκτήτης της. Συνομιλείς μόνο με τον θεό, αν τυχόν πιστεύεις σ’ αυτόν, και τον λαό. Χωρίς διαμεσολάβηση, χωρίς πολιτικούς εκπροσώπους και εμπορικούς αντιπροσώπους. Χωρίς σχοινοτενείς ρητορικές. Μόνο με σύντομα μηνύματα 280 χαρακτήρων. Με ερωτήματα και δημοψηφίσματα της στιγμής. «Συμφωνείτε να φτιάξουμε μια αμεσοδημοκρατική κοινότητα στον Αρη;». «Ναι» 1,2 εκατ. «Οχι», 200.000, «Λευκό» 100.000. «Ποιο γράμμα του twitter να καταργήσουμε;» 

Και όσο τα ερωτήματα ισορροπούν μεταξύ μελλοντολογικής φαντασιοπληξίας και χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας του πλουσιότερου ανθρώπου στον πλανήτη, ας πούμε ότι είναι μικρό το κακό. Αλλά τι θα γίνει αν και όταν οι ανησυχίες του αυτοκράτορα ξεφύγουν από τον τζόγο και τον φουτουρισμό; Τι θα γίνει τη φορά που ο Μασκ ρωτήσει τον λαό του: «Συμφωνείτε να ρίξουμε πυρηνικά στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας;». Ή «τι θα λέγατε για μια κατάληψη στην πλατεία Τιεν Αν Μεν στο Πεκίνο;». Γιατί όλες οι πλατείες του κόσμου έχουν τη γοητεία και την ιστορία τους, όλες οι χώρες έχουν τον πλούτο τους, όλοι οι λαοί έχουν τις περιζήτητες δεξιότητες που αναζητά το ευφυές άυλο κεφάλαιο για να εξασφαλίσει την επ’ άπειρον αναπαραγωγή του. 

Ο ευφάνταστος –ή απλώς φαντασιόπληκτος;–Μασκ προοικονομεί την επόμενη κατάκτηση του έξυπνου χρήματος, μετά την απαλλοτρίωση της γης, των φυσικών πόρων της, των δημόσιων αγαθών, των υποδομών, των δικτύων, του κράτους, του πολιτικού συστήματος. Την κατάληψη της «πλατείας», της ίδιας της κοινωνίας, της κοινότητας, των όρων με τους οποίους επικοινωνεί, ζυμώνεται, διαφωνεί, συμφωνεί, αποφασίζει. Την απαλλοτρίωση του «λαού» και τη μετατροπή της δημοκρατικής εσωτερικής ζωής του σε πηγή πλούτου. 

Το καλό, βεβαίως, με τις πλατείες, φυσικές και εικονικές, είναι ότι συχνά μετατρέπονται σε σκηνή της Ιστορίας. Το καλό με τους θαμώνες τους είναι ότι ενίοτε αφήνουν τους καφέδες και τα τσίπουρα και το ρίχνουν στη φωνή, στη διαμαρτυρία, στην εξέγερση. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Η πλατεία ήταν γεμάτη, με το νόημα που ’χει κάτι απ’ τις φωτιές

Στις γωνίες και τους δρόμους από συντρόφους οικοδόμους, φοιτητές

Κι εσύ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου,

κι ήσουν, φως μου, κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή

Σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή.

……………………

Η πλατεία είναι γεμάτη κι απ’ το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί

στον αγώνα του συντρόφου, στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή

στα παιδιά και τους εργάτες, στους πολίτες, στους οπλίτες,

στα πλακάτ και τη σκανδάλη που χτυπά

Η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά.


Διονύση Σαββόπουλου, «Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» (1975)


Friday, April 22, 2022

Νεκρές αναστάσεις

Εφημερίδα των Συντακτών 22-26/4/2022


 Τα σχεδόν δυόμισι χρόνια της πανδημίας ήταν ένας μικρός θάνατος. Οχι ο «μικρός θάνατος» των Γάλλων, που παραπέμπει στον οργασμό, δημιουργώντας ένα συγκλονιστικό οξύμωρο για την αδιαχώριστη συνάφεια ζωής και θανάτου. Αλλά ένας συλλογικός θάνατος, που εκτός από τα 6,2 εκατ. κυριολεκτικούς θανάτους ανθρώπων που δεν κατάφεραν να παλέψουν τον κορονοϊό ή την αποσάθρωση των εθνικών συστημάτων υγείας, επέφερε εκτεταμένες νεκρώσεις. Νεκρώσεις στην οικονομία, στην παραγωγική δραστηριότητα, στα παγκόσμια συστήματα διανομής αγαθών και υπηρεσιών, στις διεθνείς συναλλαγές, στις διεθνείς σχέσεις, στα δίκτυα τροφοδοσίας με πρώτες ύλες. 

