Δύο είναι τα επαγγέλματα που δεν πρόκειται να πάρουν είδηση την επερχόμενη ύφεση και τον ζυγό της εφορίας: οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι. Ούτε καν το δέος των αποδείξεων θα τους κάμψει. Με τον τζίρο που θα έχουν στο εξής δεν υπάρχει λόγος ούτε να φοροδιαφεύγουν ούτε να κρατούν ψηλά τις τιμές. Ίσα ίσα που θα συμφέρουν και οι εκπτώσεις. Φαντάζομαι από τώρα τις διαφημιστικές πινακίδες: «Σε κάθε τρεις συνεδρίες, η τέταρτη δώρο». Ή «για τους τακτικούς πελάτες του ιατρείου τα Ladose παρέχονται δωρεάν, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού ταμείου». Το οποίο, εξάλλου, μπορεί πλέον να μην τα καλύπτει.
Αν τελικά οι «εταίροι» μας (μόνο εντός εισαγωγικών πια) καταφέρουν να μας μετατρέψουν από τον πιο χαμογελαστό και εύθυμο στον πιο μανιοκαταθλιπτικό λαό της Μεσογείου, θα τους βγάλω το καπέλο. Προς το παρόν ανιχνεύω απλώς συμπτώματα, όχι μια βέβαιη διάγνωση. Άνθρωποι σκυθρωποί και ανήσυχοι. Άλλοι φοβισμένοι, άλλοι απλώς σκεπτικοί. Άλλοι τσαντισμένοι, άλλοι απορημένοι. Κάποιοι, μάλλον οι λιγότεροι, είναι απλώς στον κόσμο τους. Πάντως, σ’ όλων το βλέμμα υπάρχει μια θλίψη κάθε φορά που ακούνε τα εκ Βρυξελλών τελεσίγραφα για τα additional meters του Μαρτίου, του Απριλίου, του Μαΐου, του τέλους του έτους, του 2011, του 2012. Νισάφι πια…
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που αποκαλείται χώρα, πατρίδα, ελληνική κοινωνία, παρ’ ότι συχνότερα το σιχτιρίζουμε, το βρίζουμε, το χλευάζουμε, κατά βάθος το πονάμε. Καθένας με τον τρόπο του. Οι περισσότεροι αισθανόμαστε ότι αυτή η συλλογικότητα, της οποίας είμαστε αναγκαστικά κομμάτι, μας έχει αδικήσει, μας έχει χαστουκίσει, μας έχει προπηλακίσει, ληστέψει, καταπιέσει, αλλοτριώσει, φιμώσει, ισοπεδώσει, προδώσει, εξουθενώσει, πρήξει… Μας έχει πεθάνει, εν ολίγοις. Αλλά παρ’ όλα αυτά την πονάμε. Ίσως γιατί δεν έχουμε πού αλλού να πάμε. Όσο διεθνιστές, απάτριδες, κοσμοπολίτες κι αν είμαστε, πουθενά αλλού δεν αισθανόμαστε την άνεση και την οικειότητα να αλληλοβριστούμε, να σαρκάσουμε ή να ταπεινώσουμε ο ένας τον άλλο, οι μεν τους δε. Για να είμαστε ακριβείς, συμβαίνει σε μας ό,τι συμβαίνει στον μέσο άνθρωπο, είτε κατοικεί στην Ελλάδα, είτε στο Αζερμπαϊτζάν, είτε στη Γη του Πυρός. Δεν μας αρέσει η πατρίδα μας. Για τους περισσότερους δεν είναι τελικά η γη των ονείρων μας, ο παράδεισός μας, αλλά λίγοι, ελάχιστοι από μας, έχουμε τα κότσια να ρίξουμε μαύρη πέτρα, να πάρουμε των ομματιών μας και ν’ αναχωρήσουμε για κάποια από τις καθωσπρέπει χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου». Ούτε καν αυτοί που έχουν την πολυτέλεια να φυγαδεύουν τα παχυλά τους κεφάλαια στα νησιά Cayman ή στο Λιχτενστάιν. Τα κεφάλαιά τους μπορούν ν’ αλλάξουν πατρίδα. Αλλ’ αυτοί επιμένουν εδώ (από φιλοπατρία, υποθέτω, όχι για τον σαδισμό να απολαύσουν τη συλλογική βύθιση των υπολοίπων στη μιζέρια).
