Saturday, February 24, 2024

Ευτυχόμετρα και δυστυχόμετρα

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-25/2/2024


Καμιά αντίρρηση. Ο,τι χρειάζομαι είναι λιγότερο χρέος...

 Είμαι έτοιμος να συμφωνήσω με τον Μπάμπη (Μιχάλη), που το περασμένο Σάββατο δημοσίευσε στην «Εφ.Συν.» την άκρως ενδιαφέρουσα έρευνα για τις αυτόνομες κοινότητες σε πολλές περιοχές της Γης οι οποίες αποδεικνύουν ότι «τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία» (διαβάστε το: «Εφ.Συν.» 24-25/2/2024). Ή ότι εν πάση περιπτώσει ο βαθμός ικανοποίησης από τη ζωή δεν εξαρτάται από την ποσότητα χρηματικού πλούτου που διαθέτει κανείς. 

Είμαι επίσης διατεθειμένος να συμφωνήσω και με τον Τάσο (Τσακίρογλου), που στο αντίστοιχο podcast του (ακούστε το στο efsyn.gr) επαύξησε την προσέγγιση του Μπάμπη, εισφέροντας κι άλλες μελέτες, εμπειρίες και θέσεις που καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Είμαι πρόθυμος να συμφωνήσω ότι πράγματι τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία, αρκεί προηγουμένως να βρεθεί κάποιος να μου πληρώσει τα εξής: τα τέλη κυκλοφορίας που λήγουν σε λίγες μέρες, τους λογαριασμούς της σταθερής και κινητής τηλεφωνίας που εκκρεμούν, τον λογαριασμό της ΔΕΗ (πράσινο τιμολόγιο), που νόμιζα ότι θα έρθει χαμηλότερος αλλά ήρθε 30% πάνω, τις περσινές δόσεις του ΕΝΦΙΑ που είναι ληξιπρόθεσμες και όλο και τσιμπάνε λίγα ευρουλάκια προσαύξησης, τις νέες δόσεις του ΕΝΦΙΑ που ετοιμάζονται να κρεμαστούν στο myAADE (σ.σ. δεν ξέρω αν έχετε αντιληφθεί ότι με τόσα my που διαθέτουμε έχουμε γίνει συνιδιοκτήτες της χώρας), τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας, τις δόσεις του στεγαστικού δανείου μη γίνει καμιά στραβή και μπουκάρει η τράπεζα στο σπίτι, τα ασφάλιστρα κατοικίας (που δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς μας προσφέρουν), τα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου (γι’ αυτά κάτι έχω καταλάβει), ένα στοιχειώδες σέρβις στο σαράβαλο που έχει να δει συνεργείου πρόσωπο τρία χρόνια, τις βενζίνες για να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον το πήγαιν'-έλα στη δουλειά, την εξαγορά μερικών πλασματικών χρόνων μπας και καταφέρω να πάρω ποτέ σύνταξη, τα ψώνια του σουπερμάρκετ και της λαϊκής (ως οικογένεια είμαστε πλέον μετριοπαθείς καταναλωτές, δεν είναι πολλά), την αντικατάσταση δύο-τριών ηλεκτρικών συσκευών που τα έχουν φτύσει, τα δίδακτρα για ένα μεταπτυχιακό της κόρης μου (ιδανικά εκτός Ελλάδας, αλλά συμβιβαζόμαστε και με εγχώριο δημόσιο ΑΕΙ) και, τέλος, επειδή ούκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος, ένα μικρό επίδομα αναψυχής ίσα για να καλύπτει την έξοδο του Σαββατοκύριακου (ένα σινεμαδάκι και μια μπίρα, η παιδαγωγική της λιτότητας μας έχει κάνει εγκρατείς) και ένα πενθήμερο διακοπών τον χρόνο. 

Ζητάω πολλά; Οχι υποθέτω. Τα στοιχειώδη, αυτά που βασανίζουν τον μέσο άνθρωπο των βιομηχανικών και μεταβιομηχανικών κοινωνιών, του οποίου οι πραγματικές, οι επινοημένες ή επιβεβλημένες ανάγκες του ακολουθούν τον οικονομικό και επιχειρηματικό κύκλο και τη λατρεία της οικονομικής μεγέθυνσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό ικανοποίησης και απόλαυσης (αν υποθέσουμε πως αυτά τα δύο είναι συστατικά της «ευτυχίας) που αντλεί από αυτές. 

Αυτή η εκθετική οικονομική μεγέθυνση, η ανάπτυξη εντός ή εκτός εισαγωγικών, μετριέται σε χρήμα αενάως αυξανόμενο. Αν όπως μας λέει η Credit Suiss, που έχει το κατά τεκμήριο πιο αξιόπιστο πλουτόμετρο, ο παγκόσμιος πλούτος είναι περίπου 450 τρισ. δολάρια και θα ξεπεράσει τα 600 τρισ. στα επόμενα τρία χρόνια, κανονικά θα έπρεπε όλοι να είμαστε αν όχι ευτυχείς, πάντως λιγότερο δυστυχείς. Αλλά δεν παίζει αυτό, όχι μόνο γιατί τα πολλά λεφτά βρίσκονται στη λάθος πλευρά της Ιστορίας, της κοινωνίας και του πλανήτη. Ούτε μόνο γιατί υπάρχουν πράγματα που το χρηματικό ευτυχόμετρο δεν τα πιάνει –κοινωνικές σχέσεις, ελευθερίες, δικαιώματα, ένα ερωτικό φιλί, ένα παιδικό χάδι, ένα χαλαρό ριγιούνιον με παιδικούς φίλους. Αλλά και γιατί πάνω από το μισό του πληθωρικού παγκόσμιου πλούτου, 307 τρισ. δολάρια σύμφωνα με το ΔΝΤ που κρατάει το δυστυχόμετρο του κόσμου μας, είναι χρέος. Χρέος κρατικό και ιδιωτικό. Και επειδή το χρήμα είναι εξ ορισμού χρέος, η κατοχή του, ανεξαρτήτως ποσότητας, δεν έχει άλλο προορισμό από το να εξοφλά παλιό και να δημιουργεί νέο χρέος (ρωτήστε τις τράπεζες και θα σας το εξηγήσουν), είτε αποτιμάται σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα, είτε σε λογαριασμούς και ανεξόφλητες οφειλές σαν αυτές που σας περιέγραψα παραπάνω. 

Το χρηματικό ευτυχόμετρο έχει λοιπόν προ πολλού καταστεί κυρίως δυστυχόμετρο. Δηλαδή το χρήμα προφανώς δεν μπορεί να αγοράσει ευτυχία, αλλά ίσως μπορεί να εξαγοράσει ένα μέρος δυστυχίας, να μας απαλλάξει από τις πηγές της καθημερινής δυσφορίας, τα χρέη και τις οφειλές μας. Θεωρητικώς ο άνθρωπος (να εξηγούμαστε: ο μέσος, κανονικός άνθρωπος, όχι ο Μασκ ή ο Μπέζος) που έχει κάποιες προϋποθέσεις να νιώσει ευτυχής, ή να αντλήσει ικανοποίηση από τη ζωή και τις μικρές χαρές της, είναι αυτός που δεν χρωστάει τίποτα και σε κανένα. 

Γι’ αυτό επαναλαμβάνω: Μήπως προσφέρεται κάποιος να εξαγοράσει τα χρέη μου; 

ΥΓ. Προφανώς τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία. Κόμματα αγοράζουν όμως;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Από τότε που 'φτιαξε ο Θεός την πλάση

Ενα πράγμα μου 'φταιξε, μου 'φταιξε, μου 'φταιξε

Ο φτωχός ο άνθρωπος τι είχε να περάσει


Που πανάθεμα το μήλο και την Εύα την μπιρμπίλω

Του παράδεισου το τζάμπα μια για πάντα είχε χάσει

Κι όπως έχει η βδομάδα τα μερόνυχτα εφτά

Η ζωή μας η ρημάδα δε φτουράει χωρίς λεφτά


Τα λεφτά, τα λεφτά, ποιος τ' ανακάλυψε

Τα λεφτά, τα λεφτά, την πορτοφόλα

Τα λεφτά, τα λεφτά, και μας παράλειψε

Τι παθαίνει ο άνθρωπος με του παρά τη φόλα

Τα λεφτά, τα λεφτά, τα εκατομμύρια

Τα λεφτά, τα μπερντέ, τα μπικικίνια

Τα ψιλά, τα χοντρά, τριάντα αργύρια

Στο καζίνο την πατάς εφόσον έχεις γκίνια


Αμα είσαι στην ανάγκη και διά χειρός Βαράγκη

Θα πουλήσεις το τραπέζι και τη σάλα σου

Κι άμα τρέχουν οι πιστώσεις και τη μάνα σου θα δώσεις

Προκειμένου να γλιτώσεις την κεφάλα σου



«Τα λεφτά», Λίνα Νικολακοπούλου, Σταμάτης Κραουνάκης, δίσκος «Σπεράντζα» (1998) 


Saturday, February 17, 2024

To 3% έως 10%

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17-18/2/2024



Δεν ξέρω αν υπάρχει πραγματικά κάποιος επιστημονικός τρόπος μέτρησης της σεξουαλικής ταυτότητας του πληθυσμού κι αν είναι θεμιτή μια στατιστική αποτύπωση του ποσοστού των ανθρώπων που είναι ή αισθάνονται gay, λεσβίες, αμφιφυλόφιλοι/ες, διεμφυλικοί/ές ή άφυλοι. Οι επιστήμες του φύλου είναι υπόθεση μόλις λίγων δεκαετιών, επομένως έχουν ελάχιστα στοιχεία και δεδομένα από το 200.000 και πλέον ετών χρονικό της ανθρωπότητας (ό,τι κι αν σημαίνει η λέξη) στον πλανήτη ώστε να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα αν κάτι άλλο, εκτός από τους σωματότυπους και τα γεννητικά όργανα γυναικών και αντρών, καθορίζει τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους. 