Η πανδημία έφερε επίσης μικρούς, μεσαίους και μεγάλους θανάτους στις ανθρώπινες και στις κοινωνικές σχέσεις. Τα παρατεταμένα και διακεκομμένα διαστήματα συλλογικής ή ατομικής απομόνωσης -από τα πρώτα συναινετικά και σχεδόν τρυφερά λοκντάουν της Ευρώπης του 2020 μέχρι τα άγρια, βίαια λοκντάουν της Σανγκάης του 2022- έχουν προκαλέσει μια αισθητή αν και απροσδιόριστου μεγέθους καταστροφή στις διασυνδέσεις των ανθρώπων. Οι επανασυνδέσεις και οι επανασυγκολλήσεις δεν είναι τόσο ενθουσιώδεις ούτε τόσο πρόθυμες όσο φανταζόμασταν στη διάρκεια της αναγκαστικής αποστασιοποίησης. Λες και στον καθένα μας έχει συντελεστεί ήδη ένας βαθμός θανάτου, ένα ποσοστό νέκρωσης στοιχείων που μας επέτρεπαν να «κουμπώνουμε» με τους άλλους, σαν ακρωτηριασμένα κομμάτια παζλ. Παρέες, φιλίες, συγγένειες, γνωριμίες, δεσμοί έχουν επικίνδυνα χαλαρώσει, τουλάχιστον στη φυσική, σωματική τους εκδοχή. Αμφιβάλλω αν αυτό αναπληρώνεται από την τρομακτική πύκνωση και εντατικοποίηση των εικονικών, διαδικτυακών ή τηλεπικοινωνιακών σχέσεων και συναναστροφών. 

Αυτός ο εκτεταμένος μικρός θάνατος των ανθρώπινων σχέσεων στη διάρκεια της πανδημίας ίσως άφησε το ισχυρότερο αποτύπωμα στις εργασιακές σχέσεις. Πέρα από το μεγάλο πείραμα της τηλεργασίας, που σε ορισμένους κλάδους και υπηρεσίες έχει πάρει πια μόνιμα χαρακτηριστικά, τα λοκντάουν αλλά και τα προγράμματα στήριξης των θέσεων εργασίας περισσότερο το 2020 και λιγότερο το 2021, τα μικρά και μεγάλα σοκ που προκλήθηκαν από τις απότομες διακοπές και τις υπεραισιόδοξες επανεκκινήσεις έχουν προκαλέσει τεράστια κινητικότητα στο ανθρώπινο δυναμικό. Ανθρωποι που έμειναν για πολλούς μήνες σε επιδοτούμενη αδράνεια ή που κουράστηκαν από το «σταμάτα-ξεκίνα» και το «άνοιξε-κλείσε», άλλαξαν πεδία, δραστηριότητα, επάγγελμα, περιοχή, ακόμη και χώρα. Αυτό που σχηματικά αποκαλείται «μεγάλη παραίτηση», και που στις ΗΠΑ έγινε σε κλίμακα δεκάδων εκατομμυρίων, δεν είναι απλώς ένα τυχοδιωκτικό κυνήγι καλύτερης δουλειάς και καλύτερης αμοιβής από τους νεότερους εργαζόμενους με τις πολλές δεξιότητες. Περισσότερο είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής μηχανικής που εφάρμοσαν στη διάρκεια της πανδημίας κράτη και επιχειρήσεις, κλονίζοντας τις εργασιακές σχέσεις και τους συνεκτικούς ιστούς σε κάθε μικρή ή μεγάλη παραγωγική δομή. Η «μεγάλη παραίτηση» είναι πιθανότατα ένας κοινωνικός εξαναγκασμός σε φυγή και σε αναζήτηση ενός ελάχιστου βαθμού ασφάλειας, σταθερότητας και συνοχής. Ισως γι’ αυτό, παρά τα δισεκατομμύρια χαμένες ώρες εργασίας -αυτού του διάχυτου εργασιακού μικρού θανάτου- η ανεργία δεν αυξήθηκε, αντίθετα μειώθηκε παρά την τεράστια ύφεση του 2020. Ωστόσο, η επίπτωση αυτής της μεγάλης αναταραχής στην παραγωγικότητα της εργασίας δεν έχει ακόμη μετρηθεί. Και η αίσθησή μου είναι πως θα αποδειχθεί θανατηφόρα. 

