Αρχίζουμε με σινεμά - το αγαπημένο μου.
Ο Πολ Τόμας Άντερσον μας θύμισε πριν από μερικούς μήνες, κινηματογραφικά, την προϊστορία της πετρελαϊκής μας εποχής. Η ταινία του «Θα χυθεί αίμα» περιέγραψε γλαφυρά τους ποταμούς αίματος που έρρευσαν για να γίνει ο μαύρος χρυσός καύσιμο του οικονομικού μας πολιτισμού. Πετρελαιάδες εναντίον γαιοκτημόνων, μικρομεσαίοι εναντίον πολυεθνικών, επιχειρηματίες εναντίον ιεροκηρύκων, «ανήθικοι» εναντίον «ηθικών» καπιταλιστών. Ένας γενικευμένος, αιματηρός πόλεμος εξουσιών κατέστησε τον μαύρο χρυσό «θεία κοινωνία» στην τελετουργία της ανάπτυξης.
Δεν ξέρω αν ο Αμερικανός σκηνοθέτης ξεκίνησε το γύρισμα της ταινίας του πριν αρχίσει η απογείωση των διεθνών τιμών του πετρελαίου πάνω από τα 60 ή τα 80 δολάρια το βαρέλι. Αλλά έκανε πολύ σωστά να μας υπενθυμίσει την ιστορία του ορυκτού που έχει αλλάξει τη ζωή μας. Στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι καουμπόηδες έχουν πια αράξει στις μεγάλες άγονες φάρμες και η Άγρια Δύση κατοικείται από ήμερους γαιοκτήμονες, ένας τυχοδιώκτης που οσμίζεται το πετρέλαιο από χιλιόμετρα μακριά, επιδίδεται σε ανελέητο ανταγωνισμό με τις πρώτες μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες της Αμερικής για την αρπαγή της γης που κρύβει το πολύτιμο ορυκτό. Αγοράζει χωράφια κοψοχρονιά, μετατρέπει τους αγρότες σε εργάτες εξόρυξης, φτιάχνει αγωγούς χιλιομέτρων για να βγάλει το πετρέλαιο στη θάλασσα, συμμαχεί με εκκλησιαστικές αιρέσεις που ευλογούν τον μαύρο χρυσό σαν αγία κοινωνία, χρησιμοποιεί ακόμη και το θετό γιο του σαν κράχτη, συγκρούεται θανάσιμα με όποιον τολμά να μπει εμπόδιο και χύνει αίμα, πολύ αίμα για να εξασφαλίσει την αδιάκοπη ανάδυση του πετρελαίου από τα έγκατα της γης.
Η πιο ενδιαφέρουσα διάσταση αυτής της κινηματογραφικής αφήγησης -τουλάχιστον από οικονομική σκοπιά- είναι η σύγκρουση του μικρομεσαίου πετρελαιά Ντάνιελ Πλέινβιου, κεντρικού ήρωα της ταινίας, με τις μεγάλες εταιρείες, αυτές που δεκαετίες μετά εξελίχθηκαν στις περίφημες «Επτά Αδερφές». Ο μικροπετρελαιάς που θέλει να γίνει μεγάλος είναι άπληστος, μετέρχεται κάθε μέσο, είναι ασυμφιλίωτος, ακόμη και η προοπτική μιας συνεννόησης, ενός καρτέλ με τους ανταγωνιστές, του είναι αδιανόητη. Οι άλλοι, οι εκπρόσωποι των μεγάλων, των εκκολαπτόμενων πολυεθνικών, είναι πολιτισμένοι, μιλούν χαμηλόφωνα, ντύνονται κομψά και φέρονται κοσμίως, δεν είναι αγριάνθρωποι, έχουν αναστολές, ίσως να διαθέτουν κάποια ψήγματα πολιτικής ηθικής και βγάζουν φλύκταινες κάθε φορά που αναμετριούνται με τον κυνικό Ντάνιελ Πλέινβιου. Από τη σύγκρουση χύνεται αίμα, πολύ αίμα, κι έτσι η ταινία καταλήγει να είναι μια ενδιαφέρουσα τοιχογραφία για το λυκαυγές της πετρελαϊκής εποχής που τώρα ζούμε άλλο ένα περιστατικό ακατάσχετης αιμορραγίας της.
