Monday, July 7, 2008

Robin Food (5/7/2008)

Διαβάζοντας αυτό το κείμενο, διατρέχετε τον κίνδυνο να βρεθείτε συνεργοί στην τέλεση ποινικού αδικήματος. Κι εγώ, γράφοντάς το, κινδυνεύω να βρεθώ συναυτουργός εγκλήματος. Βλέπετε, η δικαιοσύνη εκτός από τυφλή -ή μονόφθαλμη, αλλήθωρη, κωφάλαλη, χωλή και με όλες τις αναπηρίες του κόσμου γενικώς- είναι και πολύ δημιουργική. Τα απλά «μαθηματικά» του ποινικού δικαίου που μάθαινα στα νιάτα μου έχουν περάσει πλέον στη σφαίρα του new age, της μεταφυσικής και της αστρολογίας.

Για να εξηγούμαι: αν κάποιος άγνωστος σας πλησιάσει χαμογελαστός στη λαϊκή, την ώρα που γεμίζετε το καρότσι σας με φρέσκα φασολάκια, ντομάτες και ζαρζαβατικά, και σας προσφέρει ένα πακέτο μακαρόνια δωρεάν, θα πείτε «όχι»; Αντιθέτως, θα τα πάρετε με ευχαρίστηση (100% αύξηση τιμής έχουν πάρει σε έναν χρόνο). Μπορεί να νομίσετε ότι είναι κάποια νέα καμπάνια προώθησης προϊόντων. Δεν θα σας προβληματίσει ιδιαίτερα το γεγονός ότι τα μακαρόνια δεν σας τα προσφέρει το κορίτσι του part time, με το προσεκτικά μακιγιαρισμένο της χαμόγελο, το διαφημιστικό styling και τα λεπτά χέρια. Απέναντί σας είναι ένας μαγκλαράς με μακριά ή ξυρισμένα μαλλιά, αξύριστος, με ελαφρά κιτρινισμένα δόντια, αλλόκοτο styling και μια πλεχτή κουκούλα κατεβασμένη στον λαιμό -κατακαλόκαιρο κασκόλ; θα αναρωτηθείτε-, αλλά τι σημασία έχει πώς είναι αυτός που σας προσφέρει κάτι δωρεάν; Το παίρνετε με ικανοποίηση και το καταναλώνετε αρκεί να μην είναι ληγμένο.

Κι όμως, αυτή η μικρή, ασήμαντη στιγμή αβροφροσύνης μπορεί να σας καταστήσει συνενόχους ενός εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας - το έγκλημα των εγκλημάτων εις βάρος του οικονομικού μας πολιτισμού. Μπορεί να κατηγορηθείτε για κλεπταποδοχή, υπόθαλψη εγκληματία, συναυτουργία σε τρομοκρατική ενέργεια ή, ποιος ξέρει τι άλλο, το οπλοστάσιο της δικαιοσύνης είναι πια κατάφορτο και έτοιμο να φορτώσει στον καθένα μας έναν ποινικό κώδικα.

Αυτοί οι παράξενοι τύποι που βγήκαν απροειδοποίητα στο προσκήνιο με τις επιδρομές στα ράφια των σούπερ μάρκετ δεν βγήκαν, βεβαίως, από το δάσος του Σέργουντ ούτε είναι οι απόγονοι του Robin Hood και των συντρόφων του. Robin Food θα ήταν ο τίτλος που ακριβέστερα θα τους αναλογούσε, μια και προτείνουν μια διέξοδο στην κρίση των τιμών στα τρόφιμα, αλλά όπως δηλώνουν οι ίδιοι στα τηλεγραφικά παμφλέτα τους κατά της ακρίβειας, ο στόχος τους δεν είναι η αναδιανομή του πλούτου ή η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένα συμβολικό χάπενινγκ είναι οι επιδρομές τους στα ράφια και στην πραγματικότητα δεν κοστίζουν τίποτα στις επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ. Ή, τουλάχιστον, κοστίζουν πολύ λιγότερο από τα προϊόντα που οι επιχειρήσεις τα διαθέτουν ως προσφορές για μια καμπάνια τους ή τα πετάνε λόγω κακής συσκευασίας και λήξης ημερομηνίας κατανάλωσης.

Δεν ξέρω αν είναι αναρχικοί, Ταλιμπάν ή φονταμενταλιστές της αγοράς που τα έχουν πάρει στο κρανίο με τα καρτέλ και την καταστρατήγηση του «υγιούς ανταγωνισμού», αλλά νομίζω πως ελάχιστη σημασία έχει. Κι αν κάποια στιγμή τα λαγωνικά της ΕΛ.ΑΣ. συλλάβουν κάποιους από τους Robin Food, είναι ένα ερώτημα πώς ακριβώς θα τους αντιμετωπίσουν οι δικαστικές Αρχές που έχουν αποκτήσει μια ιδιάζουσα αντίληψη για το τι εστί κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, δωροδοκία, ληστεία, αρπαγή. Μια αντίληψη που συναρτά το βάρος του αδικήματος με το ποσό. Όσο πιο μικρό και ασήμαντο είναι το ποσό, τόσο πιο αμείλικτη η καταδίωξη και βαριά η ποινή. Το ακριβώς αντίστροφο απ’ όσα μάταια επιχειρούσε να αποδείξει ο ήρωας της «Όπερας της πεντάρας» Μακ Χιθ όταν αναρωτιόταν: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;».