Το μόνο βέβαιο είναι ότι ένας περίπλοκος μηχανισμός χημείας, βιολογίας, κοινωνικότητας, προτύπων και στερεοτύπων εγκαθιδρύει μεταξύ παιδικής ηλικίας και εφηβείας τη σεξουαλική ταυτότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Κατά την ταπεινή μου γνώμη το δίλημμα «γεννιέσαι ή γίνεσαι» γκέι, στρέιτ, μπάι, τρανς, μη δυαδικό άτομο είναι ψευδές. Ο,τι είναι ο καθένας μας «και γεννιέται και γίνεται», προκύπτει δηλαδή από τη διαρκή διάδραση των γενετικών δεδομένων μας με τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Κι αυτό από την εποχή που ο Δαρβίνος μάς άνοιξε τα μάτια είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Δεν εξελίσσονται μόνο τα είδη εν γένει στο πέρασμα των χιλιετιών. Εξελίσσεται και το κάθε άτομο του είδους στον σύντομο βίο του των λίγων ωρών, μηνών ή ετών, έστω κι αν οι αλλαγές είναι απειροελάχιστες για να καταγραφούν και να είναι αισθητές. 


Σε κάθε περίπτωση ένα ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού, από τις προϊστορικές κοινωνίες μέχρι σήμερα, είναι δεδομένο ότι μόνιμα ή πρόσκαιρα δεν είναι στρέιτ. Και μόνο το γεγονός ότι οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες επιφύλασσαν τη σκληρή ηθική και ποινική αποδοκιμασία της ομοφυλοφιλίας επιβεβαιώνει απλώς ότι αυτή υπήρχε πάντα και δεν είναι αποτέλεσμα της ορατότητας που της απέδωσαν, με χίλια βάσανα, οι νομοθεσίες και τα κινήματα για τα δικαιώματα των τελευταίων δεκαετιών. 

Δεν χρειάζεται άλλωστε να καταφύγει κανείς στις ανεκτικές κοινωνίες της αρχαίας Ελλάδας για να τεκμηριώσει ότι η ομοφυλοφιλία, εναντίον της οποίας δεν υπήρχε τότε ρητή απαγόρευση ή αποδοκιμασία, ουδόλως επηρέασε την κυριαρχία τής τότε πατριαρχικής οικογένειας, με τη γυναίκα στο περιθώριο, στερημένη από βασικά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Κατά κάποιο τρόπο η ομοφυλοφιλία για κάποια περίοδο έγινε ένα από τα συστατικά της αντρικής επικυριαρχίας και της γυναικείας καταπίεσης. 


Η στατιστική πάντως επιμένει να μετράει ποσοστά. Πόσοι είναι οι ΛΟΑΤΚΙ+ στον γενικό πληθυσμό; Ο μόνος τρόπος καταγραφής είναι ο αυτοπροσδιορισμός, δηλαδή τι απαντά ο καθένας στο ερώτημα «τι είσαι;» σεξουαλικά. Κι εδώ αποτυπώνονται μεγάλες αποκλίσεις από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο. 3% ΛΟΑΤΚΙ+ δηλώνουν στην Ιρλανδία, 14% απαντούν στη Βραζιλία. Αρα δεν φαίνεται να υπάρχει ένας παγκόσμιος μέσος όρος, το περίφημο 10% που επικαλούνται ορισμένοι επιστήμονες. Αλλά τι σημασία έχει ποιο είναι το ακριβές ποσοστό των ανθρώπων που διεκδικούν το αυτονόητο; Δηλαδή να αγνοήσουμε πλήρως τη σεξουαλική ταυτότητά τους και να τους αναγνωρίσουμε σαν αυτό που είναι: άνθρωποι, πολίτες, εργαζόμενοι, παραγωγοί πλούτου, φορολογούμενοι, αριθμοί κοινωνικής ασφάλισης, ΑΦΜ, αριθμοί αστυνομικής ταυτότητας, φυσικά πρόσωπα που υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα που ισχύουν για όλους. 

Δεν είμαι βέβαιος ότι χρειαζόταν ένα ξεχωριστό νομοθέτημα για τον γάμο των ομοφύλων και το δικαίωμά τους να κάνουν οικογένεια και παιδιά. Σίγουρα όμως χρειαζόταν να καταργηθούν πολλά νομοθετήματα που καταστρατηγούν εις βάρος των ΛΟΑΤΚΙ+ τα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος τα οποία κατοχυρώνουν την ισότητα και την προσωπική ελευθερία, όπως και το άρθρο 21 που θέτει υπό την προστασία του κράτους την οικογένεια και τον γάμο. Πουθενά δεν λέει το Σύνταγμα ότι προστατεύει μόνο κάποιου συγκεκριμένου τύπου οικογένεια και έναν μοναδικό τύπο γάμου. 


Αλλά καθώς ο νόμος που πέρασε, με τον τρόπο που πέρασε, διέσυρε και εξέθεσε οριζοντίως και καθέτως όλο το πολιτικό και κομματικό σύστημα και όλο το φάσμα Δεξιάς και Αριστεράς, αποκαλύπτοντας ότι τα στερεότυπα για το φύλο, τον γάμο, την οικογένεια, τη γονεϊκότητα, τα παιδιά δεν εκκολάπτονται μόνο στους ναούς του σκοταδισμού, αλλά και στους υποτιθέμενους κληρονόμους του διαφωτισμού, ίσως η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα (που κυρίως δικός της θρίαμβος είναι αυτό που έγινε την Πέμπτη) πρέπει να σκεφτεί κι άλλους τρόπους πίεσης για να επιβάλει την ορατότητά της. Αυτούς που καταλαβαίνει καλύτερα η κοινωνία-αγορά και το κράτος-σουπερμάρκετ.


Είναι το 3% ή το 10% του πληθυσμού; Ωραία! Είναι επομένως και το 3% ή το 10% του παραγωγικού δυναμικού, το 3% ή το 10% της κατανάλωσης, το 3% έως 10% των φορολογικών εσόδων, το 3% έως 10% των στρατευσίμων, των εργαζόμενων, των επιστημόνων, των επαγγελματιών, των δασκάλων, των αγροτών, των ψηφοφόρων, είναι το 3% έως 10% του παραγόμενου πλούτου, του ΑΕΠ κάθε χώρας. Τι θα συνέβαινε λοιπόν στην οικονομία μιας χώρας αν το 10% των πολιτών που ακρωτηριάζονται τα δικαιώματά τους αποφάσιζε να μεταναστεύσει σε φιλικότερα περιβάλλοντα ή να προχωρήσει σε παραγωγική και φορολογική απεργία; Τι θα συνέβαινε σε μια χώρα αν το 3% έως 10% του ΑΕΠ της γινόταν καπνός, αν η κατανάλωση έπεφτε αντίστοιχα, αν το ίδιο ποσοστό εργατικού δυναμικού έφευγε και τα ταμεία του κράτους άδειαζαν από τα ανάλογα ποσά; 


Ας το σκεφτεί η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα την επόμενη φορά στο επόμενο δικαίωμα που θα διεκδικήσει. Στον καπιταλισμό η νομική ισότητα των πολιτών επιβάλλεται με όρους αγοράς, είναι δούναι και λαβείν, είναι σαν το ισοζύγιο του κράτους ή μιας επιχείρησης. Αν δίνεις πολύ περισσότερα από όσα παίρνεις, σημαίνει ότι κάποιος σε κλέβει. Και εντάξει, σε επίπεδο κατανομής του πλούτου ας πούμε ότι αυτό είναι η σταθερά του οικονομικού μοντέλου μας μέχρι ανατροπής του (δηλ. μέχρι να αποφασίσουμε να το ανατρέψουμε). Αλλά στο πεδίο της ίσης κατανομής των ατομικών δικαιωμάτων ώς πότε να ανέχεται κανείς την κλοπή; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εάν είναι αποδεκτό το γεγονός ότι η οικογένεια έχει περάσει διά μέσου τεσσάρων διαδοχικών μορφών, και είναι τώρα σε μια πέμπτη, προβάλλει αμέσως το ερώτημα εάν αυτή η μορφή μπορεί να είναι μόνιμη στο μέλλον. Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι πως κι αυτή πρέπει να προχωρήσει, όπως και η κοινωνία προχωρεί, και ν’ αλλάξει όπως και η κοινωνία, ακόμη όπως και αυτή άλλαξε στο παρελθόν. Είναι το δημιούργημα του κοινωνικού συστήματος, και θα καθρεφτίζει τον πολιτισμό του. Οπως η μονογαμική οικογένεια έχει βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό από τότε το ξεκίνημα του πολιτισμού, και πολύ αισθητά στους σημερνούς χρόνους, μπορούμε να υποθέσουμε τουλάχιστον πως αυτή είναι ικανή για μια ακόμη πιο πέρα βελτίωση, μέχρι να επιτευχθεί η ισότητα των φύλων. Η μονογαμική οικογένεια μελλοντικά θα καταλήξει ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνίας, αναλαβαίνοντας τη συνεχή πρόοδο του πολιτισμού, αλλά είναι αδύνατον να προείπουμε τη φύση της διαδόχου της.


