Τελικά, έχει γίνει βαρετό να ακούς πρωθυπουργούς, υπουργούς οικονομίας και κεντρικούς τραπεζίτες να μιλούν για την οικονομική μας καθημερινότητα. Έχουν γίνει απολύτως προβλέψιμοι. Δεν είναι πρωτότυποι, δεν είναι καν διασκεδαστικοί πια. Ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνουν τις συνταγές διαχείρισης κρίσεων είναι η επιτομή της κοινοτοπίας. Όταν, για παράδειγμα, έχουν να αντιμετωπίσουν μια κρίση υπερπαραγωγής το σύνθημα είναι: «Καταναλώστε, καταναλώστε και πάλι καταναλώστε». Όταν ο πληθωρισμός υπερβεί τα όρια αντοχής τους, το σύνθημα με μεγάλη ευκολία αναποδογυρίζεται: «Συγκρατηθείτε, συγκρατηθείτε και πάλι συγκρατηθείτε». Οταν η τραπεζική ρευστότητα δεν επαρκεί για τις επιχειρήσεις, φωνασκούν: «Επενδύστε, επενδύστε, επενδύστε!» Όσο το τραπεζικό σύστημα διαθέτει άφθονη ρευστότητα η σύσταση είναι: «Δανειστείτε, δανειστείτε και πάλι δανειστείτε». Αλλά μόλις τα ευαγή τραπεζικά ιδρύματα εκτεθούν υπερβολικά σε επισφαλή δάνεια, ακούγεται η κραυγή πανικού: «Αποταμιεύστε, αποταμιεύστε και πάλι αποταμιεύστε». Κι όταν η φούσκα (των μετοχών, των ακινήτων, του υπερδανεισμού, της λιμνάζουσας ρευστότητας κ.ο.κ. ) σκάσει στα μούτρα των αφελών νεοεπενδυτών , τότε όλοι μαζί κάνουν μόκο.
Λοιπόν, αυτό το τελευταίο περί αποταμίευσης είχαμε να το ακούσουμε καιρό. Τόσο, ώστε θαρρούσε κανείς ότι οι τράπεζες αντλούσαν το χρήμα με το οποίο αφειδώς και σχεδόν εξαναγκαστικά μας δάνειζαν από δενδρύλλια χαρτονομισμάτων που καλλιεργούσαν επιμελώς και απολύτως προστατευμένα από το χιονιά, τις βροχές, την ανυδρία, τους καύσωνες και τους σεισμούς. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μας επεφύλαξε, στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία, αυτή τη μικρή πρωτοτυπία. Θυμήθηκε τη σημασία της ιδιωτικής αποταμίευσης και προέβη στις σχετικές συστάσεις. Υποθέτω ότι το 2008 θα εξελιχθεί ενδεχομένως σε έτος αποταμίευσης. Θα γίνουν και πάλι δημοφιλείς οι εκθέσεις που γράφαμε ως μαθητές κάθε Οκτώβριο για την μέρα της αποταμίευσης, θα θεσπιστούν ελκυστικά κίνητρα με διανομή βιβλιαρίων και οι παλιοί κόκκινοι μεταλλικοί κουμπαράδες θα γίνουν πάλι της μόδας, πιθανώς εξοπλισμένοι με κάποιο ψηφιακό γκατζετάκι, για να προσαρμοστούν στη νέα τεχνολογική εποχή. Το γουρουνάκι θα γίνει και πάλι η μασκώτ του νέου εθνικού μας οικονομικού σπορ και οι καλλιτέχνες θα κληθούν σε μαζικά υπαίθρια εικαστικά parade, μετατρέποντας τις πλατείες σε πολύχρωμα χοιροστάσια, όπως προ ετών είχαν κάνει με τα διασκεδαστικά βουστάσια. Στη χρηματοπιστωτική αργκό θα επανέλθουν οι παλιές παροιμίες του τύπου «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» ή «σταλαγματιά, σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η πλατιά» ή «μάζευε κι ας είν’ και ρώγες» και οι διαφημιστές θα πρέπει να εφεύρουν σλόγκαν που θα αποκαταστήσουν το κύρος μιας συκοφαντημένης ως θανάσιμο αμάρτημα συνήθειας, στην εποχή των αρνητικών αποδόσεων και των μηδενικών επιτοκίων, όπως η αποταμίευση.