Είναι παράδοξο που δεν το αντιλαμβάνονται αυτό οι άσπονδοι φίλοι μας. Είναι παράδοξο να μην αντιλαμβάνονται τι είδους ανακλαστικά προκαλούν κάθε φορά που εξαγγέλλουν εκ Βρυξελλών τα επόμενα κύματα ταπείνωσης και συλλογικής τιμωρίας της ελληνικής κοινωνίας για ένα (υποτιθέμενο) αμάρτημα που μόνο συλλογικό δεν είναι. Είναι παράδοξο που δεν αντιλαμβάνονται τι είδους συνειρμούς και δεύτερες πολιτικές σκέψεις προκαλούν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης κάθε φορά που αναπαράγουν τα στερεότυπα για τους Έλληνες, που το έχουν ρίξει στην κραιπάλη με δανεικά χρήματα και κοινοτικές επιδοτήσεις, που εξαπατούν τις αγορές και τις ευρωπαϊκές Αρχές με σκυλοφτιαγμένα στοιχεία, που είναι οι πρωταθλητές της μίζας, της διαφθοράς, της παραοικονομίας και του μαύρου χρήματος, τρόφιμοι του πελατειακού κράτους, τεμπέληδες, φοροφυγάδες, απατεωνίσκοι, μπαγάσες, μπαγαπόντηδες, απευθείας απόγονοι του Οδυσσέα, που ως και την Τροία με τέχνασμα κι απάτη την άλωσε.
Και βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν αρκετοί Έλληνες που ανταποκρίνονται πλήρως σ’ αυτές τις περιγραφές, αλλά, αν οι «εταίροι» μας θέλουν να είναι τόσο αδέκαστοι, ας τους αναζητήσουν σ’ εκείνους τους κοινωνικούς θυλάκους όπου πραγματικά ενδημούν. Στις πολιτικές και κοινωνικές ελίτ που επεξεργάστηκαν με τόση μαεστρία το διαβόητο ευρωπαϊκό όραμα μιας ολόκληρης τριακονταετίας, ίσως και παραπάνω, αυτό που τώρα διαλύεται στα εξ ων συνετέθη για αμαρτωλούς κι ενάρετους ρέκτες του. Σ’ εκείνα τα τμήματα της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας που υποσχόταν τη δεκαετία του ’70 ότι στην ΕΟΚ θα «τρώμε με χρυσά κουτάλια», τη δεκαετία του ’80 ότι το μέλλον μας είναι στη μεγάλη ενιαία αγορά, τη δεκαετία του ’90 ότι το ευρώ είναι η λύση στις δημοσιονομικές μας αμαρτίες και στο γύρισμα του αιώνα ότι έχουμε γίνει οι τουρμπο-πρωταθλητές της ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Διότι, αν υπάρχει μια δόση απάτης στο στατιστικό ψεύδος το 2009 για το έλλειμμα και το χρέος, υπάρχει ένας ποταμός εξαπάτησης -όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά όλων των Ευρωπαίων- σ’ αυτό τ’ αδειανό πουκάμισο που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη, που έχει απομυζήσει πακτωλούς φόρων από 400 εκατομμύρια φορολογούμενους για να συντηρεί μια δράκα Ταλιμπάν των αγορών και που, στη χειρότερη κρίση από καταβολής της, αδυνατεί να προστατεύσει τους πιο αδύναμους κρίκους της.
