Πληκτρολογήστε σ’ ένα «ψαχτήρι» του Διαδικτύου τη λέξη «crisis». Θα ανακαλύψετε ότι περίπου 180 εκατομμύρια ιστοσελίδες περιέχουν κείμενα που περιλαμβάνουν την κρίσιμη λέξη. Πόσες φορές επαναλαμβάνεται στα κείμενα η ίδια λέξη, άγνωστο. Ένας μέτριος υπολογισμός μπορεί να αποδώσει τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο φορές. Κι αυτό μόνο στα αγγλικά κείμενα. Αν την αναζητήσουμε και στις άλλες ορθογραφικές εκδοχές της – την γαλλική, την ιταλική κλπ- θα προστεθούν αρκετές δεκάδες εκατομμύρια κειμένων και εκατοντάδες εκατομμύρια επαναλήψεων της λέξης crisis σε κάθε της παραλλαγή. Στα ελληνικά, τα «ψαχτήρια» μας αποδίδουν επίσης τουλάχιστον 4 εκατομμύρια κείμενα και, απ’ ότι υπολογίζω, τουλάχιστον 100 εκατομμύρια επαναλήψεις της λέξης σε όλες τις πτώσεις. Αν επεκτείνουμε την έρευνά μας και εκτός διαδικτύου, στα έντυπα, στη ραδιοτηλεοπτική φλυαρία θα προσθέσουμε στη συλλογή μας αρκετά εκατομμύρια χρήσεις της κρίσης. Μια καλή άσκηση αυτοπειθαρχίας για τους φιλομαθείς νεαρούς βλαστούς σας, για παράδειγμα, είναι να τους δίνετε μια κυριακάτικη εφημερίδα στην οποία να μετρήσουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται η λέξη κρίση, σε κάθε αριθμό και πτώση. Αν μη τι άλλο θα εξασφαλίσετε τουλάχιστον δύο ώρες ησυχίας…
Για την πληθωριστική χρήση της λέξης σε όλο τον κόσμο ευθύνεται η γλώσσα μας. Προσέφερε στην ανθρωπότητα μια λέξη αναντικατάστατη και πολυσήμαντη. Πλην- φευ!- δεν προσέφερε κι ένα λεπτομερές εγχειρίδιο χρήσης της «κρίσης» με αποτέλεσμα να έχει παραχθεί μια αυτοτελής κατάσταση κρίσης με τη λέξη «κρίση». Συμβαίνει το αντίστροφο με αυτό που συνέβη στη μυθική Βαβέλ. Όλοι είχαν μια διαφορετική λέξη για να εκφράσουν το ίδιο πράγμα. Εμείς έχουμε μια λέξη με την οποία έκαστος εκφράζει κάτι διαφορετικό.
Αν το σκεφτούμε ψύχραιμα δεν είναι κάτι τόσο παράδοξο. Ακόμη κι αν περιοριστούμε στην χρήση της έννοιας κρίση στην οικονομία. Η οικονομική κρίση είναι ένα κατά τεκμήριο ενιαίο φαινόμενο. Αλλά όταν απευθυνθεί κανείς στους αποδέκτες των ποικίλων επιπτώσεών της, καθένας θα την περιγράψει με ένα της μόνο χαρακτηριστικό: για τον τραπεζίτη είναι μια κρίση ρευστότητας, για τον βιομήχανο μια κρίση παραγωγής, για τον έμπορο μια κρίση ζήτησης, για τον κρατικό αξιωματούχο μια κρίση χρέους (αν είναι Ευρωπαίος) ή μια κρίση εποπτείας (αν είναι Αμερικανός), για τον μισθωτό είναι μια κρίση αμοιβών και απασχόλησης, για τον καταναλωτή μια κρίση δαπάνης, για τον Αφρικανό και τον Ασιάτη μπορεί να είναι μια κρίση πείνας και δίψας, για τον οικονομολόγο μια κρίση ακαδημαϊκή, για τον πολιτικό μια κρίση επιβίωσης, για τον κερδοσκόπο μια ευκαιρία λεηλασίας του παγκόσμιου πλούτου, για τον νεοφιλελεύθερο μια κρίση υπαρξιακή και για τον ψυχίατρο μια θαυμάσια κατάσταση αφού είναι βέβαιο ότι θα αυξήσει την πελατεία του.
