Saturday, February 26, 2022

Μικροί άρπαγες, μεγάλοι άρπαγες

 Εφημερίδα των Συντακτών, 26,27/2/2022


Η κυρία Χ (δεν μάθαμε ποτέ το όνομά της και δεν χρειάζεται) έκλεψε τρία κιλά κρέας και λίγο τυρί από το Lidl στο Ιλιον και πήγε αυτόφωρο. Εντάξει, έγινε χαμός στο τουίτερ, κράξανε μέχρι και τα κανάλια, την έπεσε και με βαριοπούλες ο «Ρουβίκωνας», η εταιρεία δεν έκανε μήνυση, ο εισαγγελέας θα δούμε τι θα κάνει, η κυρία Χ ωστόσο υπέστη τη ζημιά, εκλάπη η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός της για τρία κιλά κλεμμένο κρέας.

Του Γιάννη Αγιάννη, πάλι, ήταν λίγο κλεμμένο ψωμί που του στοίχισε 19 χρόνια φυλακή, αλλά η κλοπή κατέστη μονόδρομος επιβίωσης για τον διαρκώς διωκόμενο από τον Ιαβέρη ήρωα: κλοπή ταυτότητας, κοινωνικού ρόλου, στάτους. Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, φώναζε ο Προυντόν, αλλά, αφού ό,τι κλέψεις γίνεται ιδιοκτησία σου, ο μόνος τρόπος για να είσαι συνεπής στο αξίωμα του Προυντόν είναι να το αφήσεις στη διάθεση του επόμενου κλέφτη. «Κλέψε αυτό το βιβλίο», έλεγε και ο Αμπι Χόφμαν στην ομότιτλη μπροσούρα του, αν και η παρότρυνση στην κλοπή του βιβλίου προϋπέθετε ότι έπρεπε να γίνει κάποιου ιδιοκτησία, πρωτίστως του εκδότη που θα το τύπωνε και του βιβλιοπώλη που θα το έβαζε στις προθήκες του μαγαζιού. Η πρώτη πράξη απαλλοτρίωσης του βιβλίου, αφότου βγήκε απ’ το μυαλό του Χόφμαν, ήταν το πέρασμά του στην παραγωγή κι από κει στην αγορά, δηλαδή η μετατροπή του σε προϊόν.

Είναι εν τω μεταξύ άγνωστο αν ο συνομιλητής του μακαρίτη Βγενόπουλου, στην ηχογραφημένη συνομιλία για την υποτιθέμενη εξαγορά της δικαστικής απαλλαγής του, εμπνεύστηκε από τον Χόφμαν τη συνεκδοχή των χρημάτων ως βιβλίων και του θησαυροφυλάκιου του μαύρου χρήματος ως βιβλιοθήκης. Αλλά αυτός ο κώδικας, αν πράγματι υπάρχει και χρησιμοποιείται από μικρούς και μεγάλους άρπαγες, είναι μια ενδιαφέρουσα ομολογία ότι το ίδιο το χρήμα είναι αυθεντικό προϊόν κλοπής. Η σκέψη, στην επέκτασή της, θα μπορούσε να καταλήξει στην παραδοχή ότι οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες είναι κανονικοί παραχαράκτες και οι τράπεζες κλεπταποδόχοι. Αλλά μακριά από μας τέτοιες βλάσφημες σκέψεις, τουλάχιστον όσο έχουμε εκκρεμή δάνεια και υποθήκες. 

Γιατί μπορεί η κ. Χ να γλίτωσε για τα τρία κιλά κρέας από το σούπερ μάρκετ, αλλά οι κόκκινοι δανειολήπτες δεν τη γλιτώνουν από τους πλειστηριασμούς, την ανελέητη ομοιοπαθητική της κλοπής: εσύ κλέβεις από την τράπεζα μερικές δόσεις του δανείου, και μάλιστα όχι από πρόθεση, αλλά από αδυναμία, κι αυτή σου κλέβει ολόκληρο το σπίτι, όπως έχει προσυμφωνηθεί εκ του νόμου και εκ της δανειακής συμβάσεως. Επειτα, η τράπεζα παίρνει το κλοπιμαίο και το βγάζει στο σφυρί. Το γεγονός ότι συχνά καταλήγει στην ίδια ή στους μπροστινούς της είναι μιαν απόδειξη πως στην αναμέτρηση επί του κλοπιμαίου (της ιδιοκτησίας) ο μικρός άρπαγας (ο ενυπόθηκος δανειστής) είναι από χέρι χαμένος από τον μεγάλο άρπαγα (την Πίστη). Καθόλου δίκαιο, έτσι; Γι’ αυτό κι ο έρμος και παρεξηγημένος Ντε Σαντ πρότεινε με σθένος την αποποινικοποίηση της κλοπής από τους φτωχούς ως την αποτελεσματικότερη αναδιανομή του πλούτου. Σιγά μην τον άκουγαν οι επαναστατημένοι Γάλλοι αστοί, οι μικροί άρπαγες της πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης που, διψασμένοι για τη μεγάλη αρπαγή, εμπιστεύθηκαν τις κουρελιασμένες αξίες της επανάστασης (Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα) στον πρώτο μεγάλο άρπαγα της νεότερης ιστορίας, τον Ναπολέοντα. Κι έγινε η Ευρώπη κόλαση. 

Η κ. Χ κλέβει λίγο κρέας, ο πεινασμένος μια φραντζόλα ψωμί, ο φοιτητής ένα βιβλίο, η μαθήτρια μια μάσκαρα, το πρεζόνι ένα κινητό, το κλεφτρόνι ένα πορτοφόλι, η σπείρα μια τράπεζα, ο εργοδότης απλήρωτη εργασία, τα πιστωτικά ιδρύματα τόκους, οι πολυεθνικές φόρους, τα hedge funds υπεραξίες, οι CEOs μπόνους και stock options, οι ολιγάρχες τον δημόσιο πλούτο των χωρών τους, οι πολιτικές ελίτ την εξουσία, οι αποικιοκράτες φυσικούς πόρους των προτεκτοράτων τους, οι στρατοκράτες κρατικές κυριαρχίες, ο Πούτιν κλέβει μισή χώρα στην καρδιά της Ευρώπης, ένα μέρος από όσα πιστεύει ότι η Ευρώπη τού κλέβει εδώ και τρεις δεκαετίες από την πληγωμένη ρωσική αυτοκρατορία του. Ο κλέψας του κλέψαντος, ο άρπαξ του άρπαγος. Η αρπαγή έχει γίνει η μόνη, ενιαία και καθολική συνθήκη του μονολιθικού κόσμου, η Δύση μπορεί να είναι υπερήφανη για τον απόλυτο πανωλεθρίαμβό της, ο πολιτισμός της απαλλοτρίωσης επικράτησε σε κάθε γωνιά του πλανήτη κι έχει γίνει σχεδόν αδιάφορο πια αν τον υπηρετούν απολυταρχίες πλαισιωμένες από παρέες κλεπτοκρατών και ολιχαρχών ή καθωσπρέπει αστικές δημοκρατίες στηριζόμενες από επιχειρηματικά λόμπι, επενδυτές και μετόχους. Οι μεγάλοι άρπαγες έχουν πια πετύχει να αποϋλοποιήσουν τα γεωγραφικά σύνορα, έχουν κερδίσει παγκόσμια ασυλία για τις κλοπές τους, κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να τους δικάσει, ούτε καν αυτό της Ιστορίας, που είναι το έσχατο θύμα της αρπακτικότητάς τους. 

Ο Βλαδίμηρος θέλει να υπερβεί τον μπολσεβίκο συνονόματό του, θέλει να διορθώσει τον Ιωσήφ, θέλει να συνομιλεί μόνο με τον Μεγάλο Πέτρο ή τη Μεγάλη Αικατερίνη, όπως οι ανταγωνιστές του θέλουν να καταγραφούν ως συνεχιστές του Κολόμβου, των Λουδοβίκων, του Τζένγκις Χαν, του Ναπολέοντα ή του Μπίσμαρκ. Εκτός από τον πλούτο, τη γη, τους φυσικούς πόρους, τις επικράτειες, οι μεγάλοι άρπαγες θέλουν να κάνουν ριφιφί στην Ιστορία, στη μνήμη, στις ταυτότητες των ανθρώπων, των εθνών, των σύγχρονων πολυεθνικών κοινωνιών. 