Η αντίθεση που περιγράφει η ταινία αφορά βεβαίως το σαβουάρ βιβρ και όχι την ουσία του ανταγωνισμού μεταξύ των ανερχόμενων πόλων του οικονομικού παιχνιδιού. Αργότερα, όπως ξέρουμε, οι Επτά Πετρελαϊκές Αδελφές με τους καλούς τρόπους έκαναν σε οικουμενική κλίμακα ό,τι έκανε ο κυνικός Πλέινβιου στη μικροκλίμακα του Τέξας: αφάνισαν πολιτισμούς, εθνότητες, δάση, λεηλάτησαν φυσικούς πόρους, επέβαλαν καθεστώτα, πολέμους, ακόμη και σύνορα.
Παρ’ ότι στη μικρή ιστορία του κόσμου μας το αίμα ουδέποτε έπαψε να ρέει άφθονο, είναι βέβαιο ότι ζούμε τώρα ένα ξεχωριστό, επικίνδυνο αιμορραγικό σοκ. Θα χυθεί αίμα πάλι, όπως συνέβη στην ταινία του Άντερσον, και ήδη χύνεται σε περιοχές του οικονομικού μας σύμπαντος. Αλλού γίνεται αντιληπτό σαν χρηματοπιστωτική κρίση, αλλού σαν κρίση ενεργειακού κόστους, αλλού σαν επισιτιστική κρίση και αλλού σαν κρίση ακρίβειας. Σ’ όλα τα επιμέρους τοπία αυτού του οικονομικού πολέμου συγκρούονται ετερόκλητα συμμαχικά μπλοκ, στα οποία εναλλάσσονται θύτες και θύματα, επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι η αρχή έγινε με το πετρέλαιο. Τι τροφοδότησε την εκρηκτική αύξηση της διεθνούς τιμής του; Αν υποδυθούμε τους αφελείς, πρέπει να πάρουμε υπόψη τη γενική αίσθηση ότι τα αποθέματα ιστορικά βαίνουν εξαντλούμενα, ότι η πετρελαϊκή εποχή βαίνει προς το τέλος της. Αυτό είναι αλήθεια μακροπρόθεσμα, αλλά δεν αφορά το «εδώ και τώρα». Η ψυχολογική ενεργειακή ανασφάλεια δεν αρκεί για να οδηγήσει τις τιμές σε αύξηση 50% μέσα σε λίγους μήνες. Στο χρηματιστήριο του μαύρου χρυσού δεν επενδύουν νευρωτικοί πολίτες με κατοχικό σύνδρομο, αλλά κερδοσκοπικά κεφάλαια που αγοράζουν και πουλούν συμβόλαια πώλησης των επόμενων τριμήνων. Όσο το πετρέλαιο ανεβαίνει, τα κεφάλαια αυτά βρίσκονται στην πλευρά των νικητών.
Αλλά ταυτόχρονα βρίσκονται και στην πλευρά των θυμάτων. Διότι, τα ίδια κεφάλαια επενδύουν στα επισφαλή δάνεια που συντηρούν την ασθμαίνουσα κατανάλωσή μας, τα ίδια ρίχνουν χρήμα στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών που γεμίζουν (ή αδειάζουν) τα ράφια μας, αυτά τροφοδοτούν την έκρηξη τιμών στα τρόφιμα και αυτά αποφασίζουν να ρίξουν ή ν’ ανεβάσουν τη μετοχική αξία των επιχειρήσεων στο τρομώδες παραλήρημα που ζουν τα χρηματιστήρια τους τελευταίους μήνες. Είναι απορίας άξιον, λοιπόν, πώς ακριβώς διατάσσονται στις αντιθέσεις που προκαλεί η κρίση των τιμών και των ατίμων του καπιταλισμού.
Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον ενδιαφέρουσες αντιθέσεις που διατρέχουν τον καπιταλισμό των ημερών μας. Είναι αντιθέσεις του σαβουάρ βιβρ, πάντα, αλλά αρκετές για να προκαλέσουν απρόβλεπτη αποσταθεροποίηση στις νεοφιλελεύθερες σταθερές και στις βεβαιότητες της ορθοδοξίας της αγοράς.