Η παγκόσμια πολιτική, οικονομική και επιχειρηματική ελίτ ήταν σχεδόν ηδονικά εξοικειωμένη με τον μικρό θάνατο που προκάλεσε η πανδημία στα δυόμισι χρόνια επέλασής της στον κόσμο. Οπως περίπου είχε συμβεί τη δεκαετία του ’90, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού-ανύπαρκτου σοσιαλισμού», με τις παραμυθίες Φουκουγιάμα για το «τέλος της Ιστορίας», έτσι και τώρα η πανδημία σχεδόν αποθεώθηκε ως η τέλεια «δημιουργική καταστροφή», η μεγάλη ευκαιρία ανασύνθεσης του κόσμου πάνω στα λείψανα των νεκρωμένων μελών και ιστών του. Ο μεγάλος θάνατος του 2020, με την παγκόσμια ύφεση και τις θηριώδεις μειώσεις του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες οικονομίες, προβλήθηκε με τον ζήλο νεοφώτιστου χριστιανού πιστού ως η προϋπόθεση της ανάστασης. Η θεωρία του ελατηρίου είναι η κλασική μεταγραφή του θεμελιώδους χριστιανικού μύθου στο πεδίο της οικονομίας, κι ας μην το παραδέχονται οι δήθεν ορθολογιστές της οικονομικής μελλοντολογίας. Οπως χωρίς σταύρωση δεν υπάρχει ανάσταση, έτσι και την ύφεση οφείλαμε σχεδόν να τη γλεντήσουμε, γιατί ήταν η προαναγγελία μιας θεαματικής ανάκαμψης, μας έλεγαν σε αδρές γραμμές. Κι αν το 2021 με κάποιο τρόπο οι αριθμοί και μόνο αυτοί τους επιβεβαίωσαν, τι θα μας πουν γι’ αυτή τη ζοφερή χρονιά, που ο θάνατος διαχέεται στην πιο σκληρή και αιματηρή εκδοχή του, στον πόλεμο, κατακερματίζοντας τον κόσμο, τα παγκόσμια δίκτυα ενέργειας και συναλλαγών, τις ενοποιημένες αγορές, τις αλυσίδες παραγωγής και διανομής; Δεν θα μας πουν τίποτα. Θα καταπιούν τη γλώσσα τους και θα περιμένουν τις εκτιμήσεις για τη μεγάλη ανάσταση και ανάκαμψη να καταρρίπτονται μήνα με τον μήνα, να αναθεωρούνται προς τα κάτω, μέχρι να συρρικνωθούν στο μηδέν και τελικά κάτω απ' αυτό, σε μια καθαρή ύφεση. Τι έγινε; Πώς στράβωσε η δουλειά; Πώς εξαερώθηκε η επηρμένη αισιοδοξία, η βεβαιότητα πως όλα θα πάνε κατ’ ευχήν, κι ας ανεβαίνουν οι τιμές, ας σφάζεται κόσμος στην Ουκρανία, ας μαίνεται παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος; Η ανάσταση αναβάλλεται (αν δεν είναι ήδη νεκρή), εξοικειωθείτε με τους μικρούς, διακεκομμένους θανάτους.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Τα τείχη και η παγκοσμιοποίηση κατέστησαν απαρχαιωμένο έναν δεσμό στον οποίο μας είχαν συνηθίσει οι αναφορές στην οικονομία: μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η μετακίνηση του χρήματος είναι εικονική. Σε μια στιγμή, μέσω διαδικτύου, τα κεφάλαια φτάνουν στην άλλη άκρη της Γης. Ομως το εργατικό δυναμικό, τα «εργατικά χέρια» είναι πραγματικά χέρια που δεν μπορούν να κοπούν από τους βραχίονες και από το σώμα στο οποίο ανήκουν. Και εκείνο το σώμα, ακολουθώντας με απελπισία τις μετακινήσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων, συχνά σταματά να ζει. 