Υπάρχει μια ατέλειωτη τέτοια σειρά ερωτημάτων που θα μπορούσε να θέσει κανείς. Και μάλιστα όχι μόνο με όρους ηθικής, αλλά με κριτήρια οικονομίας: Τι είναι η κλοπή μερικών πακέτων ζυμαρικών ή αλεύρων μπροστά στο κερδοσκοπικό πάρτι της αγοράς των τροφίμων; Τι είναι μια μικρή επιδρομή στα ράφια των σούπερ μάρκετ μπροστά στην επιδρομή του εμπορικού κέρδους στην τελική τιμή των αγαθών; Τι είναι η κλοπή μιας πιστωτικής κάρτας μπροστά στην αύξηση επιτοκίων που έκανε προχθές ο Τρισέ; Τι είναι η κλοπή ενός αυτοκινήτου μπροστά στη φοροκλοπή που ασκεί επίσημα το κράτος; Τι είναι το να αδειάσεις το ρεζερβουάρ ενός αυτοκινήτου μπροστά στην αφαίμαξη πλούτου που κάνουν οι πετρελαϊκές εταιρείες; Τι είναι η σπασμένη προθήκη ενός καταστήματος μπροστά στην ολυμπιακή αθλιότητα που σπατάλησε στη ματαιοδοξία τον πλούτο μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων; Τι είναι η φθορά ξένης περιουσίας μπροστά στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας; Τι είναι η καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας μπροστά στην καταπάτηση και την καταστροφή του φυσικού πλούτου; Τι είναι ένα κιλό κλεμμένες ντομάτες μπροστά στις μίζες που χώνουν στην κυβερνώσα πολιτική τάξη οι εθνικοί προμηθευτές;

Αναρίθμητα τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να προστεθούν και αναπάντητα, από την εποχή που ο Ουγκό περιέγραφε στους «Αθλίους» του την περιπέτεια ζωής του Γιάννη Αγιάννη για ένα κλεμμένο ψωμί. Η μικροκλοπή ήταν πάντα ένα μέσο επιβίωσης για τους ανθρώπους που η μεγάλη κλοπή, η μαζική λεηλασία του πλούτου σε κάθε της μορφή (από τον λιμό μέχρι τον πόλεμο και από το κραχ μέχρι τον υψηλό πληθωρισμό) τους έφερνε στα πρόθυρα της απόγνωσης. Οι Σπαρτιάτες, ως γνωστόν, εκπαιδεύονταν στην κλοπή, όρο επιβίωσής τους άλλωστε στην ασκητική στρατιωτική ζωή που είχαν επιλέξει. Και οι Κλέφτες που δεν είχαν επιλέξει την ασφαλή διέξοδο των Αρματολών ανέδειξαν την κλοπή σε μορφή πάλης που μνημονεύουμε υπερήφανα κι εμείς, οι απόγονοί τους, ως στοιχείο της εθνικής μας μυθολογίας. Κι ακόμη μετά την απελευθέρωση, όταν οι ήρωες περιθωριοποιήθηκαν από το πολιτικό εκτόπλασμα του νεοσύστατου κράτους, η ληστεία (μαζί με μύρια όσα ποινικά αδικήματα) έγινε μέσο επιβίωσης αλλά και λανθάνουσας πολιτικής διαμαρτυρίας. Η «ληστοκρατία», με την οποία στιγμάτισε η νεοφώτιστη αστική υποκρισία τον τρόπο των απόκληρων, επιβίωσε της ανελέητης καταδίωξής της μέχρι το λυκαυγές του 20ού αιώνα. Κι ίσως, ως ασθενής μνήμη αλλά και ενστικτώδης αντίδραση, να έφτασε και ως τους σαλταδόρους της Κατοχής ή τις αλητοπαρέες που μπούκαραν μαζικά στις αποθήκες των μαυραγοριτών.

Τα όρια ανάμεσα στην κλοπή και στην πράξη επιβίωσης είναι λοιπόν απολύτως σχετικά. Και η ιστορία δεν είναι η μόνη επιχειρηματολογία γι’ αυτό. Πολύ περισσότερα επιχειρήματα δίνει η τρέχουσα πραγματικότητα της συνύπαρξης του εξωπραγματικού πλούτου με την αδιανόητη ένδεια. Αν, για παράδειγμα, ένα πεινασμένο και θυμωμένο πλήθος μιας λιμοκτονούσας αφρικανικής χώρας πέσει με βία στα φορτία μιας ανθρωπιστικής αποστολής ή ενός εμπορικού καταστήματος, κανείς δεν θα διανοηθεί να μιλήσει για έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας. Όλοι, και οι πιο επίσημοι και υπεράνω ιδεολογικής υποψίας παράγοντες και οργανισμοί θα μιλήσουν για ένα κοινωνικό πρόβλημα και οι πιο τολμηροί θα αντιστρέψουν την εικόνα μιλώντας για έγκλημα των διεθνών κερδοσκόπων εις βάρος της ανθρωπότητας. Όπως ακριβώς συνέβη, άλλωστε, πρόσφατα στις μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις που προκάλεσε η επισιτιστική κρίση. Σκεφτείτε να έβγαινε ο ΟΗΕ και να κατήγγελλε τα πεινασμένα πλήθη ως κλέφτες και ληστές. Θα έψαχνε να βρει την… έδρα του.

Το ερώτημα, όμως, είναι για μας. Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε σε απόσταση ασφαλείας από τους φτωχοδιάβολους των αναπτυσσόμενων χωρών που κάνουν τις επιδρομές στα ράφια χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και ποινικούς καταλογισμούς; Προς το παρόν, τίποτα απολύτως.
Άλλωστε, μέχρι την πολυπόθητη απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών δεν μπορούμε παρά να ζούμε με το ανθεκτικότερο σλόγκαν του οικονομικού μας πολιτισμού: άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις.

No comments:

Post a Comment