Ίσως να είναι ειλικρινές το σοκ που υφίστανται οι λεγόμενοι βαρόνοι του πολιτικού μας συστήματος και της γαλάζιας διακυβέρνησης, όταν αντιλαμβάνονται ότι οι επίγονοί τους έχουν μια χρυσοφόρο σχέση με την πολιτική γενικώς και με την άσκηση της διακυβέρνησης ειδικώς. Το σοκ μπορεί να προέρχεται από δύο αιτίες: είτε νιώθουν ότι προσβάλλεται η αριστοκρατική τους αντίληψη για τη διαχείριση της εξουσίας (κατά την οποία τα συλλογικά ταξικά οφέλη προηγούνται των ατομικών). Είτε ανακάλυψαν ότι το δικό τους P/E, η σχέση προσφοράς και ανταμοιβής στο πολιτικό παίγνιο, είναι εξαιρετικά πενιχρό μπροστά σ’ αυτό των επιγόνων. Δηλαδή αισθάνονται ριγμένοι, θιγμένοι και βλάκες.
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα τι από τα δύο ισχύει. Ακούγοντας τον κ. Βαρβιτισώτη, για παράδειγμα, να μέμφεται υπουργούς και πολιτικούς που έχουν μετατρέψει τον ναό της δημοκρατίας σε οίκο εμπορίου, αναρωτήθηκα τι παραπάνω είναι η Βουλή από αυτό. Και γιατί πρέπει η σύγκρισή της με το εμπόριο να είναι αναγκαστικά μειωτική. Υποθέτω ότι, αν ήταν στο χέρι αυτών των αριστοκρατών της πολιτικής, θα έμπαιναν στο Κοινοβούλιο έμπλεοι οργής με το φραγγέλιο στο χέρι και θα διέλυαν τα αγαθά της πολιτικής συναλλαγής ως άλλοι Ναζωραίοι, κραυγάζοντας εις βάρος όσων μετατρέπουν τον οίκο του πατρός τους σε οίκο εμπορίου. Μέχρι στιγμής δεν έγινε κάτι τόσο μελοδραματικό, αλλά κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί, καθώς βυθιζόμαστε στον πάτο του βαρελιού.
Οφείλω, όμως, να επανατοποθετήσω και την ηθικοπολιτική κριτική που ξεχειλίζει από παντού τα τελευταία χρόνια, μήνες εβδομάδες και μέρες, αλλά και τον θυμό όσων την εκφράζουν, σε μια πιο ρεαλιστική βάση. Γιατί η αλήθεια είναι πως το Κοινοβούλιο, όπως και οι περισσότεροι θεσμοί της δημοκρατίας εν γένει, είναι κατ’ εξοχήν οίκος εμπορίου. Ένας χώρος συνεχούς διαπραγμάτευσης, συνδιαλλαγής και συναλλαγής. Δούναι και λαβείν. Πράγμα που δεν είναι εξ ορισμού κακό. Τάξεις, ομάδες ισχύος και επιρροής, λόμπι, συντεχνίες, πολιτικοοικονομικά καρτέλ, θύλακες όλων των διακριτών και αδιάκριτων εξουσιών, σκιώδεις «συμμορίες» συμφερόντων και «νταβατζήδες» (για να μην ξεχνιόμαστε…) συναντώνται εμμέσως στον ναό της δημοκρατίας και μεταλλάσσουν τις αντιθέσεις τους σε μια διαρκή διαπραγμάτευση. Σκληρή ή ήπια, φανερή ή συγκαλυμμένη, αλλά πάντως καθαρή διαπραγμάτευση. Δεν υπάρχει τίποτε παράδοξο σ’ αυτό, πάντα ήταν έτσι, ακόμη και την εποχή ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας που στοιχειώνει μέχρι σήμερα την εθνική μας έπαρση. Σ’ αυτήν, άλλωστε, οφείλουμε την τεχνογνωσία της μετενσάρκωσης της αγοράς, με την εμπορευματική έννοια του όρου, στην πολιτική αγορά της άμεσης ή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και σ’ αυτήν τη συναλλαγή αποσκοπούσαν οι εφευρέτες της δημοκρατίας, όταν εμπιστεύονταν μικρές δόσεις πολιτικής ισχύος όχι μόνο στους αργόσχολους αριστοκράτες, αλλά και στους δυσώδεις αλλαντοπώλες, στους λερούς οπωροπώλες, στους ακατέργαστους αγρότες, στους βρόμικους κεραμοποιούς και στους αμόρφωτους υποδηματοποιούς της Αθήνας. Η αγορά του δήμου ήταν ακόμα και τότε ένας οίκος εμπορίου και κάθε της απόφαση μια καθαρή συναλλαγή. Ποιος έχει αμφιβολία ότι οι καραβοκυραίοι και οι ναυπηγοί ήταν οι πρώτοι που υπερψήφισαν με χέρια και με πόδια την πρόταση του Θεμικστοκλή να κατασκευάσει η Αθήνα μαζικά τα πλοία που αργότερα έφεραν τον θρίαμβο της Σαλαμίνας; Πατριωτισμός και δημοκρατία, αλλά με το αζημίωτο.