Luigi Zoja, «Ο θάνατος του πλησίον»


Saturday, April 16, 2022

Από δώ και στο εξής…

 H Εφημερίδα των Συντακτών, 16-17/4/2022

Εδώ μπορεί να γράψει κανείς ακόμη και μυθιστόρημα/

Υπάρχει ένα τραγουδάκι που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, το οποίο αρκετοί ίσως να το ξέρετε, αν κρίνω από τα εκατοντάδες χιλιάδες βιους. Εσχάτως, έγινε σουξέ και στην εφημερίδα. Είναι ένα μιξοφρυξολύδιο σκυλότροπο που θυμίζει δεκαετία ’90, του οποίου οι συντελεστές δεν είμαι σίγουρος αν κάνουν πλάκα ή όντως γράφουν τραγούδια. Τέλος πάντων, είναι αδύνατο να μη γελάσεις με το ρεφρέν που διακηρύσσει: «Από δω και στο εξής στα α…. μου». Το λογοκρίνω στον γραπτό λόγο, όχι για λόγους ύφους και ήθους, αλλά κυρίως γιατί δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο ένα τόσο πολύτιμο όργανο του σώματός μας, αφιερωμένο στην αναπαραγωγή του είδους και στην απόλαυση, το προορίζουμε για να γράφουμε πάνω του ό,τι θεωρούμε άχρηστο, απεχθές, εχθρικό. Για όσους θεωρούν σεξιστικό το σχήμα λόγου θυμίζω ότι υπάρχει και σε γυναικεία εκδοχή: «στο μ… μου», ενώ διατίθεται και σε multisex εκδοχή: «στον κ... μου». Οι εναλλακτικές σε αυτό το σχήμα λόγου, που κινείται στα όρια του αυτο-ακρωτηριασμού, θα ήταν να γράψουμε όσα και όσους μας ενοχλούν στο χιόνι, πάνω στην άμμο την ξανθή ή, τελικά, στα παλιά μας τα παπούτσια, που μας κρατούν στοιχειωδώς σε επαφή με τη γη. 

Δεν θέλω να σας ανησυχήσω -Πάσχα έρχεται γαρ-, αλλά επειδή δεν διαθέτω αρκετό χώρο, σας προειδοποιώ ότι από δω και στο εξής δεν υπάρχει περιθώριο για γραψαρχιδισμό. Από δω και στο εξής έχει πόλεμο και ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό. Από δω και στο εξής έχει πληθωρισμό διαρκείας και τζόγο ανατιμήσεων. Εχει τέλειες καταιγίδες στις αγορές και συναστρίες κρίσεων στις οικονομίες. Εχει μεγάλα πλιάτσικα και βαθιές υφέσεις. Από δω και στο εξής έχει κοινωνικό ζόφο και πολιτικό πόνο (λεπτομέρειες προσεχώς). 

Από δω και στο εξής… Δικό σας συνάδελφοι.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε τ’ όνομά της·

ωραία που φύσηξεν ο μπάτης

 και σβύστηκε η γραφή. 


Γιώργου Σεφέρη, «Αρνηση» (Συλλογή «Στροφή», 1929) 

Saturday, April 9, 2022

Η εκδίκηση της πρώτης ύλης

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 9-10/4/22


Επιστρέφουμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα βασικά. Στα στοιχειώδη της ανθρώπινης ύπαρξης. Πρέπει να αποκολλήσουμε τον Προμηθέα από τον Καύκασο, να τον απελευθερώσουμε απ’ το μαρτύριό του, να ξανακλέψει τη φωτιά από τους θεούς ή όποιους την έχουν απαλλοτριώσει και να την επιστρέψει στην ανθρωπότητα. Ξαναγινόμαστε πολιτισμός του άνθρακα και της καύσης. Λογικό από μιαν άποψη, η ζωή είναι προϊόν της χημείας του άνθρακα, της οργανικής που λέμε (εύκολη ήταν, εξ όσων θυμάμαι, πώς κατάφερα και έγραψα ένα ολοστρόγγυλο 5, χατιρικό κι αυτό, όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο συμπαθέστατος καθηγητής, είναι απορίας άξιον). Ισως έχουν δίκιο αυτοί που συσχετίζουν την ετυμολογία των λέξεων «άνθρ-ωπος» και «άνθρ-αξ», με κοινό θέμα το «ανθρ-» εκ του «ανήρ»: άνθρωπος της μυκηναϊκής εποχής είναι ο σκουρόχρωμος, ο μελαψός σαν το κάρβουνο άνδρας. Ακούγεται υπερβολικό και too much ελληνοκεντρικό, αλλά του αξίζει μια διακριτική υποσημείωση στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου. Ιδιαίτερα τώρα, που παρά την πράσινη μετάλλαξή μας εξαρτιόμαστε μέχρι θανάτου από το κάρβουνο και από όλες τις εκδοχές άνθρακα, υδρογονάνθρακα, αλλά και υδατάνθρακα, για να μην ξεχνάμε πως ο έρωτας, ο πόλεμος, η πολιτική, η διπλωματία και πολλά άλλα πράγματα περνάνε απ’ το στομάχι. 

