(Από τη στήλη "Ελεύθερος Σκοπευτής", Επενδυτής 14/7/2012)
Η κοινή γνώμη εκπαιδεύεται εδώ και δεκαετίες στις γαργαλιστικές επιμέρους αλήθειες αυτού του μύθου, που περιλαμβάνουν συνδικαλιστικές συντεχνίες οι οποίες συνδιοικούν τις κρατικές επιχειρήσεις, την ευρεία χρήση των ΔΕΚΟ ως φορέων εξυπηρέτησης της κομματικής πελατείας, τις μέτριες έως κάκιστες υπηρεσίες που προσφέρουν πολλές από αυτές τις ΔΕΚΟ. Σ’ αυτόν τον μύθο περί κράτους-σοβιετικού απολιθώματος βασίζεται και η ευκολία με την οποία η λεγόμενη αποκρατικοποίηση του παντός παρουσιάζεται ως πανάκεια για την ανακοπή της παραγωγικής παρακμής της χώρας.
Στον μύθο υπάρχει μια ιστορική παραπλάνηση. Ό,τι κρατικό παρουσιάζεται και ως δημόσιο. Πράγμα που δεν ισχύει καθόλου. Δημόσια επιχείρηση είναι εκείνη που παρέχει δημόσια αγαθά. Και δημόσιο αγαθό είναι εκείνο που παρέχεται σε όλους, με ίσους όρους, και ανεξάρτητα από τη δυνατότητα που έχουν να το πληρώσουν. Το σχολείο, τυπικά, είναι ένα τέτοιο αγαθό. Κανείς δεν υποχρεούται να πληρώσει «εισιτήριο» στην είσοδό του. Αλλά το ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρξε ποτέ δημόσιο αγαθό. Ήταν πάντα εμπόρευμα. Το παίρνεις αν έχεις και όσο έχεις να το πληρώσεις. Και, μάλιστα, ούτε καν στην ίδια τιμή. Οι «καλοί πελάτες» -η βιομηχανία, οι επιχειρήσεις- είχαν πάντα μια προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τον οικιακό καταναλωτή, που γινόταν ακούσιος χορηγός τους. Έτσι, το δημόσιο αγαθό της ενέργειας μετατρεπόταν σε κατ’ εξοχήν ιδιωτικό αγαθό και η κρατική επιχείρηση σε ιδιωτική εταιρεία.
Ο ιδιωτικός χαρακτήρας, άλλωστε, των ΔΕΚΟ έχει επικυρωθεί και τυπικά με την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο εδώ και χρόνια. Κριτήριο επιτυχίας τους δεν είναι πλέον η ικανότητά τους να παρέχουν σε όλους το δημόσιο αγαθό (ρεύμα, νερό, τηλέφωνο), αλλά η κερδοφορία τους, η χρηματοοικονομική τους κατάσταση, η ζήτηση των προϊόντων τους. Κριτής τους δεν είναι ο καταναλωτής, αλλά η «αγορά». Ένα συνονθύλευμα συμφερόντων, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να κρίνει ότι είναι αποδοτικό για την κρατική - ιδιωτική επιχείρηση ακόμη και να σταματήσει να παρέχει το δημόσιο αγαθό για το οποίο προορίζεται. Μερικοί οπαδοί του «δόγματος του σοκ» το εκφράζουν πολύ αυθεντικά. Αγαπημένο τους παράδειγμα ο ΟΣΕ. Πρέπει ή να πουληθεί ή να κλείσει, λένε.
Στη νοσηρή λογική του νεοφιλελευθερισμού δεν χωρεί η έννοια του δημόσιου αγαθού ή υπηρεσίας που η παροχή τους δεν υπάγεται στενά στο ισοζύγιο προσφορά-ζήτηση, επένδυση-κέρδος. Παρακάμπτουν, βέβαια, πονηρά το «παράδοξο» ότι η υπεράνω υποψίας Γερμανία διαθέτει ένα κρατικό και δωρεάν παρεχόμενο εθνικό οδικό δίκτυο κι ένα υπό κρατικό έλεγχο πλέγμα συγκοινωνιακών φορέων που, ακόμη κι αν είναι ζημιογόνοι, η απόδοσή τους ενσωματώνεται στο γερμανικό αναπτυξιακό «θαύμα». Εδώ προστίθεται και η δεύτερη παραπλάνηση του φιλελεύθερου μύθου: ό,τι κρατικό δεν είναι δημόσιο, αλλά και ό,τι δημόσιο δεν είναι ζημιογόνο. Ή, τουλάχιστον, ακόμη κι αν είναι, η απόδοσή του δεν μετριέται με τους τυπικούς όρους επιχειρηματικότητας. Αν ήταν έτσι, το κράτος θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί προ πολλού από την επένδυση στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην ασφάλεια.