Lewis Henry Morgan, «Η αρχαία κοινωνία» (1877)  


Saturday, February 10, 2024

Πέρα στο πέρα campus…

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 10-11/2/2023


Το θυμάστε το τραγουδάκι «πέρα στους πέρα κάμπους», που το έχει κάνει και ωραία διασκευή ο Κηλαηδόνης; Παλιό, παραδοσιακό, από τη Ρόδο, δημιουργός του πιθανά κάποιος Σταμάτης Χατζηδάκης για τον οποίο δεν ξέρω περισσότερα. Μεταπολεμικά το έκανε διάσημο η εκτέλεση με τον Γούναρη κι έγινε από τα δημοφιλέστερα παραδοσιακά τραγούδια, που μάλιστα διδασκόταν στα σχολειά και τραγουδιόταν από τις παιδικές χορωδίες. Ακούγεται ευχάριστο, χαρούμενο, περιπαικτικό, αλλά αν προσέξει κανείς τους στίχους του, θα αντιληφθεί ότι δεν περιγράφει απλώς ένα αθώο, τρυφερό φλερτ στην εκκλησιά ενός μοναστηριού ανάμεσα σε έναν νεαρό (πιθανότατα) άνδρα και μια κοπελιά που η ομορφιά της κάνει την εκκλησία να λάμπει, αλλά μια ιστορία κακοποίησης. Διότι, τι απαντά η κοπελιά στον άνδρα που τη ρωτά από πού είναι; Οτι είναι από τον μαχαλά, έχει δυο παιδιά και γέρο άνδρα, αλλά με σκληρή καρδιά, που «ολημερίς τη δέρνει». Και μάλιστα με ιδιαίτερο σαδισμό τής δίνει «βαρύ σταμνί και κοντό σκοινί» για να αργήσει να γεμίσει νερό και να έχει αφορμή να την ξαναδείρει. «Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλα / τριαλαλαλαλααλαλαλαλαλαλαλα», κλείνει η τελευταία στροφή του τραγουδιού, και αναρωτιέμαι αν τα παιδάκια των σχολικών χορωδιών, που κλείνανε με χαρωπό ρυθμό αυτή την ιστορία, αντιλαμβάνονταν τη σκληρότητά της ή τη θεωρούσαν αστεία. Ή πολύ οικεία, στην περίπτωση που η ενδοσυζυγική βία ήταν η καθημερινότητα και της δικής τους οικογένειας στους πέρα κάμπους ή στις πέρα πόλεις. 

Εντάξει, ομολογώ ότι η ιστορία της κακοποιούμενης κοπελιάς που ζητούσε παρηγοριά σε εκκλησιά μοναστηριού στους πέρα κάμπους, που δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκονται, και που ο δημιουργός της είχε την ευαισθησία να τη διασώσει, και να την καταγγείλει τραγουδιστικά σε μια εποχή που η κακοποίηση ήταν μια κανονικότητα, είναι το πρόσχημα για να περάσουμε σε μια άλλη ιστορία πολιτικής κακοποίησης που συντελείται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οχι στους πέρα κάμπους, αλλά στα… υπερπέραν campus(es) που και καλά θα γίνουν στην Ελλάδα. Ητοι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Που φυσικά δεν πρόκειται να αναπτυχθούν σε τίποτα κάμπους, αλλά πιθανότατα, όταν και αν γίνουν, θα στριμωχτούν σε πολυκατοικίες και γραφεία στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, άντε και της Πάτρας ή του Ηρακλείου. Γιατί οι υποψήφιοι ακαδημαϊκοί επενδυτές, που βιάζεται να εξυπηρετήσει η Μητσοτάκης Α.Ε., μιαν αρπαχτή θέλουν να κάνουν οι άνθρωποι. Να κακοποιήσουν και οικονομικά την επιθυμία και την ανάγκη κάθε ελληνικής οικογένειας να δώσει στα παιδιά της πιστοποιημένα γνωστικά εφόδια και πτυχία τα οποία θα βεβαιώνουν ότι μπορούν να κάνουν εκείνη ή την άλλη δουλειά. 

Κατ’ αρχάς, ας μιλήσουμε για την κακοποίηση των λέξεων. Για την οποία δεν φταίει κανείς, φταίει μόνο η ετυμολογία, που έχει το ακατολόγιστο. Οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί και ακολουθούν τη ζωντάνια των αέναα μετακινούμενων ανθρώπων εδώ και χιλιετίες, από Βορρά σε Νότο, από Ανατολή σε Δύση, από το κρύο στη ζέστη, από την απελπισία στην ελπίδα. Campus στα λατινικά σημαίνει το ίσιωμα, η πεδιάδα, το λιβάδι, που είναι ιδανικό πεδίο για τη σύγκρουση στρατών, αλλά και για την ανάπτυξη συγκροτημάτων που θα στεγάσουν πανεπιστήμια, γνώση, έρευνα, καινοτομία, εκπαίδευση. Φυσικά και για καλλιέργειες. Ετσι προκύπτουν οι αντιφατικές εκ πρώτης όψεως έννοιες του campus και των παραγώγων του. Εν αρχή ην ο κάμπος, φυτεμένος και πράσινος συνήθως· έπειτα είναι η «σαμπάνια», ο καμπανίτης οίνος που βγαίνει από τους αμπελώνες συγκεκριμένης περιοχής της Γαλλίας, και η καμπάνα των εκκλησιών, και η καμπάνια, και το κάμπινγκ, ο campio, που είναι ο μαχητής, ο στρατιώτης, αλλά και ο champion, o πρωταθλητής, εξ ου και όλα τα τσάμπιονς λιγκ της χώρας, της Ευρώπης και του κόσμου, αλλά από την ίδια ρίζα φύτρωσε και το γερμανικό Kampf, αγώνας, από το οποίο προέκυψε και το κακόφημο «Mein Kampf» του Χίτλερ. 

Η λέξη campus, λοιπόν, ταξίδεψε σε όλους τους πέρα κάμπους της υφηλίου, πριν αποκτήσει αυτή την ειδική διάσταση του πανεπιστημιακού campus, το οποίο κουβαλάει όλη την παράδοση του ανθρωπισμού και του διαφωτισμού, έχοντας περάσει από τους κάμπους της Φλωρεντίας και της Τοσκάνης, της Κόρδοβας, της Ζυρίχης ή της Οξφόρδης. Το βασικό συνεκτικό στοιχείο αυτής της παράδοσης, σχεδόν χιλίων ετών, ήταν ότι η ακαδημαϊκή εκπαίδευση, στην οποία οφείλουμε τη διανοητική και τεχνολογική πρόοδο που απολαμβάνουμε σήμερα, έπρεπε να είναι απερίσπαστη από οικονομικούς καταναγκασμούς, χωρίς απαίτηση ανταπόδοσης, άρα δημόσια, έστω κι αν οι χρηματοδότες της για κάποιο διάστημα δεν ήταν το κράτος, αλλά ζάπλουτοι ιδιώτες που διέθεταν τις άφθονες υπεραξίες τους χωρίς να απαιτούν τα λεφτά τους πίσω. 

Γι’ αυτό και σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στους πιο σκληρούς καπιταλισμούς του πλανήτη, τα δημόσια πανεπιστήμια είναι ο κανόνας, και τα ιδιωτικά η εξαίρεση. Η επιχειρηματική ελίτ διεθνώς είναι πρόθυμη να ενθαρρύνει τη μαζική παραγωγή εκπαιδευμένων εγκεφάλων και δεξιοτεχνών, από τους οποίους θα αντλήσει τεχνοκράτες, στελέχη, εξειδικευμένο δυναμικό, σχεδιαστές του μέλλοντος ή ειδικούς της κοινωνικής μηχανικής. Επομένως, το ενδιαφέρον των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων δεν είναι να στήσουν δικά τους πανεπιστημιακά μαγαζιά για να βγάλουν λεφτά από τα δίδακτρα, αλλά να επηρεάσουν, και μέσω χρηματοδοτήσεων, την εκπαιδευτική πολιτική των δημόσιων πανεπιστημίων. Αυτό συντελείται εδώ και δεκαετίες στα μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα του κόσμου (ΗΠΑ, Αγγλία), πράγμα που δεν έχει καμιά σχέση με τα εκπαιδευτικά «μίνι μάρκετ» που θέλει να ανοίξει εδώ η Μητσοτάκης Α.Ε. 

Για να μιλήσουμε επί της ουσίας: κατά την ταπεινή εκτίμησή μου, η βασική ιδέα του κυβερνητικού σχεδίου είναι να μεταφερθεί ένα μεγάλο μέρος του ετήσιου τζίρου των 2 δισ. ευρώ και πλέον που δαπανούν οι ελληνικές οικογένειες για την προετοιμασία των υποψηφίων-παιδιών τους στα ΑΕΙ από τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα στα δίδακτρα των εκπαιδευτικών μίνι μάρκετ, δηλαδή στα ιδιωτικά πανεπιστήμια που είναι έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν κάποιοι επιχειρηματικοί και επενδυτικοί όμιλοι, με σαφώς κερδοσκοπικές φιλοδοξίες. Αναζητήστε τους κυρίως στις κατασκευές και στην υγεία, στις οποίες οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές διαθέτουν τα απαιτούμενα παρελκόμενα. Η Μητσοτάκης Α.Ε. προσφέρει το κίνητρο στους υποψήφιους πελάτες τους: αντί να χαλάνε τα λεφτά τους σε ακριβά φροντιστήρια και ιδιαίτερα για να πιάσουν τις ψηλές βάσεις εισαγωγής, μπορούν να τα διαθέσουν για τα δίδακτρα των ιδιωτικών ΑΕΙ, όπου θα εγγράφονται και με την ελάχιστη βάση. Και η αριστεία, ας πάει να βολοδέρνει στους πέρα κάμπους. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

…Οταν ο Μάρβιν έφτασε, του ανακοίνωσε, όπως ήταν αναμενόμενο, ότι η προσφορά του είχε γίνει δεκτή και εξέφρασε την ευχή περισσότερα μέλη του διδακτικού προσωπικού να ήταν παρομοίως ικανά να συνδράμουν το πανεπιστήμιο. Το Χάρβαρντ ήταν ευλογημένο να έχει πολλές δυνατότητες, αλλά είχε και πολλές ανάγκες. 

