Αβραάμ εγέννησεν τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησεν τον Ιακώβ, Ιακώβ δεν εγέννησεν τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού, Ιούδας δε εγέννησεν τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησεν Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησεν τον Αράμ, Αράμ δε εγέννησεν τον Αμιναδάβ και εν πάση περιπτώσει όλοι συνέχισαν να γεννοβολάνε ασυστόλως, κανείς άσφαιρος σ’ αυτή τη ρίζα της περιούσιας γενεαλογίας, μέχρι που πέρασαν γενεές σαρανταδύο, ήρθε και ο Μεσσίας, δίδαξε, θαυματούργησε, μαρτύρησε και ανέστη, αλλά εις μάτην, ο περιούσιος λαός τον χαβά του, πιστός στην πίστη της Πίστης, πέρασε από τα σαράντα κύματα της Ερυθράς και της Μεσογείου και των ωκεανών και διασκορπίστηκε στις ηπείρους, έμεινε στον αφρό των αυτοκρατοριών που κατέρρεαν η μία μετά την άλλη, επέπλευσε στα κύματα των επαναστάσεων που άλλαζαν διαρκώς την όψη του κόσμου, μέχρι που ένας Ροτσίλντ, απευθείας απόγονος του Σημ, ανοιχτόχρωμος, ψιλοξανθός, με λεπτά χαρακτηριστικά και γαλανομάτης, και μαζί του πολλοί ομογάλακτοι, δίδαξαν στον κόσμο το ευαγγέλιο της Πίστης αρνούμενοι τον βιβλικό προορισμό της φυλής του – «ποιος περιούσιος λαός; Να πάει να χεστεί το έθνος του Ισραήλ, η μόνη πατρίδα είναι ο τόκος», είπαν. Κι όταν ο τόκος συνάντησε τις ατμομηχανές και τους ατμοκίνητους αργαλειούς, όταν προσφέρθηκε αρωγός των επαναστατημένων αστών, όταν προσέτρεξε τα έθνη-κράτη της Γηραιάς Ηπείρου που αναδύονταν απ’ τα φουγάρα των εργοστασίων και από τις κάνες των κανονιών, όταν διασταυρώθηκε με τα στίφη των δούλων που απελευθερώνονταν για να γίνουν μισθωτοί σκλάβοι, γεννήθηκε η πιο ανθεκτική πίστη που γνώρισε η Γη από εποχής Γενέσεως, η πιο γενναιόδωρη και σκληρή συνάμα μηχανή παραγωγής πλούτου. Και το όνομα αυτής καπιταλισμός, κάτι ανάμεσα σε Πεντάμορφη και Τέρας, μια ώσμωση των δύο που συνδύαζε έκρηξη ευημερίας και πλημμυρίδα αθλιότητας, απογείωση του πλούτου και διάχυση της φτώχειας, αποθέωση της επιθυμίας και δικτατορία της στέρησης. Κανένα σύνορο, κανένα έθνος δεν αντιστάθηκε στην πολιορκία του. Άντεξε τα ραπίσματα τριών πανευρωπαϊκών και δύο παγκόσμιων πολέμων, μετέτρεψε πολέμαρχους σε άπληστους μάνατζερ, έκανε μια χαψιά φιλόδοξες επαναστάσεις, μετάλλαξε επαναστάτες σε αρπακτικά του πλούτου, εκμαύλισε ρομαντικούς ουτοπιστές και συρρίκνωσε τις ουτοπίες τους στην κατοχή μιας πιστωτικής κάρτας, μιας τηλεόρασης υψηλής ευκρίνειας, ενός αυτοκινήτου και ενός ενυπόθηκου διαμερίσματος 105 τετραγωνικών.