Επομένως, η κρίση είναι υπόθεση κρίσης, με την πρώτη έννοια της λέξης – είναι δηλαδή απόφαση, διαχωρισμός, προτίμηση, επιλογή. Τα άτομα, τα στρώματα, οι τάξεις δεν ζουν απλώς μια κατάσταση κρίσης, αλλά επιλέγουν από τη σκοπιά των ιδιαίτερων συμφερόντων τους πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αυτή τους η κρίση – η επιλογή- τους φέρνει σε μια δευτερογενή κρίση που μας παραπέμπει στην αρχαϊκή, ομηρική χρήση της λέξης ως έριδας, φιλονικίας, λογομαχία, δηλαδή μια εκδοχή πάλης των τάξεων που προφανώς είναι τόσο παλιά όσο και η λέξη κρίση. Βεβαίως, η επιλογή τακτικής στην κοινωνική έριδα που αναπόφευκτα γεννά η κρίση, απαιτεί μια τρίτη, κρίσιμη έννοια της λέξης, απαιτεί κρίση με την έννοια της ορθοφροσύνης και της διανοητικής διαύγειας. Καθώς, όμως, στη διαχείριση της κρίσης λείπουν και τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά, και μια και οι ηγέτες του κόσμου και του οικονομικού μας σύμπαντος κρίνουν ότι πρέπει να την συνδιαχειριστούν με όσους έχουν το κρίμα της κρίσης, η όλη κατάσταση τείνει να ικανοποιήσει την τελεολογική, χριστιανική προσέγγιση της έννοιας της κρίσης και να αποτελέσει μια ακόμη ισχυρή ένδειξη ότι η Ημέρα της Κρίσεως είναι πιο κοντά από ποτέ.
Είναι, ωστόσο, λίαν αμφίβολο ότι η κρίση μπορεί να λυθεί στη σφαίρα της μεταφυσικής. Και είναι μάλλον απίθανο πως ο Θεός είναι διατεθειμένος να αναλάβει αυτή την κρίση είτε τώρα είτε την Ημέρα της Κρίσεως. Είναι, αντιθέτως, βέβαιο ότι εκατομμύρια ανθρώπων που βρίσκονται αυτές τις κρίσιμες μέρες στις ουρές των ανέργων ή στα γραφεία πλειστηριασμών απαιτούν μιαν απολύτως γήινη κρίση της κρίσης. Κρίση-τιμωρία για τα κρίματα της κρίσης- κι εδώ η γλωσσική μας σύγχυση διευρύνεται με την προσθήκη του δικαστικού εδράνου στο οποίο παρελαύνουν έγκριτοι κριτές, επικριτές, ανακριτές, λογοκριτές και υποκριτές. Θα περίμενε κανείς, αρκετούς μήνες αφότου η κρίση κατέστη επίσημα η κρίσιμη κατάστασή μας, διακριδόν και χωρίς υποκρισίες, να έχουν καθίσει στα δικαστικά εδώλια, ίσως να έχουν διαβεί και τις πύλες της φυλακής, μερικές χιλιάδες χρυσοκάνθαρων που μετέτρεψαν σε κρίση την άκριτη απληστία τους. Πλην όμως συλλαμβάνονται αδιακρίτως όσοι εκφράζουν φωναχτά τις ενδόμυχες σκέψεις πολλών από μας (σαν τον Βρετανό ανθρωπολόγο Κρις Νάιτ – το Κρις υποθέτω ότι δεν έχει σχέση με την κρίση- που μπουζουριάστηκε εν μια νυκτί, λίγο πριν τη συνάντηση των G20, επειδή φώναζε πως «οι τραπεζίτες θέλουν κρέμασμα»). Έτσι, αντί ευθυκρισίας και δίκαιης κρίσης, αντί αποκρίσεων στα κρίσιμα ερωτήματά μας, εισπράττουμε εγκρίσεις (πακέτων στήριξης αναξιοπαθούντων απλήστων), εκκρίσεις (θέσεων εργασίας) και διακρίσεις (εις βάρος της απασχόλησης). Ελλείψει (δικαστικής) κρίσης δεν είναι παράδοξο που κερδίζουν έδαφος καταστάσεις αυτοδικίας για να κριθούν τα κρίματα της κρίσης. «Το κρίμα μου πάνω σου και τα φαρμάκια που με πότισες», θα ‘λεγαν η Γκόλφω του Περεσιάδη ή η Ευδοκία του Δαμιανού σε μια απονενοημένη πράξη αποκαλυπτικής αυτοθυσίας, αλλά οι σημαντικότερες εκφράσεις αυτοδικίας είναι πολύ πιο θορυβώδεις και εκρηκτικές.