Το κράτος και οι επιχειρήσεις του έχουν προσχωρήσει εδώ και πολλά χρόνια σ’ αυτή τη φιλελεύθερη πλάνη. Η διάκριση κρατικής και ιδιωτικής επιχείρησης είναι πια μόνο τυπική. Ποια είναι ακριβώς η διαφορά της τυπικά κρατικής ΕΥΔΑΠ και του τυπικά ιδιωτικού ΟΤΕ; Και οι δύο παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες που αντιστοιχούν στον ορισμό του δημόσιου. Οι υδατικοί πόροι, τα ραδιοκύματα, τα ενσύρματα και ασύρματα δίκτυα δεν νοούνται ως αντικείμενα ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά και οι δύο τα παρέχουν με ιδιωτικά κριτήρια. Ως εμπορεύματα.
Ποια είναι, επίσης, η διαφορά μεταξύ του κρατικού ΟΣΕ και των ιδιωτικών ΚΤΕΛ; Και ο μεν και τα δε ικανοποιούν μια δημόσια ανάγκη έναντι τιμήματος. Το να επιχειρείς να αποδείξεις την ανωτερότητα της αμιγώς ιδιωτικής διαχείρισης έναντι της τυπικά κρατικής με κριτήριο την κερδοφορία τους είναι τουλάχιστον αφέλεια. Σε περιόδους καταστροφικής ύφεσης όπως η παρούσα, ζημιογόνα μπορεί να είναι και τα ιδιωτικά ΚΤΕΛ ή οι ιδιωτικές αεροπορικές και ακτοπλοϊκές εταιρείες. Έτσι ισχυρίζονται, τουλάχιστον. Εκτός αν ψεύδονται.
Ποια είναι, τέλος, η διαφορά μεταξύ της «κρατικού ενδιαφέροντος» Εθνικής ή της τυπικά κρατικής Αγροτικής, με τις αμιγώς ιδιωτικές τράπεζες; Καμιά δεν δανείζει τζάμπα χρήμα, καμιά δεν αποταμιεύει χωρίς κάποιο ελάχιστο επιτόκιο. Ίσα ίσα, και οι κρατικές και οι ιδιωτικές τράπεζες παρασιτούσαν για χρόνια χάρη στο θηριώδες spread μεταξύ χορηγικού και καταθετικού επιτοκίου, για να βρεθούν σήμερα, σε συνθήκες αβυσσαλέας ύφεσης, να επαιτούν αποταμιεύσεις, ενώ ταυτόχρονα έχουν κλείσει εντελώς τη στρόφιγγα του δανεισμού. Το τυπικά δημόσιο αγαθό χρήμα καθίσταται αμιγώς ιδιωτικό. Παρέχεται μόνο σ’ αυτούς που ήδη το κατέχουν και μάλιστα ευθέως ανάλογα με την ποσότητα που κατέχουν.
Ο ουσιαστικά ιδιωτικός χαρακτήρας των κρατικών επιχειρήσεων, άλλωστε, αναδεικνύεται και από την προϊστορία τους. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά πολύ περισσότερο μετά τον πόλεμο, το ανάπηρο ελληνικό κράτος συνεπικουρούμενο (με το αζημίωτο) από τους ξένους «χορηγούς» του ανέλαβε να ενοποιήσει τον εγχώριο οικονομικό χώρο σε μια μεγάλη, εθνική καπιταλιστική αγορά. Οι ελληνικές ΔΕΚΟ -ο ΟΣΕ, η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, οι εταιρείες ύδρευσης- δημιουργήθηκαν για να καλύψουν την αδυναμία των δεκάδων, ακόμη και εκατοντάδων, ιδιωτικών εταιρειών να δημιουργήσουν μια ενιαία αγορά για κάθε δημόσιο αγαθό ή υπηρεσία. Στην ουσία ήταν το κράτος που οργάνωσε κάθε αυτονόητη σήμερα κοινωνική ανάγκη, κάθε δημόσιο αγαθό ή υπηρεσία, σε μια μεγάλη καπιταλιστική αγορά εμπορευμάτων. Έστω κι αν χρειάστηκε να κρατικοποιήσει τις πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις που απειλούνταν με χρεοκοπία ή με παρακμή λόγω των τεράστιων αποκλίσεων στις τιμές κάθε αγαθού. Κι ήταν το ίδιο το κράτος κι η επιχειρηματικότητά του που χρηματοδότησε εις είδος, σε φθηνά δημόσια αγαθά, τη μεγάλη ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Εμβληματικό παράδειγμα η ΠΕΣΙΝΕ. Επί δεκαετίες είχε εξασφαλίσει ρεύμα σε τιμή κάτω του κόστους. Μόλις το 2003, η πολύχρονη «χορηγία» των εκατοντάδων δισ. «αποζημιώθηκε» με 3,5 δισ. δραχμές. 10 εκατ. ευρώ… Τζάμπα πράγμα.