Βρίσκουν και τα κάνουν, βεβαίως. Μήπως θα τους συλλάβει κανείς; Θα τους απαγγείλει κατηγορίες για κλοπή; Η δικαιοσύνη εξαντλείται στην κ. Χ, στο κλεμμένο κρέας, στην αρπαγμένη φραντζόλα, άντε και σε κανέναν λαδιάρη κρατικό αξιωματούχο που πιάστηκε με τη γίδα στην πλάτη και τιμωρείται όχι γιατί έκλεψε, αλλά γιατί πιάστηκε στα πράσα και χαλάει την πιάτσα. Εξάλλου, οι μεγάλοι άρπαγες έχουν προ πολλού κλέψει και τη δικαιοσύνη. Ισως έχει δίκιο ο Μαρκήσιος να αναρωτιέται μήπως είναι καλύτερα να τιμωρούνται τα θύματα της κλοπής, δηλαδή εμείς που ανεχόμαστε τους μεγάλους άρπαγες. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αφήστε κατά μέρος τη μεροληψία και απαντήστε μου: πρέπει η κλοπή, της οποίας αποτέλεσμα είναι η κανονικότερη κατανομή του πλούτου, να χαρακτηριστεί σαν αδίκημα στις μέρες μας, κάτω από μια κυβέρνηση που, όπως η δική μας, έχει σαν στόχο την ισότητα; Η απάντηση, προφανώς, είναι όχι: η κλοπή επιτείνει την ισότητα και, το κυριότερο, παρακινεί στην καλύτερη προστασία της ιδιοκτησίας. Υπήρξε ένας λαός που τιμωρούσε όχι τον κλέφτη, αλλ’ αυτόν που αφηνόταν να γίνει θύμα της κλοπής, με σκοπό να τον διδάξει να φροντίζει την περιουσία του. 

Μαρκησίου ντε Σαντ, «Γάλλοι, ακόμη μια προσπάθεια για να γίνετε δημοκράτες»


Saturday, February 19, 2022

Η αποτυχία της επιτυχίας

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/2-2022


Εκτός από την εγχώρια τυραννία της αριστείας, ζούμε και στην παγκόσμια κηδεμονία της επιτυχίας. Τον κόσμο μας τον διαβουκολούν οι επιτυχημένοι. Εχουν στα χέρια τους τις τύχες μας. Ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου, διοικούν τεράστιες διεθνείς επιχειρήσεις, είναι πρόεδροι και διευθύνοντες σύμβουλοι πολυεθνικών, είναι μάνατζερ ιδιωτικών, κρατικών ή μικτών επιχειρήσεων, είναι στρατηγοί, είναι γκουρού επενδύσεων, είναι επικεφαλής διεθνών οργανισμών, είναι κεντρικοί τραπεζίτες, ανεβοκατεβαίνουν θέσεις στη λίστα των υπερπλουσίων του Forbes, είναι σελέμπριτις, είναι ινφλουένσερ, είναι τι-βι περσόνες, είναι μιντιάρχες, είναι πρόεδροι χωρών, είναι πρωθυπουργοί, υπουργοί, υφυπουργοί, επίτροποι, γενικοί γραμματείς, είναι ηγέτες κομμάτων, είναι επικεφαλής φιλανθρωπικών ΜΚΟ. 

Ολοι τους είναι μέλη μιας άτυπης «Διεθνούς», της «Διεθνούς των επιτυχημένων». Ανοίγοντας τα βιογραφικά τους αντιλαμβανόμαστε γιατί καθένας από αυτούς ήταν προορισμένος να επιτύχει. Τα Curicula Vitae τους απαριθμούν με φθίνουσα ή αύξουσα χρονική σειρά τις μικρές και μεγάλες ιστορίες επιτυχίας τους, εξ απαλών ονύχων, ταλέντα και δεξιότητες που μας κάνουν να νιώθουμε ένα μάτσο «τίποτα», να ντρεπόμαστε για την υστέρησή μας ή να συμβιβαζόμαστε με την καθήλωσή μας στον πάτο της πυραμίδας. Τα cv τους είναι μια ατέλειωτη σειρά από λαμπερούς τίτλους σπουδών, πτυχία, μάστερ, γλώσσες, καριέρες, προαγωγές, αστραφτερές καταγωγές ή, ελλείψει αυτών, από τεκμήρια ευφυούς και δημιουργικού τυχοδιωκτισμού που τους εκτίναξαν από τη βάση στην κορυφή, κατά τον θεμελιώδη μύθο του Σκρουτζ που έγινε δισεκατομμυριούχος ξεκινώντας από μια τυχερή δεκαρίτσα. 

Η Διεθνής των επιτυχημένων κυβερνά τον κόσμο. Τα βιογραφικά των λαμπερών επιτυχιών της ήταν το κριτήριο με βάση το οποίο υποτίθεται ότι εμείς, οι υποτελείς αποτυχημένοι, τους εμπιστευόμαστε την ηγεσία, το μάνατζμεντ της ανθρωπότητας, της παγκόσμιας οικονομίας, της διαχείρισης του πλανήτη. Οι δικές τους ατομικές επιτυχίες θεωρήθηκαν εγγύηση μιας συλλογικής επιτυχίας. Εστω κι αν οι καρποί της επιτυχίας θα ήταν τρομακτικά άνισα κατανεμημένοι, υπήρχε η διαβεβαίωση ότι ο καθένας από μας, οι περισσότεροι τουλάχιστον, θα είχε ένα μικρό μερίδιο επιτυχίας. Το παιχνίδι ήταν win win, που λέμε και σε απλά ελληνικά. 

Η Διεθνής των επιτυχημένων είναι υπεύθυνη για την πιο τρομακτική συλλογική αποτυχία της παγκόσμιας διακυβέρνησης εδώ και πολλές δεκαετίες. Και για πολλές δεκαετίες. Για την ακρίβεια, ίσως αποδεικνύεται ότι οι ατομικές επιτυχίες τους ήταν η βασική αιτία της συστημικής αποτυχίας, που οδηγεί τη διεθνή οικονομία σε μια δεύτερη χαμένη δεκαετία, τις χώρες και τις κοινωνίες σε μια νέα δίνη υπερχρέωσης, εντάσεων, συγκρούσεων, περιβαλλοντικών κρίσεων. Η επιτυχία απέτυχε παταγωδώς. 

Ισως, λοιπόν, είναι καιρός να στείλουμε για ανακύκλωση τα λαμπερά βιογραφικά επιτυχίας. Να αναποδογυρίσουμε τα κριτήρια με βάση τα οποία εμπιστευόμαστε σε ανθρώπους θέσεις ευθύνης· πολιτικές, διοικητικές, επιχειρηματικές. 

Γιατί, πώς να διαχειριστεί την ακρίβεια και τον πληθωρισμό ένας άνθρωπος που δεν έχει μείνει ποτέ με άδεια τσέπη; Πώς να καταλάβει κάποιος αν ανεβαίνουν οι τιμές, χωρίς να έχει πάει ποτέ στο σούπερ μάρκετ, χωρίς να έχει αναγκαστεί να αφήσει πράγματα στην άκρη την ώρα του ταμείου; Πώς να διαχειριστεί κάποιος το ασφαλιστικό σύστημα, αν δεν του έχουν φάει ένσημα; Πώς να ασκήσει πολιτική απασχόλησης κάποιος που δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ πραγματικά, που ήταν πάντα ασφαλής σε μια κομματική ή λομπίστικη επετηρίδα; Πώς να σχεδιάσει μέτρα κατά της ανεργίας κάποιος που δεν έχει απολυθεί ποτέ; Πώς να διαμορφώσει κριτήρια πρόσληψης κάποιος που δεν έχει φάει απορρίψεις, που μένει με την απορία γιατί τα βιογραφικά που στέλνει δεξιά κι αριστερά μένουν στα αζήτητα; Πώς να καταρτίσει κριτήρια αξιολόγησης κάποιος που δεν έχει μείνει για χρόνια κολλημένος στη βάση της ιεραρχίας; Πώς να δικάσει κάποιος που δεν έχει αδικηθεί; Πώς να διοικήσει αστυνομία κάποιος που δεν έχει φάει κλομπιά στο κεφάλι, που δεν έχει συλληφθεί άδικα, που δεν έχει υποστεί πάνω του κατάχρηση εξουσίας; Πώς να επιλέξει εξεταστικό σύστημα σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης κάποιος που δεν έχει έναν σεβαστό απολογισμό απορρίψεων, αποτυχιών και κακών βαθμολογιών στο πέρασμά του από σχολεία και πανεπιστήμια; Πώς να κάνει άριστες επιλογές κάποιος που δεν έχει πατώσει; Πώς να πετύχει κάτι κάποιος που δεν έχει αποτύχει; 

