Και ο τίτλος, και το περιεχόμενο αυτού του κειμένου είναι επανάληψη ενός αντίστοιχου που είχε γραφεί πριν ενάμιση και πλέον χρόνο. Κατά κάποιο τρόπο σας κλέβω, σας εξαπατώ. Ίσως, όμως, και να σας απαλλάσσω από την καταπόνηση της ανάγνωσης μ’ αυτή την προειδοποίηση. Δεν φταίω εγώ, πάντως, αν αυτό που αποκαλείται δημόσιος βίος κινείται διαρκώς σ’ έναν φαυλεπίφαυλο κύκλο άθλιων συναλλαγών και εξαγορών.
Τότε, πριν ενάμιση χρόνο, την αφορμή για το πόνημα την είχε δώσει ένα αθώο – ίσως όμως και δαιμονικό- ερώτημα της ανήλικης κόρης μου. «Πώς είναι δυνατό κάτι από χαρτί να κυβερνά τον κόσμο;» Ο λόγος περί χρήματος, βέβαια. Το οποίο συνοδεύεται συνήθως από κάθε είδους απαξιωτικό επίθετο: μαύρο, βρόμικο, ανήθικο, εκμαυλιστικό, απεχθές. Όλα τα ηθικοπολιτικά συστήματα έχουν λίγο πολύ την ίδια απορριπτική αντίληψη γι’ αυτό το απείκασμα του κοινωνικού πλούτου. Αλλά τα επίθετα αυτά είναι εντελώς περιττά, δεν προσθέτουν καμιά άγνωστη πληροφορία για την επινόηση που αποξενώνει τον άνθρωπο από το προϊόν του, προσγειώνει τις δεξιότητες, τις επιθυμίες, τις ανάγκες του και τελικά τον ίδιο στο επίπεδο του εμπορεύματος. Απ’ αυτή την άποψη το χρήμα είναι πάντα βρόμικο. Και δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε που είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε για πολύ ακόμη μαζί του.
Το χρήμα είναι, επίσης, πάντα πολιτικό. Δεν χρειαζόταν να ανοίξει ο βόρβορος της Siemens για να το ανακαλύψουμε. Η διακίνησή του, η κατανομή του, το πόσο φθηνό ή ακριβό είναι κάθε φορά, το πόσο διαφανείς ή αδιαπέραστες είναι οι πηγές απόκτησής του συμπυκνώνουν τις σχέσεις εξουσίας, ισχύος και κύρους που διαμορφώνονται στις κοινωνίες. Δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα σ’ αυτό εδώ και αιώνες, με τη διαφορά ότι ο καπιταλισμός επανακαθόρισε σχεδόν το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων σαν χρηματικές σχέσεις. Και ανέπτυξε και την ανάλογη «πολιτική τεχνολογία».
Απότοκο αυτής της «πολιτικής τεχνολογίας» είναι αυτό που παρακολουθούμε για πολλοστή φορά- τάχα μου έκπληκτοι- στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας. Δεν υπάρχει λόγος να νιώθουμε τα μαύρα πρόβατα της καπιταλιστικής υφηλίου. Συμβαίνουν και τις καλύτερες οικογένειες. Το ίδιο το σκάνδαλο Siemens, άλλωστε, αφορά πρωτίστως τη Γερμανία. Η σχέση της «αμαρτωλής» πολυεθνικής με το γερμανικό κράτος είναι ένα σκάνδαλο δεκαετιών, σχεδόν ενός αιώνα, με μαύρες σελίδες που ξεκινούν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περνούν στο ναζισμό και φτάνουν στις μέρες μας. Δεν είμαστε η εξαίρεση, λοιπόν, αλλά άλλη μια επιβεβαίωση του κανόνα.
Και ο κανόνας είναι ότι το χρήμα είναι γενικό ισοδύναμο όχι μόνο για όλες τις σχέσεις ανταλλαγής, αλλά και για τις σχέσεις κράτους και αγοράς, πολιτικής και επιχειρηματικότητας, πολιτικών και επιχειρηματιών. Τι παράγει και αναπαράγει, σε όλες τις πολιτικές συγκυρίες, αυτή τη στρεβλή ανταλλαγή ύλης ανάμεσα στους δύο πόλους του οικονομικού μας πολιτισμού που καταλήγει στη μίζα και στο λεγόμενο «μαύρο» χρήμα; Το όνομα αυτού, πλεόνασμα. Στην διεκδίκησή του συναντώνται ή διαγκωνίζονται κοινωνίες, κράτη, τάξεις, επιχειρήσεις, πολιτικοί. Άλλοτε αιματηρά και άλλοτε εμπορικά. Δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο σ’ αυτό. Σε κάθε σχέση δούναι και λαβείν κάθε πλευρά θέλει να βγάλει κάτι. Ο επιχειρηματίας να μεγιστοποιήσει το κέρδος του, ο πολιτικός να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία, ο πολίτης ν’ αυξήσει το οικονομικό αντίκρισμα της ψήφου του. Οι σχέσεις πελατείας είναι τελικά το γενικό μοντέλο που διέπει τη συνάντηση οικονομίας και πολιτικής κι όχι μια ελληνική ασθένεια.