Όπως, λοιπόν, δεν υπάρχουν πια δημόσια αγαθά, έτσι δεν υπήρξαν επί της ουσίας και δημόσιες επιχειρήσεις. Οι κατ’ ευφημισμόν ΔΕΚΟ ήταν ουσιαστικά μια ερμαφρόδιτη, public-private επιχειρηματικότητα, δημόσια στη χρηματοδότησή της, ιδιωτική στην άσκηση και την κατανάλωσή της. Σ’ αυτόν τον ερμαφροδιτισμό βασίστηκαν, άλλωστε, κι όλες οι αναπηρίες -κομματική πελατεία, εκμαυλισμός, παρασιτισμός- που τις έχουν καταστήσει απεχθείς στην κοινή γνώμη.
Έστω κι έτσι, όμως, η κρατική-ιδιωτική επιχειρηματικότητα απέδωσε σχεδόν πέντε δεκαετίες αδιάλειπτης ανάπτυξης. Οι ακραιφνείς οπαδοί του σλόγκαν «όλα για πούλημα», που επικαλούνται τον «ηθικό κίνδυνο» της διατήρησης ζημιογόνων ΔΕΚΟ, θα πρέπει να απαντήσουν σε μερικά ερωτήματα, συμβατά με τη φιλελεύθερη φιλοσοφία τους: τι αναπτυξιακό αποτύπωμα θα αφήσει η πώληση των ΔΕΚΟ και η κατάθεση του τιμήματος στο ταμείο των δανειστών; Τι θα αντικαταστήσει την αναπτυξιακή δαπάνη, από την οποία βίαια θα αποσυρθεί το κράτος; Ποιος ιδιώτης θα δεσμευτεί ότι θα εξακολουθήσει να παρέχει τα -έστω εμπορευματοποιημένα- δημόσια αγαθά; Ποιος θα εγγυηθεί ότι η Ελλάδα μιας ιδιωτικής ΔΕΗ δεν θα βυθιστεί σ’ ένα μπλακ άουτ τύπου Καλιφόρνια κι ότι η σιδηροδρομική «επικράτεια» της χώρας δεν θα συρρικνωθεί στα προ Βαλκανικών πολέμων σύνορα; Ή μήπως δεν τους χαλάει και πολύ αυτό;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
…Το κεφάλαιο δεν μπορεί από την ίδια του τη φύση να παράγει παρά εμπορεύματα, ενώ η κοινωνία ρέπει προς την κατανάλωση δημόσιων αγαθών, τα οποία αν και εμπορευματοποιούνται με τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν παρουσιάζουν ικανοποιητικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία της κρίσης και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή «κρίση υποκατανάλωσης» που για να υπερπηδηθεί θα αρκούσε μια δικαιότερη κατανομή εισοδημάτων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Ο ακραίος, ύστερος καπιταλισμός μπήκε εδώ και καιρό στην παρασιτική φάση του. Ο θεμελιώδης όρος διαιώνισής του είναι η ανοικτή βία που ασκεί στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, την οποία η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, όσους ευφημισμούς και να εφεύρει («εκσυγχρονισμός», «ευελιξία», «διά βίου μάθηση», «μεταρρύθμιση» κ.λπ.) δεν μπορεί πια να συσκοτίζει. Δεν υπάρχουν ευφημισμοί για τους ανέργους, τους φτωχούς, τους αστέγους… για μια ολόκληρη ανθρωπότητα που εξαθλιώνεται και ματαιώνεται κοινωνικά.