Ως εκ τούτου, οι εταιρείες ανθρώπινου δυναμικού, τα κόμματα εξουσίας, τα καρτέλ επιρροής και ισχύος, τα λόμπι της επιχειρηματικότητας και της αγοράς πρέπει να αποδεχθούν μια ριζική αλλαγή στην κουλτούρα των επετηρίδων ηγεσίας, στην τεχνική σύνταξης των βιογραφικών των υποψήφιων στελεχών πολιτικής και επιχειρηματικής διακυβέρνησης. Στο εξής, οι αποτυχημένοι έχουν το προβάδισμα. Τα βιογραφικά τους θα απογυμνωθούν από εξωραϊσμούς σπουδών, ταλέντων και δεξιοτήτων. Θα πλημμυρίσουν από αφηγήσεις αποτυχίας. Ξεκινώντας από τις νηπιακές μνήμες, μέχρι τα τραύματα της ωριμότητας: Για τη νηπιαγωγό που σου τσάκισε την αυτοπεποίθηση με ένα άστοχο σχόλιο για τη μουτζούρα που της έδειξες ως ζωγραφιά. Για τη δασκάλα που εκνευρίστηκε από την ανορθογραφία σου. Για την πρώτη φορά που έμεινες ανεξεταστέος στα αρχαία ή στα μαθηματικά. Για την αποβολή που έφαγες στο Λύκειο. Για την αποτυχία να περάσεις στο πανεπιστήμιο με την πρώτη. Για τον χαμηλό βαθμό του πτυχίου και τον υπερβολικό χρόνο σπουδών. Για τις απορρίψεις που έχεις στο ενεργητικό σου στην αναζήτηση δουλειάς. Για τις απολύσεις που υπέστης ή τις «οικειοθελείς αποχωρήσεις» που σου φόρεσαν. Για τις άθλιες αμοιβές, τις κακής ποιότητας θέσεις, την οδυνηρή περιπλάνηση σε δουλειές του ποδαριού. Για τις κακοποιήσεις και το εργασιακό μπούλινγκ που υπέστης. Για το μπερν άουτ και για τις φορές που αναγκάστηκες να τα παρατήσεις γιατί δεν άντεχες. Για τους μονίμως άδειους τραπεζικούς λογαριασμούς σου. Για τα χρέη που έχεις σε τράπεζες και εφορία. Για τα δεδουλευμένα που σου χρωστάνε εργοδότες, προστατευμένοι από το βραδύκαυστο δικαστικό σύστημα. Για τις φορές που σου έχουν κόψει το ρεύμα. Για τις φωτογραφίες από εξωτικούς προορισμούς που δεν διαθέτεις, γιατί σπάνια περισσεύουν λεφτά για διακοπές. Για τα χόμπι που δεν έχεις γιατί δεν περισσεύει χρόνος. Για τις αρνητικές σκέψεις, τον θυμό, την απελπισία και την απώλεια αυτοκυριαρχίας που σε κυριεύουν ή σε παραλύουν όταν όλα πάνε σκατά. 

Μια και η επιτυχία απέτυχε, είναι καιρός να δώσουμε στην αποτυχία την ευκαιρία να δείξει τι μπορεί να πετύχει. Δίκαιο δεν είναι να πάρουν κι οι αποτυχημένοι την εκδίκησή τους; 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Σε μια ζωτικής σημασίας δουλειά μην προσλαμβάνεις ποτέ τον σούπερ – ειδικό επαγγελματία, όσο εντυπωσιακά να είναι να πιστοποιητικά και τα διαπιστευτήριά του. Οι ειδικοί το μόνο για το οποίο ενδιαφέρονται είναι η επιβεβαίωση της αξίας τους και η αύξηση του κασέ τους, για τίποτε άλλο.

The Mafia Manager, Ο άγραφος νόμος της φαμίλια Μακιαβέλι γραμμένος από τον Μαφιόζο “V” 


Saturday, February 12, 2022

Η αθλιότητα της κανονικότητας

Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/2/2022


Στα εφηβικά και νεανικά χρόνια μου, μερικές δεκαετίες προ πανδημίας, προ μνημονίων, προ κρίσης χρέους, προ χρηματοπιστωτικής κρίσης, προ ευρώ, προ εκσυγχρονισμού, όταν με λίγα κέρματα που κουδούνιζαν στην τσέπη αισθανόμασταν σχετικά ασφαλείς πως ό,τι κι αν συμβεί, τουλάχιστον θα μας έφταναν για ένα σουβλάκι αν μας έκοβε λόρδα ή για ένα ταξί αν ξεμέναμε μεταμεσονύχτια στην Αθήνα, πονοκεφαλιάζαμε μεταξύ άλλων με τον γρίφο του Μαρξ για τη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Κι αυτός ο μπαγάσας, ο Μαρξ, μας παίδευε. Τα πιο σπουδαία του «Κεφαλαίου» του, τα έκρυβε σε υποσημειώσεις κι εμείς, νέοι και βιαστικοί, δεν είχαμε πολύ καιρό για εμβαθύνσεις. Αν και δεν ήταν σαφές τότε, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ποιοι και πόσοι από μας, του ’60 εκδρομείς, μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές, υποψήφιοι διανοούμενοι ή τεχνοκράτες, θα μπορούσαμε πράγματι να συγκαταλεγούμε στην εργατική τάξη ή θα καταλήγαμε στις παρυφές της, στους συμμάχους τους ή στους φύσει αντιπάλους τους, μας απασχολούσε η εξαθλίωσή της και η δική μας, σαν κοινό μας πρόβλημα. 


Αλλά υπήρχαν πάντα μερικά κέρματα στην τσέπη, που κουδούνιζαν παρηγορητικά, από χαρτζιλίκια γονιών, θείων, παππούδων ή ψευτομεροκάματα από δουλειές του ποδαριού. Για μερικούς/ές υπήρχε κι ένα κανονικό εισόδημα από μια κανονική δουλειά, που αν και κακοπληρωμένη, συνηθέστατα ανασφάλιστη, τους καθιστούσε ζάμπλουτους στα μάτια των υπολοίπων, όταν έβγαζαν το πορτοφόλι που περιείχε κανονικά χαρτονομίσματα. Λίγο αργότερα, βέβαια, χάρη στον πληθωρισμό που έτρεχε με 20% τον χρόνο και βάλε, τα κέρματα άρχισαν να κουδουνίζουν λιγότερο στις κωλότσεπες. Τη θέση τους έπαιρναν χαρτονομίσματα -κατοστάρικα, πεντακοσάρικα, χιλιάρικα, ακόμη και πεντοχίλιαρα- που κάλυπταν περίπου τις ίδιες φτηνές ανάγκες μας. Το δίλημμα «δεν ξέρω πόσο πήγε η βενζίνη, εγώ 20 έβαζα 20 βάζω» δεν μας απασχολούσε. Σχεδόν κανείς δεν είχε αυτοκίνητο. 

Μιλώ για μια εικοσαετία περίπου, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά, με τον στασιμοπληθωρισμό κατσικωμένο στον ανεπτυγμένο κόσμο και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας να κυμαίνεται από τα 3.000 μέχρι τα 10.000 ευρώ τον χρόνο, σε σημερινές τιμές. Και παρ’ όλο που αυτά τα κατά κεφαλήν μεγέθη είναι μέσοι όροι που δεν τρώγονται και δεν πληρώνουν λογαριασμούς, ακόμη κι όσοι ζούσαμε με εισόδημα κάτω από αυτούς τους μέσους όρους δεν μπορώ να πω ότι νιώσαμε τις συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης που ζει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας κατασταλαγμένο είτε στην εργατική τάξη, είτε στην ευρύτερη μισθωτή εργασία, είτε στην κατά συνθήκη μεσαία τάξη. Θέλω να πω –και οι 50άρηδες και 60άρηδες προσπαθήστε να θυμηθείτε τους εαυτούς σας πριν 30-40 χρόνια– ότι ακόμη και με το εισόδημα των 3.000 ευρώ τον χρόνο, που ήταν παρακαλώ ένα αξιοσέβαστο εκατομμύριο εις δραχμάς, τότε που ο κατώτατος μισθός ήταν 32.000 δραχμές και ο μέσος ήταν διπλάσιος, ελάχιστοι βρίσκονταν σε πλήρη αδυναμία να πληρώσουν το περίφημο πεντάπτυχο: φως, νερό, τηλέφωνο, νοίκι (ή δάνειο), κοινόχρηστα. Τώρα, είμαστε ακριβώς σε αυτή τη συνθήκη απόλυτης εξαθλίωσης. Σε αδυναμία να πληρώσουμε το τίμημα των ελάχιστων όρων επιβίωσης με τους οποίους έχουμε ήδη συμβιβαστεί. 

