Κάθομαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Aνοίγω ένα έγγραφο Word. Στις επόμενες δύο-τρεις ώρες πρέπει να γεμίσει με περίπου χίλιες διακόσιες λέξεις, τοποθετημένες με τρόπο που να αφηγούνται μια ιστορία ή να ξετυλίγουν έναν πλήρη συλλογισμό, όχι πάντα εύστοχο. Το κείμενο (αποτέλεσμα ρεπορτάζ, σκέψης ή φαντασίας) στη συνέχεια θα διορθωθεί. Έπειτα, ο συντάκτης ύλης θα το επιμεληθεί, θα βρει τίτλο, θα αναζητήσει τη φωτογραφία που θα το εικονογραφήσει. Ο photo editor θα του υποδείξει μερικές φωτογραφίες, κι αφού καταλήξουν σε μία, ο σκανερίστας θα την επεξεργαστεί ψηφιακά. Στο μεταξύ, ο σελιδοποιός θα «στήσει» το κείμενο στη σελίδα, στην οθόνη του υπολογιστή, θα βάλει τις κατάλληλες γραμματοσειρές, θα ενθέσει και τη φωτογραφία. Η σελίδα θα περάσει από μια ακόμη διόρθωση και στη συνέχεια, έτοιμη στην άυλη, ψηφιακή της μορφή θα «ταξιδέψει» μέσω τηλεφωνικής γραμμής προς το τυπογραφείο, όπου μια ακόμη σειρά χεριών και ματιών θα της δώσουν την υλική της μορφή, του «τσίγκου», που θα τοποθετηθεί πάνω στον «πύργο» εκτύπωσης. Όταν θα έρθει η ώρα, μαζί με μερικές ακόμη δεκάδες «τσίγκινες» σελίδες, θα κυλήσει με ταχύτητες υπερηχητικές πάνω σε ογκώδη ρολά χαρτιού όπου μελάνια τεσσάρων βασικών χρωμάτων αλλά χιλιάδων δυνατών συνδυασμών θα της δώσουν την έντυπη μορφή της. Η μηχανή θα κάνει τη δουλειά, θα κόψει, θα ράψει και θα διπλώσει το τυπωμένο χαρτί στην τελική εκδοχή της εφημερίδας. Μια ακόμη σειρά ανθρώπων θα την «παραγεμίσει» με τις πιθανές προσφορές πριν η εφημερίδα οδηγηθεί σε μια άλλη μηχανή που θα την τοποθετήσει στο νάιλον που υπόσχεται να μη λερώσει τα χέρια σας με φρέσκο μελάνι. Ξημερώματα, έξω από τη μονάδα εκτύπωσης φτάνουν τα φορτηγά του πρακτορείο διανομής που θα μεταφέρουν τις εφημερίδες -με άλλα φορτηγά, με πλοία, ακόμη και με αεροπλάνα- σε όλη τη χώρα ή απευθείας στα περίπτερα της Αθήνας. Ο διανομέας θα πετάξει με βιασύνη το πάκο με τις εφημερίδες έξω από το περίπτερο, ενώ ο περιπτεράς θα βγει με κάποια νωχέλεια από το μικροσκοπικό του βασίλειο και θα επιδοθεί στην τελετουργία της έκθεσης της ενημερωτικής πραμάτειας στα μανταλάκια της τέντας του ή πάνω στα ψυγεία του παγωτού. Προς το παρόν, με χωρίζουν δέκα έως είκοσι ώρες από τη στιγμή που το κείμενο που πρόκειται να γράψω θα γίνει περίπου το ένα εκατοστό του τελικού προϊόντος που λέγεται εφημερίδα. Κι εγώ αντικρίζω με δέος την κενή σελίδα του εγγράφου Word που έχω ανοίξει και που πρέπει να γεμίσει με 1.200 λέξεις.