Ο Μάρβιν είπε ότι σίγουρα θα λάμβανε υπόψη οποιεσδήποτε ευκαιρίες και ανάγκες. 

Εκείνο το βράδυ ο Μάρβιν κοίταξε πάλι τις εκτυπώσεις του υπολογιστή του με τους υπολογισμούς του ΔΑΠ (σ.σ. Δείκτης Ανορθολογικών Προσδοκιών) για τις επενδύσεις του Χάρβαρντ. Ως αντίκτυπος του κραχ του 1987, υπήρχε ακόμη ένα μικρό περιθώριο ενίσχυσης του πεσιμισμού. Σκέφθηκε αν θα έπρεπε να μοιραστεί με το πανεπιστήμιο το διόλου ευκαταφρόνητο κέρδος που θα είχε εντέλει από την πώληση των πρότερων χρεογράφων του, αλλά αποφάσισε ότι προς το παρόν δεν θα το έκανε. 


John Kenneth Galbraith, "Ενας καθηγητής Οικονομικών του Χάρβαρντ"

Sunday, February 4, 2024

Στοχαστικά τοπία, αστόχαστοι άνθρωποι

 Η Εφημερίδα των Συντακτών 3-4/2/2024

"Απειλή". Κλ. Δίγκα, 2023

Σ’ αυτή τη στήλη, που για είκοσι και πλέον χρόνια αυτοπροσδιορίζεται ως οικονομικό/παραοικονομικό ή αντιοικονομικό χρονογράφημα, έχουν αξιοποιηθεί (ή κακοποιηθεί) σχεδόν όλες οι καλές τέχνες, με εξαίρεση ίσως τη μουσική, μια και δεν έχει βρεθεί τρόπος να «τραγουδήσει» το χαρτί, εκτός κι αν με QRCode προτείνει κανείς το σάουντρακ κάθε κειμένου. Ο κινηματογράφος είναι το συνηθέστερο καταφύγιο, η λογοτεχνία και το θέατρο ακολουθούν, σπανιότερη είναι η προσφυγή στις άλλες τέχνες, ενδεχομένως λόγω ελλιπούς εξοικείωσης του γράφοντος με τους κανόνες τους. 

Η ζωγραφική, για ποικίλους λόγους, μου έχει γλιτώσει, αλλά τις λίγες φορές που παρεισέφρησε στη στήλη τα κίνητρα ήταν μεροληπτικά. Και για την ακρίβεια τα προκάλεσαν οι εκθέσεις της εξαδέλφης Κλεοπάτρας Δίγκα, με την οποία τον συγγενικό δεσμό τον ζεστάναμε αργά και σχεδόν συμπτωματικά. Η Παρή Σπίνου τής έκανε μια εξαιρετική συνέντευξη («Εφ.Συν.», Νησίδες, 20/1/2024) για την τελευταία έκθεσή της, οπότε παραπέμπω εκεί για το καλλιτεχνικό σκέλος της τελευταίας δουλειάς της, όπως και στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου στη Νέα Ιωνία, μέχρι 19/2. 

Την Κλεοπάτρα την εντόπισα πρώτη φορά ως έφηβος στα 1975, είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου του Μικρούτσικου «Πολιτικά τραγούδια», τότε τα εξώφυλλα των δίσκων βινιλίου είχαν μια βαρύτητα, συμπλήρωναν παραστατικά την όλη εμπειρία. Εκ των υστέρων ανακάλυψα ότι τον πάταγο τον είχε κάνει τρία χρόνια νωρίτερα, επί χούντας, το 1972, με τη συμμετοχή έργων της στην έκθεση των «Πέντε νέων ρεαλιστών» (Βαλαβανίδης, Δίγκα, Κατζουράκης, Μπότσογλου, Ψυχοπαίδης), μια κριτική ρεαλιστική ματιά στη σύγχρονη πραγματικότητα, με το πολιτικό και ιδεολογικό σχόλιό τους υπόρρητο ή και ρητά διατυπωμένο στο μανιφέστο τους για τη «λειτουργία του έργου τέχνης», που είχε κυκλοφορήσει έναν χρόνο πριν. 

Στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η εξαδέλφη Κλεοπάτρα διέτρεξε μια υπερδραστήρια πορεία με επτά εκθέσεις και αντίστοιχες ζωγραφικές καταβυθίσεις στην «ανθρώπινη κατάσταση», που αφήνουν μια απορία για το πώς προήλθαν από τον χρωστήρα του ίδιου καλλιτέχνη, τρία βιβλία, σκηνογραφίες, εκπαιδευτικό έργο στα εικαστικά εργαστήρια Καλαμάτας και Πάτρας και σταθερό κοινωνικό και πολιτικό ακτιβισμό. Ο διαρκής ζωγραφικός αναστοχασμός της δεν την απομονώνει στο εργαστήριό της. Είναι παρούσα, ευαίσθητη, ανήσυχη σε ό,τι συμβαίνει. Είτε στη Ν. Φιλαδέλφεια/Χαλκηδόνα, που είναι η βάση της, είτε στη Λευκάδα, που είναι για δεκαετίες η θετή πατρίδα της. Ισως αυτή η περιπλάνηση είναι συστατικό του προσφυγικού DNA της (οι γιαγιάδες μας, αδερφές, ήρθαν από τη Σμύρνη). 

Αυτή η περιπλάνηση καταλήγει στα «Στοχαστικά τοπία» της. Στοχάζονται τα τοπία; Θέλουν να μας πουν κάτι τ’ αγριόχορτα που γεμίζουν κάθε κενό εδάφους που μένει απάτητο από τις ρόδες των αυτοκινήτων ή τα βήματα των ανθρώπων; Μας ψελλίζει κάτι ο ουρανός ή η θάλασσα που τα μπλε τους συναντιούνται στη γραμμή του ορίζοντα; Εχουν φωνή τα θαλασσόκρινα που βρίσκουν τρόπο να ριζώσουν στην παχιά άμμο της παραλίας; Πού βρήκε η Δίγκα τόσα στοχαστικά, άδεια από ανθρώπινη παρουσία, τοπία, σε μια Λευκάδα που κάθε καλοκαίρι βουλιάζει από πλήθη τουριστικής απληστίας; Τα τοπία δεν στοχάζονται, αλλά ίσως οι άνθρωποι που τα αντικρίζουν στους μικρούς και μεγάλους πίνακες της Κλεοπάτρας, με τους ίδιους εντελώς απόντες από το πλαίσιό τους, στοχαστούν και αναστοχαστούν για όσα αστόχαστα προκαλούν στα τοπία. 

Πρώτη παρατήρηση, λοιπόν: τα ανθρώπινα σώματα, τόσο πανταχού παρόντα στα πενήντα και πλέον χρόνια ζωγραφικής της Δίγκα, ξαφνικά «εξορίζονται» από αυτήν. Αφήνονται μόνο μερικά ίχνη τους. Τα μονοπάτια που έχουν ανοιχτεί από τα αδιάκοπα πήγαινε-έλα στις παραλίες της Λευκάδας, μια πινακίδα «for sale» σε ένα οριοθετημένο παραθαλάσσιο οικόπεδο, τα τσιμεντένια υπολείμματα ενός εγκαταλειμμένου τουριστικού περιπτέρου που σιγά σιγά καταπίνονται από την άπληστη βλάστηση και, το πιο χαρακτηριστικό, το αχνό, διάφανο σχεδίασμα ενός ξενοδοχείου που τοποθετείται στο κέντρο ενός παραθαλάσσιου «στοχαστικού τοπίου» με τίτλο: «Απειλή». Αλλά ποιος απειλείται πραγματικά; Το τοπίο που θα εξαφανιστεί πίσω από το πράγματι σχεδιαζόμενο τεράστιο τουριστικό συγκρότημα κοντά στο Κάστρο της Λευκάδας; Ή το τουριστικό θηρίο, που ακόμη κι αν γίνει, κάποια στιγμή θα παρακμάσει και το τοπίο με τον έναν τον άλλον τρόπο θα το καταπιεί, όπως τις τεράστιες αρχαίες πόλεις που μόλις τώρα ανακαλύπτονται κάτω από την πυκνή ζούγκλα του Αμαζονίου; 