«Τίποτα δεν μπορεί να είναι χειρότερο από την επιστροφή στην κανονικότητα», έγραφε προφητικά στην αρχή της πανδημίας η Ινδή συγγραφέας Αρουντάτι Ρόι, σε ένα μάλλον αισιόδοξο κείμενο για το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιγε στον κόσμο ο κορονοϊός. Αλλά δυστυχώς επιβεβαιώνεται μόνο στο ζοφερό, απαισιόδοξο σκέλος της προφητείας της. Τώρα που οι φιλάνθρωπες και αγαπησιάρικες φλυαρίες των πολιτικών και οικονομικών ηγεσιών του πλανήτη δίνουν τη θέση τους στις πραγματικές ανησυχίες και προτεραιότητές τους -τα χρέη, τα πλεονάσματα, ο πληθωρισμός, η ευρωστία των τραπεζών, το κόστος του χρήματος, το ΑΕΠ, τα ελλείμματα, ο ανταγωνισμός για τις αγορές, για τους φυσικούς πόρους, για τη γεωπολιτική επιρροή-, τώρα, αυτή είναι η μόνη (πανδημική ή μεταπανδημική) κανονικότητα που μπορούν να προσφέρουν. Μια κανονική, απόλυτη, απότομη εξαθλίωση, τουλάχιστον για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού. Την κανονικότητα της εξαθλίωσης ή την αθλιότητα της κανονικότητας. 

Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, εφόσον οι κυβερνήσεις, οι διεθνείς οργανισμοί, τα πολιτικά συστήματα, τα επιχειρηματικά καρτέλ, ο παγκόσμιος χρηματοπιστωτικός Λεβιάθαν και δυστυχώς η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπινων πλασμάτων αποδέχονται τη βασική συνθήκη αυτής της κανονικότητας: Η κρίση της πανδημίας αύξησε τον παγκόσμιο πλούτο στο ιλιγγιώδες μέγεθος των 450 τρισ. δολαρίων. Σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα αντιστοιχεί ένα αξιοπρεπές μερίδιο πλούτου άνω των 80.000 δολαρίων, έστω κι αν για τον μέσο Βορειοαμερικανό είναι 60 φορές πάνω από αυτό του μέσου Αφρικανού. Το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει φτάσει στο αξιοπρεπές ετήσιο των 23.000 δολαρίων, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία, αφού το φτωχότερο 50% πρέπει να βολευτεί με ένα υποσύνολο αυτού του παραπλανητικού μέσου όρου: μόλις το 8,5% του ετήσιου παγκόσμιου εισοδήματος. 

Είμαστε στο φτωχότερο 50%, είμαστε ο «πάτος» του παγκόσμιου εισοδήματος (bottom δεν το λένε στα αγγλικά;). Και η σημερινή αδυναμία να πληρώσουμε το ρεύμα, το αέριο, τα τέλη κυκλοφορίας, τα ασφάλιστρα, τα δάνεια, τις οφειλές στην εφορία κι ένα καλάθι βασικών αγαθών, το γεγονός ότι οι περισσότεροι από μας αναγκαζόμαστε να κόψουμε ακόμη και τις μικρές πολυτέλειες μιας εβδομαδιαίας εξόδου και δεν διανοούμαστε να γεμίσουμε το ρεζερβουάρ είναι μια χειροπιαστή ερμηνεία τού πώς μπορεί να είναι αυτή η περίεργη κατά Μαρξ απόλυτη εξαθλίωση. Αυτή που μέχρι πρότινος για τους περισσότερους από μας ήταν ένα θλιβερό θέαμα της κατάστασης άλλων, παρακολουθούμενο πάντως από την ασφάλεια του καναπέ της σχετικής εξαθλίωσής μας. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Ο,τι κι αν είναι, ο κορονοϊός έχει καταφέρει να γονατίσει και να σταματήσει τον κόσμο, όπως κανένας άλλος δεν έχει καταφέρει. Το μυαλό μας εξακολουθεί να τρέχει προς τα πίσω και προς τα μπρος, λαχταρώντας την επιστροφή στην «κανονικότητα», προσπαθώντας να συρράψει το μέλλον μας με το παρελθόν μας, αρνούμενο να αναγνωρίσει την τομή μεταξύ τους. Αλλά η τομή υπάρχει. Και μέσα σ’ αυτή τη φοβερή απελπισία, μας προσφέρει την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την τρομακτική μηχανή που κατασκευάσαμε για τον εαυτό μας. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο από μια επιστροφή στην κανονικότητα.

Ιστορικά, οι πανδημίες ανάγκασαν τους ανθρώπους να διαρρήξουν τους δεσμούς με το παρελθόν και να φανταστούν εκ νέου τον κόσμο τους. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι διαφορετικό. Είναι μια πόρτα, μια πύλη μεταξύ ενός κόσμου και του επόμενου.

Μπορούμε να επιλέξουμε να διασχίσουμε αυτή την πύλη σέρνοντας πίσω μας τα πτώματα της προκατάληψης και του μίσους, της απληστίας μας, των τραπεζικών δεδομένων μας και των νεκρών ιδεών μας, των νεκρών ποταμών μας και των καπνισμένων ουρανών μας. Ή μπορούμε να περπατήσουμε ελαφρά, με μικρές αποσκευές, έτοιμοι να φανταστούμε έναν άλλο κόσμο. Και έτοιμοι να αγωνιστούμε γι' αυτόν.

Αρουντάτι Ρόι, «Η πανδημία είναι μια πύλη» (Financial Times, 3/4/2020) 


Saturday, February 5, 2022

Το μαύρο χιόνι

 Εφημερίδα των Συντακτών, 5-6/2/2022


Ακόμη και τώρα, δέκα μέρες από το ακαριαίο χτύπημα της «Ελπίδας» στο μαλακό υπογάστριο της συλλογικής απελπισίας μας, σε σκιερές γωνιές των δρόμων, σε ρείθρα πεζοδρομίων, πίσω από παρατημένα αυτοκίνητα, στις βάσεις των κιόνων της ΔΕΗ, βρίσκεις μικρούς σωρούς χιόνι. Σαν να το ξέχασε ο ήλιος ή σαν να το λυπήθηκε η βροχή, που στο μεταξύ προσφέρθηκαν να στεγνώσουν την οργή μας και να ξεπλύνουν τη μνήμη μας. Μικροί, ξεχασμένοι, συρρικνωμένοι, λεροί, βρόμικοι σωροί από χιόνι, που δεν θυμίζουν καν χιόνι, δεν έχουν κρατήσει τίποτα από την εκτυφλωτική λευκότητά του, την εξαγνιστική λάμψη του. Γκρίζο, μαύρο χιόνι, νιφάδες που έχουν γίνει πάγος συμπαγής χάρη στις χειμωνιάτικες θερμοκρασίες, απαθής στις υποψίες Αλκυονίδων, που δεν ξέρουμε αν ήρθαν ή δεν ήρθαν, απελπισμένες από την «Ελπίδα» κι αυτές. Μπορεί τώρα που διαβάζονται αυτές οι γραμμές να ’χει κιόλας λιώσει, μπορεί οι υπάλληλοι των δήμων να το σιχάθηκαν και να το πέταξαν στα απορριμματοφόρα για τη χωματερή, μπορεί και να το λυπήθηκαν και να το διευκόλυναν να βρει τον δρόμο προς τα φρεάτια, τη θάλασσα, τον κύκλο του νερού. Αλλά μπορεί και σε μικρές, σχεδόν αόρατες ποσότητες να είναι ακόμη εκεί. Μαύρο χιόνι, λες και φιλτράρισε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές αμαρτίες μας, σαν να συγκράτησε όλη τη μαυρίλα της επίσημης εξουσίας: το ξεγύμνωμα του περιφερειάρχη, το ψέμα του υπουργού, την πολιτική απάτη του πρωθυπουργού, την παραλυσία του κρατικού λειτουργού, τον κυνισμό του αναδόχου, τον θεατρικό καβγά πάνω από τη σορό του δημοσίου συμφέροντος, τον διαγκωνισμό για τη λεία του δημοσίου χρήματος.