Ο κόσμος σπαράσσεται για τον άνθρακα και τις άπειρες ενώσεις και μετασχηματισμούς του. Διψά για υδρογονάνθρακες κάθε εκδοχής, στερεάς, υγρής και αέριας. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός, ανεξάρτητα από την αυταρχική, ολιγαρχική ή φιλελεύθερη πολιτική ενδυμασία του, επιστρέφει στις ιδρυτικές αντιθέσεις του. Ξαναγίνεται «πολεμικός καπιταλισμός». Οχι μόνο με την έννοια του ανταγωνισμού των εξοπλισμών και των άμεσων ή έμμεσων στρατιωτικών συρράξεων, αλλά κυρίως από την άποψη ότι το παγκοσμιοποιημένο, αχαρτογράφητο και αγεωγράφητο κεφάλαιο ξαφνικά αποκτά ξανά «εθνικότητα», γεωγραφία και σύνορα που ταυτόχρονα ετοιμάζεται να τα σπάσει και να τα υπερβεί. Συντελείται μια αιματηρή, μοχθηρή επανεκκίνηση του ανταγωνισμού για τον έλεγχο των αγορών, αλλά κυρίως των πρώτων υλών. Ναι, των πρώτων υλών. 

Κοίτα να δεις τι πάθαμε! Πάνω που είχαμε αρχίσει να συνηθίζουμε στην ιδέα ότι για να αυξάνεται η κερδοφορία των επιχειρήσεων δεν χρειάζεται να παράγουν απολύτως τίποτα, ότι για να αυξάνεται ο πλούτος ενός έθνους και η ευημερία μιας κοινωνίας δεν χρειάζεται να λερώνουν τα χέρια τους με βρομοδουλειές, αρκεί να έχουν τα ορυχεία τους στην Αφρική και τα εργοστάσιά τους στην Κίνα, έρχονται οι πρώτες ύλες και παίρνουν την εκδίκησή τους. Ο αποϋλοποιημένος καπιταλισμός και η υπεραξία χωρίς αξία δεν έχουν καμιά τύχη χωρίς κάρβουνο, αέριο, πετρέλαιο, νικέλιο, κοβάλτιο, σίδηρο, ξύλο, αλεύρι, καλαμπόκι, σόγια, λάδι, κρέας, λαχανικά. Οι πρώτες ύλες κυβερνάνε τον κόσμο, απλώς είχαν γίνει τόσο φθηνές, άφθονες και δεδομένες που το είχαμε ξεχάσει. 

Δεν ξέρω αν θα χρειαστούν σταυροφορίες για να φέρουν πιπέρια και μπαχάρια από την Ανατολή, στάρια και έλαια από τον Βορρά, μεταλλεύματα από τον Νότο, ξυλεία από τη Δύση, δεν ξέρω αν θα στηθούν νέα σκλαβοπάζαρα για να εξασφαλίσουν την αδιάκοπη καλλιέργεια του μπαμπακιού και του καλαμποκιού, ή αν αρκούν τα τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα από Νότο προς Βορρά και από Ανατολάς προς Δυσμάς για να εξασφαλίσουν επαρκές και πρόθυμο δυναμικό. Το σίγουρο είναι ότι ο πόλεμος για τον έλεγχο των πρώτων υλών είναι σε πλήρη εξέλιξη. Είτε με κανονική προσάρτηση εδαφών και ζώνες επιρροής, είτε με αγροϊμπεριαλισμό, είτε με προθεσμιακά συμβόλαια δέσμευσης του φυσικού πλούτου που κρύβεται στη γη ή κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας. 

Να δεις που στο τέλος θα μας κάνουν να νοσταλγήσουμε τον τουρμποκαπιταλισμό της δεκαετίας του 2000, με το υπερτροφικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, που μας είχε πείσει ότι το χρήμα γεννάει χρήμα και η παραγωγική δραστηριότητα, η ρυπαρή βιομηχανία για παράδειγμα, είναι μια συμπληρωματική δραστηριότητα που δεν φέρνει πλούτο. Γι’ αυτό την εξορίσαμε στην περιφέρεια του πλανήτη. Ή την πολύ πιο πρόσφατη ρητορική ότι η ψηφιακή οικονομία και οι πολυεθνικές επικράτειες του διαδικτύου που αγνοούν σύνορα και φραγμούς του χωροχρόνου και αποδίδουν άφθονες υπεραξίες της πληροφορίας μάς αρκούν για να βουλιάξουμε στο χρήμα. Δυστυχώς γι’ αυτούς, ούτε ο Μπέζος ούτε ο Γκέιτς ούτε ο Μάσκ υπάρχουν χωρίς κάρβουνο. 