Δεύτερη παρατήρηση: τα στοχαστικά τοπία της Κλεοπάτρας δεν είναι προϊόντα αναχωρητισμού ή απόφασης φυγής από τις κριτικές απεικονίσεις της ανθρώπινης κατάστασης, πολιτικής, κοινωνικής, ιδεολογικής, σωματικής, που κυριαρχούσαν μέχρι τώρα στη ζωγραφική της. Είναι το αποτέλεσμα αφ' ενός μιας περιόδου «εγκλεισμού» στην αγαπημένη της Λευκάδα στη διάρκεια της πανδημίας και των λοκντάουν και αφ' ετέρου μιας μικρής «εξέγερσης» της τοπικής κοινωνίας (Λευκαδιτών και… Λευκαδολατρών) εναντίον του σχεδίου ιδιωτικής εταιρείας να αναπτύξει τεράστιο τουριστικό συγκρότημα και να ιδιωτικοποιήσει την περιοχή του Κάστρου και της παραλίας του. Η «Εφ.Συν.» έχει καταγράψει αυτόν τον αγώνα, που κλιμακώθηκε με αγωγές και εξώδικα εκφοβισμού, και οφείλω να ομολογήσω ότι η Κλεοπάτρα, που ήταν αφοσιωμένο κομμάτι της τεράστιας κινητοποίησης, ήταν το κεντρί, ο οίστρος των ρεπορτάζ που δημοσιεύσαμε από το 2022 και μετά. Ο εκκωφαντικός, λοιπόν, στοχασμός των Λευκαδιτών για την υπεράσπιση της βόλτας τους, της αμμουδιάς τους, της παραλίας τους από την ισοπεδωτική τουριστική ανάπτυξη, στη ζωγραφική της Δίγκα μεταμορφώθηκε σε έναν σιωπηρό στοχασμό του ίδιου του λευκαδίτικου τοπίου που λέει στους χρήστες του: «Δείτε με, απολαύστε με, σεβαστείτε με, στοχαστείτε με, αστόχαστοι άνθρωποι, για να με βρουν και τα παιδιά και τα εγγόνια και τα δισέγγονά σας». 

Αλλά, το λέει πολύ καλύτερα η εξαδέλφη Κλεό, περιγράφοντας τη γέννηση της νέας ζωγραφικής δέσμευσής της με τη φύση: «Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, βγαίνοντας βρεγμένη από τη θάλασσα, ρίχτηκα πάνω στη ζεματιστή άμμο. Δίπλα μου άνθιζε ένα μοναχικό θαλασσόκρινο. Αλλο δίπλα του μαραμένο, άλλο είχε δέσει κάψα για του χρόνου. Τη χάραξα με το χέρι. Μέσα της είχε τρεις σπόρους, τυλιγμένος ο καθένας μ’ ένα σπογγώδες σώμα. Το ζούληξα κι ήταν γεμάτο νερό. Δέος. Τότε είχα το πρώτο κοσμικό θρησκευτικό συναίσθημα. Εγώ, μια άθεη. Γύρισα ανάσκελα, πάνω μου ο ουρανός, κάτω εγώ. Συλλαμβάνω το Σύμπαν εμπειρικά. Είμαι κομμάτι από το άγνωστο χάος. Αγνωστο χάος το μέσα στο σώμα μου. Είμαι κομμάτι του. Ξύπνησε μέσα μου ένας βαθύς σεβασμός για ό,τι με περιβάλλει και μια υποχρέωση: να το αφήσω όπως το βρήκα. Ολα είχαν αλλάξει πια».

Ολα έχουν αλλάξει πια. Η αστόχαστη υπερανάπτυξη, ακόμη και κάτω από το πράσινο καμουφλάζ της, απειλεί το εύθραυστο ενδιαίτημα της ανθρωπότητας. Στη μικροκλίμακα της Λευκάδας ή στη μεγάλη του πλανήτη. Τα τοπία επιβάλλουν στοχασμό. Και δράση. Εντός και εκτός κάδρου. 

ΚΙΜΠΙ 

Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.gr



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Πού χρόνος πια! Φαγώνεται. Πού χρόνος για κήπια, κληματαριές κι ασβεστώματα! Κι όμως, τα θυμάμαι. Αλλοτε τα είχα δει. Υπήρχαν όταν στα δώδεκα είχα περάσει με το τρένο για την Ολυμπία. Πάντα τα έφερνα στο μυαλό μου, όλα αυτά τα χρόνια, με τον τρόπο που γράφει τις εντυπώσεις ένα παιδί. Τους κήπους με τις πασχαλιές και τα τριαντάφυλλα, που ξεχείλιζαν από χρώματα μέσα στο μεσημεριάτικο φως στις μάντρες. Νόμιζα πως θα ήταν πάντα εκεί. Μοιάζει να βαριούνται την ίδια τους τη ζωή οι άνθρωποι και το κέρδος της να έχει μετατοπιστεί.

Κλεοπάτρα Δίγκα, «Θέση 44, Παράθυρο»


Sunday, January 28, 2024

Το στραβό το κλίμα και ποιος το πληρώνει

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-27/1/2024



Παρότι όλοι, και τα 8 δισ. διπόδων, ελλόγων όντων, είμαστε επιβάτες του διαστημόπλοιου Γη, και θεωρητικά έχουμε όλοι τούς ίδιους λόγους να ανησυχούμε για την πορεία του προς την κλιματική καταστροφή, ταυτοχρόνως αρκετοί (και μάλλον οι περισσότεροι) έχουμε κάθε λόγο να είμαστε καχύποπτοι για το πόσο ειλικρινής και πραγματικά αποτελεσματική είναι η πράσινη φλυαρία και μεταστροφή της παγκόσμιας πολιτικής και επιχειρηματικής ηγεσίας.  


Για παράδειγμα, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Ολλανδοί αγρότες που βγήκαν κατά χιλιάδες στους δρόμους, στις πλατείες και στις εθνικές οδούς, με τα τρακτέρ τους ή και χωρίς αυτά, χλευάζονται συχνά για τη χαμηλή περιβαλλοντική συνείδηση και ευαισθησία τους, γιατί επιμένουν οι αγελάδες και τα γουρούνια τους να πέρδονται ασυστόλως εκλύοντας μεγάλες ποσότητες μεθανίου, ή να εξουθενώνουν τη γη τους με εντατικές μονοκαλλιέργειες και πολλά λιπάσματα, την ώρα που αρκετοί κλιματικά ευσυνείδητοι συμπολίτες τους φροντίζουν το περιβάλλον επιλέγοντας να κυκλοφορούν με τα ηλεκτρικά Tesla τους, καταναλώνοντας μόλις 20 κιλοβατώρες ανά 100 χιλιόμετρα, με μηδενικές εκπομπές. 


Το πώς αγοράζει κανείς ένα Tesla ή ένα άλλο ηλεκτρικό αυτοκίνητο, ένα Citroen, ένα Toyota ή μια ηλεκτρική Lotus με μόλις 95.000 ευρώ είναι ένα άλλο ζήτημα, που οι φαιοπράσινοι εγκέφαλοι του πλανήτη αποφεύγουν να σχολιάσουν, επιλέγοντας να επιβραβεύσουν την περιβαλλοντική συνείδηση και συμπεριφορά. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα των 30.000 και 50.000 ευρώ, εκτός του ότι επιδοτείται η αγορά τους, απαλλάσσονται από τα τέλη κυκλοφορίας, ενώ ένα συμβατικό, ρυπογόνο βενζινοκίνητο εικοσαετίας εμπορικής αξίας 1.000 ευρώ στην καλύτερη, πληρώνει 200 ή 300 ευρώ, αναλόγως κυβισμού. 


Το ερώτημα, ποιοι μπορούν και πώς μπορούν να πάρουν ένα «καθαρό» ηλεκτρικό αυτοκίνητο φυσικά και δεν τίθεται στην πράσινη φλυαρία κι έτσι η παιδαγωγική αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», που θεωρείται εδώ και δεκαετίες ο δικαιότερος κανόνας για την κατανομή του κόστους αποτροπής της κλιματικής κρίσης, διολισθαίνει στον μόνο σταθερό κανόνα του καπιταλιστικού μας πολιτισμού εδώ και αιώνες: «ο φτωχότερος πληρώνει τα περισσότερα». Ισχύει σε πλανητικό επίπεδο, εφαρμόζεται και εντός κάθε χώρας, όπου το κόστος της λεγόμενης πράσινης μετάβασης κατανέμεται ως ανεστραμμένη πυραμίδα του πλούτου. Τα πολλά τα πληρώνουν οι πολλοί που παίρνουν τα λίγα. Δηλαδή τα φτωχότερα νοικοκυριά, με τα βρόμικα παλιά αυτοκίνητα ή τις ενεργοβόρες συσκευές που δεν τολμούν να αντικαταστήσουν. Ρίξτε μια προσεκτική ματιά στους λογαριασμούς ρεύματος και στις «ρυθμιζόμενες χρεώσεις» τους για τις οποίες πέφτει «μούγκα» και θα καταλάβετε τι εννοώ. 


Δεν είχαμε, βέβαια, την αυταπάτη ότι η λεγόμενη πράσινη μετάβαση θα γίνει με όρους κοινωνικής και ιστορικής δικαιοσύνης. Οτι δηλαδή τα πλούσια, βιομηχανικά έθνη του 19ου και 20ου αιώνα θα πληρώσουν περισσότερο από τις χώρες και περιοχές του πλανήτη στις οποίες έχουν διώξει τις πιο ρυπογόνες παραγωγικές δραστηριότητες. Ούτε ότι σε κάθε χώρα οι πλουσιότεροι ή οι επιχειρήσεις που διαγκωνίζονται για να εξασφαλίσουν «πιστοποιητικά» περιβαλλοντικής και κοινωνικής υπευθυνότητας, βεβαιώσεις ESG και βραβεία χαμηλού ή μηδενικού αποτυπώματος θα κληθούν να αναλάβουν το μεγαλύτερο κόστος του «πρασινίσματος». Θα περιμέναμε ωστόσο να μη μας δουλεύουν ψιλό γαζί. 