Βλέπετε, δεν είναι μόνο ο κεντρικός μας τραπεζίτης που εξήρε τη σημασία της αποταμίευσης ως μηχανισμού καταπολέμησης της φτώχειας (οφείλω να του αναγνωρίσω τη μεγαλοθυμία να χαρακτηρίσει «δυστύχημα» τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μεγάλο τμήμα συνταξιούχων, αλλά μεγαλύτερο «δυστύχημα» για όλους μας είναι τα πρόσωπα που διαχειρίζονται τις τύχες αυτής της χώρας). Είναι και ο πρωθυπουργός που καθιστά την αποταμίευση- έστω και με τη μορφή του φορολογικού καταναγκασμού- κεντρικό εργαλείο οικονομικής πολιτικής, κοινωνικής δικαιοσύνης και λύσης του Ασφαλιστικού. Τώρα, εκτός από τον «κουμπαρά» που θα γίνει σήμα κατατεθέν κάθε νοικοκυριού, θα διαθέτουμε και ως έθνος τον «κουμπαρά» μας, το «Ταμείο Αλληλεγγύης των Γενεών». Πού ακριβώς βρίσκεται η αλληλεγγύη, από ποιες γενιές για ποιες, σ’ αυτή τη γενική φορολογική επιδρομή που νομιμοποιεί την εισφοροκλοπή στην οποία επιδίδονται για χρόνια κράτος και επιχειρήσεις, δεν έχω καταλάβει, αλλά δεν είναι της παρούσης, διότι το θέμα μας είναι η αποταμίευση.
Οι φιλόσοφοι και οι ποιητές, βέβαια, έχουν τις αντιρρήσεις τους σ’ αυτή την απροσδόκητη ανατροπή αξιών και συνηθειών στην οποία καλούμαστε να προσχωρήσουμε ως κοινωνία της αφθονίας και της ευδαιμονίας, για τη σωτηρία του κράτους και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν είναι μόνο που ο πλειοψηφών και πολιτικά κραταιός μεσαίος χώρος έχει εκπαιδευτεί για αρκετές δεκαετίες στην αρχή ότι «τα λεφτά τρώγονται σαν τα φρέσκα ψάρια». Ούτε είναι το γεγονός ότι το έπος της ανάπτυξης για το οποίο επαίρονται οι υπουργοί οικονομίας της τελευταίας δεκαπενταεντίας στηρίζεται κατά το ήμισυ και πλέον στην κατανάλωση. Είναι και μια βαθύτερη, σχεδόν επικούρεια αντίληψη για τον πλούτο που διαθέτουμε ως μεσογειακοί τύποι, που υπονομεύει τη λουθηρανική ηθική της εγκράτειας στην οποία εν μέρει οφείλει την ύπαρξή του το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και είναι η ακόμη βαθύτερη επισήμανση του Ανταμ Σμιθ ότι «για τους περισσότερους πλούσιους η κυριότερη απόλαυση του πλούτου συνίσταται στην επίδειξή του, η οποία ποτέ δεν τους αρκεί, παρεκτός όταν εμφανίζονται ότι διαθέτουν τις αδιαμφισβήτητες εκείνες ενδείξεις πλούτου που κανείς άλλος δεν μπορεί να διαθέτει εκτός από αυτούς».