Δημιουργικός, χαμαιλεοντικός, αλλά και εκ γενετής ανάπηρος, ο βιβλικός Μολώχ του πλούτου υπέφερε κατά καιρούς από επιληπτικές κρίσεις – κραχ, υφέσεις, πληθωρισμοί, στασιμοπληθωρισμοί, αποπληθωρισμοί, τα δέκα κακά της μοίρας του. Μα κάθε φορά σηκωνόταν πιο δυνατός, κάθε μικρός ή μεγάλος του θάνατος σαν να του ’δινε δεκάδες χρόνια ζωής, ένα θαύμα χωρίς θαυματοποιό, μια ανάσταση χωρίς Μεσσία. Και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου -σωτήριον έτος 2008, αλλά πού σωτηρία…- και ο Μολώχ μας έπεσε σε αρρώστια βαριά, σφάδαζε σαν αμνός που τον σφάζουν για το Πάσχα, κι είπαν οι πιστοί του: «Μήπως αυτό είναι το τέλος; Πεθαίνει το καπιταλισμός;». Το είπαν, το ξαναείπαν μέχρι που το πίστεψαν και πανικόβλητοι έψαχναν εξιλαστήρια θύματα – «Τα golden boys! Τα golden boys! Άρον άρον σταύρωσον αυτά!». Και τα σταύρωσαν -περίπου- συνταξιοδοτώντας τα μετά πολλών επαίνων και bonus και με τα υπόλοιπα των stock options. Και οι εχθροί του Μολώχ πανηγύριζαν και κραύγαζαν: «Ψόφα, ψοφολόγα τέρας, να αναπαυτεί ο άνθρωπος απ’ τα πάθη του, την αδηφαγία, την απληστία, την αρπαγή».
Άταφος νεκρός για μήνες ο καπιταλισμός, δεχόταν αντί χοών μοιρολόγια και κατάρες, ένας Λάζαρος στο μεταίχμιο Πάνω και Κάτω Κόσμου, ένας Ελεάζαρ, που σημαίνει εβραϊστί «ο Θεός είναι βοηθός», και πράγματι ο Θεός, αδιάφορος μέχρι τότε για τα πάθη του μάταιου κόσμου, χολωμένος για το αποτυχημένο εγχείρημα σωτηρίας του διά του Υιού του μονογενούς, το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει κι αποφάσισε να προστρέξει τον Ελεάζαρ του πλούτου – «ας του δώσουμε μία ακόμη ευκαιρία, βρε αδερφέ». Ο Ιησούς εκ δεξιών του Πατρός διαμαρτυρήθηκε εντόνως, αλλά κι αυτή τη φορά δεν πάτησε πόδι. «Γεννηθήτω το θέλημά Σου», είπε ο κιοτής. Κι ο Θεός απέστειλε έναν δεύτερο Μεσσία στη γη, Χουσεΐν το πρώτο όνομα αυτού, που σημαίνει «καλός» και «όμορφος», Μπαράκ το άλλο του όνομα, εκ του εβραϊκού Μπαρούχ που σημαίνει «ευλογημένος», απευθείας απόγονος του Χαμ, σκουρόχρωμος σαν τον προπάτορά του που έκανε και τον Νώε ν’ αναρωτιέται «από πού πήρε αυτό το παιδί τόση μαυρίλα;» και να στραβοκοιτάζει τη γυναίκα του, της οποίας τ’ όνομα παραμένει ως σήμερα μυστήριο βιβλικό – άσχετο.
«Are you sure?» ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο μελαψός Μεσσίας Μπαράκ Χουσεΐν τον βιβλικό Θεό του – και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και του Κορανίου. «Είπα και ελάλησα, κάνε δουλειά σου», απαντούσε ο επουράνιος εντολέας, που δεν δεχόταν και πολλές αντιρρήσεις. Και ο «ευλογημένος» Μπαράκ έκαμε σύναξη φανερή στο Λονδίνο με τους απρόθυμους αποστόλους του, απευθείας απογόνους του Σημ και του Ιάφεθ, που είχαν την ευλογία του Νώε γιατί δεν τόλμησαν να δουν τη γύμνια του, αλλά αυτή δεν έπιανε μία μπροστά στη θεϊκή ευλογία – ποιος να τα βάλει με την ιεραρχία του Ουρανού; Και στη σύναξη του Λονδίνου αποφάσισαν να κάνει ο Μπαράκ, συνεπικουρούμενος από τους αποστόλους, όλα τα αρμόζοντα βουντού και τα μαγικά για ν’ αναστηθεί ο Ελεάζαρ-Λάζαρος-Μολώχ, αν και κανείς ως τώρα δεν είχε υπογράψει μιαν επίσημη ληξιαρχική πράξη θανάτου του.
Και συγκεντρώθηκαν όλοι με επικεφαλής τον ημίμαυρο «ευλογημένο» έξω από το μαυσωλείο όπου ο καπιταλισμός διήγε τον νεκροζώντανο ύπνο του. «Λάζαρε, δεύρο έξω!», φώναξε με φωνή στεντόρεια ο Μπαράκ.