Αυτά για να απο-ηθικοποιήσουμε τη φλυαρία περί εμπορευματοποίησης της δημοκρατίας, της Βουλής και των υπουργών που υπερέβησαν τα εσκαμμένα. Άλλωστε, και οι αριστοκράτες της πολιτικής με το αζημίωτο, θαρρώ, διαχειρίστηκαν την εξουσία. Ελάχιστοι κατέστησαν φτωχότεροι τις δεκαετίες κατά τις οποίες μια εικοσάδα πολιτικές οικογένειες, οι φίλοι τους, οι κουμπάροι τους και οι συνεταίροι τους έχουν κατσικωθεί στο κομματικό σύστημα. Και μπορεί να πει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει καμιά σκιά, ούτε ένα ίχνος παρανομίας σε μια πολιτική απόφαση. Προφανώς και ο Βουλγαράκης και ο Ρουσόπουλος θα βγουν πλουσιότεροι από τη βραχεία ή μακρά εμπλοκή τους στην πολιτική. Όχι μόνο γιατί η βουλευτική τους αποζημίωση φτάνει και περισσεύει για να κάνουν τις καβάτζες τους. Αλλά γιατί η διαρκής σύγκρουση και σύνθεση συμφερόντων που διαχειρίζονται δημιουργεί συνέργιες, επαγγελματικές και οικονομικές, με όποια τυχόν παράλληλη οικονομική δραστηριότητα έχουν οι ίδιοι ή οι οικείοι τους. Ο ψηφοφόρος-πελάτης του πολιτικού προφανώς θα προτιμήσει την επαγγελματία σύζυγο του υπουργού από κάποιον συνάδελφό της, και αυτό όχι χωρίς ιδιοτέλεια. Και ο πολιτικός που θα αποσυρθεί στο επάγγελμά του, γιατί κάηκε ή γιατί βαρέθηκε, θα έχει αυξήσει το πελατολόγιό του κατά αρκετές χιλιάδες άτομα. Στη χειρότερη περίπτωση, θα τον περιμένει μια αξιοπρεπής θέση στελέχους στον ιδιωτικό τομέα. Αυτές είναι υπεραξίες που εγγράφονται στο χαρτοφυλάκιο της πολιτικής, κέρδη μια εμπορικής συναλλαγής που δεν προϋποθέτει απαραίτητα ενθυλάκωση μαύρου χρήματος. Όταν υπάρχει κι αυτό -και μάλιστα ασφαλές και αόρατο- ακόμη καλύτερα.