Δεν τα λέω αυτά για να αποδεχθούμε μοιρολατρικά το χορό των σκανδάλων, να εξοικειωθούμε πλήρως μ’ ένα πολιτικό σύστημα διεφθαρμένο μέχρι μυελού των οστέων. Αλλά, για σκεφτείτε πόσο τραγικός είναι ο απολογισμός όλων των μοντέλων «διαφάνειας» και «κάθαρσης» που δοκιμάστηκαν εδώ και μια εικοσαετία.
Εν αρχή ην το πατερναλιστικό μοντέλο, το κράτος-νταβάς της αγοράς. Στο δίπολο πολιτικός-προμηθευτής ο πρώτος είχε τον κυρίαρχο λόγο, άρα όριζε μονομερώς την ποσόστωση της μίζας. Για σκεφτείτε, με ποιους ακριβώς πόρους χρηματοδότησης οι ίδιες πολιτικές οικογένειες, τα ίδια κόμματα εξουσίας μεσουρανούν στη χώρα εδώ και μισό αιώνα; Με τα κουπόνια των πρόθυμων ψηφοφόρων; Ούτε για ανέκδοτο μην ακουστεί.
Ακολούθησε το μοντέλο της κρατικής εκπόρνευσης. Στο ρόλο του νταβατζή η επιχειρηματικότητα που είχε και το προνόμιο να ελαχιστοποιεί την πολιτική προμήθεια στα απολύτως απαραίτητα. Το μοντέλο υποτίθεται ότι τυλίχθηκε σε μια πίτα σουβλάκι στου Μπαϊρακτάρη, αλλά κατά τα φαινόμενα στάθηκε κόμπος στο λαιμό του Κώστα. Ξίνισε, εν τω μεταξύ και η σος του βασικού μετόχου που κοσμεί πλέον το μουσείο της ιστορίας και της ανοησίας.
Σειρά πήρε το μοντέλο της απορύθμισης. Τα χέρια της αγοράς λύθηκαν και όλα εναποτέθηκαν στην ηθική της αυτοδέσμευση. Αλλά ο ηθικός κώδικας του χρήματος δεν περιέχει παρά μόνο ένα κανόνα: ούτε ευρώ χαμένο.
Ζούμε το μοντέλο της υπερ-ρύθμισης. Έχουμε δρακόντειους νόμους για τη διαφάνεια στις συναλλαγές, υπερεξουσίες στους δικαστικούς λειτουργούς, πολύπλοκους μηχανισμούς ελέγχου (πρωτίστως φορολογικού) στη διακίνηση του χρήματος, άκαμπτους –υποτίθεται- κανόνες στη χρηματοδότηση των πολιτικών και των κομμάτων.
Ποιο είναι ακριβώς το αποτέλεσμα αυτών διαδοχικών μοντέλων στις σχέσεις κράτους και αγοράς, δημοσίου και προμηθευτών, πολιτικών και επιχειρηματιών; Μερικές χειροπέδες, άπειρες δικογραφίες με προορισμό το αρχείο και ένα πολιτικό σύστημα που βυθίζεται στην ανυποληψία. Και κυρίως στην αυτογελοιοποίηση και την υποκρισία.
Να δοκιμάσουμε κι ένα πέμπτο μοντέλο; Ή μήπως να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι η εξ ορισμού πελατειακή σχέση κράτους- προμηθευτή δημιουργεί αναπόφευκτα έναν «εμπορικό» ρόλο για τον πολιτικό διαμεσολαβητή και άρα ένα εύλογο «εμπορικό κέρδος» για τον ίδιο, σε χρήμα ή σε είδος;
Αν καταλήξουμε στη δεύτερη εκδοχή σε ένα πολιτικό μέτρο πρέπει να καταλήξουμε: να νομιμοποιήσουμε την μίζα και την πολιτική προμήθεια που σε τελευταία ανάλυση κοστίζει λιγότερο από τη συντήρηση της ακριβής και αναποτελεσματικής γραφειοκρατίας της διαφάνειας. Πληρώνουμε ήδη αρκετά για τις μίζες των πολιτικών. Δεν υπάρχει λόγος να πληρώνουμε και νταβατζιλίκι της τη συλλογική μας υποκρισία.
Στο ίδιο πλαίσιο- μέτρο συνεπές με μια δημοκρατία της αγοράς (άρα και της εξαγοράς)- θα πρέπει να απελευθερωθεί πλήρως και η χρηματοδότηση πολιτικών και κομμάτων από ιδιώτες, επιχειρήσεις και απλούς πολίτες. Είναι προτιμότερη μια ρεαλιστική απεικόνιση των σχέσεων κοινωνικής κυριαρχίας στο κομματικό σύστημα από τον χυλό του «όλοι δικοί μας είμαστε». Στο κάτω-κάτω θα βελτιωθεί και η ευστάθεια του πολιτικού συστήματος. Ουδείς θα δικαιούται να διαμαρτύρεται για την αποτελεσματικότητά του στη διακυβέρνηση αφού θα ισχύει το ρητό της αγοράς: «ό,τι πληρώνεις, παίρνεις».
No comments:
Post a Comment