Σταύρου Τομπάζη, «Φυγόκεντροι καιροί: Η παγκόσμια οικονομική κρίση 2007, 2008, 2009…»
Ο αγαπημένος μύθος των φιλελεύθερων είναι πως η Ελλάδα είναι η τελευταία σοβιετική δημοκρατία στην Ευρώπη. Ο μύθος υπονοεί πως το κράτος ελέγχει ιδιοκτησιακά ή με άλλους έμμεσους τρόπους τους σημαντικότερους τομείς της οικονομίας. Και, επομένως, λειτουργεί ως τροχοπέδη της ιδιωτικής δραστηριότητας και άρα της όποιας αναπτυξιακής διαδικασίας.
Στον μύθο υπάρχει μια ιστορική παραπλάνηση. Ό,τι κρατικό παρουσιάζεται και ως δημόσιο. Πράγμα που δεν ισχύει καθόλου. Δημόσια επιχείρηση είναι εκείνη που παρέχει δημόσια αγαθά. Και δημόσιο αγαθό είναι εκείνο που παρέχεται σε όλους, με ίσους όρους, και ανεξάρτητα από τη δυνατότητα που έχουν να το πληρώσουν. Το σχολείο, τυπικά, είναι ένα τέτοιο αγαθό. Κανείς δεν υποχρεούται να πληρώσει «εισιτήριο» στην είσοδό του. Αλλά το ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρξε ποτέ δημόσιο αγαθό. Ήταν πάντα εμπόρευμα. Το παίρνεις αν έχεις και όσο έχεις να το πληρώσεις. Και, μάλιστα, ούτε καν στην ίδια τιμή. Οι «καλοί πελάτες» -η βιομηχανία, οι επιχειρήσεις- είχαν πάντα μια προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τον οικιακό καταναλωτή, που γινόταν ακούσιος χορηγός τους. Έτσι, το δημόσιο αγαθό της ενέργειας μετατρεπόταν σε κατ’ εξοχήν ιδιωτικό αγαθό και η κρατική επιχείρηση σε ιδιωτική εταιρεία.
Ο ιδιωτικός χαρακτήρας, άλλωστε, των ΔΕΚΟ έχει επικυρωθεί και τυπικά με την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο εδώ και χρόνια. Κριτήριο επιτυχίας τους δεν είναι πλέον η ικανότητά τους να παρέχουν σε όλους το δημόσιο αγαθό (ρεύμα, νερό, τηλέφωνο), αλλά η κερδοφορία τους, η χρηματοοικονομική τους κατάσταση, η ζήτηση των προϊόντων τους. Κριτής τους δεν είναι ο καταναλωτής, αλλά η «αγορά». Ένα συνονθύλευμα συμφερόντων, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να κρίνει ότι είναι αποδοτικό για την κρατική - ιδιωτική επιχείρηση ακόμη και να σταματήσει να παρέχει το δημόσιο αγαθό για το οποίο προορίζεται. Μερικοί οπαδοί του «δόγματος του σοκ» το εκφράζουν πολύ αυθεντικά. Αγαπημένο τους παράδειγμα ο ΟΣΕ. Πρέπει ή να πουληθεί ή να κλείσει, λένε.
Στη νοσηρή λογική του νεοφιλελευθερισμού δεν χωρεί η έννοια του δημόσιου αγαθού ή υπηρεσίας που η παροχή τους δεν υπάγεται στενά στο ισοζύγιο προσφορά-ζήτηση, επένδυση-κέρδος. Παρακάμπτουν, βέβαια, πονηρά το «παράδοξο» ότι η υπεράνω υποψίας Γερμανία διαθέτει ένα κρατικό και δωρεάν παρεχόμενο εθνικό οδικό δίκτυο κι ένα υπό κρατικό έλεγχο πλέγμα συγκοινωνιακών φορέων που, ακόμη κι αν είναι ζημιογόνοι, η απόδοσή τους ενσωματώνεται στο γερμανικό αναπτυξιακό «θαύμα». Εδώ προστίθεται και η δεύτερη παραπλάνηση του φιλελεύθερου μύθου: ό,τι κρατικό δεν είναι δημόσιο, αλλά και ό,τι δημόσιο δεν είναι ζημιογόνο. Ή, τουλάχιστον, ακόμη κι αν είναι, η απόδοσή του δεν μετριέται με τους τυπικούς όρους επιχειρηματικότητας. Αν ήταν έτσι, το κράτος θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί προ πολλού από την επένδυση στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην ασφάλεια.