Η πρώτη αντίθεση αφορά τους κατόχους των φυσικών πόρων από τη μια και τους μεταποιητές τους από την άλλη. Το χαρακτηριστικότερο ενσταντανέ της είναι ο καβγάς ανάμεσα στους εμίρηδες του πετρελαίου και τους… κακομοίρηδες της διύλισης. Για το ακριβό πετρέλαιο φταίτε εσείς που κρατάτε την εξόρυξη του πετρελαίου σε χαμηλά επίπεδα, λένε οι μεν. Όχι, εσείς φταίτε που δεν έχετε κάνει επενδύσεις στην τεχνολογία εξόρυξης και διύλισης, λένε οι δε. Στην πραγματικότητα είναι έριδα για το φύλο των αγγέλων, αφού κοινός τόπος των δύο πλευρών της είναι η χρηματοδοτική τους εξάρτηση από τα ίδια κεφάλαια που ελέγχουν τη διεθνή τιμή του μαύρου χρυσού.
Η δεύτερη ενδιαφέρουσα αντίθεση έχει στις δύο πλευρές της το λεγόμενο «παραγωγικό» κεφάλαιο -τη βιομηχανία, το εμπόριο, τις μεταφορές- και το κατηγορούμενο ως «παρασιτικό» κεφάλαιο, δηλαδή τους διαμεσολαβητές του χρήματος. Παρ’ ότι κάθε καπιταλιστής που σέβεται τον εαυτό του είναι έτοιμος να πέσει στη φωτιά για να υπερασπίσει το αξίωμα «το χρήμα γεννάει χρήμα», όταν το κόστος του χρήματος αρχίζει να «τσούζει» επιτίθεται με ευκολία στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αμφισβητώντας του το προνόμιο της ασφαλούς κερδοφορίας. Σ’ αυτό βρίσκει την εξήγησή της η γενικευμένη αμφισβήτηση της ηθικής του τραπεζικού συστήματος ακόμη και από ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους.
Η τρίτη και πιο ενδιαφέρουσα αντίθεση (εν μέρει και πιο διασκεδαστική) είναι μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Ο καπιταλισμός έχει ζαλιστεί, υποφέρει από βέρτιγκο, παραπαίει, αλλά -μην ανησυχείτε- δεν πρόκειται να καταρρεύσει οσονούπω. Μπορεί όμως να τρώει τις σάρκες του, καθώς παρατηρούμε τους τεχνοκράτες της πολιτικής και τους εκπροσώπους της επιχειρηματικότητας να διαπληκτίζονται αγρίως για το ποιος ευθύνεται για την ανεξέλεγκτη άνοδο των τιμών, την τρομακτική δημοσιονομική πίεση που επέρχεται εξαιτίας τους και για την «εξέγερση» της εκλογικής πελατείας που από μεσαία και καταναλωτικά άπληστη τάξη διολισθαίνει στα στρώματα της νέας ένδειας. Η πιο γραφική, ελληνική έκφραση της αντίθεσης οικονομίας και πολιτικής είναι οι αμοιβαίες επιθέσεις που εξαπολύουν η ηγεσία του ΣΕΒ και των επιχειρηματικών ενώσεων στην κυβέρνηση και αντιστρόφως. Οι μεν φορτώνουν στη δε τα αγαθά της απορρύθμισης της αγοράς και αλληλογρονθοκοπούνται για το έλλειμμα εποπτείας που θα χρύσωνε το χάπι.
Και να μην έχετε αμφιβολία ότι αυτή η αντίθεση μπορεί να πάρει πολύ πιο άγριες εκφράσεις, με στόχο την ηθική απαξίωση της πολιτικής από την οικονομία και αντιστρόφως. Ίσως όσα τεκταίνονται τις τελευταίες μέρες με άξονα τα μαύρα ταμεία της Siemens να μην είναι τόσο άσχετα μ’ αυτό τον ακήρυκτο πόλεμο ανάμεσα στους βασικούς πυλώνες της δημοκρατίας της αγοράς.
Θα δούμε πολλά πράγματα ακόμη, θα χυθεί αίμα στις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις συνιστώσες της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Αλλά να μην αμφιβάλλετε ότι το περισσότερο από το αίμα αυτό δεν θα είναι το δικό τους, αλλά το δικό μας. Εμείς -ως πολίτες, φορολογούμενοι, μισθωτοί σκλάβοι, καταναλωτές- θα μεταγγίσουμε και πάλι ζωή στον αναιμικό καπιταλισμό. Εκτός αν αποφασίσουμε να μην το κάνουμε. Χλομό το βλέπω.
No comments:
Post a Comment