(Από τη στήλη "Γράμματα στην κόρη μου, περιοδικό ΜΟΝΟ, 8/6/2012- καθυστερημένη αναδημοσίευση)
Διότι, Βέρα μου, τα ιδεολογικά γυαλιά της εποχής μου, με φακούς πολυεστιακούς που άλλοτε υπερμεγέθυναν κι άλλοτε ελαχιστοποιούσαν τα πράγματα, δεν μου επέτρεπαν να δω τον Όμηρο και με τόσο καλό μάτι. Μου φάνηκε-πώς να τα πω-πολύ «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», έννοιες κάπως «κακόφημες» την περίοδο της μεταπολιτευτικής έξαρσης, και ιδιαίτερα για θυμωμένους εφήβους. Αντίθετα, ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη που παρατάει και Ιθάκη, και Πηνελόπη, και Τηλέμαχο, και βασίλειο για να ταξιδέψει στο Νότο, μέχρι να συναντήσει τον Χάρο, μου φάνηκε πολύ «μπίτνικ» και μοδάτος, πολύ συνεπής σ’ εκείνο το περίφημο «δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος».
Έπειτα, Βέρα μου, ήρθε ο Καβάφης. Χωρίς το φλογερό ταμπεραμέντο του Οδυσσέα του Καζαντζάκη, ο δικός του «πολύτροπος» ήρωας ήταν ένας πολίτης του κόσμου που η Ιθάκη του δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για να τον διασχίσει, συλλέγοντας σταγόνα σταγόνα το νέκταρ της ζωής, της γνώσης, της απόλαυσης στις απίστευτες εκδοχές που παρέχονται. Αργότερα, πολύ αργότερα ανακάλυψα ότι η Οδύσσεια της ζωής δεν είναι απαραίτητα μια συνάρτηση χιλιομέτρων που έχει κανείς διανύσει, ούτε τόπων που έχεις γνωρίσει, ούτε των ανθρώπων με τους οποίους έχεις γίνει εχθρός, φίλος, εραστής, συγγενής. Κάθε ώρα, κάθε μέρα ζωής μπορεί να είναι μια Οδύσσεια. Όπως συμβαίνει με την 16/6/1916, τη μοναδική μέρα της ζωής του Δουβλινέζου Λεοπόλδου Μπλουμ που αφηγείται ο Τζέημς Τζόυς στις εκατοντάδες σελίδες του δικού του δικού του «Οδυσσέα». Σου εύχομαι, Βέρα μου, να τη διαβάσεις κάποτε, αν και η ανάγνωσή της είναι κι αυτή μια κανονική Οδύσσεια.
Σκέψου το λίγο. Κάποιες μέρες και σένα σου φαίνεται Οδύσσεια να σηκωθείς από το κρεβάτι, να ετοιμαστείς για το σχολείο, να παρακολουθήσεις μερικές βαρετές ώρες διδασκαλίας, να διαβάσεις, να τρέξεις στα αγγλικά κι ό,τι άλλο σου παρέχουμε εμείς οι γονείς σου, με τη βεβαιότητα ότι θα σου είναι κάποτε χρήσιμο. Κι είναι άλλη μια Οδύσσεια το γεγονός ότι αυτό θα συνεχίζεται για πολλά χρόνια ακόμη, με μια Ιθάκη που μπορεί να λέγεται «καριέρα», αλλά να αποδεικνύεται ένα «φτου κι απ’ την αρχή», μια ακόμη Οδύσσεια, μέχρι την επόμενη Ιθάκη, τον έρωτα, την οικογένεια, τα παιδιά, ας πούμε, που κι αυτά με τη σειρά τους γίνονται νέο ταξίδι γεμάτο Λαιστρυγόνες, Κίκονες, Λωτοφάγους κι άλλους δυσοίωνους συνοδοιπόρους, που μόνη του βέβαιη κατάληξη ξέρουμε ποια είναι, ας μην την ξεστομίσουμε καν.
Κι αν η ζωή ήταν ένα miles and bonus, κάτι σαν τα προγράμματα των αεροπορικών εταιρειών που σου προσφέρουν έξτρα ταξίδι όταν συμπληρώσεις κάποια μίλια διαδρομών, να πεις: πάει στο διάολο, κάτι κέρδισα. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Κατά κανόνα, μια Καλυψώ βρίσκεται πάντα στον δρόμο σου κι επιστρατεύει όλη της τη θεϊκή ή επίγεια εξουσία για να σε κολλήσει σε μια Ωγυγία. Και καμιά Αθηνά δεν πρόκειται σαν από μηχανής θεός να ’ρθει να σε ξεκολλήσει από εκεί, αν δεν αποφασίσεις να ξεκολλήσεις μόνη σου ή, ακόμη καλύτερα μ’ όσους σε συντροφεύουν στην κοινή σας Οδύσσεια.