Οι περισσότεροι άνθρωποι στον καπιταλιστικό κόσμο μας, είτε παράγουν ενημέρωση, είτε γράφουν τις ιδέες τους «διά να απολαύσουν της εκτιμήσεως του πλήθους», είτε βιδώνουν μπουλόνια πάνω στη γραμμή παραγωγής αυτοκινήτων, είτε τροφοδοτούν με σοκολάτα μια γραμμή παραγωγής συσκευασμένων μπισκότων, ξεκινούν και τελειώνουν την εργάσιμη μέρα τους με τα ίδια ανάμεικτα συναισθήματα για το αντικείμενο της εργασίας τους. Ενδομύχως σκέπτονται «τι νόημα έχει αυτό που κάνουν», πόση σχέση έχει με το τελικό προϊόν που θα μπει στο ράφι ενός σούπερ μάρκετ, θα εκτεθεί απαστράπτον σε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων ή θα κρεμαστεί στην τέντα ενός περιπτέρου. Νιώθουν πως αυτό που κάνουν στο οκτάωρό τους ελάχιστη ή και καμία σχέση δεν έχει με αυτό που αγοράζει ο καταναλωτής. Αισθάνονται να μην αναγνωρίζουν το κομμάτι του εαυτού τους που πέρασε στο εμπόρευμα. Η επίγευση του κόπου τους είναι πικρή. Ή ανύπαρκτη. Παρ’ όλα αυτά, τούς είναι αδύνατο να υπάρξουν χωρίς αυτό τον «μάταιο κόπο» που καταβροχθίζει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Το καταβροχθίζει όχι μόνο ως το εργάσιμο ένα τρίτο του εικοσιτετραώρου, αλλά με όλη την κοινωνικότητα που η εργασία επιβάλλει σχεδόν σε όλες τις διαστάσεις της ζωής μας: Ρωτάμε έναν συμπαθή άγνωστο «πώς σε λένε;» κι ύστερα «με τι ασχολείσαι:» ή «τι δουλειά κάνεις;». Ρωτάμε, επίσης τον κολλητό μας «τι κάνει η γυναίκα, τα παιδιά;» (ή και η γκόμενα, αν υπάρχει ο ανάλογος βαθμός οικειότητας και εχεμύθειας) κι ύστερα «πώς πάει η δουλειά;» Αν μας απαντήσει ότι απολύθηκε, πέφτουμε με μια πένθιμη σιωπή συμπαράστασης, αναγνωρίζοντας ότι η στέρηση της εργασίας είναι ένας μικρός θάνατος…
Αυτή τη διττή, αντιφατική στάση μας απέναντι στην εργασία, που ο Μαρξ αποτύπωσε στη θεωρία της αποξένωσης, στα χειρόγραφα του 1844, και στην οποία διασταυρώθηκαν η πολιτική οικονομία και η ψυχολογία, ο μαρξισμός και η ψυχανάλυση, είναι το αντικείμενο ενός γοητευτικού λογοτεχνικού δοκιμίου του μπεστσελερίστα Αλαίν ντε Μποττόν, «Οι χαρές και τα δεινά της εργασίας» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη). Είναι μια γλαφυρή επιτομή του σύγχρονου καπιταλισμού από την πλευρά της εργασίας. Ο Μποττόν μπαίνει στα άδυτα της παραγωγής δέκα τομέων της μοντέρνας οικονομίας (από τα logistics στη λογιστική, από την παραγωγή μπισκότων στο ταξίδι του τόνου από τις Μαλδίβες στις κονσέρβες μας, από τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας στην εκτόξευση πυραύλων, από τη ζωγραφική στη συμβουλευτική σταδιοδρομίας, από την επιχειρηματικότητα στην αεροναυπηγική) και φωτίζει τις λεπτομέρειες της παραγωγικής μας καθημερινότητας που γεννούν τα εναλλασσόμενα αισθήματα χαράς ή δυσφορίας.
Στα κεφάλαια του βιβλίου παρελαύνουν πραγματικοί εκπρόσωποι όλης της ιεραρχικής πυραμίδας της παραγωγικής μας Βαβέλ: βλοσυροί πρόεδροι επιχειρηματικών κολοσσών που διευθύνουν την εργασία χιλιάδων ανθρώπων. Σχολαστικοί σχεδιαστές προϊόντων που μπορεί να έχουν αναλώσει ένα χρόνο δουλειάς δεκάδων ανθρώπων στο σχήμα, το χρώμα, το όνομα ενός συσκευασμένου μπισκότου προορισμένου για γυναίκες («στις μέρες τα μπισκότα αποτελούν παρακλάδι της ψυχολογίας, όχι της μαγειρικής», του εξομολογείται ένας από αυτούς»). Επιστήμονες που δουλεύουν για χρόνια στη δημιουργία υλικών τα οποία θα επιτρέψουν σ’ έναν δορυφόρο να διασχίσει την ατμόσφαιρα χωρίς να