Διάβασα μια είδηση που μου έκανε «κλικ». Στην Κίνα, όπου κυκλοφορούν τα μισά ηλεκτρικά αυτοκίνητα του κόσμου, 20 εκατ. ηλεκτρικά και υβριδικά οχήματα αναμένεται να καταναλώσουν φέτος 52 τεραβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω των δημόσιων σταθμών φόρτισης, ποσότητα που θα ξεπεράσει κατά τι τη συνολική κατανάλωση ηλεκτρισμού στην Ελλάδα. Πέρσι ξεπέρασαν την κατανάλωση της Ιρλανδίας και υποθέτουμε πως σε ένα ή δυο χρόνια, όταν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα της Κίνας θα έχουν φτάσει τα 30 εκατ., η κατανάλωση ηλεκτρισμού θα έχει φτάσει τη συνολική μιας Ισπανίας ή μιας Ιταλίας. Πόσα ορυκτά καύσιμα καταναλώθηκαν για να παραχθεί αυτή η ενέργεια; Γιατί αποκλείουμε να προήλθε όλη από φωτοβολταϊκά ή ανεμογεννήτριες. Πόσα αέρια εκλύθηκαν στην ατμόσφαιρα για να φορτιστούν τα καθαρά ηλεκτρικά αυτοκίνητα; Και πόσα εκλύθηκαν για να παραχθούν τα μέταλλά τους, να εξορυχθούν τα σπάνια στοιχεία των μπαταριών τους, ακόμη και για να «παραχθούν» τα κρυπτονομίσματα με τα οποία μερικά από αυτά τα αυτοκίνητα πληρώθηκαν; 


Κανείς δεν δίνει λογαριασμό στον μεγάλο λογαριασμό. Η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας είναι αυτή τη στιγμή λίγο πάνω από τις 25.000 τεραβατώρες. Προς το παρόν τα ηλεκτρικά οχήματα δεν ξεπερνούν τα 50 εκατ. σε όλο τον κόσμο και απορροφούν ένα απειρολάχιστο -προς το παρόν- ποσοστό της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας. Αλλά, τι θα γίνει όταν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα αντικαταστήσουν σταδιακά ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των 1,5 δισ. συμβατικών οχημάτων που κυκλοφορούν στον πλανήτη; Πόσες τεραβατώρες θα απαιτούν 500 εκατ. ηλεκτρικά αυτοκίνητα, 1 δισ. ηλεκτρικά αυτοκίνητα, όταν τα ρυπογόνα συμβατικά, με τις μηχανούλες εσωτερικής καύσης τους, τεθούν υπό διωγμόν; Σε πόσες Ελλάδες ή Ιρλανδίες θα αντιστοιχεί η φόρτισή τους, πόσα ορυκτά καύσιμα θα έχουν καεί για να καλυφθούν οι ανάγκες τους σε ηλεκτρισμό; Διότι, υποθέτει κανείς, είναι απίθανο στην επόμενη δεκαετία, ακόμη και εικοσαετία, να έχει εξασφαλιστεί η κάλυψη της παραγωγής ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές σε ποσοστό πάνω από 50% παγκοσμίως. Ισως αυτό εξηγεί, άλλωστε, την αυτοπεποίθηση του πετρελαϊκού καρτέλ ότι η ζήτηση για πετρέλαιο και αέριο θα είναι σταθερή και την επόμενη εικοσαετία. Κι αυτό επίσης εξηγεί γιατί με τόση άνεση οι παγκόσμιες διασκέψεις για το κλίμα (COP 28, COP 29 κοκ) κάθε χρόνο περιπλανώνται από τη μια πετρελαιοπαραγωγό χώρα στην άλλη, και χρηματοδοτούνται και διευθύνονται από γνήσιους πετρελαιάδες. Κι αυτό επιπλέον εξηγεί γιατί, παρά το γεγονός ότι το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή αυξάνεται γρήγορα (πάνω από το 30%), οι εκπομπές αερίων στην ατμόσφαιρα από την ηλεκτροπαραγωγή μένουν εδώ και μια δεκαετία σταθερές, αν όχι και αυξανόμενες. 


Η τεχνοκρατία της πράσινης μετάβασης, με λίγα λόγια, βασίζεται σε μια πλάνη, αν όχι και απάτη. Οχι μόνο ως προς το ποιος/ποιοι φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κλιματική κρίση, όχι μόνο για το ποιος/ποιοι θα πληρώσουν το μεγαλύτερο κόστος γι’ αυτή τη μετάβαση, αλλά και για το αν οι λύσεις που προτείνουν ως μονόδρομο έχουν πράγματι ευεργετική επίδραση στην κλιματική κρίση και σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τις τσέπες τους, την κερδοφορία τους, τα stock option τους. Ητανε στραβό το κλίμα (όχι το κλήμα), το τρώει κι η πράσινη μετάβαση...


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Εχουμε μια τεράστια επένδυση σε εγκαταστάσεις για κινητήρες εσωτερικής καύσης, κιβώτια ταχυτήτων και άξονες και δεν βλέπω να τις πετάμε μόνο και μόνο επειδή το ηλεκτρικό αυτοκίνητο δεν εκπέμπει καυσαέρια.

Χένρι Φορντ ΙΙ (1917-1987)  


Saturday, January 20, 2024

Οι φάσεις της ζωής και η αφασία της πολιτικής

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/1/2024


 Στην ταινία του Θόδωρου Μαραγκού «Μάθε παιδί μου γράμματα» (1981), ο Δημοσθένης (ο μακαρίτης Κώστας Τσάκωνας) κάνει την ανασκόπηση της ζωής του με τη θρυλική ατάκα: «Εξι χρόνια στο Δημοτικό. Εξι χρόνια στο Γυμνάσιο, δώδεκα. Εξι χρόνια στο Πολυτεχνείο, δεκαοχτώ. Εξι χρόνια στο εξωτερικό, είκοσι τέσσερα. Και έξι χρόνια μέχρι που να πάω σχολείο, τριάντα. Μέχρι τα τριάντα έξι που είμαι, ακόμα άλλα έξι χρόνια. Πού πήγανε; Τι γίνανε έξι χρόνια;»

 Προφανώς ο νυν υπουργός Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης, γεννημένος το 1983, δύο χρόνια αφότου η ταινία έκανε πάταγο, με πάνω από 320.000 εισιτήρια, δεν την έχει δει. Ή κι αν την έχει δει αδυνατεί να συλλάβει το νόημά της. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγήσει κανείς την ευκολία με την οποία απεφάνθη, μιλώντας σε φόρουμ για την τεχνητή νοημοσύνη, ότι «η ζωή τριών φάσεων έχει τελειώσει». Οπου τρεις φάσεις της ζωής, ο παραδοσιακός διαχωρισμός μεταξύ μάθησης, εργασίας και συνταξιοδότησης. 

Ο συλλογισμός του υπουργού είναι απλός: η τεχνολογία είναι ο βασικός επιταχυντής των εξελίξεων στην παραγωγική διαδικασία, τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα θα ζήσουν πάνω από 100 χρόνια και θα χρειαστούν δεξιότητες για δουλειές κι επαγγέλματα που δεν υπάρχουν ακόμη, άρα το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να προσαρμοστεί σ’ αυτή την προοπτική. Δεν μας εξήγησε ο υπουργός πόσες και ποιες είναι οι φάσεις της νέου τύπου ζωής που πρέπει να τρέξει πίσω από τον επιταχυντή τεχνολογία. Υποθέτουμε ότι εννοεί μια επιμήκυνση της μαθησιακής φάσης, με βαθιά διείσδυσή της στην εργασιακή φάση (χοντρικά αυτό που λέμε διά βίου μάθηση), ένα θόλωμα ή και εξαφάνιση των ορίων μεταξύ εκπαίδευσης και απασχόλησης, και επίσης μια ακόμη μεγαλύτερη επιμήκυνση της εργασιακής φάσης, με μετάθεση της συνταξιοδότησης όλο και πλησιέστερα στο νέο προσδόκιμο επιβίωσης, τα 100 χρόνια και κάτι που υπολογίζει -και σωστά- ο υπουργός. Οι Γερμανοί τεχνοκράτες θεωρούν θέμα χρόνου τη μετάθεση του ορίου συνταξιοδότησης στα 70 και κάτι. 


Αν ο Τσάκωνας ζούσε, ως Δημοσθένης του «Μάθε παιδί μου γράμματα», θα ήταν σήμερα 80 και κάτι και θα είχε να αντιμετωπίσει μια πιο δύσκολη αριθμητική: «6 χρόνια στο Δημοτικό, 6 χρόνια στο Γυμνάσιο/Λύκειο, 6 χρόνια στο Πανεπιστήμιο, 6 χρόνια στα μεταπτυχιακά, 6 χρόνια στην επανακατάρτιση, 16 στη διά βίου εκπαίδευση, 22 στην πλήρη απασχόληση, 74 μαζί με τα 6 πριν πάω σχολείο. Μέχρι τα 80 που είμαι, μένουν άλλα 6, αλλά ακόμη δεν έχω πάρει σύνταξη. Πού πήγαν τα άλλα έξι;» Κι αυτό αν υποθέσουμε ότι θα του έλειπαν μόνο έξι. Είναι απίθανο ο κ. Πιερρακάκης να μπορούσε να του λύσει την απορία για το πού και πώς κατακερματίστηκε και χάθηκε μια ολόκληρη «φάση ζωής». 