Δεν φταίει το χιόνι που μαύρισε. Το χιόνι κάνει τη δουλειά του, αυτό που έκανε πάντα, από καταβολής νερού στον πλανήτη. Τρέχει ακατάπαυστα στον κύκλο του, μόρια Η2Ο που γίνονται σταγόνες, νιφάδες, ατμός, καταιγίδα, χιονοθύελλα, υγρασία, ποτάμι, πάγος, σύννεφο, τσουνάμι, παγετώνας, τροπική βροχή. Αν το χιόνι έπεφτε στις κορφές των Αλπεων ή στον Μύτικα τίποτε δεν θα το μαύριζε, αν έπεφτε στην Αρκτική ή στην Ανταρκτική θα έμενε για χιλιετίες απάτητο και πάλλευκο, το πολύ να γινόταν λευκογάλαζο παγόβουνο να ταξιδεύει σιωπηλό στους ωκεανούς, κι αν έπεφτε κανένας Τιτανικός πάνω του δεν θα έφταιγε αυτό. Αν έπεφτε στα δάση απλώς θα στόλιζε τα κλαδιά των κωνοφόρων του χειμώνα, κι ας έσπαγαν καμπόσα, αυτό είναι το κλάδεμα και η γεωπονία της φύσης, κι απ’ ό,τι φαίνεται μια χαρά δουλειά έκανε ερήμην του είδους μας. 

Δεν φταίει το χιόνι, σ’ όσες ποσότητες και πυκνότητες κι αν πέσει, που βρέθηκε στον δρόμο του ένας αυτοκινητόδρομος, πενήντα ακινητοποιημένα εκχιονιστικά, χιλιάδες ανυποψίαστοι οδηγοί, πόλεις χτισμένες για να πλημμυρίσουν, δρόμοι προορισμένοι να γίνουν πίστες πατινάζ, κτίσματα φτιαγμένα για να γίνουν φονικοί θερμοπομποί στους καύσωνες. Το χιόνι έκανε αυτό που κάνει πάντα. Η μαυρίλα μας τού βάζει τα εμπόδια. 

Ισως τελικά το μαύρο χιόνι να είναι μια συνεκδοχή της σχιζοφρένειας του οικονομικού πολιτισμού μας. Ιλιγγιώδης πλούτος, ικανός να λύσει προβλήματα χιλιετιών, ανακατεύεται με εφιαλτική φτώχεια. Πρωτοφανής γνώση πνίγεται σε ωκεανούς άγνοιας. Η υπερπληροφόρηση μετατρέπεται σε αποπληροφόρηση. Αριθμοί εκρηκτικής ανάπτυξης αναχαιτίζονται από παλιρροϊκά κύματα ακρίβειας. Η ανεργία μειώνεται στατιστικά, αλλά οι καλές θέσεις εργασίας σπανίζουν. Η παγκόσμια οικονομία υπόσχεται απογείωση, αλλά η ενεργειακή κρίση μπορεί να την οδηγήσει σε απότομη προσγείωση, αν όχι και συντριβή. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μες στην καλή χαρά, ο κόσμος μες στη δυσθυμία και την ανασφάλεια. Οι υπουργοί στην πάλλευκη σαν χιόνι κοσμάρα τους, ο κόσμος στη φαιά, αν όχι κατάμαυρη, αβεβαιότητα. Οι ραντιέρηδες μετρούν τις φοροελαφρύνσεις τους, οι μισθωτοί τους ανεξόφλητους λογαριασμούς τους. Δυστυχής ευημερία, άνεργη ανάκαμψη, πλούσια φτώχεια, προοδευτική οπισθοδρόμηση, φωτεινό σκοτάδι, εκκωφαντική σιωπή, αισιόδοξη απαισιοδοξία, στεγνή βροχή, ξηρός πάγος, κρύα ζέστη, μαύρο χιόνι… 

Το μαύρο χιόνι μπορεί να είναι τελικά ένα οξύμωρο για την πολιτική και κοινωνική συγκυρία. Ενδεχομένως να είναι και εκρηκτική, αλλά να μην το έχουμε πάρει είδηση. 

Παίζουμε χιονοπόλεμο, πριν λιώσει το μαύρο χιόνι; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Σάπια βάρκα μαύρο χιόνι

Η ελπίδα σου

Κι απ’ τα δάκρυα θολώνει

Η πυξίδα σου

 

Πού θα πας τι ζητάς

Ποιον συναντάς

Μην κοιτάς μη ρωτάς

Μην απαντάς

 

Μια βροχή χαλάζι Πέραμα και Γκάζι

Γέμισε με κλάμα κι αίμα η Κυριακή

Μια σκιά ουρλιάζει το σκυλί λουφάζει

Ποιο θεό ντροπιάζει

Τούτη η σφαγή

 

Τούτη η πόλη σε πετάει

Στα σκουπίδια της

Στις γωνιές που ξεγεννάει

Τ’ άγρια φίδια της

Λίνα Δημοπούλου, «Μια βροχή χαλάζι» (Μουσική Ζαφείρη Κουκουσέλη, Ερμηνεία Λαυρέντη Μαχαιρίτσα»)

Saturday, January 29, 2022

Η Ελπίδα της Μήδειας

Εφημερίδα των Συντακτών, 20-30/2/2022

Οι ερασιτέχνες μετεωρολόγοι που βαφτίζουν τα χαμηλά βαρομετρικά, τους αντικυκλώνες και κάθε ιδιοτροπία της γήινης ατμόσφαιρας, πρέπει να προσέξουν τους συνειρμούς που προκαλούν. Πέρσι τέτοιον καιρό ήταν η «Μήδεια». Το όνομά της εκπέμπει κάτι απεχθές και αποκρουστικό. Εδώ που τα λέμε, τα παιδιά της σκότωσε η Μήδεια, δεν πάρκαρε παράνομα ώστε να καθαρίσει με μια κλήση. Αλλά πάλι, όσοι καταλαβαίνουν λίγο καλύτερα τον Ευριπίδη ίσως έχουν αντιληφθεί ότι κατά βάθος η παιδοκτονία δεν ήταν πράξη εκδίκησης, αλλά ελπίδας. Ελπίδας να ξανατραβήξει η Μήδεια την προσοχή του Ιάσονα. Να ’ταν αυτό το υπονοούμενο των Weathermen πίσω από την ονοματοδοσία του τελευταίου χιονιά; Μια πονηρή αντίστιξη για την Ελπίδα της Μήδειας, για την ευχή το περσινό μπάχαλο να είναι παρακαταθήκη για την αποφυγή επανάληψής του, και μάλιστα στο τετράγωνο; Δεν τους το ’χω, παρ’ όλα αυτά αυτή η σκηνοθετημένη σύμπτωση αποδεικνύεται βολική για να μιλήσουμε για την ολέθρια διασταύρωση κράτους και ιδιωτικού υπερκράτους (ή βαθέος κράτους ή παρακράτους, διαλέχτε) στο ολισθηρό οδόστρωμα των δημοσίων αγαθών και του δημοσίου συμφέροντος. 

Η διανομή ρόλων, βάσει της κραταιάς ιδεο-μυθολογίας των τελευταίων τριάντα ετών, είναι σαφής. Το κράτος –το γραφειοκρατικό, κομματοκρατούμενο, διεφθαρμένο, δυσκίνητο, σπάταλο κράτος– είναι η μοχθηρή Μήδεια που συστηματικά σκοτώνει τα παιδιά της. Η μόνη τους Ελπίδα είναι η λαμπερή, ευέλικτη, τσαχπίνικη ιδιωτική πρωτοβουλία, οι εθνικοί εργολάβοι και προμηθευτές –ενίοτε αποκαλούμενοι και νταβατζήδες, ακόμη και από υπεράνω αριστερής καχυποψίας δεξιούς πρωθυπουργούς–, στους οποίους ανατίθεται με το αζημίωτο η επιμελητεία της οικογένειας, δηλαδή η άσκηση κρατικής πολιτικής. Το μότο του νεοφιλελεύθερου εσμού προς το εργολαβικό καρτέλ ήταν σαφές: «Είσαι η Ελπίδα μας, πήδα μας, πήδα μας!» Οπερ και εγένετο.