Αλλά, η πιο καίρια βολή στο κύρος της αποταμίευσης, προέρχεται, όπως σας προϊδέασα, από τους ποιητές. Και δη από την αγαπημένη- κατά δήλωσίν του- ποιήτρια του πρωθυπουργού, την Κική Δημουλά. Κάτι ήξερε η Δημουλά, με πολύχρονη εργασιακή θητεία σε τράπεζα η ίδια, όταν σε ανύποπτο χρόνο έγραφε στον «Υπέρ ασωτείας» ύμνο της: «Αποταμίευση. Μια σεβαστή, ομολογώ/ μορφή χορτάτη ευθανασίας». Για σκεφτείτε το λίγο. Ανεξαρτήτως απόδοσης και επιτοκίου, η αποταμίευση είναι μια επ’ αόριστον αναβολή κατανάλωσης, η ματαίωση της απόλαυσης του πλούτου στον παρόντα χρόνο είναι τελικά μια θυσία του παρόντος στο μέλλον. Από μιαν άποψη είναι μια παραίτηση από τη ζωή, από τα υλικά μέσα απόλαυσής της, άρα ένας εκούσιος μερικός θάνατος. Έστω κι αν επιλέγεται εν ονόματι της μέλλουσας ζωής, που περιγράφεται πλουσιότερη, απολαυστικότερη, ευτυχέστερη. Αλλά, ακόμη κι αν η τράπεζα δεσμεύεται από ένα συμβόλαιο να σου αποδώσει τα χρήματα που στερείσαι σήμερα, αυξημένα κατά τον τόκο στο μέλλον, κανένα συμβόλαιο δεν δεσμεύει τη ζωή. Αυτό που στερείσαι σήμερα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα το απολαύσεις αύριο. Γιατί στο μεταξύ το σώμα σου μπορεί να το επισκεφτεί ένας καρκίνος, ένα έμφραγμα. Και με πάσα βεβαιότητα θα το καταλάβουν άπληστα τα γηρατειά. Η ζωή, δυστυχώς, δεν έχει τόκο. Πράγματα που τα απολαμβάνεις στα τριάντα σου, στα πενήντα σου πρέπει να τα καταναλώνεις με μέτρο και στα εβδομήντα σου δεν πρέπει καν να τα αγγίζεις. Το σώμα κι οι ζωτικές του λειτουργίες συρρικνώνονται με επιτόκιο αρνητικό, γεωμετρικά αυξανόμενο. Αυτός είναι ο φόρος της ανθρώπινης φύσης που καθιστά εξ ορισμού επαχθή την πιο προσοδοφόρα κατάθεση, το πιο γενναιόδωρο επιτόκιο ταμιευτηρίου. «Δεν αποθηκεύεται η ένταση. / Δεν θα ‘θελε κι αυτή να ζεί περισσότερο; / Όμως δεν αποταμιεύεται. / Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει…» γράφει πάλι η Δημουλά, κατατροπώνοντας τις βεβαιότητες του πανσόφου τραπεζίτη.
Ακόμη, λοιπόν, κι αν υποθέσουμε ότι οι νεοπρολετάριοι, οι νεόπτωχοι, οι νεόπλουτοι και οι ανυποψίαστοι μικρομεσαίοι έχουν περίσσεια ρευστού, ζεστού χρήματος, ότι δεν έχουν λόγους να το δαπανήσουν μέχρι τελευταίου ευρώ στην κατανάλωση του περιττού ή του αναγκαίου, τι λόγους έχουν να το κάνουν από τη σκοπιά της μοναδικής ευκαιρίας που έχουν στη ζωή; Να τα φυλάξουν για τους βλαστούς τους, θα μου πείτε. Δεκτόν. Αυτή είναι μια απτή, φυσική πράξη αλληλεγγύης των γενεών και μ’ αυτή πορεύεται, έτσι κι αλλιώς, από καταβολής οικογένειας η ανθρωπότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα ήταν αυτοκαταστροφική σπατάλη να συμβάλουν στην αναγκαστική φορολογική ληστεία που επιβάλλεται εν ονόματι του «εθνικού ασφαλιστικού κουμπαρά». Ανάμεσα στην ιδιωτική αποταμίευση και την κρατική φοροκλοπή, υπάρχει η απόσταση που χωρίζει την εκούσια ευθανασία από μιαν εν ψυχρώ εκτέλεση.
Ευτυχώς, εκτός από το χρήμα, αποταμιεύονται και ο κοινός νους και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
No comments:
Post a Comment