Εμπορικό κέρδος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, επιδιώκεται, βεβαίως, και από την άλλη πλευρά της πολιτικής αγοράς, τους ψηφοφόρους. Οι οποίοι δεν είναι απλώς πολίτες που εισφέρουν ανιδιοτελώς την ψήφο τους στον εκπρόσωπο και τον διαχειριστή της εξουσίας. Η ίδια η διαδικασία των γενικών εκλογών είναι μια κατ’ εξοχήν εμπορική πράξη, έστω και αβέβαιης απόδοσης για την πλευρά των ψηφοφόρων. Αλλά το εμπόριο, έτσι κι αλλιώς, είναι ένας χώρος ρίσκου και αβεβαιότητας. Τα κόμματα, λοιπόν, υποβάλλουν στην κοινωνία ένα εμπορικό συμβόλαιο, την υπόσχεση εκπλήρωσης μιας σειράς προσδοκιών, με απόλυτα υλικό, εμπορικό και τελικά χρηματικό περιεχόμενο. Οι κοινωνικές ομάδες, οι τάξεις, τα στρώματα που θα συνασπιστούν με την ιδιότητα των ψηφοφόρων, περιμένουν ακριβώς μια συγκεκριμένη απόδοση της ψήφου τους. Απόδοση σε εισόδημα, προνόμια, ανταλλάξιμη ισχύ. Αυτό ακριβώς συνέβη το 2004 και επαναλήφθηκε αρκετά περιορισμένα το 2007. Το μεσαιοχωρίτικο συνονθύλευμα που συνωστίστηκε στο φιλελεύθερο ταμείο τότε προσδοκούσε φοροαπαλλαγές, εισοδηματικό άλμα, κοινωνική ανέλιξη. Ψώνισε από σβέρκο, ας πρόσεχε. Ατυχής εμπορική συναλλαγή.
Η συναλλαγή συνεχίζεται και μετά τις εκλογές. Το μεσοδιάστημα μέχρι την επόμενη αναμέτρηση η διαπραγμάτευση συνεχίζεται εντός του οίκου εμπορίου, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί και οίκος ανοχής. Όχι με την έννοια που του αποδίδουν οι αντεξουσιαστές φωνασκώντας το γνωστό σύνθημα («να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή»). Αλλά από την άποψη ότι η ανοχή είναι η μόνη δυνατή στάση που μπορούν τηρήσουν οι ψηφοφόροι-αγοραστές έναντι του κυβερνητικού μονοπωλίου. Το οποίο μπορεί να αθετεί ελεύθερα τους όρους της εμπορικής σύμβασης, να τους αναθεωρεί μονομερώς ή να τους επαναδιαπραγματεύεται παζαρεύοντας την ανοχή των προδομένων ψηφοφόρων.
Και μιλάμε για κανονικό παζάρι. Πάρτε για παράδειγμα τη ρύθμιση Αλογοσκούφη για τα «μπλοκάκια». Στην αρχή διέρρευσε ότι η ρομφαία θα έπεφτε επί δικαίων και αδίκων. Έπειτα άρχισαν οι εκπτώσεις. Εξαιρέθηκαν οι κατά συνθήκην μισθωτοί σε έναν εργοδότη. Έπειτα και όσοι εργάζονται και σε δύο εργοδότες. Μπήκε και το όριο ηλικίας των 40 ετών. «Να το πάμε μέχρι τα 43», αντιπρότεινε ο κ. Μανώλης. Δεν εισακούστηκε, αλλά έγινε κι αυτό μέρος του παζαριού. Όλο αυτό το αλισβερίσι δεν ήταν παρά μια λανθάνουσα διαπραγμάτευση με επάλληλες ομάδες ψηφοφόρων της απροσδιόριστης γενιάς των 700 ευρώ κι ένα ταυτόχρονο κλείσιμο του ματιού στους επαγγελματίες φοροφυγάδες, των οποίων ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει. Ποιος θα βγει κερδισμένος απ’ αυτό το παζάρι (επιπέδου εμποροπανηγύρεως) δεν είναι σαφές. Θυμίζει, πάντως, τον έμπορο που προσπαθεί να κλέψει τον πελάτη στα ρέστα. «Α, συγνώμη. Νόμιζα ότι μου δώσατε εικοσάρικο». Και δίνει χαμογελαστός τα σωστά ρέστα, από πενηντάρικο. Ο πελάτης έχει δύο επιλογές. Ή να φύγει ικανοποιημένος που δεν τον έκλεψαν και πεπεισμένος για την τιμιότητα του εμπόρου. Ή να μην ξαναπατήσει στο μαγαζί του.
No comments:
Post a Comment