Σκάστε και σκάβετε, τώρα.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Οταν η μεγάλη επιχείρηση γίνεται γιγάντια και οργανώνει σχεδιασμένα, με βάση τον ακριβή υπολογισμό ενός πλούτου στοιχείων, την προμήθεια της αρχικής πρώτης ύλης σε διαστάσεις: 2/3 ή 3/4 της συνολικής ποσότητας που είναι απαραίτητη για δεκάδες εκατομμύρια πληθυσμού. Οταν οργανώνεται συστηματικά η μεταφορά αυτής της πρώτης ύλης στα πιο κατάλληλα για την παραγωγή σημεία, που κάποτε απέχουν το ένα από το άλλο εκατοντάδες και χιλιάδες χιλιόμετρα. Οταν από ένα κέντρο διευθύνονται όλα τα στάδια της διαδοχικής κατεργασίας της πρώτης ύλης ώς την παραγωγή μιας ολόκληρης σειράς ποικίλων έτοιμων προϊόντων. Οταν η διανομή αυτών των προϊόντων γίνεται με βάση ένα σχέδιο σε δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια καταναλωτές (πώληση του πετρελαίου και στην Αμερική και στη Γερμανία από το αμερικάνικο «Τραστ πετρελαίου»). Τότε γίνεται ολοφάνερο ότι έχουμε μπροστά μας μια κοινωνικοποίηση της παραγωγής, ότι οι σχέσεις της ατομικής οικονομίας και της ατομικής ιδιοκτησίας αποτελούν ένα περίβλημα που δεν ανταποκρίνεται πια στο περιεχόμενο, που αναπόφευκτα όμως θα παραμεριστεί.

Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» 


Saturday, April 2, 2022

Πόσο πάει η μουστάρδα στο σούπερ μάρκετ της Παγγαίας;

Εφημερίδα των Συντακτών, 2-4/4/2022



 Κάποτε, πριν από καμιά τριακοσαριά και βάλε εκατομμύρια χρόνια, υπήρχε η Παγγαία, η ενιαία πανήπειρος, μια τεράστια μάζα στεριάς περιστοιχισμένη από την Πανθάλασσα. Στην Πανθάλασσα ενδημούσαν τα πρώτα ασπόνδυλα, αστερίες, αχινοί, κοράλλια αλλά και ιχθυόσαυροι ή νοτόσαυροι και στη στεριά κυκλοφορούσαν βατράχια, χελώνες, ερπετά και κάτι περίεργα πλάσματα όπως πελυκόσαυροι, ρυγχόσαυροι, θηκόδοντες, μαστοδόσαυροι κι άλλα είδη με ονόματα που αποφεύγω να αραδιάσω, γιατί όλο και κάποια κοτσάνα θα ξεφύγει. Από χλωρίδα, οι γεωλόγοι λένε πως στην Παγγαία κυριαρχούσαν μεγάλα δάση κωνοφόρων και άλλων γυμνόσπερμων και μπόλικες φτέρες.

Αυτή η γεωλογική παγκοσμιοποίηση, πριν οι μεγάλες ήπειροι αρχίσουν να χωρίζουν τα τσανάκια τους κι οι λίμνες και τα ποτάμια που τις διέσχιζαν γίνουν βαθείς κι απέραντοι ωκεανοί, θα ήταν μια πολύ βολική συνθήκη για το είδος μας, παρότι τότε δεν υπήρχαμε ούτε ως πιθανότητα. Φανταστείτε όμως τι γαμάτη και φτηνή θα ήταν η ενιαία αγορά της Παγγαίας. Τα σούπερ μάρκετ της θα «τα σπάγανε». 