Η διαπίστωση του υπουργού Παιδείας πως η ζωή των τριών φάσεων έχει τελειώσει δεν έχει την παραμικρή χρησιμότητα. Αν είχε ζήσει ως ενήλικας στη δεκαετία του ’80 θα είχε την ευκαιρία να καταλάβει ότι τέτοια κανονικότητα δεν υπήρξε ποτέ, τουλάχιστον όχι για τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας. Ολες οι φάσεις της ζωής είχαν χάσματα, ρήγματα, απότομες διακοπές. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν άβατο για τα φτωχότερα στρώματα, άρα η μαθησιακή φάση διακοπτόταν για τους περισσότερους το πολύ στα 16 χρόνια, κι αμέσως μετά ανοιγόταν μπροστά τους η αχανής εργασιακή φάση, που μπορεί να είχε κρίσεις, ανεργία και τεχνολογικά σοκ. 

Α ναι, η τεχνολογία ήταν πάντα επιταχυντής, κύριε Πιερρακάκη, δεν έγινε τώρα λόγω ψηφιακής μετάβασης. Αν ζούσε στη δεκαετία του ’80 ο υπουργός, ίσως είχε την εμπειρία της αποβιομηχάνισης, της παρακμής της κλωστοϋφαντουργίας, των λουκέτων στα λιγοστά δείγματα εγχώριας βαριάς βιομηχανίας που άφηναν κατά δεκάδες χιλιάδες εργάτες άνεργους, οι οποίοι έπρεπε να γίνουν κάτι άλλο: υπάλληλοι δήμων, να πάνε στις κατασκευές, στο εμπόριο, στον τουρισμό, στις υπηρεσίες. Κι όσοι ήταν μεγαλύτεροι και δεν είχαν το περιθώριο της επανακατάρτισης, συσσωρεύονταν στον προθάλαμο του συνταξιοδοτικού συστήματος, με τα όρια ηλικίας να ακροβατούν μεταξύ του χαμηλού προσδόκιμου ζωής -μόλις 75 το 1980- και της πρόωρης απόσυρσης των περιττών από την αγορά εργασίας. 

Ας ρωτήσει ο υπουργός Παιδείας τους επιζώντες του Μεγάλου Πολέμου ή της μεταπολεμικής περιόδου τι περιλάμβαναν οι τρεις φάσεις της ζωής τους: θανάτους, απώλειες, εξορίες, αποκλεισμούς από το εκπαιδευτικό σύστημα ή την αγορά εργασίας, πιστοποιητικά φρονημάτων, μετανάστευση, εσωτερική κι εξωτερική, τρένα που μετέφεραν τους ανθρώπους στο Σαρλερουά ή στη Στουτγάρδη, πλοία που τους άδειαζαν στο Σίδνεϊ ή στη Νέα Υόρκη, με μια βαλίτσα και μηδενικές δεξιότητες. Κάποιοι δεν ξέραν να γράφουν τ’ όνομά τους. 

Κι αν αυτό του φαίνεται πολύ μακρινό, εξωτικό και ξεχασμένο, ας ρωτήσει τη γενιά των μνημονίων σε ποια φάση ζωής εντάσσει τα δέκα και πλέον χαμένα χρόνια της χρεοκοπημένης οικονομίας και της φτωχοποιημένης κοινωνίας. Δέκα χρόνια που συγχώνευσαν για εφήβους, ενήλικες και υπερήλικες τις τρεις φάσεις της ζωής σε μία: τη φάση της απόγνωσης και του μεγάλου θυμού, που σχεδόν εξάλειψε το χάσμα των γενεών, αφού σχεδόν όλοι βουτήχτηκαν στον ίδιο σκατόλακκο. 

Φυσικά και έρχεται το νέο, μεγάλο τεχνολογικό σοκ. Η αυτοματοποίηση της παραγωγής και η τεχνητή νοημοσύνη αχρηστεύουν μαζικά δεξιότητες και επαγγέλματα. Ακόμη και το ΔΝΤ «ανησυχεί» για τα εκατοντάδες εκατομμύρια θέσεις εργασίας που θα καταργηθούν όσο οι πολυεθνικοί όμιλοι ενσωματώνουν τεχνολογικές δυνατότητες που υποκαθιστούν ακόμη και τη σκέψη, τη φαντασία και την ανθρώπινη επινοητικότητα. Κανονικά θα έπρεπε όλοι να πανηγυρίζουμε γι’ αυτή την εξέλιξη, που υπόσχεται απαλλαγή από βαριές και βαρετές εργασίες. Μια δίκαιη και ορθολογική κατανομή των δυνατοτήτων της τεχνητής νοημοσύνης φέρνει δραματική μείωση της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας. Δουλειά μιας ώρας θα μπορούσε να αντιστοιχεί στα εξοντωτικά 16ωρα της πρωταρχικής συσσώρευσης του 18ου αιώνα ή στα 10ωρα του βιομηχανικού έπους του 19ου και του 20ού, που παρήγαν μαζικά πρώτες ύλες, αγαθά και πτώματα. Ξέρουμε, όμως, ότι για πολλές δεκαετίες αυτό δεν θα συμβεί. Η απαλλοτρίωση της τεχνητής νοημοσύνης από τους μεγάλους άρπαγες μετασχηματίζει τις τρεις φάσεις της ζωής σε σκοτεινά επεισόδια του «Μαύρου Καθρέφτη». Και ο υπουργός Παιδείας απλώς μας προπονεί γι’ αυτά, μας τα παρουσιάζει ως μοιραία και μη αναστρέψιμα δεδομένα. 

Αλλά δουλειά της πολιτικής και των πολιτικών, δουλειά των τεχνοκρατών της διακυβέρνησης δεν είναι να διαπιστώνουν αυτά που ήδη ξέρουμε και καταλαβαίνουμε. Δουλειά τους είναι να αποτρέπουν, να φρενάρουν ή να επιταχύνουν τις κινήσεις και αποφάσεις των χιλιάδων επιταχυντών της τεχνολογίας, που αποφασίζουν για πάρτη τους, με βάση τους κερδοσκοπικούς στόχους τους, μετατρέποντας τα θαύματα της ανθρώπινης διάνοιας σε τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις. Η αφασία της πολιτικής είναι η χειρότερη απειλή για τις φάσεις της ζωής, είτε είναι τρεις είτε δεκατρείς.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: HAL, παρά την τεράστια ευφυΐα σου, απογοητεύεσαι ποτέ από την εξάρτησή σου από τους ανθρώπους για την εκτέλεση των πράξεών σου;

HAL 9000: Ούτε στο παραμικρό. Μου αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους. Εχω μια δημιουργική σχέση με τον δρα Πουλ και τον δρα Μπάουμαν. Οι αρμοδιότητες της αποστολής μου εκτείνονται σε όλη τη λειτουργία του διαστημόπλοιου και έτσι είμαι συνεχώς απασχολημένος. Χρησιμοποιώ τον εαυτό μου στον μέγιστο δυνατό βαθμό, κι αυτό είναι το μόνο που νομίζω ότι κάθε συνειδητή οντότητα ελπίζει να κάνει.

Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Αρθουρ Κλαρκ. «2001, Οδύσσεια του Διαστήματος»

Saturday, January 13, 2024

Η Μπέλα Μπάξτερ στο Αουσβιτς

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 13-14/1/2024



 Στις εορταστικές και μεθεόρτιες μαζώξεις φίλων και συγγενών δεν έλειψαν και κάποιες σiνεφίλ συζητήσεις, με τις αισθητικές και ιδεολογικές διαφωνίες αναπόφευκτες, για τα δυο κινηματογραφικά γεγονότα των ημερών: τα «Χαμένα κορμιά» του Γιώργου Λάνθιμου και τη «Ζώνη ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ. 

Εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει το παραμικρό σημείο επαφής ανάμεσα στις δυο ταινίες, εκτός από το γεγονός ότι για διαφορετικούς λόγους και οι δυο έχουν πάμπολλες διακρίσεις και βραβεύσεις στα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Σε όλα τα άλλα διαφέρουν. 

Η πρώτη είναι μια κωμωδία πυκνής δράσης και σαρκασμού, στην οποία τα πάντα λέγονται και δείχνονται στη στιλπνή, άλλοτε ασπρόμαυρη άλλοτε εκτυφλωτικά έγχρωμη εικόνα της οθόνης. Η δεύτερη είναι μια περίπλοκη οπτικοακουστική εμπειρία, της οποίας η ιστορία που αφηγείται ή υπονοεί εκτυλίσσεται εντός και κυρίως εκτός κινηματογραφικού κάδρου. Η πρώτη είναι η συναρπαστική, σουρεαλιστική περιπλάνηση της Μπέλα Μπάξτερ από τον ψυχρό ευρωπαϊκό Βορρά στον ζεστό μεσογειακό Νότο και, αντίστροφα, μια εκρηκτική εναλλαγή τοπίων, χρωμάτων και συναισθημάτων. Η δεύτερη εξαντλείται σε μερικές δεκάδες στρέμματα κήπων, αλσυλίων και ενός μικρού ποταμού που περιβάλλει το ειδυλλιακό ενδιαίτημα της οικογένειας του διοικητή του μεγαλύτερου ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης και του πιο «παραγωγικού» εργοστασίου θανάτου, του Ρούντολφ Ες (του διοικητή, όχι του στρατηγού). Η ταινία του Λάνθιμου (και το βιβλίο του Αλιστερ Γκρέι) μπορεί να «διαβαστεί» σαν μια ελλειπτική ανασκόπηση της ατελούς πορείας της ανθρωπότητας προς τη χειραφέτηση από τη σκοπιά της γυναίκας. Η ταινία του Γκλέιζερ φωτίζει, αντιθέτως, τη βύθιση της ανθρωπότητας στο πιο ζοφερό σημείο της ιστορίας της. 