Όπως αντιλαμβάνεστε, αν στην πολυσήμαντη και αναντικατάστατη ελληνική λέξη crisis, που πλημμύρισε και το τελευταίο ανακοινωθέν διάσωσης του καπιταλισμού στο Λονδίνο, προσθέσουμε και όλα της τα παράγωγα, η κρίση της κρίσης θα μας φέρει όλους σε κατάσταση νευρικής κρίσης. Η εννοιολογική μας Βαβέλ θα είναι απόλυτη- αλλά δεν φταίει η γλώσσα και ο πλούτος της που καθιστάμεθα φτωχοί εν μέσω κρίσης. Φτωχοί όχι μόνο οικονομικά αλλά και εγκεφαλικά. Αν είναι να πιστέψουμε ότι όλη αυτή η ακατάσχετη φλυαρία περί κρίσης έχει έστω και το παραμικρό αποτέλεσμα στη διαχείρισή της, τότε γιατί να μην θεωρήσουμε ως ακριβέστερη απόδοση της έννοιάς της αυτή που μας παραδίδει η δημώδης μας ποίηση; «Αγγέλω κρεν’ η μάνα σου…» Όπου «κρένω» είναι το ρήμα «κρίνω» - η ρίζα της γλωσσικής μας κρίσης- απαλλαγμένο όμως εντελώς από τις αλληλοαποκλειόμενες καταστάσεις που περιγράφει αρχαιόθεν και απλουστευμένο στην έννοια του «φωνάζω». (Ή «κράζω» - χρήσιμη λέξη, κρατήστε την). Αυτή η υπεραπλούστευση των λέξεων (κρίνω και κρίση) μη νομίζετε ότι είχε αποστερήσει την δημώδη μας ποίηση- σε χρόνια ανυποψίαστα για κρίσεις- από την ικανότητα να εκφράζει μια κατάσταση ερωτικής κρίσης και παροξυσμού. Ιδού ένα δείγμα: «Σαν πήρα έναν ανήφορο/ και βγήκα ιδρωμένος, /πώς το 'παθα ο καημένος,/ να πάω στην αγάπη μου,/ στην αγαπητικιά μου, στο φύλλο της καρδιάς μου./ Πάω και την ευρίσκω κει/ την καπετάν Βασιλική/ στον αργαλειό κι υφαίνει,/ της κρένω δεν μου κραίνει/ Ακώ μαγγάνια να χτυπούν,/ ανέμες ν' ανεμίζουν,/ πολλές καρδιές ραγίζουν./ Ακώ και την αγάπη μου/ στον αργαλειό κι υφαίνει,/ της κρένω δεν μου κραίνει/ Κρίνε μου αγάπη, κρίνε μου,/ κρίνε με τα καλά σου/ μην έβρεις τον μπελά σου./ Θεέ μου να τσακιστεί τ' αντί,/ να λυγιστεί το χτένι/ να της κοπούν πολλές κλωστές/ να κάθεται να δένει».
Ωστόσο, η κρίση που διανύουμε κάθε άλλο παρά παραπέμπει σε ένα, έστω και άγριο, ερωτικό καβγαδάκι. Πιο πολύ αποπνέει τον απαισιόδοξο ορισμό του Ιπποκράτη για την κρίση ενός νοσούντος οργανισμού στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. «Ουδέν άλλο την κρίσιν, ότι μη λύσιν ονομάζειν του νοσήματος επί σωτηρίαν ή όλεθρον». Γιατί έχω την αίσθηση ότι είμαστε πιο κοντά στον όλεθρο παρά στη σωτηρία;
No comments:
Post a Comment