Το κράτος και οι επιχειρήσεις του έχουν προσχωρήσει εδώ και πολλά χρόνια σ’ αυτή τη φιλελεύθερη πλάνη. Η διάκριση κρατικής και ιδιωτικής επιχείρησης είναι πια μόνο τυπική. Ποια είναι ακριβώς η διαφορά της τυπικά κρατικής ΕΥΔΑΠ και του τυπικά ιδιωτικού ΟΤΕ; Και οι δύο παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες που αντιστοιχούν στον ορισμό του δημόσιου. Οι υδατικοί πόροι, τα ραδιοκύματα, τα ενσύρματα και ασύρματα δίκτυα δεν νοούνται ως αντικείμενα ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά και οι δύο τα παρέχουν με ιδιωτικά κριτήρια. Ως εμπορεύματα.
Ποια είναι, επίσης, η διαφορά μεταξύ του κρατικού ΟΣΕ και των ιδιωτικών ΚΤΕΛ; Και ο μεν και τα δε ικανοποιούν μια δημόσια ανάγκη έναντι τιμήματος. Το να επιχειρείς να αποδείξεις την ανωτερότητα της αμιγώς ιδιωτικής διαχείρισης έναντι της τυπικά κρατικής με κριτήριο την κερδοφορία τους είναι τουλάχιστον αφέλεια. Σε περιόδους καταστροφικής ύφεσης όπως η παρούσα, ζημιογόνα μπορεί να είναι και τα ιδιωτικά ΚΤΕΛ ή οι ιδιωτικές αεροπορικές και ακτοπλοϊκές εταιρείες. Έτσι ισχυρίζονται, τουλάχιστον. Εκτός αν ψεύδονται.
Ποια είναι, τέλος, η διαφορά μεταξύ της «κρατικού ενδιαφέροντος» Εθνικής ή της τυπικά κρατικής Αγροτικής, με τις αμιγώς ιδιωτικές τράπεζες; Καμιά δεν δανείζει τζάμπα χρήμα, καμιά δεν αποταμιεύει χωρίς κάποιο ελάχιστο επιτόκιο. Ίσα ίσα, και οι κρατικές και οι ιδιωτικές τράπεζες παρασιτούσαν για χρόνια χάρη στο θηριώδες spread μεταξύ χορηγικού και καταθετικού επιτοκίου, για να βρεθούν σήμερα, σε συνθήκες αβυσσαλέας ύφεσης, να επαιτούν αποταμιεύσεις, ενώ ταυτόχρονα έχουν κλείσει εντελώς τη στρόφιγγα του δανεισμού. Το τυπικά δημόσιο αγαθό χρήμα καθίσταται αμιγώς ιδιωτικό. Παρέχεται μόνο σ’ αυτούς που ήδη το κατέχουν και μάλιστα ευθέως ανάλογα με την ποσότητα που κατέχουν.
Ο ουσιαστικά ιδιωτικός χαρακτήρας των κρατικών επιχειρήσεων, άλλωστε, αναδεικνύεται και από την προϊστορία τους. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά πολύ περισσότερο μετά τον πόλεμο, το ανάπηρο ελληνικό κράτος συνεπικουρούμενο (με το αζημίωτο) από τους ξένους «χορηγούς» του ανέλαβε να ενοποιήσει τον εγχώριο οικονομικό χώρο σε μια μεγάλη, εθνική καπιταλιστική αγορά. Οι ελληνικές ΔΕΚΟ -ο ΟΣΕ, η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, οι εταιρείες ύδρευσης- δημιουργήθηκαν για να καλύψουν την αδυναμία των δεκάδων, ακόμη και εκατοντάδων, ιδιωτικών εταιρειών να δημιουργήσουν μια ενιαία αγορά για κάθε δημόσιο αγαθό ή υπηρεσία. Στην ουσία ήταν το κράτος που οργάνωσε κάθε αυτονόητη σήμερα κοινωνική ανάγκη, κάθε δημόσιο αγαθό ή υπηρεσία, σε μια μεγάλη καπιταλιστική αγορά εμπορευμάτων. Έστω κι αν χρειάστηκε να κρατικοποιήσει τις πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις που απειλούνταν με χρεοκοπία ή με παρακμή λόγω των τεράστιων αποκλίσεων στις τιμές κάθε αγαθού. Κι ήταν το ίδιο το κράτος κι η επιχειρηματικότητά του που χρηματοδότησε εις είδος, σε φθηνά δημόσια αγαθά, τη μεγάλη ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Εμβληματικό παράδειγμα η ΠΕΣΙΝΕ. Επί δεκαετίες είχε εξασφαλίσει ρεύμα σε τιμή κάτω του κόστους. Μόλις το 2003, η πολύχρονη «χορηγία» των εκατοντάδων δισ. «αποζημιώθηκε» με 3,5 δισ. δραχμές. 10 εκατ. ευρώ… Τζάμπα πράγμα.