Τελικά, Βέρα μου, ίσως είναι θέμα επιλογής τι είδους Οδυσσέας θέλεις να ’σαι και μέχρι ποια Ιθάκη θέλεις να φτάσεις. Έχεις καιρό να το ψάξεις. Προς το παρόν, ξέρω πως το τέλος της τωρινής σου Οδύσσειας πλησιάζει. Κι η Ιθάκη σου έχει πολύ ήλιο, άφθονο ελεύθερο χρόνο, θερμοκρασία 30 βαθμών και πάνω και θάλασσα, πολύ θάλασσα. Αυτό, τουλάχιστον, δεν μπορεί να μας το στερήσει κανείς.
Αγαπημένη μου Βέρα,
Μια βδομαδίτσα έμεινε. Όχι για τις εκλογές, που μάλλον λίγο σ’ ενδιαφέρουν. Για τη μικρή εξεταστική σου Οδύσσεια μιλάω και για το σχολείο. «Κλειστόν λόγω διακοπών». Υπάρχει, βέβαια, ο κίνδυνος αυτό το «κλειστόν» να παραταθεί και πέραν των διακοπών, αν πιστέψει κανείς όλους αυτούς που προβλέπουν τη συντέλεια του κόσμου, αν οι ψηφοφόροι κάνουν «λάθος» επιλογές. Κι αυτοί μια Οδύσσεια προβλέπουν. Χωρίς χάπι έντ, χωρίς νόστο, ή με έναν νόστο που θα αργήσει δεκαετίες.
Τι μου ήρθε, Βέρα μου, και τα βλέπω όλα σαν Οδύσσειες; Η αφορμή ήσουν πάλι εσύ κι η πρώτη σου επαφή με αυτό το ασύλληπτο έπος-ποίημα-μυθιστόρημα-παραμύθι-φιλμ νουάρ-μεταφυσικό θρίλερ-γκραν γκινιόλ-ερωτική νουβέλα-πολιτικο-κοινωνικό δοκίμιο- φιλοσοφικό και ψυχαναλυτικό αφήγημα του Ομήρου. Γιατί η Οδύσσεια είναι όλα αυτά. Έτσι το βλέπω εγώ, τουλάχιστον, κι ας με πάρουν στο κυνήγι οι φιλόλογοι. Ο αθεόφοβος υπαρκτός ή ανύπαρκτος δημιουργός της τα έχει επινοήσει και πει όλα εδώ και 2.800 χρόνια, σε 12.110 στίχους. Οι κλεφτές ματιές που έριξα στο σχολικό βιβλίο σου καθώς προετοιμαζόσουν για τις εξετάσεις, μού ξύπνησαν την πρώτη γοητεία που είχε ασκήσει στο ακατέργαστο εφηβικό μου μυαλό η ανάγνωσή της (στη μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή, αν θυμάμαι καλά). Κι ύστερα διάβασα καπάκι και το «σίκουελ» του Καζαντζάκη κι έπαθα ένα λαλά και μια σύγχυση, γιατί άλλο Όμηρος, άλλο Καζαντζάκης, αλλά εγώ τα πήρα σαν δύο σε ένα, άσε που η Καζαντζάκεια Οδύσσεια μου φάνηκε καλύτερη.
Διότι, Βέρα μου, τα ιδεολογικά γυαλιά της εποχής μου, με φακούς πολυεστιακούς που άλλοτε υπερμεγέθυναν κι άλλοτε ελαχιστοποιούσαν τα πράγματα, δεν μου επέτρεπαν να δω τον Όμηρο και με τόσο καλό μάτι. Μου φάνηκε-πώς να τα πω-πολύ «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», έννοιες κάπως «κακόφημες» την περίοδο της μεταπολιτευτικής έξαρσης, και ιδιαίτερα για θυμωμένους εφήβους. Αντίθετα, ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη που παρατάει και Ιθάκη, και Πηνελόπη, και Τηλέμαχο, και βασίλειο για να ταξιδέψει στο Νότο, μέχρι να συναντήσει τον Χάρο, μου φάνηκε πολύ «μπίτνικ» και μοδάτος, πολύ συνεπής σ’ εκείνο το περίφημο «δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος».