 Το δίλημμα περί του «τις πταίει» για το μπάχαλο της «Ελπίδας», το Δημόσιο ή οι ιδιώτες που τους έχει ανατεθεί να κάνουν τη δουλειά του Δημοσίου, είναι ψευδές, παραπλανητικό και βλακώδες. Και κατά βάση ανυπόστατο. Η σύμφυση κράτους και επιχειρηματικών ομίλων έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι διαχωριστικές γραμμές τους να γίνονται διακριτές μόνο όταν τίθεται το θέμα της αστικής και της ποινικής ευθύνης απέναντι στους πολίτες/πελάτες. Δηλαδή, το ζήτημα των αποζημιώσεων και της φυλακής. Κι αυτό μόνον όταν δεν έχουν προβλεφθεί στις συμβάσεις και στη νομοθεσία οι κατάλληλες ρήτρες «ανωτέρας βίας» ή ασυλίας έναντι διώξεων. 

Ακόμη και από το σόου της αμοιβαίας επίρριψης ευθυνών μεταξύ Αρκτικής Οδού και υπουργείου Πολιτικής Ανασφάλειας οι πολίτες/πελάτες είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν μια πολύ διδακτική εικόνα για την ώσμωση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για την ιδιωτικοποίηση του κράτους. Μάθαμε, λοιπόν, για συσκέψεις στις οποίες συνομιλούν ως ισότιμοι συνδιαχειριστές της εξουσίας οι κρατικοί παράγοντες, αιρετοί ή φυτευτοί, και οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών οδών δημοσίας χρήσεως που αποκαλούνται κατ’ ευφημισμόν πια εθνικές οδοί και δημόσιοι αυτοκινητόδρομοι. Μάθαμε ότι ο λόγος ενός υπουργού, κατά συνθήκη ανθρώπου που έχει εξουσιοδοτηθεί να ασκεί κρατική κυριαρχία, έχει την ίδια βαρύτητα –ή ελαφρότητα– με τον λόγο ενός εντεταλμένου συμβούλου ενός επιχειρηματικού ομίλου. Μάθαμε ότι οι αποφάσεις από τις οποίες εξαρτάται η δημόσια ασφάλεια, ατομική και συλλογική, λαμβάνονται από ανθρώπους και καρτέλ εξουσίας που πρέπει να συμβιβάζουν κάθε φορά τα αντιφατικά και συγκρουόμενα συμφέροντά τους. Οι μεν το πολιτικό κόστος μιας διοικητικής απόφασης, οι δε την επίπτωσή της στα έσοδα και στα κέρδη τους. Σε τελική, έστω και ακραία, ανάλυση, η ζωή κι ο θάνατος του καθενός μας ζυγίζεται στην παλάντζα αυτών των συμφερόντων. 

Στην περίπτωση των εθνικών οδών αποκαλύπτονται οι μεγάλες παρενέργειες της ιδιωτικοποίησης του κράτους και των πιο ζωτικών λειτουργιών του, ιδιαίτερα αυτών που γίνονται αισθητές στην καθημερινότητα των πολιτών/πελατών. Καθώς το πρόσχημα του κατασκευαστικού κόστους έχει προ πολλού καταρριφθεί –μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα έχουν αποδειχθεί οι ΣΔΙΤ και οι συμβάσεις παραχώρησης– και το πρόσχημα της ιδιωτικής αποτελεσματικότητας θάφτηκε στα χιόνια, το εθνικό οδικό δίκτυο γίνεται πεδίο άρσης της κρατικής κυριαρχίας. Οι εθνικές οδοί είναι ιδιωτικές οδοί, τμήματα της επικράτειας της χώρας που έχουν εκχωρηθεί σε ιδιωτικούς ομίλους. Το αντίτιμο του διοδίου που πληρώνει κάθε πολίτης/πελάτης για τη διέλευσή του, δεν είναι απλώς τίμημα για παροχή υπηρεσιών. Είναι η βίζα για την είσοδο σε ένα κράτος Ι.Χ., το διαβατήριο για τη διέλευση από το ένα φέουδο στο άλλο. Είναι αμοιβή για άσκηση παράλληλης, ιδιωτικής κυριαρχίας στο οδόστρωμα και σε όσους το πατούν. Εστω και με ημερομηνία λήξης ή με αλλαγές φρουράς και αναδόχου. 

Αλλά αυτή η παράλληλη κυριαρχία έχει τις πλάτες της κεντρικής και επίσημης. Δεν ήταν νομοτελειακή και αναπόδραστη. Είναι προϊόν πολιτικών αποφάσεων, εξαγορών, διαφθοράς, ιδεοληψίας και μιας βαθύτατης πολιτικο-οικονομικής διαπλοκής. Η οποία γέννησε ένα σύστημα εξουσίας, με ενιαία επετηρίδα στελεχών όπου συνυπάρχουν πολιτικά τζάκια και οικονομικές φαμίλιες και εναλλάσσονται με ευχέρεια στους ρόλους των πολιτικών και των μάνατζερ. Το project είναι κοινό και μακρόπνοο, ενίοτε οι συντελεστές του πλακώνονται και μεταξύ τους, άλλοτε για την προμήθεια, άλλοτε για το πολιτικό κόστος και άλλοτε –καλή ώρα– για τις αστικές και ποινικές ευθύνες. Μην παραμυθιάζεστε, δεν υπάρχει πλευρά που έχει δίκιο και λέει αλήθεια. Κι είναι εντελώς ανόητο να διαλέγουμε εμείς, τα θύματα της τερατώδους ώσμωσης, πλευρά. 

Αν μπορεί να βγει κάτι καλό από την ολέθρια συνάντηση Μήδειας και Ελπίδας, είναι να ξεμπερδεύουμε με την απάτη του κράτους Ι.Χ. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Και πάλι εσκεπάστηκε ο κόσμος από χιόνι,

και τρεις ημέρες έχουμε τον ήλιο να ιδούμε,

και δίχως άλλο ο Ρωμηός μονάχος του μαλώνει…

Με θολωμένο ουρανό δεν θέλουμε να ζούμε.

Εμείς εσυνηθίσαμε εδώ εις την Ελλάδα

να κλείνουμε τα μάτια μας απ’ την πολλή λιακάδα


Ας έχουν μαύρες συννεφιές στη Λόντρα, στο Παρίσι,

ας έχουν πάγους, κρύσταλλα, βοριά, χαλάζι, χιόνι,

μέσα στη λάσπη ο Ρωμηός δεν ειμπορεί να ζήσει,

δεν θέλει το παπούτσι του ποτέ του να λασπώνει.

Ολίγος ήλιος κι ουρανός παντού ξαστερωμένος,

ιδού το μόνο όνειρο για το πτωχό μας γένος.


Γεωργίου Σουρή, «Χιόνια και ήλιος»


Saturday, January 22, 2022

Με βιάζουν σαν χώρα

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 22-23/1/2022

Ο βιασμός της Ηλέκτρας ("Ο Θίασος", 1975)

Η ιστορία της Γεωργίας Μ., ανεξάρτητα από την έκβαση της εισαγγελικής έρευνας και την τελική, δικαστική και τελεσίδικη εκδοχή αλήθειας, μπορεί να διαβαστεί κι αλλιώς: ως μια συνεκδοχή της κατάστασής μας ως κοινωνίας. Ως μια ανακεφαλαίωση της μεταπολεμικής ιστορίας μας. Ισως και όλης της ιστορίας μας ως «έθνους» 200 ετών. Ως μια αλληγορία του επαναλαμβανόμενου, οδυνηρού και σταθερά ατιμώρητου συλλογικού βιασμού μας. Του βιασμού μας ως κράτους προτεκτοράτου, ως υποτελών μιας αρπακτικής, άπληστης και ανίκανης ολιγαρχίας, ως υπηκόων ενός οικογενειοκρατικού, διεφθαρμένου και ανήθικου συστήματος εξουσίας, ως θυμάτων συστηματικής πλάνης, χειραγώγησης και εξαπάτησης από ένα πολιτικό σύστημα που τάζει παράδεισο και προσφέρει μόνο κόλαση. 