Ελλείψει ανθρώπινου είδους, ευφυΐας, εμπορευματικού πολιτισμού και καπιταλισμού, αυτή η αγορά, στην εποχή της Παγγαίας, δεν κατέστη εφικτή. Αλλά, 330 εκατομμύρια χρόνια μετά, υπάρχει. Τα σούπερ μάρκετ της βουλιάζουν από αγαθά που έχουν διασχίζει ωκεανούς και ηπείρους με κάθε μέσο – πλωτό, χερσαίο, εναέριο. Φυσικά δεν πουλάνε φιλέτα ρυγχόσαυρων ή πατέ μεσοζωικού αστερία, αλλά σε κάθε βαζάκι με βρώσιμο περιεχόμενο, σε κάθε συσκευασία με ένα ψηφιακό γκατζετάκι, μπορεί κανείς να βρει μια συμπύκνωση της παγκοσμιοποίησης των διαχωρισμένων ηπείρων. Η αγορά της Παγγαίας μπορεί να βρεθεί σε ένα βαζάκι μουστάρδας. Κι ας αυτοδιαφημίζεται ως προϊόν εγχώριου παραγωγού. Μια μουστάρδα μπορεί να έχει σινάπι από τον Καναδά ή την Ουγγαρία, ζάχαρη από την Καραϊβική, ξίδι από τη Γαλλία, αλάτι από τον Ατλαντικό, μέλι από την Τουρκία, κουρκουμά και πιπέρι από την Ινδία, λάδι από την Ιταλία, ενδεχομένως ηλιέλαιο από την Ουκρανία, κι αυτό είναι σίγουρο όταν η μουστάρδα μετασχηματιστεί σε μαγιονέζα, που μπορεί να έχει και αυγά Τουρκίας. Μια ελληνική μουστάρδα και μια ελληνική μαγιονέζα μπορεί να μην έχουν ούτε γραμμάριο ελληνικού συστατικού, εκτός ίσως από νερό και αλάτι, όπως και μια αυθεντική γαλλική Dijon δεν είναι απαραίτητο να έχει τίποτα γαλλικό. Αλλά αυτό έχει και τις συνέπειές του. 

Η τιμή της μουστάρδας, αυτού του φθηνού ντελικατέσεν που υπάρχει σχεδόν σε κάθε ψυγείο, είναι εκτεθειμένη σε κάθε διαταραχή που καταγράφεται στην αλυσίδα παραγωγής και εφοδιασμού της οικονομικής Παγγαίας. Διαταραχή παραγωγική, τεχνολογική, κερδοσκοπική ή πολεμική, καλή ώρα (κακή, για την ακρίβεια). Κάθε έλλειψη ή ανατίμηση οποιουδήποτε από τα 5-10 συστατικά της, κάθε αύξηση στο κόστος μεταφοράς των ευαίσθητων καρυκευμάτων που προορίζονται για την τέρψη του ουρανίσκου μας προστίθεται στην τελική τιμή της μουστάρδας. 

Φυσικά, μπορεί να πει κανείς ότι χωρίς μουστάρδα μπορούμε να ζήσουμε. Αλλά όχι χωρίς ψωμί, χωρίς ρεύμα, χωρίς χάλυβα ή χωρίς μπαταρίες αυτοκινήτων. Σε αυτή τη μικρή κόγχη της οικονομικής Παγγαίας, που κάποτε θα συναντήσει τη Λιβύη, όταν ο χορός των ηπείρων εξαφανίσει τη Μεσόγειο και η Ευρώπη γίνει Αφροευρώπη, σχεδόν κάθε προϊόν που αγοράζουμε πια μοιάζει με την παγκοσμιοποιημένη μουστάρδα. Κι έχουν δίκιο ο Κυριάκος και Αδωνις και ο Σταϊκούρας να μιλούν για «εισαγόμενο πληθωρισμό», αλλά, αντί να τον προβάλλουν ως βολικό άλλοθι για το γεγονός ότι τα νοικοκυριά αφήνονται βορά της ανελέητης ακρίβειας, θα έπρεπε να απολογούνται γι’ αυτό. Οχι γιατί, κατά το «παπούτσι από τον τόπο σου…», ο εγχώριος πληθωρισμός, τα ντόπια καρτέλ και η εθνική κερδοσκοπία είναι ευπρόσδεκτα. Αλλά γιατί ο «εισαγόμενος πληθωρισμός» είναι το θλιβερό αποτύπωμα της μετατροπής της χώρας σε παραγωγικό ερειπιώνα της Ε.Ε που εισάγει ακόμη και το στάρι, το ηλιέλαιο ή τον σιναπόσπορο. Οσονούπω και το νικέλιο, αν καταφέρουν να καταστρέψουν ολοσχερώς και τη ΛΑΡΚΟ.

Ο εισαγόμενος πληθωρισμός είναι η αντανάκλαση της βιομηχανικής και παραγωγικής παρακμής της χώρας. Και φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί αυτής της παρακμής είναι το πολιτικό σύστημα –του οποίου αγλάισμα είναι η Ν.Δ. και η φαμίλια Μητσοτάκη– και η τάξη που με τρυφερότητα εκπροσωπεί και υπηρετεί εδώ και σχεδόν μισό αιώνα. 