Έπειτα, Βέρα μου, ήρθε ο Καβάφης. Χωρίς το φλογερό ταμπεραμέντο του Οδυσσέα του Καζαντζάκη, ο δικός του «πολύτροπος» ήρωας ήταν ένας πολίτης του κόσμου που η Ιθάκη του δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για να τον διασχίσει, συλλέγοντας σταγόνα σταγόνα το νέκταρ της ζωής, της γνώσης, της απόλαυσης στις απίστευτες εκδοχές που παρέχονται. Αργότερα, πολύ αργότερα ανακάλυψα ότι η Οδύσσεια της ζωής δεν είναι απαραίτητα μια συνάρτηση χιλιομέτρων που έχει κανείς διανύσει, ούτε τόπων που έχεις γνωρίσει, ούτε των ανθρώπων με τους οποίους έχεις γίνει εχθρός, φίλος, εραστής, συγγενής. Κάθε ώρα, κάθε μέρα ζωής μπορεί να είναι μια Οδύσσεια. Όπως συμβαίνει με την 16/6/1916, τη μοναδική μέρα της ζωής του Δουβλινέζου Λεοπόλδου Μπλουμ που αφηγείται ο Τζέημς Τζόυς στις εκατοντάδες σελίδες του δικού του δικού του «Οδυσσέα». Σου εύχομαι, Βέρα μου, να τη διαβάσεις κάποτε, αν και η ανάγνωσή της είναι κι αυτή μια κανονική Οδύσσεια.
Σκέψου το λίγο. Κάποιες μέρες και σένα σου φαίνεται Οδύσσεια να σηκωθείς από το κρεβάτι, να ετοιμαστείς για το σχολείο, να παρακολουθήσεις μερικές βαρετές ώρες διδασκαλίας, να διαβάσεις, να τρέξεις στα αγγλικά κι ό,τι άλλο σου παρέχουμε εμείς οι γονείς σου, με τη βεβαιότητα ότι θα σου είναι κάποτε χρήσιμο. Κι είναι άλλη μια Οδύσσεια το γεγονός ότι αυτό θα συνεχίζεται για πολλά χρόνια ακόμη, με μια Ιθάκη που μπορεί να λέγεται «καριέρα», αλλά να αποδεικνύεται ένα «φτου κι απ’ την αρχή», μια ακόμη Οδύσσεια, μέχρι την επόμενη Ιθάκη, τον έρωτα, την οικογένεια, τα παιδιά, ας πούμε, που κι αυτά με τη σειρά τους γίνονται νέο ταξίδι γεμάτο Λαιστρυγόνες, Κίκονες, Λωτοφάγους κι άλλους δυσοίωνους συνοδοιπόρους, που μόνη του βέβαιη κατάληξη ξέρουμε ποια είναι, ας μην την ξεστομίσουμε καν.
Κι αν η ζωή ήταν ένα miles and bonus, κάτι σαν τα προγράμματα των αεροπορικών εταιρειών που σου προσφέρουν έξτρα ταξίδι όταν συμπληρώσεις κάποια μίλια διαδρομών, να πεις: πάει στο διάολο, κάτι κέρδισα. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Κατά κανόνα, μια Καλυψώ βρίσκεται πάντα στον δρόμο σου κι επιστρατεύει όλη της τη θεϊκή ή επίγεια εξουσία για να σε κολλήσει σε μια Ωγυγία. Και καμιά Αθηνά δεν πρόκειται σαν από μηχανής θεός να ’ρθει να σε ξεκολλήσει από εκεί, αν δεν αποφασίσεις να ξεκολλήσεις μόνη σου ή, ακόμη καλύτερα μ’ όσους σε συντροφεύουν στην κοινή σας Οδύσσεια.
Τελικά, Βέρα μου, ίσως είναι θέμα επιλογής τι είδους Οδυσσέας θέλεις να ’σαι και μέχρι ποια Ιθάκη θέλεις να φτάσεις. Έχεις καιρό να το ψάξεις. Προς το παρόν, ξέρω πως το τέλος της τωρινής σου Οδύσσειας πλησιάζει. Κι η Ιθάκη σου έχει πολύ ήλιο, άφθονο ελεύθερο χρόνο, θερμοκρασία 30 βαθμών και πάνω και θάλασσα, πολύ θάλασσα. Αυτό, τουλάχιστον, δεν μπορεί να μας το στερήσει κανείς.
No comments:
Post a Comment