Διαβάζοντας τις αφηγήσεις για το τι συνέβη στη Θεσσαλονίκη την Πρωτοχρονιά, άγνωστο γιατί, ανακάλεσα μια εμβληματική σκηνή από τον επικό «Θίασο» του Αγγελόπουλου. Στην ταινία, ως γνωστόν, δεν υπάρχει κάποια γραμμική αποτύπωση του ιστορικού χρόνου, αλλά καταλαβαίνουμε πως βρισκόμαστε στην αρχή του Εμφυλίου. Είναι Απόκριες, από μακριά ακούγονται μουσικές και τραγούδια από αποκριάτικα πάρτι. Η ασάλευτη κάμερα του Αγγελόπουλου μας δείχνει τον διάδρομο του επαρχιακού φτηνού πανδοχείου που μένει το μπουλούκι των ηθοποιών του θιάσου- καμιά σχέση με σουίτες πεντάστερου-, ακούμε τους θορύβους της βίαιης αρπαγής μιας γυναίκας και ύστερα βλέπουμε τέσσερις ασφαλίτες με σχεδόν πανομοιότυπες γκαμπαρντίνες, καπέλα και πρόσωπα καλυμμένα με αποκριάτικες μουτσούνες να σέρνουν την Ηλέκτρα (Εύα Κοταμανίδου) στη σκοτεινή σάλα ενός καφενείου. Την ακινητοποιούν στο πάτωμα, οπότε ένας πέμπτος ασφαλίτης, με ίδια αμφίεση και μουτσούνα, τη βιάζει -ακούμε την οδύνη της- ρωτώντας την: «Πού είναι; Πού είναι;» «Στο βουνό… στο βουνό» είναι οι φράσεις που καταφέρνει να ψελλίσει η Ηλέκτρα ανάμεσα στις σιγανές κραυγές πόνου για τον αδελφό της Ορέστη, γιατί αυτόν ψάχνουν οι ασφαλίτες. Cut. Επόμενη σκηνή, ο μονόλογος της Ηλέκτρας. Για τον Δεκέμβρη, τις πλάνες, τις αυταπάτες, τις απάτες, την προδοσία κι όλα όσα κατέληξαν στον Εμφύλιο. Η μεταπολεμική ιστορία της χώρας ξεκινά με έναν βιασμό. Ακολούθησαν πολλοί αλλεπάλληλοι βιασμοί. Αλλοι σε σουίτες πεντάστερων ξενοδοχείων. Αλλά οι περισσότεροι σε βρόμικες αποθήκες, δρόμους και πεζοδρόμια. 

Οι πολιτικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί και στρατιωτικοί νικητές της τελευταίας αναμέτρησης ανέπτυξαν μια νοσηρή νοοτροπία ληστρικής ιδιοκτησίας πάνω στο σώμα της χώρας. Μια αρρωστημένη κουλτούρα βιασμού του ανθρώπινου και φυσικού κεφαλαίου της. Παλιά και νέα τζάκια, απόγονοι μαυραγοριτών, καταληψίες του εθνικού πλούτου, βιαστές των φυσικών πόρων της χώρας, μικροί και μεγάλοι άρπαγες της γης, του υπεδάφους, των κάμπων, των βουνών, των δασών, των ακτών, των θαλασσών, με τη βοήθεια ενός πρόθυμου συστήματος εξουσίας -που κινήθηκε με άνεση από το αυταρχικό κράτος, την αστυνομοκρατία και τη στρατοκρατία στη φασιστική δικτατορία και ύστερα ξεπλύθηκε στην κοινοβουλευτική δημοκρατία- αυτοανακηρύχθηκαν σε ιδιοκτήτες του κοινωνικού σώματος. Το λεηλάτησαν με κάθε δυνατό τρόπο. Με διωγμό και με εκμαυλισμό. Με βία και με γοητεία. Με χαστούκια και με χάδια. Με εξορία και με εγκλωβισμό. Με μετανάστευση και με αστικοποίηση. Με φτωχοποίηση και με νεοπλουτισμό. Με στέρηση και με απληστία. Με προλεταριοποίηση και με μικροαστισμό. Με λιτότητα και με υπερχρέωση. Με εκσυγχρονισμό και με προγονοπληξία. Με ευρωπαϊσμό και με πατριδοκαπηλία. 

Μπορούμε να ανακεφαλαιώσουμε τις μεταπολεμικές δεκαετίες αυτής της χώρας ως μια διαδοχή αποτρόπαιων βιασμών της από τα «κακομαθημένα πλουσιόπαιδα» που αναδείχτηκαν ιδιοκτήτες της υπό την αιγίδα των διεθνών μαστροπών της. Το γεγονός ότι συχνά η έλλειψη αντίδρασης της κοινωνικής πλειοψηφίας απέπνεε «την εικαζόμενη συναίνεση του θύματος» δεν αναιρεί το έγκλημα. Οι αποικιοκρατικές συμβάσεις εκχώρησης του εθνικού πλούτου στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν ένας βάναυσος βιασμός. Η αναπτυξιακή απάτη της χούντας ήταν ένας βιασμός. Ο καραμανλικός «εξευρωπαϊσμός» ήταν ένας βιασμός. Η αποβιομηχάνιση και η μαζική εγκατάλειψη των προβληματικών επιχειρήσεων από τους ιδιοκτήτες τους ήταν ένας βιασμός. Η εκρηκτική επέκταση του πιστωτικού συστήματος και το ανελέητο φόρτωμα των ανυποψίαστων ιθαγενών με δάνεια και κάρτες ήταν βιασμός. Ο μαζικός εκμαυλισμός του πλήθους στη μετοχική κερδοσκοπία και η απάτη του Χρηματιστηρίου ήταν ένας βιασμός. Η βίαιη και χωρίς πραγματικές προϋποθέσεις ένταξη στο ευρώ ήταν ένας βιασμός. Η επίπλαστη ανάπτυξη της δεκαετίας του 2000 ήταν ένας βιασμός. Η υπερχρέωση και η στοχοποίηση της χώρας από αγορές και δανειστές ήταν ένας βιασμός. Η χρεοκοπία, τα μνημόνια, η εσωτερική υποτίμηση, η μαζική φτωχοποίηση του πληθυσμού, η τεράστια ανεργία που προκάλεσαν, η ιδιωτικοποίηση όλης της δημόσιας περιουσίας, η κατάλυση της κυριαρχίας της χώρας από μια εξωθεσμική τρόικα, η αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος, οι δοτοί πρωθυπουργοί, οι βάναυσες παρεμβάσεις, οι εκβιασμοί της κοινωνίας στο σκίρτημα χειραφέτησής της στο δημοψήφισμα του 2015… Πέρα από τον στόμφο των λέξεων και των επιθέτων, όλη η προηγούμενη δεκαετία ήταν μια συρροή οδυνηρών βιασμών, με φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς το ίδιο συνονθύλευμα πολιτικών και οικονομικών τζακιών που χειρίζεται τη χώρα σαν άβουλο σκεύος ηδονής. 

Με βιάζουν σαν χώρα. Ακόμη και τώρα που μιλάμε είναι σε εξέλιξη ο συλλογικός βιασμός μας, ο βιασμός της αντοχής, της ανοχής, της κοινής λογικής. Κι είναι άξιο απορίας πώς δεν έχουμε ακόμη βρει το σθένος ως κοινωνία να πούμε «όχι», να αντισταθούμε σωματικά και ψυχικά και τελικά να ευνουχίσουμε επιτέλους πολιτικά τους βιαστές μας. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

«Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Οσο το σκέφτομαι, μου ʼρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ʼμαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απʼ αυτά. Εγώ δε θέλω να ʼμαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμʼ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ʼθελα να ζήσω, θα ʼθελα να μπορούσα να ζήσω, θα ʼμουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μʼ αφήνει να το θέλω, δε μʼ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή».

Δημήτρης Δημητριάδης, «Πεθαίνω σαν χώρα»  


Saturday, January 15, 2022

Η μεγάααααλη αύξηση του Κυριάκου

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 15-16/1/2021

Προσεχώς δίπλα σας...


