- Όμως, Ραφαέλ, δεν μου είπες ποιο είναι το τρελό όνειρό σου…
- Θέλω να φτιάξβω τη δική μου χρηματιστηριακή εταιρεία!
- Ορίστε;
- Μετοχές, ομόλογα, επενδύσεις…Θα το κάνω, Αντουάν, χάρη σε σένα θα χεστώ στο χρήμα!
Τελικά, οι γονείς του Ραφαέλ δεν το πήραν και τόσο άσχημα, του έδωσαν μάλιστα κι ένα εκατομμύριο για να τον βοηθήσουν στην έναρξη της επιχείρησης. Έκτοτε, ο Αντουάν έφερε στη συνείδηση του ετούτο το ανόητο έγκλημα: είχε φτιάξει έναν ακόμη καπιταλιστή. Είχε ανασηκώσει τους ώμους του όταν ο Ράφι του είχε πει ότι θα ήταν πάντα στη διάθεσή του να τον βοηθήσει σε περίπτωση ανάγκης, αλλά σήμερα χρωστούσε στην τράπεζα και δεν έβλεπε κανένα φραγμό να ασχοληθεί με οτιδήποτε για να κερδίσει χρήματα. Όταν κανείς διαπιστώνει ότι είναι ένας από τους λίγους που διατηρεί ηθικές αρχές στις ανθρώπινες σχέσεις του, τότε μπορεί να θεωρήσει δελεαστικό το να βυθιστεί στην ανηθικότητα, όχι από πεποίθηση ή για να αντλήσει ηδονή απ’ αυτό, αλλά απλώς για να μην υποφέρει πια, μιας και δεν υπάρχει χειρότερο βάσανο από τοπ να είσαι ένας άγγελος στην κόλαση, ενώ αν είσαι διάβολος παντού είσαι σαν στο σπίτι σου.
Μαρτέν Παζ, «Πώς έγινα βλάκας»
No comments:
Post a Comment