Αν, λοιπόν, «κάποιος πρέπει να πάει στη φυλακή», όπως λέει κι ο υπουργός Οικονομικών, δεν είναι φυσικά οι Έλληνες ως κοινωνία, δεν είναι οι μισθωτοί σκλάβοι που δεν κέρδισαν την περίοδο των παχιών αγελάδων και χάνουν την περίοδο των ισχνών, δεν είναι τα φορολογικά υποζύγια που αδυνατούν να γλιτώσουν έστω κι ένα ευρώ, ούτε οι καταναλωτές που με τόσο ζήλο σήκωσαν από τα ράφια και τις προθήκες κάθε γερμανικό αυτοκίνητο, κάθε γαλλική φριτέζα, κάθε σουηδικό τηλέφωνο, κάθε ιταλικό ρούχο που πέρναγε τα σύνορα, ενώ οι ελληνικές γραμμές παραγωγής αλέθονταν στον μύλο των γεωργικών αναδιαρθρώσεων και της αποβιομηχάνισης. Αν κάποιος πρέπει να πάει στη φυλακή για την εθνική μοναξιά στην οποία μας καταδικάζουν οι κερδοσκόποι, οι ευρωκράτες και επηρμένοι πολιτικοί ηγέτες των δημοσιονομικά ενάρετων χωρών, τότε θα πρέπει το Μπερλεμόντ να αλλάξει χρήση και, από θλιβερό θερμοκήπιο του δημοκρατικού ελλείμματος της Ε.Ε., να γίνει μια μεγάλη φυλακή υψίστης ασφαλείας για να φιλοξενήσει σχεδόν όλες τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες που καλλιέργησαν με πάθος τους θεμελιώδεις ευρωπαϊκούς μύθους. Όλους τους χρυσοκάνθαρους των εθνικών προμηθειών που ξεκοκάλισαν τους κοινοτικούς πόρους. Όλους τους τεχνοκράτες της απελευθέρωσης που εξαγρίωσαν τα θηρία της αγοράς. Όλους τους χρυσοπληρωμένους συμβούλους των κυβερνήσεων που πούλησαν για ένα κομμάτι ψωμί τη δημόσια περιουσία. Όλους τους αγοραστές της δημόσιας περιουσίας που δεν έφεραν ίχνος προστιθέμενης αξίας ή απασχόλησης. Όλους τους συντελεστές της παραγωγικής μας παρακμής. Όλους τους ξένους προμηθευτές που φόρτωσαν με δισεκατομμύρια το κρατικό χρέος. Όλους τους δωρολήπτες, αλλά και όλους τους δωροδόκους. Όλους τους αρχιτέκτονες του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας, που αποδεικνύεται σπασμένο πασπαρτού. Όλους τους ευρωκράτες που δεν πήραν είδηση για τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Όλους τους Ευρωπαίους πολιτικούς, που εξαπάτησαν τους λαούς τους χρηματοδοτώντας αφειδώς την κερδοφορία των πρωταιτίων της κρίσης. Όλους αυτούς που πρωτοστατούν στην καμπάνια κατά της φτώχειας στην Ε.Ε. το 2010, την ώρα που εισηγούνται μέτρα ακόμη περισσότερης φτώχειας… Όλους. Και είναι πολλοί για να χωρέσουν στο Μπερλεμόντ.
Τίποτα απ’ αυτά δεν συμβαίνει ούτε θα συμβεί. Οι μόνοι που βρισκόμαστε ήδη στη δημοσιονομική φυλακή της εθνικής μας κατάθλιψης είμαστε εμείς. Και κερατάδες και δαρμένοι. Και πτωχευμένοι και ταπεινωμένοι. Δεν ξέρω αν οι «εταίροι» μας νομίζουν ότι όλα όσα απεργάζονται εις βάρος μας έχουν κάποια παιδαγωγική επίδραση πάνω μας, αν νομίζουν ότι έχουν ανακαλύψει κάποιου είδους αποτελεσματική, αυταρχική αγωγή (αυτό που το ΔΝΤ για τις χώρες-θύματά του ονομάζει «θεραπεία-σοκ»). Το σίγουρο είναι ότι τα σίδερα που υψώνουν γύρω μας έχουν κι ένα απελευθερωτικό περιεχόμενο. Μια βίαιη και μαζική αποδέσμευση από το ευρωπαϊκό ταμπού. Μήπως τελικά υπάρχει ζωή και εκτός Ε.Ε.; Και μήπως αυτό δεν είναι ένα ελληνικό αλλά ένα πανευρωπαϊκό σύνδρομο; Διάβασα ότι, ήδη, το 68% των Γάλλων νοσταλγεί το φράγκο. Τι να λένε άραγε οι Ιταλοί, οι Ισπανοί ή οι Πορτογάλοι για τη λιρέτα, την πεσέτα και το εσκούδο;
No comments:
Post a Comment