Μισθός, τιμή και κέρδος,
το θέμα μας σήμερα. Οχι, φίλοι μου, δεν προτίθεμαι να επαναλάβω τον άθλο του θείου Κάρολου, που σε τρεις-τέσσερις ώρες, πίσω στο μακρινό 1865, εξήγησε τον μηχανισμό του βιομηχανικού καπιταλισμού και το κοινωνικό ισοζύγιο μεταξύ διεκδικήσεων για μισθολογικές αυξήσεις, υπεραξίας και τιμάριθμου. Απλώς διαπιστώνω με άγρια χαρά πως τόσοι πολλοί και τόσο ετερόκλητοι στα κίνητρα και στις αντιλήψεις τους άνθρωποι έχουν βαλθεί να επιβεβαιώσουν τον Μαρξ. Από βλακεία, από θεία επιφοίτηση, από κυνισμό; Θα σας γελάσω, αλλά δεν έχει και τόση σημασία.

Αίφνης, ο γενναιόδωρος Μωυσής, αν και εκ γενετής βουτηγμένος στη μαρμίτα του νεοφιλελεύθερου φίλτρου, προανήγγειλε μεγάαααααλη αύξηση του κατώτατου μισθού. Πόσο μεγάααααλη, φιλαράκο (και μην πάει ο νους σας στα σεξιστικά υπονοούμενα), 6%, 7%, 10%; Πριν καταπιαστούμε με το μέτρημα, αξίζει να αναγνωρίσουμε ότι ο Μητσοτάκης, που δεν κάνει αυτό που του καταλογίζουν έμμετρα οι δεκάδες χιλιάδες στιχοπλόκοι που ανταποκρίνονται στο χάσταγκ #δικό_σας_συνάδελφοι, αναγγέλλοντας αύξηση μισθών, αναγνώρισε ότι δεν φταίνε αυτοί για τον πληθωρισμό. Κάτι είναι κι αυτό, ένα μικρό βήμα για τον Κυριάκο, ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα, έστω κι αν το κίνητρο είναι η προεκλογική κωλοσφιξούρα. Αλλά μια πραγματικά μεγάαααλη αύξηση του κατώτατου μισθού θα σήμαινε τουλάχιστον ένα 20%, δηλαδή μια αποκατάσταση στα επίπεδα του 2010, όταν ο (προσαρμοσμένος στον τρέχοντα πληθωρισμό) βασικός μισθός είχε πιάσει το πικ του, τα 892 ευρώ, 150 ευρώ πάνω από τον ισχύοντα σήμερα. Αλλά ο #δικό_σας_συνάδελφοι νομίζει ότι θα μας ξεπετάξει με τρία κουλούρια τη μέρα, αντί του ενός. Αν τα έκανε καφέδες τουλάχιστον (2,50 ευρώ έκαστος, πλέον) κάτι θα γινόταν.


Ο Μωυσής, βεβαίως, έρχεται ως μετά Χριστόν προφήτης. Γιατί αυτό που μίζερα πάει να πουλήσει ως γενναιοδωρία είναι μια αναπόφευκτη παγκόσμια τάση, ένας μονόδρομος ακόμη και γι’ αυτούς που οραματίζονται τον ιδανικό άμισθο, αδάπανο και άσιτο εργάτη και υπάλληλο. Ακόμη και στη Μέκκα του σύγχρονου καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, οι Μπάφετ, οι Μπέζος, οι Γκέιτς και οι Μασκ των πολυεθνικών αυτοκρατοριών βλέπουν να απειλείται το κολοσσιαίο επίτευγμά τους: ο συμβιβασμός και η εξοικείωση των έμμισθων υπηκόων τους με τις ελάχιστες απαιτήσεις επιβίωσης. Στη δυσκολία να βρουν εργαζόμενους σε εξειδικευμένες ή μη θέσεις εργασίας, αναγκάζονται να απαντήσουν με αύξηση ωρομισθίου και ημερομισθίου. Δεν ξέρουμε αν πράγματι αυτό που αποκαλείται «Μεγάλη Παραίτηση» και περιγράφεται ως εγκατάλειψη των κακοπληρωμένων και χαμηλής ειδίκευσης θέσεων εργασίας από νέους εργαζόμενους με υψηλά προσόντα και δεξιότητες είναι κάποιου είδους υπόρρητη, άτυπη ταξική εξέγερση ή απλώς επιλογή επιβίωσης και αυτοσυντήρησης. Εχει σημασία όμως ότι αναγκάζει επιχειρήσεις και πολιτικές αρχές σε αύξηση των βασικών μισθών. Οι Αμερικανοί διπλασιάζουν τα ωρομίσθια, Κυριάκο μου, και οι Γερμανοί πάνε για αυξήσεις 18%. Ερχεσαι τελευταίος και καταϊδρωμένος.

Ο,τι λάβουμε καλόν είναι, θα πείτε. Αλλά αν πρόκειται να μετρήσουμε πραγματικά πόσο μεγάααααλη αύξηση χρειάζονται οι μισθοί, θα βάλουμε στον λογαριασμό όλα τα νούμερα της συνάρτησης. Πρώτον, το πετσόκομμα του βασικού μισθού κατά 20% εν μιά νυκτί, τις τρομερές μέρες των μνημονίων. Δεύτερον, το «μέρισμα ανάπτυξης» που αντιστοιχεί στους μισθωτούς σκλάβους από τη θηριώδη (λέμε τώρα) αύξηση του ΑΕΠ που υπόσχεται φέτος η γαλαντόμα κυβέρνηση. Τρίτον, την αύξηση του «εισαγόμενου» πληθωρισμού (το λένε και το υπογραμμίζουν με κάθε ευκαιρία, λες και στην Ελλάδα δεν υπάρχει αγορά και έχει αίφνης παγώσει ο ελεύθερος ανταγωνισμός ή νόμος προσφοράς - ζήτησης). Αλλά, επειδή από το φοβερό μέγεθος που καλείται πληθωρισμός ουδόλως μας ενδιαφέρει η αύξηση των Rolex και των Vacheron Constantin που βρίσκονται σε τρομακτική έλλειψη ρίχνοντας σε βαθιά μελαγχολία και στέρηση τους CEO της εγχωρίας κλεπτοκρατίας, θα κρατήσουμε τον πληθωρισμό της επιβίωσης: το ρεύμα, το αέριο, το ψωμί, το γάλα, το κρέας, τα φρούτα, τα λαχανικά, τα κωλόχαρτα. Τα ελάχιστα που επιτρέπουν να ζούμε σαν άνθρωποι του 21ου αιώνα, και καταγράφουν ανατιμήσεις 10% έως 100% (και μετά τις επιδοτήσεις του Μωυσή). Τέταρτον, θα βάλουμε στον λογαριασμό και την αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων. Σόρι, αλλά αν ισχύουν όσα λένε για την απογείωση των τζίρων τους, των κερδών και των EBIDTA τους, όπως μας πρήζουν με τα τρίμηνα, εννιάμηνα και ετήσια αποτελέσματα, κι αν τους περισσεύουν και τόσα για φιλανθρωπία, εταιρική κοινωνική ευθύνη και τα συναφή, αν η αισιοδοξία που αποπνέουν για το κυριάκειο αναπτυξιακό άλμα έχει βάση, ας σκάσουν και καμιά σοβαρή αύξηση στους μισθούς.

Ομως, επειδή ο #δικός_σας_συνάδελφοι
μπορεί να έχει πρόβλημα με το μέτρημα, ας αφήσει τους ενδιαφερόμενους να αποφασίσουν για το πόσο μεγάααααλη αύξηση μισθών χρειάζεται. Ας αφήσει εργαζόμενους και εργοδότες, τους κοινωνικούς εταίρους, άμα τε και ταξικούς αντιπάλους, να παζαρέψουν, να συγκρουστούν, να αναμετρηθούν, να συμβιβαστούν για το πού πρέπει και μπορούν να πάνε οι μισθοί. Συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις λέγεται το σπορ, αν σας θυμίζει κάτι.
\


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

(Την εργατική τάξη...) δεν πρέπει, λοιπόν, να την απορροφάει αποκλειστικά ο αναπόφευκτος αυτός κλεφτοπόλεμος, που ξεπηδάει ολοένα από τους ακατάπαυστους σφετερισμούς του κεφαλαίου, ή τις μεταβολές στην αγορά. Πρέπει να καταλάβει πως, παρ’ όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το τωρινό σύστημα γεννάει ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για μια οικονομική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Αντί για το συντηρητικό ρητό: «Ενα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαια εργάσιμη μέρα» θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».

Καρλ Μαρξ, «Μισθός, τιμή και κέρδος» (1865)