«Δεν με λένε Λάζαρο!», απάντησε αυτός με φωνές χιλίων τσαντισμένων δαιμόνων και χιλίων εξοργισμένων αγγέλων ταυτόχρονα, και δεν σάλευε καν στο σάβανό του.
«Λάζαρε, δεύρο έξω», ξαναείπε ο Μεσσίας που είχε κι ένα πρόβλημα με το ξόρκι. «Μα πώς πρέπει να τον φωνάξουμε;», αναρωτήθηκε φωναχτά απευθυνόμενος στους αποστόλους Γκόρντον, Άνγκελα και Νικολά, αφού κάθε ανάσταση είναι μια νέα γέννηση, άρα και μια αναβάπτιση. «Να τον πούμε μετακαπιταλισμό;», πρότεινε δειλά η απόστολος Άνγκελα, «πολύ κιτς» της απάντησε ο Μεσσίας, «να τον πούμε σοσιαλισμό ή τρίτο δρόμο;», ρώτησε ο Γκόρντον, «σιγά μη σκίσεις κανένα καλσόν», του απάντησε σκαιότατα ο Μεσσίας, «τότε να τον πούμε Σάιλοκ, ένα απλό όνομα είναι…», αντέτεινε ο απόστολος Νικολά, που ήθελε να τιμήσει εμμέσως την απώτατη καταγωγή του, ενώ οι απόστολοι
Χου και Ντμίτρι είπαν πως ο ανιστάμενος νεκρός ταιριάζει γάντι στο μοντέλο κρατικού καπιταλισμού στο οποίο οι ίδιοι είχαν διαπρέψει, με πολλούς θανάτους και καμία ανάσταση στο διάβα του.
Τελικώς, ο Μεσσίας-Μπαράκ τους αγνόησε όλους, «Λάζαρε, δεύρο έξω», επέμεινε και, πριν ο νεκρός προλάβει ν’ απαντήσει με τις φωνές δύο χιλιάδων δαιμόνων και αγγέλων, του φώναξε στο καπάκι: «Λάζαρε, έλα έξω και 5 τρισεκατομμύρια ζεστά, λαχταριστά δολαριάκια σε περιμένουν». Σαν το νευρόσπαστο πετάχτηκε από την κρύπτη του ο νεκροζώντανος, άτσαλες κι αδέξιες οι κινήσεις του, σαν μωρού στα πρώτα βήματα ή του Τέρατος του Φρανκεστάιν, μόλις ο κεραυνός του έδωσε πνοή. Οι φλέβες του πλημμύρισαν με χρήμα, στη ματιά του ξανασπίθισε η απληστία, η αλαζονεία ζωγραφίστηκε πάλι στο χαμόγελό του, η ηδονή του κέρδους γαργάλισε το μαλακό του υπογάστριο, ο εγκέφαλός του πλημμύρισε από εικόνες νέων αγαθών που θα κατέκλυζαν ακόμη και τον απάτητο Αμαζόνιο, η γλώσσα του άρχισε να προφέρει αριθμούς και ποσοστά, οι κυψελίδες των πνευμόνων του και δισεκατομμύρια πόροι του δέρματός του ρουφούσαν κάθε μόριο τόκου, υπεραξίας και γαιοπροσόδου, στη θέση της καρδιάς του άρχισε να πάλλεται ζωηρά το κράτος – πάντα είχε το κράτος στην καρδιά του, πολύ ή λίγο δεν έχει σημασία, ήταν και θα παραμείνει ο βηματοδότης του. «Θαύμα, θαύμα!», χειροκρότησε η ομήγυρη των αποστόλων, ένα στεναγμό κόπωσης και ανακούφισης έβγαλε ο Μεσσίας Μπαράκ, έναν κεραυνό απ’ το πουθενά στον απολύτως ανέφελο ουρανό έστειλε ο Ύψιστος, ως σημείο ικανοποίησης για το χάπι έντ. Και ο αναστάς νεκρός (αν ήταν ποτέ) έβγαζε βρυχηθμούς χαράς και μοχθηρίας, πιο θηριώδης από ποτέ, σαν τον χάλκινο Τάλω της μυθολογίας. Και τελικώς, κι από όνομα μια χαρά βολεύτηκε με το «Λάζαρος».
No comments:
Post a Comment