διαλυθεί. Εργαζόμενοι στην ηλεκτροπαραγωγή που αντλούν ικανοποίηση από τη βεβαιότητα πως η δουλειά τους επιτρέπει σε κάθε Βρετανό να αρχίζει τη μέρα του μ’ έναν ζεστό καφέ ή τσάι. Ένας ζωγράφος που επί ένα χρόνο απεικονίζει τη ζωή μιας βελανιδιάς κατά την εναλλαγή των εποχών, αν και οι πωλήσεις των πινάκων του κανονικά θα έπρεπε να τον έχουν αποτρέψει από τόση σπατάλη χρόνου. Οι αναλφάβητοι αλιείς των τόνων στον Ινδικό Ωκεανό. Οι γραμματείς των διευθυντικών στελεχών που οφείλουν να αγνοούν τη σεξουαλικότητά τους, αν και έχουν προσληφθεί ακριβώς γι’ αυτήν. Οι «εκπαιδευτές» νέων εργαζομένων που έχουν αντικαταστήσει το μαστίγιο με την πειθώ και τα εταιρικά ταξίδια αναψυχής. Ο πρόεδρος της εταιρείας που «έχει αποκηρύξει σχεδόν όλα τα εργαλεία και σύμβολα της εξουσίας του γιατί υποδυόμενος τον απλό υπάλληλο έχει περισσότερες δυνατότητες να διατηρήσει την ανωτερότητά του». Ο εφευρέτης των παπουτσιών που σε βοηθούν να περπατάς στο νερό, ο οποίος ελπίζει να γίνει δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας. Και ένας πραγματικός δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας που δεν μπορεί να εξηγήσει πειστικά πώς τα κατάφερε και αναγκάζεται να αναμασάει κοινότοπες συνταγές από εγχειρίδια επιχειρηματικότητας.
Όλοι τους είναι ψηφίδες ενός παγκόσμιου πολιτισμού της εργασίας που, παρ’ ότι απογειώνει την παραγωγή του πλούτου, αρνείται να κατανείμει με στοιχειώδη δικαιοσύνη όχι μόνο τον ίδιο τον πλούτο, αλλά κι εκείνα τα αισθήματα ευφορίας, ικανοποίησης, αυτοπραγμάτωσης που θα έπρεπε να αποφέρει η εργασιακή διαδικασία. Ελάχιστοι από τους αφανείς πρωταγωνιστές αυτής της διαδικασίας, κατακερματισμένης σε χιλιάδες ειδικότητες, μπορούν να αναγνωρίσουν έστω και ένα ψήγμα του εαυτού τους στο bar code του προϊόντος που παίρνουν από το ράφι του σούπερ μάρκετ, αν και είναι το ίδιο που σε κάποιο στάδιο της παραγωγής πέρασε από μπροστά τους περιμένοντας μια κίνησή τους. Το bar code της αποξένωσης δεν είναι αναγνώσιμο ούτε από τον πιο εξελιγμένο ψηφιακό «αναγνώστη».
Αν τα πράγματα είναι έτσι, γιατί δουλεύουμε; Γιατί δεν είμαστε πανευτυχείς όταν βρεθούμε άνεργοι, γιατί δεν αγκαλιάζουμε ευγνώμονες τον εργοδότη όταν μας ανακοινώνει την απόλυσή μας; Υπάρχει το ζήτημα της επιβίωσης, αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί ζάμπλουτοι επιχειρηματίες που έχουν βγάλει λεφτά μέχρι και για τα τρισέγγονά τους συνεχίζουν το κυνήγι της μεγέθυνσης. Ούτε γιατί, καταπονημένοι προλετάριοι έπειτα από σαράντα χρόνια δουλειάς πέφτουν σε κατάθλιψη μόλις πάρουν σύνταξη, και αναζητούν υποκατάστατα εργασίας ακόμη και ως baby sitter των εγγονών τους. Ο θάνατος είναι η εξήγηση, λέει ο Μποττόν: «Είναι δύσκολο να σκέφτεσαι τον θάνατο όταν έχεις να κάνεις μια δουλειά: δεν φαντάζει σαν ταμπού όσο σαν κάτι απίθανο. Από τη φύση της η εργασία δεν μας επιτρέπει άλλο από το να την πάρουμε υπερβολικά στα σοβαρά. Οφείλει να καταστρέψει την αίσθησή μας περί προοπτικής και οφείλουμε να της είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό, αφού μας επιτρέπει να συμμετέχουμε αδιακρίτως στα γεγονότα και μας αφήνει να κάνουμε σκέψεις για τον θάνατό μας και την καταστροφή των επιχειρήσεών μας με ελαφρότητα, ως απλές νοητικές προτάσεις, ενώ ταξιδεύουμε στο Παρίσι για να πουλήσουμε λάδια μηχανών. Λειτουργούμε με βάση μια απαραίτητη μυωπία».
No comments:
Post a Comment