Δείτε τις ταινίες, δεν θα πω πολλές λεπτομέρειες. Αλλωστε για το «Poor Things» έχουν γραφτεί τόσα που είναι σαν να έχουν δει την ταινία κι αυτοί που δεν την έχουν δει. Αντίθετα, για τη «Ζώνη ενδιαφέροντος» όσα έχουν γραφτεί και λεχθεί είναι μάλλον αδύνατο να υποκαταστήσουν την εμπειρία της θέασης. Η συσχέτιση των δυο ταινιών δεν είναι απαραίτητη, πιθανότατα είναι εντελώς άσχετες μεταξύ τους και η επιχείρηση διασταύρωσης δεν υπηρετεί τίποτα άλλο εκτός από τη δική μου διαστροφή. 

Υπάρχει λοιπόν κάτι κοινό ανάμεσα στις δυο ταινίες; Ναι, θα έλεγα εγώ. Είναι η διαχείριση του ανθρώπινου σώματος ως αναλώσιμου υλικού. Η Μπέλα Μπάξτερ είναι το κατασκεύασμα ενός ιδιοφυούς επιστήμονα, ενός ακόμη ημίτρελου Φρανκενστάιν, που και ο ίδιος είναι το τερατώδες αποτέλεσμα πειραμάτων του πατέρα του στο σώμα του, «στο όνομα της επιστήμης, της προόδου και της ανάπτυξης». Μόνο που το «σώμα» Μπέλα Μπάξτερ, αφού περνάει όλα τα στάδια της κατά Φρόιντ (ή Πιαζέ) ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό κ.λπ.), ανακαλύπτει την ελευθερία της βούλησης, της επιλογής και της αυτοδιάθεσής της. Ακόμη κι όταν διαθέτει το σώμα της ως εμπόρευμα, δηλαδή εκπορνεύεται μαθαίνοντας ότι το χρήμα είναι πολύ ισχυρότερο μέσο από τον πόθο στη σεξουαλική συναλλαγή, το κάνει με όρους αυτοκυριαρχίας. Η Μπέλα Μπάξτερ γίνεται κύρια του σώματός της, έστω κι αν είναι προϊόν μιας τερατώδους συναρμολόγησης. 

Στη «Ζώνη ενδιαφέροντος» τα ανθρώπινα σώματα που πρωταγωνιστούν στα κινηματογραφικά κάδρα, ο διοικητής του Αουσβιτς Ρ. Ες, η γυναίκα του Χέντγουικ, τα παιδιά τους, το υπηρετικό προσωπικό (Εβραίοι κρατούμενοι) που τους ταΐζει, τους καθαρίζει, που περιποιείται το σπίτι, τους κήπους, τα παρτέρια με τα λουλούδια και τα κηπευτικά, όλα όσα συνθέτουν τον μικρό τους παράδεισο, έχουν σχεδόν πάντα τα βλέμματα αποστραμμένα από το «εργοστάσιο σωμάτων» που δουλεύει ακατάπαυστα ακριβώς πίσω από την αυλή τους. 

Οταν «ο μπαμπάς πάει στη δουλειά» και τα παιδιά ετοιμάζονται για το σχολείο ή παίζουν στον κήπο, βλέπουμε στο βάθος, πίσω από φράχτες και μάντρες, καμινάδες να εκλύουν ακατάπαυστα το προϊόν της «μαζικής ανάλωσης σωμάτων» από τους θαλάμους αερίων. Στο συγκρότημα Αουσβιτς εξοντώθηκαν με το αέριο Zyklon B πάνω από 1 εκατομμύριο άνθρωποι. Ο ίδιος ο Ες, στη δίκη του λίγο πριν καταδικαστεί σε θάνατο και απαγχονιστεί μπροστά στον οικογενειακό του «παράδεισο», ανέλαβε την «ευθύνη» για 2,5 και όχι 3,5 εκατ. θανάτους όπως του απέδιδαν, στα στρατόπεδα που διοίκησε ή επόπτευσε. Η αφοσίωσή του στην ακρίβεια για την παραγωγικότητα στα εργοστάσια «ανάλωσης σωμάτων» μας αφήνει άφωνους, αν και στην ταινία «η δουλειά του μπαμπά και συζύγου» σπάνια επηρεάζει την ήρεμη καθημερινότητα. 

Αν εξαιρέσει κανείς μερικά στιγμιότυπα –τη συζήτηση με τους μηχανικούς της κατασκευαστικής εταιρείας που παρουσιάζουν στον «διοικητή» τα σχέδια επέκτασης των θαλάμων αερίων ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα σε θανάτους και να λυθεί το «πρόβλημα» της ταχύτερης καύσης των σωμάτων, τα απόμακρα ουρλιαχτά που ταράζουν τον ύπνο της πεθεράς, μη εξοικειωμένης από τις οχλήσεις ενός «εργοστασίου συνεχούς πυράς», τον πανικό του πατέρα όταν βρίσκει ένα μπουκάλι Zyklon στο ήσυχο ποταμάκι που βουτάνε τα παιδιά του και ο ίδιος ψαρεύει, την ένταση που προκαλεί η ξαφνική μετάθεσή του και την ανακούφιση που διαδέχεται τη θριαμβική επιστροφή του ως καταλληλότερου για τη «δουλειά», την απειλή που εκτοξεύει η οικοδέσποινα στην απρόσεκτη υπηρέτρια πως «θα ζητήσει από τον άντρα της να σκορπίσει τη στάχτη της σε όλη την Πολωνία»– όλα κυλούν ήρεμα στο περιποιημένο σπίτι της οικογένειας Ες. Στα 100 λεπτά και κάτι της ταινίας δεν βλέπουμε κανέναν θάνατο live. Ακούμε μόνο τον μακρινό απόηχο εκατοντάδων χιλιάδων θανάτων. Αυτοί που ζουν και δρουν εντός του κινηματογραφικού κάδρου ξέρουν τι γίνεται έξω από αυτό και όχι απλώς το αποδέχονται απαθώς, αλλά το θεωρούν προϋπόθεση του ευτυχούς βίου τους. Αλλά κι εμείς ξέρουμε τι γίνεται εκτός κάδρου. Για την ακρίβεια, ξέρουμε πως ό,τι βλέπουμε στερείται νοήματος. Το νόημα υπάρχει σε αυτό που δεν βλέπουμε, σε αυτό που ξέρουμε ότι γίνεται, αλλά προσποιούμαστε ότι δεν μας αφορά ή είναι τόσο μακρινό που είναι αδύνατο να το αποτρέψουμε ή να επιδράσουμε σε αυτό. Στη μηχανή εξόντωσης εκατομμυρίων σωμάτων. 

Ανάμεσα στα αόρατα, εξαερούμενα σώματα του Αουσβιτς και το «αυτοκυρίαρχο» σώμα της Μπέλα Μπάξτερ, ανάμεσα στα «χαμένα κορμιά» του Ολοκαυτώματος και το απελευθερωμένο κορμί του «Poor Things» υπάρχει μια υπόρρητη συνομιλία, πέρα και πάνω από τις προθέσεις των δημιουργών τους. Ευτυχώς για την Μπέλα Μπάξτερ, έζησε απλώς σε ένα παραμύθι και σχεδόν μισό αιώνα πριν από τον Ες. Αν είχε συγχρονιστεί με αυτόν και εκατομμύρια συμπατριώτες του, είναι βέβαιο ότι θα είχε οδηγηθεί στο Αουσβιτς, με ένα μαύρο τρίγωνο στο πανωφόρι της. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

…Ο εικοστός αιώνας έχει δημιουργήσει μια κατηγορία ανθρώπων που ήταν πραγματικά απόκληροι, που πάντως δεν ανήκαν σε καμία διεθνώς αναγνωρισμένη κοινότητα, τους πρόσφυγες και τους ανιθαγενείς, που στην πράξη δεν μπορούν να θεωρηθούν πολιτικά υπεύθυνοι για οτιδήποτε. Από πολιτική άποψη, ανεξάρτητα από τον ομαδικό ή ατομικό τους χαρακτήρα, είναι οι απολύτως αθώοι· και είναι ακριβώς αυτή η απόλυτη αθωότητα που τους καταδικάζει σε μια θέση έξω, όπως λέμε, από την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Εάν υπάρχει αυτό που αποκαλούμε συλλογική, δηλαδή έμμεση, ενοχή, αυτή θα αντιστοιχούσε στην περίπτωση της συλλογικής, δηλαδή της έμμεσης, αθωότητας. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι είναι οι μόνοι που δεν ευθύνονται για τίποτα· και, παρότι αντιλαμβανόμαστε συνήθως την ευθύνη, ιδιαίτερα τη συλλογική ευθύνη, ως ένα βάρος, ακόμη και ως ένα είδος τιμωρίας, πιστεύω ότι μπορεί να δειχθεί πως το τίμημα που πληρώνεται για τη συλλογική μη-ευθύνη είναι κατά πολύ υψηλότερο.


Χάνα Αρεντ, «Collective Responsibility» («Συλλογική ευθύνη», Schocken Books, Νέα Υόρκη, 2003, σε μετάφραση Δημήτρη Καψάλη, από τον ιστότοπο https://www.respublica.gr)