Όπως, λοιπόν, δεν υπάρχουν πια δημόσια αγαθά, έτσι δεν υπήρξαν επί της ουσίας και δημόσιες επιχειρήσεις. Οι κατ’ ευφημισμόν ΔΕΚΟ ήταν ουσιαστικά μια ερμαφρόδιτη, public-private επιχειρηματικότητα, δημόσια στη χρηματοδότησή της, ιδιωτική στην άσκηση και την κατανάλωσή της. Σ’ αυτόν τον ερμαφροδιτισμό βασίστηκαν, άλλωστε, κι όλες οι αναπηρίες -κομματική πελατεία, εκμαυλισμός, παρασιτισμός- που τις έχουν καταστήσει απεχθείς στην κοινή γνώμη.
Έστω κι έτσι, όμως, η κρατική-ιδιωτική επιχειρηματικότητα απέδωσε σχεδόν πέντε δεκαετίες αδιάλειπτης ανάπτυξης. Οι ακραιφνείς οπαδοί του σλόγκαν «όλα για πούλημα», που επικαλούνται τον «ηθικό κίνδυνο» της διατήρησης ζημιογόνων ΔΕΚΟ, θα πρέπει να απαντήσουν σε μερικά ερωτήματα, συμβατά με τη φιλελεύθερη φιλοσοφία τους: τι αναπτυξιακό αποτύπωμα θα αφήσει η πώληση των ΔΕΚΟ και η κατάθεση του τιμήματος στο ταμείο των δανειστών; Τι θα αντικαταστήσει την αναπτυξιακή δαπάνη, από την οποία βίαια θα αποσυρθεί το κράτος; Ποιος ιδιώτης θα δεσμευτεί ότι θα εξακολουθήσει να παρέχει τα -έστω εμπορευματοποιημένα- δημόσια αγαθά; Ποιος θα εγγυηθεί ότι η Ελλάδα μιας ιδιωτικής ΔΕΗ δεν θα βυθιστεί σ’ ένα μπλακ άουτ τύπου Καλιφόρνια κι ότι η σιδηροδρομική «επικράτεια» της χώρας δεν θα συρρικνωθεί στα προ Βαλκανικών πολέμων σύνορα; Ή μήπως δεν τους χαλάει και πολύ αυτό;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
…Το κεφάλαιο δεν μπορεί από την ίδια του τη φύση να παράγει παρά εμπορεύματα, ενώ η κοινωνία ρέπει προς την κατανάλωση δημόσιων αγαθών, τα οποία αν και εμπορευματοποιούνται με τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν παρουσιάζουν ικανοποιητικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία της κρίσης και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή «κρίση υποκατανάλωσης» που για να υπερπηδηθεί θα αρκούσε μια δικαιότερη κατανομή εισοδημάτων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Ο ακραίος, ύστερος καπιταλισμός μπήκε εδώ και καιρό στην παρασιτική φάση του. Ο θεμελιώδης όρος διαιώνισής του είναι η ανοικτή βία που ασκεί στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, την οποία η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, όσους ευφημισμούς και να εφεύρει («εκσυγχρονισμός», «ευελιξία», «διά βίου μάθηση», «μεταρρύθμιση» κ.λπ.) δεν μπορεί πια να συσκοτίζει. Δεν υπάρχουν ευφημισμοί για τους ανέργους, τους φτωχούς, τους αστέγους… για μια ολόκληρη ανθρωπότητα που εξαθλιώνεται και ματαιώνεται κοινωνικά.
Σταύρου Τομπάζη, «Φυγόκεντροι καιροί: Η παγκόσμια οικονομική κρίση 2007, 2008, 2009…»
Καλά τα γράφεις φίλε, για να τα ακούν κάποιες Φωτη-νές αριστερές στρουθοκάμηλοι (μεταφορικά και κυριολεκτικά) καθώς και οι νεοφιλελεύθεροι κάγκουρες τύπου Στουρνάρα, για τον οποίο, θαρρώ, ότι το είπε πρώτος.
ReplyDeleteΑλλά δεν μας ακούνε ...