Με λίγα λόγια, αν θέλει να δει κανείς γιατί η ελληνική αγορά «ρουφάει» κάθε ανατίμηση που συντελείται όπου γης, δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στο εμπορικό ισοζύγιο και το μόνιμο και διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμά του. Εισάγουμε τα πάντα. Εν μέρει και τον αέρα που αναπνέουμε, αν πάρουμε υπόψη και το εμπόριο ρύπων, και εξάγουμε όλο και λιγότερα. Η μεταμόρφωση των βιομηχάνων σε ραντιέρηδες ακριβών εισαγωγών, η συστηματική αποεπένδυση ακόμη και από πρώτες ύλες και προϊόντα στα οποία η χώρα διέθετε συγκριτικό πλεονέκτημα, η σταθερή φυγή κεφαλαίων και λεηλατημένου πλούτου στο εξωτερικό, είναι η άλλη έκφραση του εμπορικού ελλείμματος. Είναι το σαθρό υπόβαθρο αυτού που τώρα με ευκολία βαφτίζεται εισαγόμενος πληθωρισμός. 

Σε αυτό, φυσικά, πρέπει να προσθέσουμε:

■ Τον επιδοματικό εξανδραποδισμό του αγροτικού κόσμου, τη σχιζοειδή στρατηγική της λεγόμενης Κοινής (δηλαδή, γαλλο-γερμανο-ολλανδικής) Αγροτικής Πολιτικής που χρηματοδότησε το ξερίζωμα παραδοσιακών καλλιεργειών και τη μετατροπή των αγροτών σε αποδέκτες ενισχύσεων, ανεξαρτήτως παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων στην αγορά. 

■ Το έπος της χρηματοπιστωτικής φούσκας, που σιχαίνεται τη χρηματοδότηση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, αλλά είναι γενναιόδωρη με τις υπηρεσίες και τη μετατροπή της οικονομίας σε απέραντο σούπερ μάρκετ εισαγόμενων αγαθών και παροχής υπηρεσιών (τουρισμός) τα οποία τιμολογούνται και πληρώνονται κυρίως εκτός χώρας 

■ Και, εννοείται, την εποποιία των καραβοκυραίων που έγιναν θαλασσοκράτορες της ενεργειακής και εμπορικής μας εξάρτησης. Ο τεράστιος στόλος του ελληνόκτητου εφοπλισμού, που κορδώνεται για την παγκόσμια πρωτιά του και την κυριαρχία του στις ρότες της Πανθάλασσας, στα λιγοστά περάσματά του από τα ελληνικά λιμάνια, δεν αφήνει ούτε ευρώ προστιθέμενης αξίας. Αφήνει μόνο πληθωρισμό, εγκιβωτισμένο στα κοντέινερ της COSCO, παροχετευμένο στις αποθήκες αερίου της Ρεβυθούσας και στις δεξαμενές πετρελαίου των ΕΛΠΕ ή της Motor Oil, τιμολογημένο αδρά στις τρελές χρεώσεις των ναύλων για κάθε φορτίο.

Τελικά, το παράδοξο με τον «εισαγόμενο πληθωρισμό» είναι πως σε μεγάλο βαθμό είναι αυθεντικό προϊόν εγχώριας παραγωγής. Η ιθύνουσα τάξη της χώρας δικαιούται να κατοχυρώσει ως ΠΟΠ τη «μουστάρδα» αβελτηρίας, απληστίας και οκνηρίας της. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Οι φίλοι της ανθρωπότητας δεν μπορούν παρά να εύχονται οι εργατικές τάξεις όλων των χωρών να επιθυμούν τις ανέσεις και τις απολαύσεις και να ενθαρρύνονται με όλα τα νόμιμα μέσα να τις αποκτήσουν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη εξασφάλιση κατά του υπερπληθυσμού. Στις χώρες όπου οι εργατικές τάξεις έχουν τις λιγότερες ανάγκες και αρκούνται στη φθηνότερη τροφή, οι άνθρωποι είναι εκτεθειμένοι στις μεγαλύτερες αντιξοότητες και στερήσεις. Δεν έχουν καταφύγιο από τις συμφορές. Δεν μπορούν να αναζητήσουν ασφάλεια σε μια κατώτερη κοινωνική τάξη. Είναι ήδη τόσο χαμηλά που δεν μπορούν να πέσουν χαμηλότερα. Σε κάθε έλλειψη του βασικού τους είδους συντήρησης υπάρχουν ελάχιστα υποκατάστατα που μπορούν να αποκτήσουν και η σιτοδεία συνοδεύεται απ’ όλα σχεδόν τα δεινά του λιμού. 

Ντέιβιντ Ρικάρντο, «Οι αρχές της πολιτικής οικονομίας και της φορολογίας» (1817)